Είναι
όλοι τους μεταξύ 16 και 19 ετών. Ζουν στους δρόμους, κοιμούνται σε αποθήκες, σε
άσυλα, σε σπίτια που νοικιάζουν κρεβάτια. Κλέβουν, εκπορνεύονται, προσπαθούν να
βρουν έστω κι ένα μάρκο με κάθε μέσο. Γνωρίζουν που υπάρχει θέρμανση όλη τη
μέρα χωρίς να σ’ ενοχλούν, που μπορείς να βγάλεις τη νύχτα στα ζεστά, που
μπορείς να ψωνιστείς από πλούσιους που επιθυμούν νεανική σάρκα. Είναι τα μέλη
της συμμορίας που αυτοαποκαλούνται «Σταυραδέρφια» στο Βερολίνο των αρχών της
δεκαετίας του ’30 και αποτελούν το υλικό για ένα μυθιστόρημα που μπορεί να μην
είναι κάτι σπουδαίο λογοτεχνικά, αλλά έχει τέτοια δύναμη που σε συνεπαίρνει.
Το
μυθιστόρημα «ΣΤΑΥΡΑΔΕΡΦΙΑ» («Blutsbruder»), του (αγνώστων
λοιπών στοιχείων) Γερμανού δημοσιογράφου, συγγραφέα και κοινωνικού λειτουργού Ernst Haffner,
που κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς στα ελληνικά, από τις εκδόσεις
Αρμός (σελ.285), αποτελώντας μια από τις τελευταίες μεταφράσεις της πάντα
εξαιρετικής Γιώτας Λαγουδάκου, είναι ένα βιβλίο που κουβαλάει μαζί του
μια μεγάλη αλλά όχι και τόσο περίεργη ιστορία. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1932,
από τον εκδοτικό οίκο Bruno Cassirer, με τίτλο «Jugend auf der Landstrasse Berlin» («Νεαροί στους Δρόμους του Βερολίνου»). Οι Ναζί το 1933
έκαψαν το βιβλίο (μαζί με χιλιάδες άλλους τίτλους) και το έθεσαν εκτός
κυκλοφορίας. Ο Haffner εξαφανίζεται και η
μοναδική φορά που βλέπουμε το όνομά του, είναι όταν καλείται με τον επιμελητή
του στη Λογοτεχνική Ένωση του Ράιχ. Από τότε, δεν υπάρχει ουδέν ίχνος του. Για
το βιβλίο δεν υπάρχει αναφορά, ούτε μετά τον πόλεμο, ούτε με την άνθιση στο
ενδιαφέρον για την «λογοτεχνία της περιόδους της Βαϊμάρης». Ώσπου
βρέθηκε ένας Γερμανός εκδότης και το επανέκδωσε το 2013 (δηλαδή 80 χρόνια μετά
την απαγόρευση κυκλοφορίας του), επαναφέροντάς το στην επικαιρότητα, σε εποχές
πάλι δύσκολες για την Ευρώπη με την οικονομική κρίση να μαστίζει όχι μόνο την
Ελλάδα αλλά όλο το Νότο.
Στις
αρχές της δεκαετίας του ’30, εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα του Haffner, και στο επίκεντρό
του βρίσκεται η μεγάλη ανθρωπιστική και οικονομική κρίση, που μάστιζε τη
Γερμανία, μετά την καταστροφή του Α παγκοσμίου πολέμου και κυρίως μετά το
Αμερικανικό κραχ του ΄29. Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» είχε χάσει τη μπάλα και οι
άστεγοι ήταν δεκάδες χιλιάδες, κυρίως νέοι – έφηβοι και παιδιά, που ο πόλεμος
είχε καταστρέψει τις οικογένειές τους ολοκληρωτικά ή εν μέρει. Η ύπαιθρος είχε
ερημώσει με τους πένητες πληθυσμούς να συσσωρεύονται στις μεγάλες πόλεις, όπου
οι αντιθέσεις ήταν ακραίες. Στο Βερολίνο, που αποτελεί και το κεντρικό σημείο
του βιβλίου, δίπλα στις λιμουζίνες των πλουσίων ή των μεγαλοαστών, μπορούσες να
δεις, ανθρώπους να τριγυρνάνε για ένα κομμάτι ψωμί ή μια σούπα.
«Στους
τοίχους μεγάλες επιγραφές: Απαγορεύονται αυστηρά οι αγοραπωλησίες. Στους
διαδρόμους ο κόσμος πουλάει και αγοράζει, μια απίστευτη αγορά μεταχειρισμένων
ρούχων. Ένα παζάρι με κάθε λογής κουρέλια, με κάθε λογής σκουπίδια. Όλοι, αλλά
και όλοι οι φτωχοί θέλουν κάτι να πουλήσουν στους άλλους φτωχούς, κάτι να
ανταλλάξουν. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Η προσφορά περιλαμβάνει παλιά και
καινούργια πράγματα: παπούτσια, κάλτσες, φανέλες, σώβρακα, γιακάδες, γραβάτες,
παντελόνια και γιλέκα και κουστούμια, καλοκαιρινά παλτά, χειμωνιάτικα παλτά και
χοντρά μπουφάν, αντρικά και γυναικεία καπέλα και γυναικεία εσώρουχα. Φθαρμένα
βιβλία φτηνής λογοτεχνίας και κακής ποιότητας τσιγάρα, φτηνά γλυκά και
σάντουιτς που έχουν αποκτηθεί με ζητιανιά. Τα πάντα, τα πάντα. Μέχρι και το
ανθρώπινο σώμα προσφέρεται προς πώληση. Αγόρια εκδίδονται στις τουαλέτες για
είκοσι πφένιχ ή για μια χούφτα τσιγάρα. Στο υπόστεγο προαύλιο είναι μια μερίδα
αντρών που σκόπιμα μένει μακριά από τον συνωστισμό. Δεν υπάρχουν νεαροί ανάμεσά
τους. Άντρες σαράντα χρονών, αλλά και πολύ μεγαλύτεροι. Όλοι τους είναι
απασχολημένοι με κάτι. Ένας είναι μόνο με το χιλιομπαλωμένο του σώβρακο και το
ξαναμαντάρει. Αρκετοί από τους άντρες ράβουν τα ρούχα τους. Ένας γέρος, σκυφτός
και καμπούρης από τα πολλά χρόνια δουλειάς, προσπαθεί να συνεφέρει τα φθαρμένα
του παπούτσια. Με συγκινητική υπομονή ανοίγει τρύπες στο δέρμα με τη μύτη του
ψαλιδιού και ράβει το σχίσιμο με λεπτό σύρμα. Άλλοι παίζουν με πάθος χαρτιά,
άλλοι λύνουν αινίγματα. Σε μια γωνιά συνεδριάζει έντονα μια λέσχη συζήτησης.»
Το
κράτος, προσπαθούσε μέσω των ιδρυμάτων της Πρόνοιας, να μαζέψει τα παιδιά από
τον δρόμο, με ελάχιστη όμως επιτυχία. Παιδιά που το είχαν σκάσει από τέτοια
ιδρύματα, αποτελούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας που περιγράφει με
νατουραλισμό ο Haffner. Παιδιά που
απαρτίζουν μια συμμορία, η οποία μέσα από το αυτοσχέδιο οργανωτικό της πλαίσιο,
με ένα τετραπέρατο αρχηγό, τον Τζόνι, παρέχει στα μέλη της, κάποια χρήματα για
ένα πιάτο φαΐ, αυτοσχέδιο ύπνο και μέσα από τις κλοπές, ρουχισμό για να
αντιμετωπίσουν το κρύο. Οι κλοπές γίνονται σε μεγάλα πολυκαταστήματα, σε λαϊκές
αγορές, σε συνθήκες συνωστισμού, χωρίς να νοιάζονται τα μέλη αν αυτός που
κλέβουν, βρίσκεται σε λίγο καλύτερη κατάσταση από αυτούς ή ίσως και στην ίδια.
Είναι κυριολεκτικά, «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Τα
μέλη της συμμορίας, χόρευαν μέχρι εξαντλήσεως στις μπιραρίες και σε καμπαρέ,
ξεχνώντας την εξαθλίωσή τους, ενώ δεν νοιάζονταν για την πολιτική, δεν τους
ενδιέφερε καθόλου ποιος και τι βρισκόταν στην εξουσία, ήταν καθαρά ένα λούμπεν
προλεταριάτο, που το μόνο που το ενδιέφερε, ήταν η επιβίωση.
Ο
Βίλι και ο Λούντβιχ όμως, είναι διαφορετικοί. Παιδιά που το έσκασαν από την
Πρόνοια, καθώς δεν μπορούσαν να αντέξουν τις καταπιεστικές μεθόδους εκεί μέσα
και πήγαν στο Βερολίνο όπου ήλπιζαν να χαθούν μέσα στο ανώνυμο πλήθος, μπλέκουν
με τα «Σταυραδέρφια», αλλά οι μέθοδοί τους, δεν τους αρέσουν παρά την αρχική
οικονομική αυτονομία που τους παρέχουν. Θα προσπαθήσουν μόνοι τους, να
δουλέψουν όπως-όπως, αφήνοντας μια αχτίδα φωτός να φανεί μέσα στον γενικότερο
ζόφο.
Το
μυθιστόρημα του Haffner, χωρίς να
διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας, καθώς είναι περισσότερο ένα χρονικό
καταγραφής των ημερών και της κατάστασης στους δρόμους του Βερολίνου, έχει τόση
ζωντάνια και τόσο έντονες εικόνες που σε μεγάλο μέρος του, συγκλονίζει. Όποιος
έχει δει την τελευταία σεζόν της (έξοχης) τηλεοπτικής σειράς «Babylon Berlin», θα αναγνωρίσει στα «Σταυραδέρφια»
και τις κινήσεις τους, κάποιους από τους νεαρούς «γαβριάδες» της σειράς –
παιδιά που μπαινοβγαίνουν στα ιδρύματα της Πρόνοιας, κλέβουν καταστήματα και η
αστυνομία μπορεί να τα κυνηγά, να τα κακοποιεί, να τα σκοτώνει χωρίς να δίνει
λογαριασμό.
«
«Καλησπέρα αγόρια», λέει η Όλγα χαιρετώντας τους δύο νεαρούς και στρέφει πάλι
τα κουρασμένα της μάτια στο κουρελιασμένο παντελόνι. Της μετράνε και οι δύο από
σαράντα πφένιχ και μπορούν έπειτα, χωρίς άλλα προκαταρκτικά, να βρουν μια θέση
να κοιμηθούν. Στα υπνωτήρια σιγοκαίει μια άθλια μικρή λάμπα πετρελαίου. Τα
βρόμικα υπολείμματα της άθλιας ταπετσαρίας είναι καλυμμένα με μούχλα, ενώ ένα
εξασκημένο μάτι θα έβλεπε εκεί που είναι στρωμένα τα αχυρένια σακιά αμέτρητους
αηδιαστικούς λεκέδες αίμα από τους σκοτωμένους κοριούς.
Αγόρια,
άντρες και γέροι είναι κουλουριασμένοι στο πάτωμα και κοιμούνται προσπαθώντας
να ξεχάσουν την αθλιότητα της ύπαρξής τους. Αγόρια που μέσα στο ανοιχτό τους
στόμα φαίνονται ακόμα οι νεογιλοί. Άντρες που με τα στιβαρά τους χέρια θα μπορούσαν
να δούλευαν και να είχαν βρει ένα καλύτερο μέρος για να κοιμηθούν. Γέροι που η
θλιβερή αδυναμία τους θα άξιζε ένα καλύτερο μέρος για να κοιμηθούν. Δείτε μόνο
τα χειμωνιάτικα ρούχα αυτού του εβδομηντάχρονου! Τα πόδια του, γυμνά, είναι
χωμένα μέσα σε ένα ζευγάρι τεράστια σχισμένα παπούτσια. Η Όλγα μάλλον αρνήθηκε
να του μπαλώσει το παντελόνι. Το κουρέλι, που το συγκρατούσαν κομμάτια σπάγκου
και παραμάνες, δεν αξίζει πια την ακριβή κλωστή. Αντί για πουκάμισο φοράει μια
σκοροφαγωμένη, λιωμένη μπλούζα. Στο στήθος γράφει με έντονα γράμματα Mifa, μια μάρκα ποδηλάτων. Κάποιος συμπονετικός
ποδηλάτης θα πρέπει να του τη χάρισε. Αντί για σακάκι φοράει ένα παλτό
απροσδιορίστου χρώματος και σχεδίου. Από την μπλούζα προεξέχει ένας μακρύς,
αδύνατος και ζαρωμένος λαιμός. Το σκαμμένο του πρόσωπο, που θυμίζει πουλί, θα
μπορούσε κάλλιστα να ήταν ήδη νεκρό.»
Πολλά
κοινωνικά θέματα θίγονται στα «Σταυραδέρφια». Τα ιδρύματα Πρόνοιας, που
είναι τόποι εκπαίδευσης παρανόμων, διότι εκεί μέσα θα μάθει ένα μικρό παιδί,
πως να κλέβει, να εκπορνεύεται, να παρανομεί γενικώς. Το αμείλικτο και
εφιαλτικό Βερολίνο, όπου μικρά παιδιά αγόρια και κορίτσια ζουν στους δρόμους
και εκπορνεύονται με απίστευτη ευκολία για ένα ξεροκόμματο. Τις τεράστιες
κοινωνικές αντιθέσεις, την ξέφρενη νυχτερινή διασκέδαση, την ατμόσφαιρα
παρακμής μέσα από τις «Ρωμαϊκές νύχτες», τα μεγάλα υπνωτήρια γεμάτα ασθένειες.
Από
την αρχή του κειμένου του Haffner, ένα ερώτημα
αιωρείται. Τι να απέγιναν άραγε, όλοι αυτοί οι έφηβοι των ιδρυμάτων όταν
επικράτησε το Ναζιστικό Κόμμα, με τις αυταρχικές μεθόδους του; Κυνηγήθηκαν και
«εκκαθαρίστηκαν» ή αποτέλεσαν μέρος των Σωμάτων Ασφαλείας; Εκτός απ’ ότι
αποτέλεσαν μέρος της Γερμανικής πολεμικής μηχανής που είναι σίγουρο, μήπως στο
ενδιάμεσο ακολούθησαν τον «ισχυρό άνδρα» που ήταν ο Χίτλερ, που ανέβηκε στην
εξουσία, υποσχόμενος «νόμο και τάξη» παντού;
Περισσότερο
ηθικοπλαστικό ίσως απ’ όσο μπορούμε ν’ αντέξουμε, και με αρκετά κλισέ, αλλά
γεμάτο δυνατές εικόνες, ζωντανή ατμόσφαιρα από τους δρόμους του Βερολίνου και
ωραίο αφηγηματικό ρυθμό, τα «ΣΤΑΥΡΑΔΕΡΦΙΑ», είναι ένα ωραίο και
ιδιαίτερα διαφωτιστικό μυθιστόρημα, που θυμίζει το «ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ»
του H.Fallada,
περισσότερο νατουραλιστικό και περιγραφικό αλλά εξίσου δυνατό και συγκινητικό,
που αποκαλύπτει έναν γρήγορα χαμένο συγγραφέα που θα μπορούσε να προσφέρει
πολλά.
Βαθμολογία
82 / 100
Δημοσίευση σχολίου