Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020 | Permalink
13 Ώρες
Το
θέμα με τις «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ» («13 Uur») – (εκδ.
Στερέωμα, μετάφρ. Κ. Παπαδάκη, σελ. 530), το άκρως συναρπαστικό αστυνομικό
θρίλερ του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα και σεναριογράφου Deon
Meyer (1958, Paarl,
South Africa), είναι να μη το
αρχίσεις, δεδομένου και του όγκου του. Διότι όταν διαβάσεις το πρώτο κεφάλαιο,
αποκλείεται να μπορέσεις να το αφήσεις από τα χέρια σου, αφού ο καταιγιστικός ρυθμός
του, δεν θα σου αφήσει χρόνο για αναγνωστικές ανάσες.
Οι
«Δεκατρείς ώρες», δεύτερο βιβλίο του σημαντικού Νοτιοαφρικανού, και
προγενέστερο του (εξαιρετικού) «Κόμπρα» που είχε εκδοθεί στη χώρα μας πριν δύο
χρόνια, είναι ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται μέσα σε δεκατρείς ώρες, όπως λέει κι
ο τίτλος του. Σε αυτό το συγκριμένο χρονικό πλαίσιο, ο συγγραφέας επιλέγει να
κατανείμει την πλοκή σε μικρά κεφάλαια – ανάσες, σε μια ημέρα, όπου ο ντετέκτιβ
Γκρίσελ (ήρωας και της «Κόμπρας» και μόνιμος πρωταγωνιστής των ιστοριών του
Μέγιερ), καλείται να επιλύσει με την ομάδα του, δύο φόνους, που συμβαίνουν το
ίδιο πρωινό.
Ο
τόπος, το Κέιπ Τάουν, η τουριστική μεγαλούπολη της Νότιας Αφρικής, και ξημερώματα
(05.36) μιας καλοκαιρινής μέρας, το πτώμα μιας Αμερικανίδας τουρίστριας
βρίσκεται σφαγιασμένο, στον περίβολο μιας εκκλησίας, ενώ σχεδόν μια ώρα
αργότερα, ένα μουσικός παραγωγός, ιδρυτής και διευθυντής μιας γνωστής εταιρείας,
βρίσκεται από την αλκοολική σύζυγό του, που μόλις έχει ξυπνήσει, νεκρός από
πυροβολισμό στο σαλόνι της έπαυλής του. Οι δύο υποθέσεις φαίνονται ασύνδετες
μεταξύ τους αν και η ιστορία της τουρίστριας δείχνει πιο περιπεπλεγμένη και
ακατανόητη στις Αρχές, δεδομένου ότι σύντομα ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και άλλη
κοπέλα που προσπαθεί να σωθεί από μια ομάδα ανθρώπων που την καταδιώκουν.
Ο
ντετέκτιβ Γκρίσελ, αντιλαμβάνεται ότι η κοπέλα που τρέχει πανικόβλητη στους δρόμους
των (ειδυλλιακών κατά τα άλλα) συνοικιών του Κέιπ Τάουν, κρατάει τη λύση της υπόθεσης
στα χέρια της και στρέφει σχεδόν όλη την ομάδα του στην ανεύρεσή της, δεδομένου
δε, ότι η δολοφονημένη και η καταδιωκόμενη είναι Αμερικανίδες, στην ιστορία
εμπλέκονται το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, η Αμερικάνικη Πρεσβεία κ.ο.κ.
Παράλληλα εξετάζει και την περίπτωση του μουσικού παραγωγού, όπου εκεί τα
πράγματα δείχνουν πιο ξεκάθαρα, καθώς όλες οι υποψίες έχουν πέσει πάνω στην
αλκοολική σύζυγο του, πρώην επιτυχημένη τραγουδίστρια – ανακάλυψη του
δολοφονηθέντος, η οποία δεν θυμάται τίποτα από το προηγούμενο βράδυ.
Η
αφήγηση εκτυλίσσεται σε τέσσερα επίπεδα. Στα πιο αγωνιώδη κεφάλαια,
παρακολουθούμε την προσπάθεια της νεαρής και καλογυμνασμένης Αμερικανίδας
Ρέιτσελ Άντερσον να διαφύγει από τους διώκτες της, τρέχοντας και κρυπτόμενη σε
αυλές σπιτιών, ξετυλίγοντας ταυτόχρονα στην ανάμνησή της τα γεγονότα που
οδήγησαν στο φόνο της φίλης της, που είχαν έρθει στη Νότια Αφρική μετά από ένα
τουρ με σακίδια («backpackers») στην Αφρικανική
ήπειρο. Στο δεύτερο επίπεδο, παρακολουθούμε τις προσπάθειες του ντετέκτιβ
Γκρίσελ να συντονίσει τις δύο υποθέσεις, να καταπολεμήσει τον αλκοολισμό του
(κάτι που είναι έντονο και στην «Κόμπρα»), καθώς είναι σχεδόν έξι μήνες που δεν
έχει βάλει ποτό στο στόμα του, τις σκέψεις του από τα προσωπικά του αδιέξοδα
και τις διπλωματικές του ικανότητες, μιλώντας με τους γονείς της Ρέιτσελ
Άντερσον, τους ανωτέρους του και τις Κυβερνητικές υπηρεσίες. Στο τρίτο επίπεδο,
παρακολουθούμε τις έρευνες της Αστυνομίας για να εντοπίσει την διωκόμενη κοπέλα
και τον αγώνα δρόμου για την ανεύρεσή της πριν τους διώκτες της, που δείχνουν
να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο κοντά σε αυτήν. Τέλος σε τέταρτο επίπεδο,
παρακολουθούμε τις προσπάθειες της ομάδας του Γκρίσελ, να εξιχνιάσει τον φόνο
του μουσικού παραγωγού, μέσα σε δαιδαλώδεις σχέσεις συναδέλφων του,
τραγουδιστών και προσωπικού της εταιρείας που διηύθυνε.
«Η
Ρέιτσελ Άντερσον κατηφόρισε τρέχοντας με όλη της τη δύναμη την οδό Άπερ Οράνιε.
Τα μάτια της έψαξαν απεγνωσμένα αριστερά-δεξιά για μια διέξοδο διαφυγής, αλλά
τα σπίτια και στις δύο πλευρές ήταν απόρθητα – με ψηλούς τοίχους, ηλεκτροφόρες
περιφράξεις, κιγκλιδώματα και πύλες ασφαλείας. Γνώριζε ότι δεν είχε χρόνο, θα
επέστρεφαν διασχίζοντας το κατάστημα, προπορευόταν περίπου εκατό μέτρα από
εκείνους. Η φωνή του πατέρα της τής είχε δώσει επιμονή, επιθυμία για να ζήσει,
να ξαναδεί τους γονείς της. Πόσο φριχτά πολύ θα ανησυχούσε τώρα η μητέρα της, η
πολύτιμή της, αφηρημένη μητέρα!
Είδε μόνο ένα σπίτι, ένα οικοδομικό τετράγωνο μακριά από το κατάστημα στη γωνία στα αριστερά της, μια μονώροφη βικτωριανή κατοικία με έναν χαμηλό λευκό ξύλινο φράχτη κι έναν χαριτωμένο κήπο. Ήξερε ότι ήταν η μοναδική της ευκαιρία. Πήδηξε πάνω από τον φράχτη που έφτανε στο ύψος της λεκάνης της, αλλά η άκρη του παπουτσιού της κάπου μαγκώθηκε και έπεσε φαρδιά-πλατιά στο παρτέρι με τα λουλούδια, ενώ τα χέρια της μάταια επιχειρούσαν να σταματήσουν την πτώση της, το στομάχι της γλιστρούσε στην ολισθηρή επιφάνεια και το νοτισμένο χώμα του κήπου άφηνε μια φαρδιά ρίγα από λάσπη στο μπλε της μπλουζάκι.
Σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια της σκοπεύοντας να τρέξει πίσω από το σπίτι, να διασχίσει την μπροστινή μεριά και να πάει στην πίσω πλευρά, μακριά από τον δρόμο, προτού την εντοπίσουν. Πέρα από το γρασίδι, υπήρχε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι με ακόμα περισσότερα παρτέρια από χαρωπά λευκά, κίτρινα και μπλε λουλούδια. Άνοιξε το στόμα για να ανασάνει. Πιο πέρα, στη μακρινότερη γωνιά του σπιτιού, υπήρχαν μεγάλες και πυκνές βουκαμβίλιες, με τα μοβ λουλούδια τους να πέφτουν πάνω σε μια πέργκολα. Μια κρυψώνα. Δίστασε μόνο για μια στιγμή, ώστε να υπολογίσει το μέγεθος των θάμνων, χωρίς να αντιληφθεί ότι είχαν αγκάθια. Χώθηκε μέσα όσο πιο βαθιά μπορούσε στην πυκνή σκιά. Οι αιχμηρές άκρες την τρύπησαν, χάραξαν στα χέρια και τα πόδια της μακριές αιμάτινες γραμμές. Κλαψούρισε σιγανά από τον πόνο και ξάπλωσε ξέπνοη ανάσκελα πίσω από το παραπέτασμα των φύλλων. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου», μουρμούρισε και γύρισε να κοιτάξει τον δρόμο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, μόνο την πυκνή πρασινάδα και τους μικροσκοπικούς λευκούς ύπερους που φώλιαζαν ανάμεσα στα μοβ πέταλα.
Αν δεν την είχαν δει, ήταν ασφαλής. Προς το παρόν. Μετακίνησε το χέρι στα πόδια της για να προσπαθήσει να αφαιρέσει τα αγκάθια.»
Ο
Μέγιερ ενορχηστρώνει υπέροχα το παζλ που δημιουργείται από τις παράλληλες
υποθέσεις, κρατώντας σε αγωνία τον αναγνώστη του μέχρι το τέλος. Δεν
αποκαλύπτεται τίποτα κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Δεν γνωρίζουμε γιατί αυτοί
οι μυστήριοι τύποι, νέοι στην πλειοψηφία τους, την κυνηγάνε και γιατί σκοτώσανε
με τόσο βίαιο τρόπο την φίλη της. Δεν γνωρίζουμε αν η Ρέιτσελ είναι ένοχη για
κάτι – οι υποψίες στρέφονται από νωρίς στο εμπόριο ναρκωτικών. Δεν γνωρίζουμε
όχι μόνο ποιος σκότωσε τον μουσικό παραγωγό, αλλά και αν οι δύο υποθέσεις
συνδέονται. Η λύση της ιστορίας που θα έρθει σχεδόν 13 ώρες αργότερα, λίγο πριν
τις 8 το βράδυ, θα είναι σύμφωνη με το πνεύμα της αγωνίας που διατρέχει το
βιβλίο.
Ο
αναγνώστης γρήγορα ταυτίζεται με την αγωνιώδη προσπάθεια της Ρέιτσελ να σωθεί,
συμπάσχει μαζί της σε αυτή την απεγνωσμένη φυγή, νιώθει τις ανάσες της, τον
πόνο της. Μοιραία το βάρος πέφτει σ’ αυτή την ιστορία, που είναι τόσο έντονη,
που αδυνατίζει την δεύτερη υπόθεση, της δολοφονίας του μουσικού παραγωγού και
αυτό μαζί με την υπερβολική λεπτομέρεια, στην πλοκή αλλά και στα ενδότερα της μουσικής
βιομηχανίας (που είναι εν πολλοίς αδιάφορα για τον εκτός Νότιας Αφρικής
αναγνώστη), είναι ένα μειονέκτημα, ενός κατά τα υπόλοιπα έξοχου θρίλερ, με
δυνατούς χαρακτήρες, με βασικούς ήρωες, τον ντετέκτιβ Γκρίσελ, που εύθραυστος
και πολύ ανθρώπινος γίνεται οικείος, και την κυνηγημένη Ρέιτσελ που ισορροπεί
διαρκώς μεταξύ θανάτου και σωτηρίας.
Έμπειρος
σεναριογράφος ο Meyer, χτίζει την
ατμόσφαιρα του βιβλίου αριστοτεχνικά, κλιμακώνοντας την ένταση που φτάνει μετά
την μέση της ιστορίας σε μεγάλη κλίμακα. Παράλληλα τονίζει τις διαφορές στις εθνότητες
που απαρτίζουν την αστυνομία, με τις γραφειοκρατικές ποσοστώσεις, τις
κυβερνητικές αλχημείες να μη δυσαρεστηθεί η μία έναντι της άλλης φυλής, τα πολιτικά
παιχνίδια και τις λοβιτούρες της εξουσίας, περιγράφοντας μια διαιρεμένη χώρα,
όπου η πρώτη ερώτηση για κάποιον είναι το χρώμα του δέρματός του, παρά ποιος
είναι, και όπου οι διαφορές είναι περισσότερες από όσες πιστεύουμε.
Αρκετή
βία, πολιτικές κόντρες, ωραίο ύφος, έξοχη δομή αλλά κυρίως τρομερή ένταση που
κορυφώνεται, κρατώντας τον αναγνώστη καθηλωμένο, καθιστούν τις «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ»
ένα απολαυστικό αστυνομικό θρίλερ. Ο κινηματογραφικός ρυθμός που απογειώνει το
βιβλίο, το σκηνικό της μεγαλούπολης και των προαστίων της (δείτε εδώ κάποια από τα locations που εκτυλίσσεται η δράση), σε συνδυασμό με την
πολύ ενδιαφέρουσα και αγωνιώδη ιστορία δεν αφήνουν τον αναγνώστη να ηρεμήσει
παρά μόνο όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα, καθηλώνοντάς τον με την
κυριολεκτική έννοια του όρου.
Βαθμολογία
82 / 100
Είδε μόνο ένα σπίτι, ένα οικοδομικό τετράγωνο μακριά από το κατάστημα στη γωνία στα αριστερά της, μια μονώροφη βικτωριανή κατοικία με έναν χαμηλό λευκό ξύλινο φράχτη κι έναν χαριτωμένο κήπο. Ήξερε ότι ήταν η μοναδική της ευκαιρία. Πήδηξε πάνω από τον φράχτη που έφτανε στο ύψος της λεκάνης της, αλλά η άκρη του παπουτσιού της κάπου μαγκώθηκε και έπεσε φαρδιά-πλατιά στο παρτέρι με τα λουλούδια, ενώ τα χέρια της μάταια επιχειρούσαν να σταματήσουν την πτώση της, το στομάχι της γλιστρούσε στην ολισθηρή επιφάνεια και το νοτισμένο χώμα του κήπου άφηνε μια φαρδιά ρίγα από λάσπη στο μπλε της μπλουζάκι.
Σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια της σκοπεύοντας να τρέξει πίσω από το σπίτι, να διασχίσει την μπροστινή μεριά και να πάει στην πίσω πλευρά, μακριά από τον δρόμο, προτού την εντοπίσουν. Πέρα από το γρασίδι, υπήρχε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι με ακόμα περισσότερα παρτέρια από χαρωπά λευκά, κίτρινα και μπλε λουλούδια. Άνοιξε το στόμα για να ανασάνει. Πιο πέρα, στη μακρινότερη γωνιά του σπιτιού, υπήρχαν μεγάλες και πυκνές βουκαμβίλιες, με τα μοβ λουλούδια τους να πέφτουν πάνω σε μια πέργκολα. Μια κρυψώνα. Δίστασε μόνο για μια στιγμή, ώστε να υπολογίσει το μέγεθος των θάμνων, χωρίς να αντιληφθεί ότι είχαν αγκάθια. Χώθηκε μέσα όσο πιο βαθιά μπορούσε στην πυκνή σκιά. Οι αιχμηρές άκρες την τρύπησαν, χάραξαν στα χέρια και τα πόδια της μακριές αιμάτινες γραμμές. Κλαψούρισε σιγανά από τον πόνο και ξάπλωσε ξέπνοη ανάσκελα πίσω από το παραπέτασμα των φύλλων. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου», μουρμούρισε και γύρισε να κοιτάξει τον δρόμο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα, μόνο την πυκνή πρασινάδα και τους μικροσκοπικούς λευκούς ύπερους που φώλιαζαν ανάμεσα στα μοβ πέταλα.
Αν δεν την είχαν δει, ήταν ασφαλής. Προς το παρόν. Μετακίνησε το χέρι στα πόδια της για να προσπαθήσει να αφαιρέσει τα αγκάθια.»
Δημοσίευση σχολίου