Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 10, 2020 | Permalink
"Τίποτε δεν χάνεται"
Διαβάζοντας
το ωραίο κοινωνικοπολιτικό νουάρ μυθιστόρημα «ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ» («Rien ne se perd»), της νεότατης
Γαλλίδας συγγραφέως Cloe Mehdi (1992, Λυών) – (εκδόσεις Πόλις, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.385),
στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό μου, η (ιδιαίτερα σκληρή) ταινία «Το Μίσος» («La Haine») του 1995. Μια
ταινία - που βέβαια η ιστορία της είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που
περιγράφει η Mehdi στο βιβλίο της -, για την οποία είχα πολλές ενστάσεις
όταν την είχα δει, αλλά ομολογώ ότι ήταν ιδιαίτερα επιδραστική, και
δημιουργούσε το σκηνικό για να κατανοήσεις καλύτερα, πράγματα και καταστάσεις
που πήραν μεγάλη έκταση τα χρόνια που ακολούθησαν.
Η
Γαλλία της ρατσιστικής βίας και της αστυνομικής αυθαιρεσίας, περιγράφεται στο
μυθιστόρημα της Mehdi. Ο κόσμος των
προαστίων των μεγαλουπόλεων, δεν διαφέρει από αυτόν μιας μικρής πόλης που
αποτελεί το σκηνικό του δράματος στο βιβλίο. Μια δολοφονία που έγινε πριν
δεκαπέντε χρόνια και δεν έχει λησμονηθεί, το παρελθόν που επανέρχεται δυναμικά
και κατακλύζει τα συναισθήματα, οι πληγές που δεν έχουν κλείσει, η απώλεια, η
συγγνώμη που δεν έρχεται ποτέ, το αίμα που ζητάει εκδίκηση. Γιατί αυτό είναι
ουσιαστικά το βιβλίο, μια ιστορία εκδίκησης και ένας κύκλος που αρνείται να
κλείσει.
«Όταν
ήμουν πέντε χρονών αναρωτιόμουν γιατί η ζωή είναι τόσο άδικη.
Όταν ήμουν εφτά χρονών έλεγα μέσα μου ότι αν ήταν δίκαιη θα είχε χάσει όλο της το νόημα, γιατί δεν θα τρέφαμε την ελπίδα ότι θα καλυτερέψει.
Όταν ήμουν οχτώ χρονών έψαχνα απεγνωσμένα ένα μέσο να επανορθώσω τις αδικίες – αλλά δεν το βρήκα ποτέ γιατί οι περισσότερες αδικίες είναι ανεπανόρθωτες, και γι’ αυτό τόσο ανυπόφορες.
Στα εννιά μου χρόνια αποφάσισα να σταματήσω να θέτω στον εαυτό μου ερωτήματα.»
Ο
εντεκάχρονος Ματιά ήταν αγέννητος ακόμα, όταν ο δεκαπεντάχρονος Σαΐντ σκοτώθηκε
κοντά στο κοινωνικό κέντρο της περιοχής. Ένας έλεγχος ταυτοτήτων που αποτέλεσε
αφορμή για ταραχές, η εκπυρσοκρότηση του όπλου ενός αστυνομικού, οι ταραχές που
ακολούθησαν, η δίκη που έγινε κάποια χρόνια μετά, η αθώωση του αστυνόμου ήταν
γεγονότα που σημάδεψαν την κοινωνία της μικρής πόλης. Ο δάσκαλος πατέρας του
Ματιά δεν συνήλθε ποτέ από αυτή την ιστορία που συνέβη στην περιοχή του, στην
φιλική του οικογένεια του νεκρού αγοριού, στην ευθύνη που ένιωθε ότι είχε.
Λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε ο Ματιά κλείστηκε στο ψυχιατρείο διαγνωσμένος με
σχιζοφρένεια, και μερικά χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε. Ο Ματιά ήταν πέντε
χρονών, ο μικρότερος γιος μιας πενταμελούς οικογένειας που μετά σκόρπισε. Δύο
χρόνια αργότερα, ο Ματιά έκανε απόπειρα αυτοκτονίας προσπαθώντας να κόψει τις
φλέβες του. Η μητέρα του, μια γυναίκα διαλυμένη ψυχολογικά, αρνήθηκε να
αναλάβει τις ευθύνες του και ανέθεσε την κηδεμονία του μικρού, στον Ζε, έναν
προβληματικό εικοσιτετράχρονο που βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο του ψυχιατρείου,
με τον πατέρα του Ματιά και του είχε υποσχεθεί ότι θα τον προσέχει. Ο Ζε όμως
δεν έχει λιγότερα προβλήματα. Συζεί με την μεγαλύτερή του Γκαμπριέλ που
πραγματοποιεί συνεχείς απόπειρες αυτοκτονίας.
Ο
Ματιά είναι 11 χρονών με βαρύ οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό. Ουσιαστικά
υιοθετείται από έναν άνθρωπο που κατηγορήθηκε άδικα για τον θάνατο μιας
συμμαθήτριάς του και ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρείο και ζει μαζί του, με την
κοπέλα του, που κάνει απόπειρες αυτοκτονίας. Τι ζωή είναι αυτή; Ο Ματιά τα
αντιμετωπίζει όλα αυτά ισορροπώντας διαρκώς μεταξύ πρόωρης ωριμότητας και
παιδικής αφέλειας, σε ένα σιωπηλό και θλιμμένο σπίτι, όπου ο Ζε δουλεύει
νυχτοφύλακας και διαβάζει κλασσικούς Γάλλους ποιητές για να διαφύγει από την
πραγματικότητα, η Γκαμπριέλ περιφέρεται σαν ζόμπι, και αίφνης μετά από τόσα χρόνια,
εμφανίζονται στην περιοχή γκραφίτι με το πρόσωπο του αδικοχαμένου Σαΐντ που
απαιτούν «δικαιοσύνη» και «εκδίκηση».
Οι
αστυνόμοι αρχίζουν να παρακολουθούν τον Ζε και την ιδιότυπη οικογένειά του, ενώ
ο αστυνομικός «δολοφόνος» του Σαΐντ, φαίνεται ότι δεν έχει φύγει από την
περιοχή και είναι ακόμα ενεργός. Η μητέρα του Ματιά παραμένει άφαντη στις
διαρκείς αναζητήσεις του Ζε και η ατμόσφαιρα βαραίνει στην περιοχή. Η
επανεμφάνιση της αδερφής του Ματιά, της Τζίνα κάνει τα πράγματα πιο πολύπλοκα,
καθώς είναι σαφές ότι δεν έχει γυρίσει από νοσταλγία για την γειτονιά αλλά για
να εκδικηθεί τον φόνο του Σαΐντ, σαν «άγγελος εξολοθρευτής» που εμφανίζεται από
το παρελθόν. Ο Ματιά προσπαθεί να κολλήσει τα κομμάτια του παζλ που έχει
δημιουργηθεί, σε μια ζωή που μόνο φυσιολογική δεν είναι.
«Ο
αέρας κοπανάει πάνω στο παράθυρο του σκοτεινού διαδρόμου όπου κάθομαι
ανακούρκουδα, πίσω από την πόρτα. Το σχολείο είναι βυθισμένο στο μισοσκόταδο.
Οι δάσκαλοι και οι μαθητές έχουν γυρίσει στα σπίτια τους, στις πολύπλοκες ή όχι
– που να ξέρεις – οικογενειακές τους καταστάσεις. Φορές φορές κοιτάζω τα άλλα
παιδιά κι αναρωτιέμαι αν έχει συμβεί και σ’ αυτά να σφουγγίζουν το αίμα μιας
γυναίκας στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, ν’ αγρυπνούν κάθε νύχτα κρυμμένα
κάτω από ένα κρεβάτι νοσοκομείου, να πετούν βότσαλα σε μια λιμνούλα και να
μετρούν τις αναπηδήσεις παρακαλώντας τον Ύψιστο Μπάσταρδο ή δεν ξέρω κι εγώ
ποιον εκεί πάνω να τους κάνει τη χάρη μιας πολύ μικρής παράτασης – μόνο λίγο
χρόνο ακόμα με τους άρρωστους, τους απόντες, και τους μελλοθάνατους.»
Η
Mehdi, επιλέγει να παρακολουθήσει από στενά τους χαρακτήρες
του μυθιστορήματός της, με μεγάλες δόσεις ενσυναίσθησης. Με γλαφυρότητα
περιγράφει την ιστορία μέσα από τα μάτια του εντεκάχρονου Ματιά, εστιάζοντας
στις σιωπές και στην ζοφερή ατμόσφαιρα της κοινωνικής κατάστασης στην περιοχή,
του διάχυτου ρατσισμού που είναι εμφανής και έντονος. Η επιλογή του
μελοδραματικού ύφους που είναι διαρκές και πολλές φορές δείχνει να κυριαρχεί
στην αφήγηση, ωθεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με την ιστορία, με τον μικρό
Ματιά και τα βάσανά του, να πάρει θέση και να αγωνιά για την εξέλιξη των
πραγμάτων.
Το
ενδιαφέρον (και η αξία) βέβαια του βιβλίου, έγκειται ουσιαστικά στο
κοινωνικοπολιτικό στοιχείο και ελάχιστα (έως καθόλου) στο νουάρ ή στην
αστυνομική εξέλιξη της ιστορίας, που δεν έχει μεγάλες ανατροπές και εκπλήξεις.
Είναι πολύ γοητευτική η αφήγηση μέσα από το βλέμμα του Ματιά, αλλά πολλές
φορές, ο εντεκάχρονος αφηγείται με ωριμότητα που δεν ταιριάζει στην ηλικία του
ενώ το μελοδραματικό φινάλε, μπορεί να είναι λυτρωτικό για τον αναγνώστη που
παρακολουθεί στενά και με πολύ αγωνία την ιστορία, αλλά είναι μάλλον αμήχανο.
«Και
προχωράς, μαριονέτα του εαυτού σου, των δικών σου, του κόσμους σου, προχωράς,
κάνοντας το ένα βήμα μετά το άλλο, πάντα ίσια μπροστά, δεν μπορείς να στηρίξεις
κανέναν γιατί είσαι υποχρεωμένος να τεντώνεις τα χέρια στο πλάι για να
ισορροπείς, υπάρχουν τόσοι άλλοι άνθρωποι πίσω σου, μπροστά σου, δεν μπορείς
ούτε να βραδύνεις, ούτε να ταχύνεις το βήμα, όλη η ανθρωπότητα προχωράει πάνω
σε αυτό, το τεντωμένο σχοινί και το παραμικρό παραπάτημα θα μπορούσε να είναι
μοιραίο, για σένα, αλλά και γι’ αυτούς που προηγούνται κι αυτούς που σε
ακολουθούν, ορίστε όλο σου το δίλημμα.»
Εκεί
που πρέπει να σταθεί κανείς, είναι στην προσπάθεια της νεαρής συγγραφέως να
θίξει κάποιες καταστάσεις που συνήθως περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Πως ζει μια
οικογένεια μετά από τόσο δραματικά γεγονότα; Πως μπορεί να εξελιχθεί η ζωή ενός
παιδιού που υφίσταται τα απόνερα των γεγονότων; Οι κεντρικοί χαρακτήρες του
βιβλίου, περιγράφονται με ζωντάνια και ρεαλισμό – τα βασανιστικά ερωτήματα
θίγονται χωρίς ωραιοποίηση.
Η
Mehdi σε αυτό το βιβλίο που έγραψε λίγο μετά τα 20 της
χρόνια, δείχνει στοιχεία πολύ σπουδαίου ταλέντου. Μπορεί τα ελαττώματα όπως
προανέφερα να υπάρχουν, αλλά δεν είναι εύκολο να γράψεις, με τόση αμεσότητα και
συναισθηματισμό, μια ιστορία για την συγχώρεση, την λήθη, την απώλεια, τις οικογενειακές
σχέσεις, με κοινωνικό πρόσημο και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, συνδυάζοντάς την με
στοιχεία θρίλερ που μπορεί να μην είναι αγωνιώδες αλλά έχει καλό ρυθμό. Δεν
είναι περίεργο λοιπόν, που το βιβλίο αγαπιέται από όλα τα είδη του αναγνωστικού
κοινού.
Βαθμολογία
80 / 100
Όταν ήμουν εφτά χρονών έλεγα μέσα μου ότι αν ήταν δίκαιη θα είχε χάσει όλο της το νόημα, γιατί δεν θα τρέφαμε την ελπίδα ότι θα καλυτερέψει.
Όταν ήμουν οχτώ χρονών έψαχνα απεγνωσμένα ένα μέσο να επανορθώσω τις αδικίες – αλλά δεν το βρήκα ποτέ γιατί οι περισσότερες αδικίες είναι ανεπανόρθωτες, και γι’ αυτό τόσο ανυπόφορες.
Στα εννιά μου χρόνια αποφάσισα να σταματήσω να θέτω στον εαυτό μου ερωτήματα.»
Δημοσίευση σχολίου