Ο
τίτλος του βιβλίου, παραπέμπει σε πίνακα ζωγραφικής. «Πρόσωπα σε απόγνωση», θα μπορούσε να επιγράφεται ένας πίνακας του Edward Hopper, του σπουδαίου Νεοϋρκέζου ζωγράφου του
περασμένου αιώνα, που αποτύπωσε την μελαγχολία και την μοναξιά του ανθρώπου των
πόλεων, αλλά και το αδιέξοδο των σχέσεων. Τίποτα εγγύτερο λογοτεχνικά στον
κόσμο των εικόνων του Hopper, δεν μπορώ να
φανταστώ από το μυθιστόρημα με αυτόν τον τίτλο: «ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ» («Desperate
Characters») της σημαντικότατης
Αμερικανίδας συγγραφέως (που βραβεύτηκε και αναγνωρίστηκε περισσότερο για τα
«παιδικά» της βιβλία) Paula Fox (1923 – 2017, Νέα
Υόρκη), ένα στιβαρό και μεστό «δράμα δωματίου» που είναι κάτι πολύ περισσότερο
από αυτόν τον χαρακτηρισμό ευκολίας, το οποίο εκδόθηκε στο τέλος της
προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina - σελ. 244), σε μετάφραση της αειθαλούς Ρένας Χατχούτ
και υπέροχη εισαγωγή του
(μεγαλύτερου θαυμαστή του βιβλίου) Jonathan
Franzen.
Ο
τίτλος του βιβλίου, εμπνέεται από μια διάσημη φράση του Henry David Thoreau «the mass of men lead lives of quiet desperation» («Η
πλειονότητα των ανθρώπων περνάνε τη ζωή τους σε ήρεμη (ή και «σιωπηρή»)
απόγνωση»)
και σχεδόν συνοδεύει την ανάγνωση του μυθιστορήματος από την πρώτη έως την
τελευταία του σελίδα. Βρισκόμαστε στην Νέα Υόρκη προς το τέλος της δεκαετίας
του ’60. Μια Νέα Υόρκη, επικίνδυνη και βρώμικη, χαοτική και όπως πάντα με
τεράστιες αντιθέσεις. Η Σόφη και ο Ότο Μπέντγουντ είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων
μεγαλοαστών της πόλης, που ζουν σε μια μονοκατοικία του Μπρούκλιν χωρίς παιδιά.
Εκείνος είναι μεγαλοδικηγόρος κι εκείνη μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας. Το
σπίτι τους είναι άνετο, οι βιβλιοθήκες τους γεμάτες, η κοινωνική τους ζωή
έντονη – όλα δείχνουν όμορφα και ιδανικά.
Κατά
τη διάρκεια ενός από τα περιποιημένα γεύματά τους, με ριζότι και συκωτάκια
κοτόπουλου σε πορσελάνινες πιατέλες κάτω από το φως του αμπαζούρ Τίφανι, μια
γάτα που συχνά πυκνά τους επισκέπτεται χτυπάει το τζάμι εκλιπαρώντας για
φαγητό. Η Σόφη πηγαίνει να την ταΐσει και η γάτα την γρατζουνάει, μετά την
δαγκώνει και εξαφανίζεται. Το χέρι της Σόφη αιμορραγεί αλλά εκείνη δεν κάνει
κάτι ιδιαίτερο εκτός από το να σταματήσει το αίμα, πίνουν το τσάι τους ήρεμοι
και μόνο όταν αρχίζει να πρήζεται το χέρι της, αρχίζουν να ανησυχούν. Θα πάνε
σε ένα πάρτι φίλων, που στη θέα του χεριού της Σόφη, την συμβουλεύουν να
επισκεφθεί έναν γιατρό ή να πάει στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Εκείνη δεν
αντιδρά, δεν κάνει τίποτα, προσπαθεί να το ξεχάσει, παρά τον πόνο.
«… Η Σόφη
χαμογέλασε, ενώ αναρωτιόταν πόσο συχνά, και αν ποτέ πριν, η γάτα είχε νιώσει
ένα φιλικό ανθρώπινο άγγιγμα και χαμογελούσε ακόμη ότν η γάτα ανασηκώθηκε στα
πίσω πόδια της και τη χτύπησε βγάζοντας τα νύχια της, χαμογελούσε ως τη στιγμή
που το ζώο βύθισε τα δόντια του στην ανάστροφη του αριστερού της χεριού και
κρεμάστηκε από τη σάρκα της, με αποτέλεσμα σχεδόν να πέσει μπροστά, ζαλισμένη
και γεμάτη φρίκη, όμως συνειδητοποίησε αρκετά έγκαιρα την παρουσία του Ότο ώστε
να πνίξει την κραυγή που ανέβηκε στο λαιμό της καθώς τράβηξε απότομα το χέρι
της για να ξεφύγει από εκείνο τον κύκλο από συρματόπλεγμα. Έσπρωξε το ζώο με το
άλλο της χέρι και καθώς ο ιδρώτας εμφανίστηκε στο μέτωπό της, καθώς το σώμα της
ανατρίχιασε και μαζεύτηκε είπε, «Όχι, όχι, σταμάτα!» στη γάτα, λες και δεν είχε
κάνει τίποτα περισσότερο από το να της ζητήσει φαγητό, και μες στον πόνο της
και στην απογοήτευσή της ξαφνιάστηκε ακούγοντας πόσο ήρεμη ήταν η φωνή της.
Έπειτα, ξαφνικά, τα νύχια την άφησαν και πετάχτηκαν προς τα πίσω σαν να
ετοιμάζονταν να δώσουν άλλο ένα χτύπημα, όμως τότε η γάτα έκανε μεταβολή –
κάπως σαν να έπαιρνε μια στροφή στον αέρα -, πήδησε από τη βεράντα κι
εξαφανίστηκε στις σκιές της αυλής αποκάτω.»
Οι
Μπέντγουντ, είναι ένα ζευγάρι που είναι χρόνια μαζί. Έχουν ανακαινίσει το σπίτι
του 19ου αιώνα που ζουν στο Μπρούκλιν, έχουν αγοράσει κι ένα εξοχικό
στο Λονγκ Άιλαντ, ζουν μια ζωή χωρίς οικονομικά προβλήματα, όμως ο Ότο για
πρώτη φορά περνάει μια μεγάλη κρίση στην εταιρεία του. Ο Τσάρλι, ο συνέταιρός
του και συνδημιουργός της φίρμας τους, αλλά και (το σημαντικότερο), φίλος του
από τα νεανικά τους χρόνια, διαφωνεί με την πορεία της δικηγορικής τους
εταιρείας και θέλει να διακόψει τη συνεργασία του με τον Ότο, που έχει μια διαφορετική
αντίληψη των πραγμάτων. Ο τελευταίος του φέρεται απαξιωτικά και ο Τσάρλι
απελπισμένος και θυμωμένος, προσπαθεί να μιλήσει μαζί του χωρίς επιτυχία. Η
Σόφη που τον συμπαθεί ιδιαίτερα, θα περάσει ένα βράδυ περπατώντας στη πόλη και
μιλώντας μαζί του, προσπαθώντας να καταλάβει την αιτία της διένεξής τους και να
μεταπείσει τον αδιάλλακτο Ότο να συζητήσει ξανά με τον άλλοτε κολλητό του φίλο.
Η Σόφη συνεχίζει να μη πηγαίνει στον γιατρό, εθελοτυφλώντας ότι περνάει το
πρήξιμο στο χέρι της, επισκεπτόμενη μια φίλη της, αναπολώντας μια ερωτική σχέση
που είχε με έναν ζωγράφο πριν από λίγο καιρό. Η απάθεια και ψυχρότητα του Ότο,
απέναντι σε όλα, φέρνει την Σόφη σε μια κατάσταση που γνωρίζει ότι οδηγεί στην
διάλυση της φαινομενικά «τέλειας συμβίωσής τους». Τίποτα από τις προσπάθειες
διαφυγής από την πραγματικότητα δεν δείχνει να λειτουργεί, ούτε οι παλιοί φίλοι
προσφέρουν ανακούφιση – μάλλον κατάθλιψη, ούτε η ανάγνωση του μυθιστορήματος
που διαβάζει την ηρεμεί. Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, ως πότε θα το αποφεύγει;
Όμως, και τα εξωτερικά σημάδια φαίνονται δυσοίωνα, καθώς σε μια εκδρομή στο
εξοχικό τους ανακαλύπτουν ότι αυτό έχει παραβιαστεί και άσχημα βανδαλιστεί υπό
την αδιαφορία των ντόπιων και των τοπικών αρχών. Οι εσωτερικές και οι
εξωτερικές πιέσεις που δέχονται η Σόφη και ο Ότο, είναι πλέον ante portas και κάτι πρέπει να γίνει…
«Στο τρένο άνοιξε
το βιβλίο που είχε πάρει από το κομοδίνο της. Ήταν μια αγγλική έκδοση του Renee Mauperin. Κοίταζε επίμονα
ένα σκίτσο των αδελφών Γκονκούρ σε όλο το δρόμο ως την οδό Φούλτον. Καθώς
γύριζε τις σελίδες, το βλέμμα της έπεσε σε μια φράση: «Οι αρρώστιες κάνουν τη δουλειά τους κρυφά, οι καταστροφές τους
παραμένουν συχνά κρυμμένες». Θ’ ακουγόταν, σκέφτηκε, λιγότερο ιατρικό και
πιο δυσοίωνο στα γαλλικά, πιο γενικό. Έκλεισε το βιβλίο και προσπάθησε να
φορέσει το αριστερό της γάντι ∙ ο πόνος ήρθε αμέσως. Υπήρχε όλη εκείνη την ώρα,
καραδοκώντας μέσα στο χέρι της. Το τρένο ήταν γεμάτο τώρα, και στον αέρα
πλανιόταν η μπαγιάτικη, ζεστή, βαριά μυρωδιά του πλήθους. Θα μπορούσε να είχε
πάρει ταξί για την πόλη, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ήταν τεμπέλα, κι αυτό
θα γινόταν ακόμα πιο αποκρουστικό από το γεγονός ότι είχε την οικονομική
δυνατότητα να το κάνει. Τη Σόφη τη βασάνιζε μια εικόνα του εαυτού της που θα
γλιστρούσε άνετα προς μια αρρωστημένη εξάρτηση από τη σωματική άνεση. Τώρα
ανάσαινε αποφασιστικά τον βρωμερό αέρα και σκέπαζε με το χέρι της που τιναζόταν
από τις σουβλιές του πόνου με το άλλο. Όσο λιγότερη προσοχή του έδινε τόσο το
καλύτερο.»
Η
λιτή και στιλάτη νουβέλα της Φοξ, θα
μπορούσε να είναι ένα άκρως συναρπαστικό θρίλερ ∙ και έχει όλα τα αναγκαία
κριτήρια γι’ αυτό. Δεν είναι όμως. Είναι ένα υποδόριο και ενδελεχές ψυχογράφημα
σε μια σχέση που έχει χαθεί ο έρωτας και που η αδράνεια κυριαρχεί. Κανείς από
τους δύο δεν είναι ικανοποιημένος με τον γάμο του, αλλά παραμένουν απαθείς όπως
άλλωστε τα περισσότερα ζευγάρια σε αυτόν τον κόσμο. Η Σόφη μεταφέρει την
«ακινησία» της και στο δάγκωμα της γάτας. Δεν αντιδρά, συνηθισμένη να κινείται
με αυτόν τον τρόπο χρόνια τώρα ∙ θεωρεί ότι κι αυτό θα περάσει από μόνο του
βουλιάζοντας στην μεμψιμοιρία μέχρι τα πράγματα να μην έχουν γυρισμό. Αλλά και
ο Ότο δεν πάει πίσω σε όλα αυτά, εκείνος επιλέγει τη σιωπή και την απόσταση από
όλους και όλα. Ώσπου σε μια στιγμή που θα χάσει την αυτοκυριαρχία του, θα
εκραγεί σπάζοντας ένα μελανοδοχείο στον τοίχο του σπιτιού.
Ουσιαστικά
τίποτα δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα, που ευτύχησε κινηματογραφικά (τουλάχιστον
σε επίπεδο ερμηνειών) στην μεταφορά του το 1971 – λίγο καιρό μετά την πρώτη
έκδοση του. Όποιος περιμένει τα γεγονότα να διαδέχονται το ένα το άλλο,
καλύτερα να μη το πιάσει στο χέρι του. Εδώ, έχουμε, μια νουβέλα υψηλής έντασης,
τόσο προσεκτικά και με λεπτομέρεια κατασκευασμένη, που θαυμάζεις την έλλειψη
οποιουδήποτε περιττού στοιχείου. Δεν είναι μόνο το ζευγάρι της Σόφης και του
Ότο, που αποτελούν τα «πρόσωπα σε
απόγνωση», αλλά και οι γύρω τους, που δεν πάνε πίσω. Ο μελοδραματικός και
απελπισμένος Τσάρλι, που προσπαθεί να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας όχι μόνο με
τον Ότο αλλά και με τον εαυτό του, το ζευγάρι των φίλων της Σόφη, η Κλέρ και ο
Λίον που κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους, είναι άπαντες, άνθρωποι που προσπαθούν
να πιαστούν από ένα νόημα για να συνεχίσουν τις ζωές τους. Είναι όμως οι άψογα
μυθιστορηματικοί και ιδιαίτερα αινιγματικοί χαρακτήρες των δύο κεντρικών ηρώων
που δεσπόζουν στο μυθιστόρημα.
Οι
σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη όπως σε ένα θεατρικό έργο. Είναι ένα
υπαρξιακό δράμα το «Πρόσωπα σε απόγνωση»,
όπου οι πρωταγωνιστές του, αρνούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και
να αναλάβουν τις ευθύνες τους και σαν παιδιά υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει
κάτι σοβαρό, αρνούμενοι να δουν την αλήθεια. Βαθιά συμβολική και γεμάτη
ερωτήματα, αυτή η νουβέλα της «υποκρισίας» και του «στρουθοκαμηλισμού»,
γραμμένη με άφθαστη οικονομία λόγου και ειρωνεία, με προτάσεις που σε κάνουν να
στέκεσαι και να ξαναγυρίζεις σ’ αυτές, είναι ένα περιεκτικό βιβλίο, ιδιαίτερα
επώδυνο και διαβρωτικό, όπως μόνο η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να είναι.
Βαθμολογία
86 / 100
Δημοσίευση σχολίου