Τρίτη, Μαΐου 26, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 26, 2009 | Permalink
Το μάταιο χθες θα γεννήσει ένα κενό και –ευτυχώς- εφήμερο αύριο
Μιά συνηθισμένη ιστορία γραμμένη με ασυνήθιστο τρόπο;Η πως μπορείς να γράψεις ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα αφήνοντας τον αναγνώστη να αυτοσχεδιάσει και να φτιάξει την δικιά του εκδοχή της ιστορίας;

Αυτές είναι οι βασικές συνιστώσες του πανέξυπνου και γοητευτικού μυθιστορήματος, «ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ ΧΘΕΣ», του σχετικά νέου Ισπανού συγγραφέα Isaac Rosa, (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, μετάφρ. Κ.Φιλιππίδης, σελ.344)En vano ayer engendrará un mañana vacío y por ventura pasajero.» (Το μάταιο χθες θα γεννήσει ένα κενό και –ευτυχώς- εφήμερο αύριο). Ο εξαίσιος στίχος του (συμπατριώτη του Ρόσα) μεγάλου Ισπανού ποιητή του 19ου αιώνα,Antonio Machado , που παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου, δίνει το στίγμα της πορείας του μυθιστορήματος. Μιάς πορείας προς την μνήμη, συλλογική και ατομική. Ένα σχόλιο πάνω στην έρευνα της ιστορίας και πως αυτή καθορίζεται από την μνήμη που ξεθωριάζει όσο περνάνε τα χρόνια.

Η αφορμή είναι μιά υποπαράγραφος της ιστορίας. Δύο ονόματα χαμένα στην λήθη του χρόνου. Μιά απλή αναφορά σε κάποια ιστορικά βιβλία (όχι σε όλα), γιά την δίωξη ενός καθηγητή και την απομάκρυνση του από το πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια των φοιτητικών ταραχών στην Φρανκοκρατούμενη Ισπανία του 65. Ο καθηγητής Χούλιο Ντένις δεν αναφέρεται πουθενά αλλού, ούτε ως μάρτυρας του αντιδικτατορικού αγώνα, ούτε ως «προδότης», ούτε καν ως αστυνομικό λάθος. Απλά ότι έχασε τη δουλειά του και εκτοπίσθηκε . Κάποιες αναφορές τον βρίσκουν στο Παρίσι αλλά και πάλι τα ίχνη του χάνονται.

Την ίδια εποχή εξαφανίζεται και ένας φοιτητής του ίδιου πανεπιστημίου,ο Αντρέ Σάντσεθ που αποτελούσε ηγετικό στέλεχος της φοιτητικής αντίστασης. Ο Σάντσεθ μιά μέρα προτού συλληφθεί και εξαφανισθεί από προσώπου γης, είχε μιά τρίωρη συνομιλία με τον καθηγητή Ντένις στο γραφείο του, παρ’ότι δεν παρακολουθούσε κανένα μάθημά του. Τι διημείφθη μεταξύ τους;

Ο συγγραφέας δεν έχει κανένα στοιχείο στα χέρια του γιά τους δύο ανθρώπους που εξαφανίστηκαν και τα ίχνη τους δεν βρέθηκαν ποτέ και πουθενά. Αντί λοιπόν να φτιάξει ένα μυθιστόρημα με κλασσική μορφή, ή έστω, ένα non-fiction novel, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και τον «βομβαρδίζει» με άπειρες παραλλαγές της ιστορίας, εισάγοντας διαφορετικούς αφηγητές. Αναρχικούς, πρώην αστυνομικούς (και εν δυνάμει βασανιστές), παλιούς φοιτητές, παλιούς καθηγητές, ανθρώπους που είχαν φυλακιστεί και βασανιστεί. Μέσω των αφηγητών παρακολουθούμε (ουσιαστικά) από την μιά την φρίκη και την τυραννία μιάς από τις πιό σκληρές και πολυετείς δικτατορίες της ιστορίας.

Ο Ρόσα όμως δεν αρκείται μόνο σ’αυτό. Εισάγει εμβόλιμα μιά διήγηση σε στυλ λαϊκής φυλλάδας όπου υμνείται η μεγαλοσύνη και η πορεία του Χενεραλίσιμο Φράνκο προς την εξουσία. Εφαρμόζει σε 15 σελίδες την κινηματογραφική μέθοδο του split screen όπου γράφει δύο εκδοχές της ζωής του καθηγητή – όπου στη μία παρουσιάζεται ως αντιστασιακός και στην άλλη ως συνεργάτης της χούντας. «Παίζει» με την μυθοπλασία, προσθέτοντας την απαραίτητη δόση έρωτικής εμμονής του καθηγητή με μιά φοιτήτρια, ενώ ορμώμενος από το γεγονός, ότι πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι του πνεύματος,συγγραφείς,καθηγητές πανεπιστημίων κρύβονταν πίσω από ψευδώνυμα συγγραφέων λαϊκών φυλλάδων με περιπετειώδεις ιστορίες (που καταναλώνονταν σαν ζεστά ψωμάκια), γιά να μπορέσουν να βγάλουν τα προς το ζην, πλάθει μιά θεότρελλη εκδοχής της ιστορίας του καθηγητή.

O Rosa δεν έζησε την δικτατορία, ούτε βεβαίως τον εμφύλιο. Μεγάλωσε σε μιά κοινωνία που προσπαθούσε να ξεχάσει. Να λησμονήσει την φρίκη και τον αλληλοσπαραγμό. Ο συγγραφέας, όπως και άλλοι νέοι ή και παλαιότεροι συνάδελφοί του προσπαθεί να επαναφέρει την μνήμη, και να στοχαστεί πάνω σ’αυτήν. Τα πρόσφατα γνωστά και σ’εμάς παραδείγματα βιβλίων όπως το έξοχο ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ του Θέρκας αλλά και το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Γκοϊτισόλο ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ή και η υπέροχη ταινία Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑ του Ντελ Τόρο είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις πνευματικών έργων που αναφέρονται σ’αυτήν την περίοδο. Ο Rosa προσέγγισε το θέμα του διαφορετικά, προέταξε τα διλήμματα και τους προβληματισμούς του γύρω από το πως πρέπει να γραφτεί ένα βιβλίο που ασχολείται με «αυτά που πονάνε», ισορρόπησε σε τεντωμένο σχοινί και τα κατάφερε. Το βιβλίο είναι πανέξυπνο, εξαιρετικά γραμμένο, σπινθηροβόλο και πνευματώδες. Παίζει με την ιστορία, με τους αναγνώστες (ίσως υπερβολικά κάποιες στιγμές κυλώντας προς τον «εξυπνακισμό»). Η θέση του είναι σαφής – τέρμα οι light προσεγγίσεις, εδώ γίνανε εγκλήματα και πρέπει να μιλήσουμε γι’αυτά, αλλιώς όλα θα ξεχαστούν όλα, θα γίνουν πολτός, lifestyle. Το παρακάτω απόσπασμα θα μπορούσε να αφορά και την Ελλάδα...

«...Οι γενικές διατυπώσεις δεν αποδίδουν την πραγματικότητα. Μερικές τουφεκιές πίσω από έναν μαντρότοιχο, μιά είδηση στις εφημερίδες ή μια παράγραφος σ’ένα εγχειρίδιο ιστορίας δεν αρκούν. Ούτε μπορούμε να επιτρέψουμε μια αφήγηση αμφίπλευρη, που στην ουσία θα επικαλείται πλαστά επιχειρήματα συμβιβασμού: Υπήρξαν δύο Ισπανίες·ο τρόμος ήταν κι από τις δύο πλευρές·στον πόλεμο πάντα συμβαίνουν ακρότητες·φταίνε οι ομάδες των ανεξέλεγκτων, τα προγονικά πάθη, οι ανοιχτοί λογαριασμοί που δεν ξεπληρώνονται πάνω στη γενική σύγχυση·δεν υπήρξαν νικητές,όλοι χάσαμε·ποτέ πιά·ο Κάιν ήταν Ισπανός. Φτάνει πιά η ρητορική που εμφανίζεται αθώα, αλλά εκκινεί από ύποπτες προθέσεις. Φτάνει πια το αναμάσημα της εκδοχής των νικητών. Δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, ο τρόμος ήταν εντελώς διαφορετικός και ως προς τον χαρακτήρα και ως προς το μέγεθος (αυθόρμητος και μη εγκεκριμένος από τις αρχές, στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών · προσχεδιασμένος και με τις ευλογίες των στρατηγών, στο στρατόπεδο των Εθνικιστών). Εγώ δεν μιλάω για τα paseos, τα checas, το Παρακουέγιος, (εγκλήματα των Δημοκρατικών)τη φυλακή-πρότυπο ή τους παπάδες που κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους. Εγώ μιλάω γιά τη Σεβίλη, τη Μάλαγα, την αρένα του Μπανταχόθ, τον κάμπο με τις αμυγδαλιές του Αλικάντε, τα γεμάτα εκτελεσμένους πηγάδια των μεταλλείων, την Καστουέρα, τη χαράδρα του Βίθναρ, τους μαντρότοιχους των νεκροταφείων όπου τα σημάδια από τις σφαίρες είναι ακόμα ορατά, τους ομαδικούς τάφους που μένουν ακόμα σκεπασμένοι στις εξόδους τόσων και τόσων χωριών (οι χωριανοί μπορούν να τους εντοπίσουν με ακρίβεια κι έχουν εντάξει την ιστορία τους στο ανθολόγιο των τοπικών θρύλων που κυκλοφορούν ψιθυριστά από στόμα σε στόμα), τους κατά συρροή δολοφόνους που έδωσαν το όνομά τους σε μνημεία, δρόμους και πλατείες. Μια κληρονομιά κι ένα γόητρο που κανείς δεν τόλμησε να τα αγγίξει μέχρι σήμερα, κι ούτε θα τ’αγγίξει στο μέλλον. Επειδή δεν υπάρχει λόγος να τ’ανασκαλεύουμε όλα αυτά, έχουν περάσει τόσα χρόνια, έχουν παρέλθει τόσες γενιές, μόνο κάποιοι μνησίκακοι επιμένουν να θυμούνται γεγονότα που κανέναν δεν ενδιαφέρουν πιά. Κι αν ενδιαφέρουν, είναι μονάχα γιά τη λογοτεχνική τους χρησιμότητα, τη δυνατότητα να μετατρέψουμε την εν λόγω περίοδο σε μυθιστόρημα εποχής ή σε ιστορικό αφήγημα και να μιλήσουμε γιά τον Εμφύλιο και την παρατεταμένη μετεμφυλιακή περίοδο με το ίδιο πάθος με το οποίο θα περιγράφαμε την Αίγυπτο των Φαραώ. Ας αγνοήσουμε λοιπόν όλες αυτές τις ιδεολογικές κοτρόνες κι ας προσπαθήσουμε ν’ανακαλύψουμε τ’αληθινά πετράδια, ό,τι μπορούμε να αξιοποιήσουμε αφηγηματικά από εκείνα τα χρόνια, πηγή ανεξάντλητων ιστοριώνπου τόσο αρέσουν στον σύγχρονο αναγνώστη, ιδανική σκηνική επένδυση παθών, αγώνων και ηρωικών θανάτων, που στην πραγματικότητα δεν ανήκουν σε καμιά εποχή. Ας χρησιμοποιήσουμε λοιπόν τον Εμφύλιο και τον φρανκισμό όπως θα χρησιμοποιούσαμε τα μοναστήρια του Μεσαίωνα ή τις δολοπλοκίες της αυτοκρατορικής Ρώμης. Ο κόσμος δεν θέλει να του θυμίζουμε πόσο φρικτά ήταν όλα αυτά·τα γνωρίζει καλά, τα διδάχτηκε στο σχολείο, τα είδε σε ταινίες και σε τηλεοπτικές σειρές, που τόσο πετυχημένα περιγράφουν εκείνη την περίοδο. Γιατί να επιμένουμε σ’επαναλήψεις και πλεονασμούς που καταστρέφουν την αφηγηματική ροή; Τι εμμονές που έχουν μερικοί! Θα’λεγε κανείς πως νοσταλγούν εκείνα τα δυσάρεστα χρόνια.»
 
Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 20, 2009 | Permalink
I am all things, all men and all animals
«Μάλλον είμαι ο βασιλιάς της αποτυχίας, αφού σίγουρα είμαι βασιλιάς σε κάτι»

Ο Άρθουρ Κραβάν χαρισματικός (αλλά όσο δεν παίρνει) απατεώνας, που δήλωνε «Ποιητής, μποξέρ, κριτικός, ναύτης, γητευτής φιδιών, βιομήχανος, συγγραφέας, ληστής, σωφέρ» αλλά (κυρίως) και ανηψιός του Όσκαρ Ουάιλντ, όταν εξαφανίστηκε σε ηλικία 31 ετών το 1918 με μυθιστορηματικό τρόπο, όπως άλλωστε «μυθιστορηματική» ήταν και η ζωή του δημιούργησε έναν μύθο γύρω από το όνομα του, γύρω από την προσωπικότητά του. Ποιός ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο περίεργος τύπος, που ήθελε να είναι «όλα τα πράγματα, όλοι οι άνθρωποι, όλα τα ζώα»; Τα ίχνη του ταξιδιού της ζωής του Κραβάν αναζητάει ο αφηγητής του βιβλίου «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΑΛΙΝΑ ΚΡΟΥΣ», του (μάλλον) Βρετανού συγγραφέα David Lale, (Εκδ.Πάπυρος, μετάφρ.Έ.Τσουκαλά, σελ.389).

Περισσότερο ταξιδιωτική αφήγηση παρά μυθιστόρημα μαθητείας, αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του νεαρού συγγραφέα, ο οποίος έγραψε ένα αυτοβιογραφικό κατά τα φαινόμενα λογοτεχνικό έργο ακολουθώντας τα βήματα ενός ανθρώπου φάντασμα που εξαφανίστηκε στο πουθενά πριν από 90 χρόνια χωρίς ποτέ να μάθει κανείς τι απέγινε. Ουσιαστικά το 1918 δίδεται ως χρονολογία θανάτου του Άρθουρ Κραβάν, όταν ο θεότρελλος αυτός τύπος μπήκε σ'ένα βαρκάκι, στο λιμανάκι της Λα Βεντόσα στο Μεξικό, άνοιξε το πανιά και εξαφανίστηκε στο πέλαγος. Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα, λες και άνοιξε η γη(ή η θάλασσα) και τον κατάπιε – το πιθανότερο είναι να πνίγηκε όπως βγήκε στ’ανοιχτά, αλλά και πάλι ποιός μπορεί να πει με σιγουριά...
Γεννηθείς Φάμπιαν Λόιντ το 1887 στην Λωζάνη της Ελβετίας και με ίνδαλμα τον Ρεμπώ, υιοθετεί το ψευδώνυμο Αρθούρος Κραβάν με το που φτάνει στο Παρίσι το 1909, εξοβελισμένος από διάφορα σχολεία στην Ελβετία και την Αγγλία λόγω του ατίθασου του χαρακτήρος του. Η προσωπική του γοητεία τον βοηθάει και με το εντυπωσιακό της εμφάνισής του, από την αρχή συστήνεται ως ποιητής, εφευρέτης, και (κυρίως) ανηψιός του Όσκαρ Ουάιλντ και έτσι γίνεται δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους της πρωτοπορίας. Βγάζει ένα περιοδικό προβοκατόρικο με το οποίο προκαλεί τους πάντες, προσβάλλει χυδαία τον Απολινέρ, φυλακίζεται, μένει άφραγκος και κάνει διάφορες απατεωνιές ακόμα και σε βάρος του ζωγράφου αδερφού του. Με το που ξεσπάει ο Α Παγκόσμιος πόλεμος, ο Κραβάν γιά να μη καταταγεί, λιποτακτεί βρίσκοντας καταφύγιο στην Βαρκελώνη. Εκεί πλέον διαμένει ο γνωστός ζωγράφος Φράνσις Πικάμπια ο οποίος έχει συγκεντρώσει γύρω του όλη την αναρχική διανόηση της πόλης και όχι μόνο, σε μιά προ-ντανταϊστική φάση. Ο Κραβάν βρίσκεται στο στοιχείο του.

Στην Βαρκελώνη προσθέτει και άλλη μιά ιδιότητα στο βιογραφικό του, μποξέρ...Σχεδόν δίμετρος και ογκώδης(125 κιλά), είναι εύκολο να περάσει γιά τέτοιος. Παραμυθιάζει τους πάντες γιά τις ικανότητές του,και καταφέρνει να διοργανώσει έναν αγώνα με τον Παγκόσμιο πρωταθλητή Τζακ Τζόνσον, ο οποίος είχε διωχθεί από τις Η.Π.Α. λόγω φυλετικών προβλημάτων. Μαζεύονται χιλιάδες κόσμου, οι οποίοι βλέπουν έναν αγώνα-παρωδία, ο Κραβάν απλά αμύνεται προσπαθώντας να προφυλαχτεί από τον Τζόνσον που στριφογυρίζει γύρω του χτυπώντας τον και χάνει χωρίς να ρίξει ούτε μιά μπουνιά. Ο κόσμος εξαγριώνεται και τον κυνηγάει, ενώ οι εφημερίδες μιλάνε ανοιχτά γιά απάτη.Το βιντεάκι στο YouTube, δεν ξέρω από ποιόν αγώνα του είναι αλλά είναι ενδεικτικό του στυλ του. Το μποξ γιά τον Κραβάν ήταν απλά ένα «δρώμενο», ένα χάπενιγκ. Είμαστε στο 1916, ο πόλεμος πλησιάζει επικίνδυνα την Ισπανία, ο Κραβάν κινδυνεύει να απελαθεί στην Γαλλία και έτσι αποφασίζει να αλλάξει ήπειρο και έτσι μεταναστεύει στην Ν.Υόρκη.

Οι Αμερικανοί ανέκαθεν θαύμαζαν τους Ευρωπαϊκούς νεωτερισμούς. Ο Κραβάν είχε γίνει γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους λόγω του περιοδικού που εξέδιδε στο Παρίσι και έτσι οι πόρτες ανοίγονται γι’αυτόν. Ο ντανταϊσμός είχε διαμορφωθεί ως «κίνημα», και οι εμιγκρέδες, ο Ντισάν, ο Πικάμπια(που είχε πάει κι αυτός εκεί) μαζί με τον Αμερικανό ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς οργανώνουν διάφορα χάπενιγκς, υποστηρίζουν τον ελεύθερο έρωτα, διοργανώνουν εκθέσεις και γενικότερα έχουν φέρει έναν άλλο αέρα στην πόλη. Ο Κραβάν πρωτοστατεί αλλά έρχεται σε κόντρα με τον Ντισάν γιά τα μάτια της Μίνας Λόι, μιάς ωραίας Αγγλίδας ποιήτριας που ενώ στην αρχή τον απορρίπτει,στη συνέχεια τον ερωτεύεται σφόδρα. Οι ντανταϊστές αρχίζουν να τον κάνουν πέρα, τον αφήνουν να εξευτελιστεί σε μιά εκδήλωση, όπου ήταν ο εισηγητής και μεθυσμένος άρχισε να γδύνεται στην σκηνή. Ουσιαστικά απομονωμένος πάλι και με τον φόβο του πολέμου και της κατάταξης στον στρατό να τον πλησιάζει, διαφεύγει στο Μεξικό όπου μετά από λίγο καιρό τον ακολουθεί και η Μίνα.

Στο Μεξικό ιδρύει μιά σχολή μποξ, αλλά μέσα στην μεγαλομανία του διοργανώνει έναν αγώνα όπου προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον πρωταθλητή της χώρας. Εξευτελίζεται και πάλι τρώγοντας της χρονιάς του και ενώ ο αγώνας είχε διαφημιστεί ως μεγάλο γεγονός - γλυτώνει το λιντσάρισμα, μένει απένταρος, δεν έχει να φάει, και προσπαθεί να διαφύγει και πάλι από τις τοπικές αρχές που θέλουν να απαλλαχθούν από τους απένταρους εμιγκρέδες που έχουν καταφύγει εκεί προσπαθώντας να γλυτώσουν την στράτευση. Ο Κραβάν θέλει να διαφύγει στην Αργεντινή και πηγαίνει με την Μίνα στην Βερακρούς, από το λιμάνι της οποίας το Σαλίνα Κρους φεύγουν τα πλοία. Σε μιά γραφική παραλία της Λα Βεντόσα,την Ζιπολίτε θα χαθούν τα ίχνη του.

Τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε για τον Κραβάν, βγαίνουν μέσα από το ημιτελές ανέκδοτο μυθιστόρημα της Μίνας Λόι «Colossus», που μερικά αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν το 1986 σε κάποιο αφιέρωμα γιά το Ντανταϊστικό κίνημα. Η Λόι αγάπησε πραγματικά τον Κραβάν, αναφέρει τις αυτοκτονικές του τάσεις (η αυτοκτονία τον απασχολούσε πολύ έντονα από την περίοδο της Βαρκελώνης), και παρ’ότι την εγκατέλειψε κυριολεκτικά στα κρύα του λουτρού, αφού προετοίμαζαν να διαφύγουν μαζί για την Αργεντινή, δεν σταμάτησε να τον περιμένει να γυρίσει. Έγκυος στο παιδί τους, είδε τα μαλλιά της να ασπρίζουν μέσα σε μιά βδομάδα από την φυγή του Κραβάν. Όταν διαπίστωσε ότι εκείνος είχε πάρει μαζί του και τα εναπομείναντα χρήματά τους, έφυγε κακήν-κακώς γιά την Ευρώπη όπου γέννησε ένα κοριτσάκι.

Ο συγγραφέας και αφηγητής ακολουθεί την πορεία του Κραβάν. Ταξιδεύει και εκείνος, «ανέστιος και πένης», από το Παρίσι στην Βαρκελώνη, στην Ν.Υόρκη. Περνάει στο Μεξικό, διαμένει στο Μέξικο σίτυ και ακολουθεί το ίδιο δρομολόγιο γιά την Σαλίνα Κρους. Κάνει ώτο-στοπ, μένει σε άθλιες πανσιόν, ταλαιπωρείται προσπαθώντας να «καταλάβει» τον Κραβάν και να ζήσει όπως εκείνος αλλά ουσιαστικά θέλει να ξεφύγει από τον εαυτό του. Διακατέχεται από έντονες αυτοκτονικές τάσεις – χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Έχοντας μπει ουσιαστικά μέσα σε μιά μαύρη τρύπα δεν προσπαθεί να βγει, αλλά δείχνει να απολαμβάνει την μιζέρια του μέσα από την αυτοκαταστροφή του. Μόνο αντικρύζοντας τον ωκεανό, ακριβώς στο ίδιο μέρος που εξαφανίστηκε ο Κραβάν θα συνειδητοποιήσει τις αλήθειες της ζωής του.

Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και έχει τρομερό ενδιαφέρον. Η ζωή του Κραβάν, ή , τουλάχιστον ότι γνωρίζουμε γι’αυτήν είναι εντυπωσιακή και τελείως μυθιστορηματική. Το πρόβλημα είναι όταν ο συγγραφέας περιγράφει το δικό του ταξίδι, την δικιά του αναζήτηση, όπου το βιβλίο (κατά την άποψή μου)χάνει σε ένταση και σε ρυθμό, με έναν αφηγητή που παρά τις προσπάθειές του δεν μπορεί να γίνει συμπαθής, αγωνίζεται να ξεφύγει από κάτι ασαφές και ομιχλώδες, ενώ η προσωπικότητά του εκμηδενίζεται μπροστά στο είδωλό του που ακολουθεί. Εκείνο που μένει στον αναγνώστη, είναι τα στοιχεία γιά αυτόν τον απίθανο τύπο, τον Άρθουρ Κραβάν που συνέδεσε το όνομα του με τους καλλιτεχνικούς –ισμούς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ντανταϊσμός, σουρεαλισμός τον θεωρούν «άγιο και μάρτυρα», αν και περισσότερο εξυπηρέτησε τον δικό του μύθο. Μιά sui generis προσωπικότητα που σίγουρα αναζητά τον ερευνητή της.

Πιστεύω ότι το ποίημα του Hie, δημοσιευμένο στο περιοδικό του Maintenant το 1913, περιγράφει απόλυτα τον Κραβάν, το παραθέτω στην Αγγλική του μετάφραση, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «4 Dada suicides» του 2005. Εάν συνδιαστεί και με το βιβλίο του Lale καταλαβαίνει κανείς πολλά...

I would like to be in Vienna and Calcutta,
Catch every train and every boat
Lay every woman and gorge myself on every dish.
Man of fashion, chemist, whore, drunk, musician, labourer, painter, acrobat,
actor;
Old man, child, crook, hooligan, angel and rake; millionaire, bourgeois, cactus,
giraffe, or crow;
Coward, hero, negro, monkey, Don Juan, pimp, lord, peasant, hunter,
industrialist,
Flora and fauna:
I am all things, all men and all animals!
What next?
Assume a distinguished air,
Manage to leave behind perhaps
My fatal plurality!
 
Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009 | Permalink
Το Γουαϊόμινγκ της Πρου
«Το Γουαϊόμινγκ τους είχε φανεί μια χαρά πολιτισμένο όταν πρωτομετακόμισαν, όμως βαθμηθόν ανατέλλοντα αποδεικτικά στοιχεία τους ανάγκασαν να παραδεχτούν ότι ζούσαν σ’ένα μέρος το οποίο ο κόσμος της ανατολικής ακτής θα θεωρούσε απλώς περιφέρεια του πραγματικού κόσμου. Κάθε τόσο προέκυπταν δυσάρεστα τεκμήρια ενός σκληρού παρελθόντος, που βάραινε ακόμα στον τόπο. Ακατανόητα αγροτικά γεγονότα συνέβαιναν: σ’έναν καρόδρομο ένας τύπος είχε φάει έναν άλλο με μια παλιά καραμπίνα για βίσονες του προπάππου του – ένας νεοφερμένος από την Αϊόβα είχε βγει γι’απογευματινή ποδηλατάδα και είχε γκρεμιστεί από το όρος Ρίνγκερ. Μαύρες αρκούδες κατηφόριζαν κάθε Σεπτέμβρη από τα ψηλά και ρήμαζαν τις ταίστρες που έβγαζε η Γιουτζίνι για τα πουλιά. Ένα γεράκι, που είχε λουφάξει μες στον κοκκινόθαμνο, όρμησε ξαφνικά κι άρπαξε έναν υπεραισιόδοξο κρηκιτό που είχε απομακρυνθεί από το λαγούμι του. Στο Άντλερ Σπρινγκ, την κωμόπολη απ’όπου αγόραζαν ποτά και τρόφιμα, μια κοπέλα, έγκυος στο πρώτο της παιδί, χήρεψε ξαφνικά όταν ο άντρας της, δασοπυροσβέστης στα θερινά μέτωπα του Κολοράντο, σκοτώθηκε από μιαν αξίνα που έπεσε από ένα διερχόμενο ελικόπτερο και τον βρήκε στο κεφάλι. Εκδρομείς κλειδωνόντουσαν κατά λάθος έξω από τ’αμάξια τους και τους έπιανε βροχή και σκοτώνονταν από κεραυνό. Ραντσέρηδες, με το βλέμμα στραμμένο στο κοπάδι τους, έφευγαν από το δρόμο κι έρχονταν τούμπα στα χαντάκια. Τα πάντα θαρρείς κατέληγαν σε αιματοχυσίες.»

Το Γουαϊόμινγκ είναι το φόντο αλλά και ο πρωταγωνιστής των 11 ιστοριών που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων «ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ», της εξαιρετικής συγγραφέως Annie Proulx, (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Α.Κορτώ,σελ.271). Η συλλογή αυτή ανήκει στην σειρά των διηγημάτων της Πρου που ονομάζονται Wyoming stories. To μυστικό του Brokeback mountain (όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα) ήταν ουσιαστικά η συλλογή Wyoming stories 1, και τώρα τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ή BAD DIRT είναι η συλλογή Wyoming stories 2. Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκε σε κάποιες χώρες και το Wyoming stories 3, όπου και πάλι τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’αυτή την πολιτεία της Αμερικάνικης Δύσης.

Οι περισσότερες ιστορίες της συλλογής (4 από αυτές έχουν δημοσιευτεί στον New Yorker), λαμβάνουν χώρα στην επινοημένη κωμόπολη του Ελκ Τουθ και οι πρωταγωνιστές τους συχνάζουν κυρίως στο μπαρ «Πιτσιρίκι», όπου σερβίρει η Αμάντα που εμφανίζεται σε πέντε-έξι από τις ιστορίες, σαν παρατηρητής περισσότερο των τεκταινομένων ενώ πρωταγωνιστεί στο τελευταίο διήγημα της συλλογής. Το κλίμα του βιβλίου, απεικονίζεται στην φράση ενός βαρυποινίτη καταδικασμένου σε θάνατο,του Τζέρι Σταρκγουέδερ στην ομολογία του,το 1958, η οποία (φράση) αποτελεί και το μότο του βιβλίου:
«Όλοι λένε,σε τι υπέροχο κόσμο ζούμε,αλλά εγώ προσωπικά δε νομίζω να έζησα ποτέ σε τέτοιον υπέροχο κόσμο

Η πολιτεία του Γουαϊόμινγκ σε πρώτη ματιά, το πιθανότερο είναι να ξετρελλάνει τον επισκέπτη. Καθαρή ατμόσφαιρα, πνιγμένη στο πράσινο, άφθονο νερό, ποτάμια, λίμνες, βουνά όπου σου κόβεται η ανάσα από την ομορφιά του τοπίου. Τα καρτ-ποσταλικά τοπία σου φαίνονται ειδυλλιακά. Λες από μέσα σου, «εδώ είναι το μέρος που θέλω να ζήσω». Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Όταν περάσει η πρώτη περίοδος που ακόμα και οι μικροταλαιπωρίες σου φαίνονται διασκεδαστικές, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι, που έχεις βρεθεί.

Αποστάσεις χαώδεις, άνθρωποι άγριοι και σκληροί, απογοητευμένοι από την ζωή τους, να παλεύουν με τα στοιχεία της φύσης. Να μη τους έχει μείνει δεκάρα μετά από ξηρασίες ή καταιγίδες, οι πόλεις να ερημώνουν, καινούριοι δρόμοι να χαράσσονται και να καταδικάζουν σε αφάνεια και μαρασμό ολόκληρα χωριά. Άνθρωποι δύσκολοι, που κοιτάνε «με μισό μάτι» κάθε νεοφερμένο, που είναι ικανοί γιά τη μεγαλύτερη χοντράδα και που ζουν απομονωμένοι σε τεράστια ράντσα που αναγκάζονται να πουλάνε κομμάτι-κομμάτι τους στους γιάπις της Ανατολικής ακτής που νομίζουν ότι ανακάλυψαν τον Παράδεισο.

Η συλλογή αυτή έχει 3-4 εκπληκτικές ιστορίες, αληθινά διαμάντια αλλά η γενικότερη αίσθηση του (φανατικού) αναγνώστη της Πρου είναι, ότι λείπει το λυρικό στοιχείο που χαρακτήριζε την συλλογή Brokeback mountain ή το ελεγειακό ύφος που διαπερνούσε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Φωκνερικού στυλ «Καρτ Ποστάλ». Εδώ η Πρου έχει επιστρατεύσει γενναίες δόσεις χιούμορ και σαρκασμού. Δεν διστάζει να σατυρίσει τους μπουρτζόβλαχους των ιστοριών της, ενώ οι περιγραφές του τρόπου ζωής των (χάρτινων) ηρώων της είναι τόσο ρεαλιστικές στην απεικόνιση της μιζέριας τους που είναι σαν να βρίσκεσαι κι εσύ μέσα στην ιστορία.

Ιστορίες γιά υπερφυσικά φαινόμενα όταν ανοίγει η γη να καταπιεί τους λαθροκυνηγούς , ιστορίες γιά τον ακαμάτη νταλικιέρη που προσπαθεί να τα ‘κονομήσει μεταφέροντας σανό από μακριά,αλλά στο δρόμο γίνεται «τύφλα» και καίει το εμπόρευμα, ιστορίες γιά διαγωνισμούς γενειάδας στο «Πιτσιρίκι», όπου οι πάνχαζοι συμμετέχοντες μετά από μήνες προσπαθειών να μεγαλώσουν τα γένεια τους, παθαίνουν κυριολεκτικά όταν εμφανίζεται στο μπαρ ένας Χαρλεάς στο στυλ των ΖΖ Top με την περιποιημένη γενειάδα του, ιστορίες γιά τους ντόπιους που ξαφνικά αποφασίζουν να βγάλουν στην ύπαιθρο τις μπανιέρες τους και ο πιό «εξυπνάκιας» απ’όλους πάει και βρίσκει ένα καζάνι όπου μέσα βράζει στην κυριολεξία. Όλα αυτά δοσμένα με κοφτερό στυλ και χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα.

Στις τρεις ιστορίες όμως που ξεχωρίζουν, η Πρου «δίνει ρέστα». Στο διήγημα «Ο πόλεμος εναντίον των ινδιάνων ξαναζεί», ένα χαμένο φιλμάκι του Μπούφαλο Μπιλ από τα χρόνια της γενοκτονίας των Ινδιάνων στην περιοχή δίνει το έναυσμα στην συγγραφέα να γράψει μιά ελεγεία γιά την ιστορία της περιοχής και πως περιήλθαν στην κατοχή κάποιων «καπάτσων» τύπων απέραντες εκτάσεις. Σε ένα άλλο εξαιρετικό διήγημα, στο «Τι είδους έπιπλα θα διάλεγε ο Χριστός», η συγγραφέας δίνει σε 30 σελίδες μιά ανυπέρβλητη οικογενειακή σάγκα, μιά σπαρακτική ιστορία οικογενειακού μαρασμού και μοναξιάς, όταν ο ραντσέρης λεβεντομαλάκας Γκίλμπερτ, επιλέγει να μείνει με την γηραιά μητέρα του στο παρακμάζον ράντσο του αρνούμενος να το πουλήσει. Η γυναίκα του δεν αντέχει, παίρνει τα δύο τους αγόρια και φεύγει να ζήσει στην πόλη. Ο Γκίλμπερτ σχεδόν χρεωκοπεί και όταν ξαφνικά μαθαίνει ότι η πρώην σύζυγός του έχει συλληφθεί γιά απάτη, ξαναβρίσκει τους γιούς του και συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα γι’αυτούς. Το πραγματικό αστέρι όμως του βιβλίου, είναι το αριστουργηματικό διήγημα «Άνθρωπος στα βάτα», όπου ζευγάρι μεσήλικων μεγαλοαστών της Νέας Υόρκης, ερωτεύονται τον τόπο και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα (υπέροχο,όπως τους φαίνεται στην αρχή) ράντσο. Τα βρίσκουν μπαστούνια με τους κατοίκους, με τα τερτίπια και τις απότομες αλλαγές του καιρού, με τις αποστάσεις. Η σχέση τους δοκιμάζεται, ο άντρας φαίνεται να βρίσκει τον εαυτό του, κάνοντας ατελείωτες διαδρομές με το τζιπ του, ενώ η σύζυγος υποφέρει από τη μοναξιά, υποπίπτει δε στο τεράστιο λάθος, αρνούμενη να βοηθήσει έναν άνθρωπο που έχει χτυπήσει και υποφέρει μπροστά στο κτήμα της. Αυτόματα αυτό την καθιστά persona non grata στην περιοχή, όπου ο ηθικός κώδικας λέει, πως κι ο χειρότερος εχθρός σου να είναι, όταν είναι πεσμένος κάτω πρέπει να τον βοηθήσεις...

«Εξω από τα σύνορα του «Κρίνου», η Ελεονόρα Φιγκ ήταν η πιο κοντινή τους γειτόνισσα – μια ηλικιωμένη χήρα ραντσέρη, στο μέσον της όγδοης δεκαετίας της ζωής της και ο κλασσικός τύπος Ρεπουμπλικάνου, με μίσος για κάθε μορφή τέχνης, δεξιά, θρασύτατη, και με μούρη σαν λαξεμένη τσακμακόπετρα. Στο χτήμα της είχε και γελάδια και πρόβατα, και οδηγούσε ένα προϊστορικό μαύρο τζιπ. Μισούσε θανάσιμα οικολόγους και ξενομερίτες. Ο Μίτσελ υπέθετε πως το αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα του τζιπ –ΦΑ’ΤΟΥΣ, ΘΑΨ’ΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ- εξέφραζε την άποψή της για τους λύκους. Είχε ρίξει μια ματιά στο infiniti των Φερ και τους κατηγοριοποίησε αυτόματα ως Συβαρίτες που τρέφονται με εισαγόμενες ελιές και κρέας καμήλας. Η ίδια τρεφόταν αποκλειστικά με βοδινό δικής της παραγωγής, βραστές πατάτες και μαύρο καφέ. Φορούσε πάντα τζιν, μπότες μες στην κοπριά, κι ένα κουρελιασμένο πανωφόρι σταβλίτη. Όταν την πρωτοσυνάντησαν, ο Μίτσελ αντάλλαξε χειραψία, κι ένιωσε την τραχιά, σκληρή σαν πέτρα υφή των δακτύλων και την αξιοσημείωτη δύναμη του χεριού της.
«Από δόντια πως πας;» τον ρώτησε. «Κόβουν καλά;»
«Ξέρω γω;» είπε ο Μίτσελ, απορημένος με την ερώτηση. «Γιατί;»
«Ψάχνω άνθρωπο να ευνουχίσουμε τ’αρνιά μου».»


Η Πρου απομυθοποιεί την Αμερικάνικη Δύση. Οι ιστορίες της δεν έχουν τίποτα το ρομαντικό, απεναντίας είναι γεμάτες από καθημερινές δυσκολίες, συζυγικούς καυγάδες, δυσλειτουργικές οικογένειες που ζουν σε τροχόσπιτα, από πορτραίτα ραντσέρηδων που αρνούνται να προσαρμοσθούν στις εξελίξεις. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος Αμερικανός συγγραφέας που να είναι τόσο παραστατικός στις περιγραφές των τοπίων όπως η Πρου, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος που να απεικονίζει με καθαρότερο ύφος την ενδότερη, την βαθιά Αμερική. Μπορεί η παρούσα συλλογή να είναι άνιση, να μην είναι όλα τα διηγήματα του ιδίου επιπέδου, αλλά κατά έναν μαγικό τρόπο δένουν μεταξύ τους και η τελική αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι έχει διαβάσει ένα θαυμάσιο βιβλίο.
 
Τρίτη, Μαΐου 12, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 12, 2009 | Permalink
Don't look now
Διαβάζοντας την εξαιρετική νουβέλα της Δάφνης Ντι Μωριέ «ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ», (Εκδ.Μελάνι, μετάφρ.Γ.Αρβανίτη, σελ.128), δεν μπορείς να μη κάνεις τις συγκρίσεις με το ομώνυμο αριστούργημα του ιδιοφυούς Άγγλου σκηνοθέτη Ν.Ρεγκ, το οποίο βασίστηκε στην νουβέλα και κυριολεκτικά την απογείωσε. Είναι μία ευτυχισμένη στιγμή που οι δύο τέχνες (λογοτεχνία και σινεμά), αλληλοσυμπληρώνονται με τέτοιο δημιουργικό τρόπο εισβάλλοντας η μία μέσα στην άλλη, σε σημείο που να μη ξέρεις αν είναι καλύτερο το βιβλίο ή η ταινία. Το «Don’t look now», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της νουβέλας (και της ταινίας) είναι πολύ παραπάνω από μιά απλή ιστορία, είναι ένα μαεστρικό κείμενο, αληθινό διαμάντι.

««Μην κοιτάξεις» είπε ο Τζον στη γυναίκα του, «αλλά δύο τραπέζια πιο πέρα κάθονται δύο γεροντοκόρες που προσπαθούν να με υπνωτίσουν».»

Ένα ζευγάρι πηγαίνει στην Βενετία γιά διακοπές. Θέλουν να περάσουν λίγες μέρες μαζί μετά το τραγικό γεγονός που τους βρήκε. Έχασαν το πεντάχρονο κοριτσάκι τους...Καθώς οι μέρες περνάνε, η Λόρα(η σύζυγος) βρίσκει το χαμόγελο της, το ρομαντικό σκηνικό της υπέροχης πόλης επιδρά στο να ξαναβρεί τον εαυτό της. Ο Τζον (ο σύζυγος) ηρεμεί επιτέλους. Όταν γνωρίζουν τις δύο δίδυμες γεροντοκόρες όμως τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Η μία απο αυτές είναι τυφλή και υποτίθεται ότι βλέπει οράματα σαν μέντιουμ. Υποστηρίζει ότι βλέπει το κοριτσάκι ολοζώντανο δίπλα στους γονείς του. Η Λόρα την πιστεύει και αισθάνεται «ευτυχισμένη».
Βολτάροντας αργότερα στους δρόμους της πόλης η και πηγαίνοντας το βράδυ να φάνε σε ένα απόμερο ρεστωράν, οι δίδυμες είναι πάντα εκεί,μπροστά τους, σαν να τους έχουνε δώσει ραντεβού.
«Εκεί στέκονταν οι δίδυμες, η τυφλή στηριγμένη στο μπράτσο της αδερφής της και το αόμματο βλέμμα της σταθερά καρφωμένο επάνω του. Ένιωσε σαν να πέτρωσε ξαφνικά, ανίκανος να κινηθεί και τον κυρίευσε μια αίσθηση επικείμενης τραγωδίας. Όλη του η ύπαρξη βούλιαξε στην απάθεια και από το μυαλό του πέρασε η σκέψη: Αυτό είναι το τέλος, δεν υπάρχει διαφυγή, δεν υπάρχει μέλλον.»

Οι δίδυμες τους προειδοποιούν...Πρέπει να φύγουν οπωσδήποτε από την πόλη,βλέπουν κάτι κακό να έρχεται προς αυτούς. Κυρίως ο Τζον κινδυνεύει, αλλά από τι; Το άλλο τους παιδί που το έχουν αφήσει στο σχολείο του, μπαίνει στο νοσοκομείο γιά μιά απλή επέμβαση,η Λόρα αποφασίζει να φύγει εσπευσμένα. Ο Τζον αρχιζει να βλέπει συνεχώς μπροστά του το κοριτσάκι τους να φοράει το παλτό του, βλέπει την Λόρα στο καράβι με τις δίδυμες, αλλά πως; η Λόρα υποτίθεται ότι έχει φύγει από την πόλη!!What's going on?

Ιστορία φαντασμάτων, μεταφυσικό θρίλερ, ψυχολογικό βασανιστήριο. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα αριστουργηματικό διήγημα-νουβέλα (στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο,η νουβέλα αυτή,συμπεριλαμβάνεται σε ένα τόμο διηγημάτων της Μωριέ, όπου συνυπάρχουν τα (διάσημα) Πουλιά και άλλες υποβλητικές ιστορίες), όπου δεν μπορείς να αμελήσεις τον αόρατο πρωταγωνιστή που είναι η Βενετία. Η Μωριέ μετατρέπει την γοητευτική και ρομαντική πόλη σε ένα εφιαλτικό σκηνικό βίας (ένας δολοφόνος κυκλοφορεί χωρίς να μπορούν να τον πιάσουν οι αρχές) και παράνοιας. Τα σκοτεινά και πολλές φορές αδιέξοδα δρομάκια, τα κανάλια που δεν φωτίζονται τη νύχτα, η ομίχλη, το υγρό στοιχείο να προβάλλει σαν εχθρός, πιάνεται η ψυχή σου.

Η Ντι Μωριέ ευτύχησε στις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων της. Σχεδόν όλες οι ταινίες (που εγώ ξέρω τουλάχιστον) είναι ισάξιες ή και καλύτερες των μυθιστορημάτων/νουβελών της. Η (μεγαλειώδης) Ρεβέκα και η Ταβέρνα της Τζαμάϊκα από τον αξεπέραστο Χίτσκοκ, η Ραχήλ από τον Χ.Κόστερ και βεβαίως το Μετά τα μεσάνυχτα από τον ιδιοφυή και πολύ μεγάλο σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ το 1973. Ο Ρεγκ πήρε την νουβέλα της Μωριέ και την απογείωσε προσθέτοντας μιά έντονη ερωτική ατμόσφαιρα εκμεταλευόμενος την μοναδική χημεία των δύο πρωταγωνιστών του, του εξαιρετικού (αν και συνήθως υπερβολικού) Ν.Σάδερλαντ και της (αγαπημένης μου) Τζούλι Κρίστι. Έχει μείνει ιστορική η σεξουαλική σκηνή, όπου η μυθολογία του σινεμά την θεωρεί αυθεντική, αν και πολύ αμφιβάλλω γι'αυτό. Ο Ρεγκ έφτιαξε ένα ψυχολογικό θρίλερ (που διαφέρει όμως αρκετά από την νουβέλα της Μωριέ, αφού ο σκηνοθέτης πρόσθεσε κάποιες σκηνές που αυξάνουν την αγωνία), γεμάτο πάθος, ένταση, σχεδόν παροξυσμικό και άκρως ανατριχιαστικό, το οποίο, αντέγραψε ο Πολάνσκι στο Φράντικ ενώ επηρέασε φανερά τον Σιάμαλαν στην 6η αίσθηση. Η Βενετία μετά από αυτή την ταινία δεν θα είναι ποτέ η ίδια στα μάτια του θεατή, και η «ανάγνωση» της νουβέλας από τον σκηνοθέτη δείχνει πως ένα λογοτεχνικό αριστούργημα μπορεί να μετατραπεί σε κινηματογραφικό επίτευγμα.
 
Τετάρτη, Μαΐου 06, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 06, 2009 | Permalink
"Οι καιροί δεν είχαν λογική..."
Γιά μιά παράλογη εποχή μιλάει ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας και ψυχίατρος-ψυχαναλητής Maurice Attia στο βραβευμένο μυθιστόρημά του – αναπαράσταση των τελευταίων ημερών της Γαλλικής κυριαρχίας στην Αλγερία, «ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΛΓΕΡΙ»,(Εκδ.ΠΟΛΙΣ, μετάφ. της Μ.Μηλολιδάκη, σελ.398). Το βιβλίο έχει την μορφή ενός νουάρ αστυνομικού αλλά είναι κατά βάση ένα πολιτικό μυθιστόρημα που πατάει γερά στις παραδόσεις της γαλλικής σχολής αστυνομικών ιστοριών με πολιτική χροιά ή πολιτικών ιστοριών με αστυνομική χροια όπου διέπρεψαν συγγραφείς όπως ο Μανσέτ και ο Ρενάλ.

Ουσιαστικός πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι το Αλγέρι, η πρωτεύουσα της Αλγερίας και ο κακός χαμός που γινόταν εκεί από το 1954 έως το 1962 σε έναν αιματηρό εμφύλιο που στοίχισε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και όπου οι απώλειες μόνο των αμάχων κυμαίνονται από 234.000 σύμφωνα με τις ιστορικές έρευνες έως το ένα με ενάμιση εκατομμύριο σύμφωνα με τους Αλγερινούς. Επίσης κάπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι ξεριζώθηκαν εγκαταλείποντας τα σπίτια τους μεταναστεύοντας στην «μητρόπολη» Γαλλία (κυρίως στην Μασσαλία). Μέσα σ’αυτήν την ατμόσφαιρα, ο νεαρός αστυνομικός Πάκο Μαρτίνεθ, γόνος Ισπανών, ο οποίος ζει με την γιαγιά του και ο Αλγερίνος Εβραϊκής καταγωγής συνεργάτης του Μωρίς Σουκρούν βρίσκουν στην κοσμική παραλία της πόλης τα πτώματα δύο νέων. Είχαν δολοφονηθεί πάνω στην ερωτική συνεύρεση. Δύο όμορφα παιδιά, όμως ο ένας ήταν Αραβικής καταγωγής και εκείνη ήταν μιά ξανθιά κοπέλα. Ο νεαρός είχε ευνουχιστεί και τα γεννητικά του όργανα ήταν τοποθετημένα στο στόμα του, ενώ στην πλάτη του κάποιος είχε χαράξει τα αρχικά O.A.S.

Όλα τα στοιχεία συνηγορούν σε ένα πολιτικό έγκλημα. Ο O.A.S. ήταν μιά ακροδεξιά οργάνωση που δημιουργήθηκε γιά να αποτρέψει την ανεξαρτησία της Αλγερίας και δολοφονούσε όχι μόνο Άραβες αλλά και Αλγερινούς γαλλικής καταγωγής που ήταν υπέρ μιάς δίκαιης λύσης ή που ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την χώρα. Από τα δίχτυα της οργάνωσης δεν ξέφευγαν και όσοι διέπρατταν το λάθος να συνάψουν μικτές σχέσεις. Οι δύο αστυνομικοί όμως αντιλαμβάνονται ότι κάτι άλλο υπάρχει πίσω από τη στυγερή δολοφονία. Εξετάζοντας το συγγενικό περιβάλλον της νεαράς αμέσως διαπιστώνουν την ύπαρξη ενός αδίστακτου πάμπλουτου πατέρα, ο οποίος είναι πλέον καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα, τυχαίο θύμα των επεισοδίων στην πόλη, αλλά και ο οποίος κακοποιούσε σεξουαλικά την κόρη του από την εφηβεία της. Με την μητέρα να την έχει κοπανήσει γιά να ζήσει τη ζωή της, η μικρή υπέφερε κυριολεκτικά υπό τον πατρικό ζυγό. Υπάρχει επίσης ο μεγάλος της αδελφός, ο οποίος είτε λόγω πλήξης, είτε λόγω αντίδρασης στην πατρική αυταρχικότητα, υπηρετεί στις δυνάμεις της O.A.S και καυχιέται ότι θα εξοντώσει όλους τους «αλλόθρησκους». Η υπόθεση έχει ζουμί αλλά θα σκαλώσει μέσα από μιά σειρά φόνων των ανθρώπων που σχετίζονται είτε με τη μιά, είτε με την άλλη πλευρά. Θα σκαλώσει επίσης, διότι στους δρόμους της πόλης γίνονται καθημερινά μάχες, περιοχές αποκλείονται, βόμβες εκρήγνυνται, άντε να ασχοληθείς τώρα με μιά περίπτωση δολοφονίας όταν γύρω σου γκρεμίζεται το σύμπαν.

Μέσα από παράλληλες αφηγήσεις, παρακολουθούμε την συναρπαστική ιστορία που έχει πολλές ανατροπές. Ο κύριος αφηγητής είναι ο Μαρτίνεθ, μέσα από την ματιά του και την πολιτική του στάση διαβάζουμε γιά τα γεγονότα ως ένα alter ego της ματιάς του συγγραφέα, ο οποίος γεννήθηκε στο Αλγέρι το 1949, και υποθέτω ότι παιδί ακόμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα. Η ματιά του Μαρτίνεθ είναι αυτή του Γάλλου που γεννήθηκε εκεί, θεωρεί την Αλγερία χώρα του, πιστεύει στην ανεξαρτησία της από την Γαλλία, και οραματίζεται μιά κοινωνία όπου Αλγερίνοι γαλλικής καταγωγής και μουσουλμάνοι πρώην φελλάχοι ζουν μαζί ειρηνικά. Είναι η ματιά του Αλμπέρ Καμύ που αναγκάστηκε κι αυτός να φύγει μαζί με τους περισσότερους Γάλλους από τη χώρα. Είναι η στάση που κατηγορήθηκε από όλους ως «προδοτική» αφού οι περισσότεροι μουσουλμάνοι υποστήριζαν το F.L.N και μάχονταν να διώξουν τους Γάλλους, ενώ αρκετοί (ίσως η πλειοψηφία) των γαλλικής καταγωγής Αλγερίνων θεωρούσαν τον Ντε Γκώλ προδότη και ότι τους άφηνε στην τύχη τους δίνοντας την ανεξαρτησία στην χώρα, οπότε συνέδραμαν τους τρομοκράτες παρακρατικούς της O.A.S.

Ο ήρωας γνωρίζει ότι θα αναγκαστεί να φύγει από την χώρα. Ήδη στο αστυνομικό τμήμα τον αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και φανερή εχθρότητα απομονώνοντάς τον. Η γιαγιά του έχει αρχίσει να τα χάνει από την γεροντική άνοια ενώ η αγαπημένη του, η Ιρέν που έχει ήδη χάσει το ένα της πόδι σε μία έκρηξη στο Καζίνο της πόλης κατά τη διάρκεια ενός χορού, κάποια στιγμή φεύγει γιά την Μασσαλία αλλά βιώνει εκεί την δυσφορία των ντόπιων και την εχθρότητα προς τους «ξένους» και αναγκάζεται να ξαναγυρίσει στο Αλγέρι, βρίσκοντας το μαγαζί της ανατιναγμένο (διότι τόλμησε να φύγει...). Ο Μαρτίνεθ παλεύει με φαντάσματα, με τον εαυτό του, με την εξουσία. Φαντάσματα της παιδικής του ηλικίας από τον Ισπανικό εμφύλιο, όταν μικρό παιδάκι έμεινε ορφανό, διότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τους κομμουνιστές, όντας αναρχικός και έτσι αναγκάστηκε η γιαγιά του να καταφύγει στο Αλγέρι. Μπερδεμένος από την πολιτική κατάσταση, βλέπει Γάλλους να σκοτώνουν Γάλλους, Μουσουλμάνους να σκοτώνουν Γάλλους, Γάλλους να σκοτώνουν Μουσουλμάνους όλοι χορεύουν στην πίστα του θανάτου. Ξέρει ότι μετά την επικείμενη ανεξαρτησία, η κατάσταση θα χειροτερέψει αλλά και ότι εκεί που θα πάει θα περάσει δύσκολα αφού οι «μητροπολιτικοί» Γάλλοι μόνο φιλικά αισθήματα δεν τρέφουν προς τους Γαλλοαλγερίνους. Η υπόθεση θα ξεδιαλυνθεί μετά από μιά σειρά φόνων, μετά από μπερδέματα, μετά από καιρό. Αν και όταν ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, κανείς από τους (εναπομείναντες) πρωταγωνιστές δεν θα είναι πιά ο ίδιος.

Μυθιστόρημα συναρπαστικό, με κινηματογραφικό ρυθμό και με έξοχο στυλ. Αρκετά μπερδεμένο με τις πολιτικές ίντριγκες και με τις διάφορες οργανώσεις που μάχονται η μία την άλλη. Ο Ατιά θίγει πράγματα που στην Γαλλία θεωρούνται ιδιαίτερα οδυνηρά και επί χρόνια δεν συζητούντο και δεν θίγονταν, όπως και να έχει, είναι μιά πολύ δυσάρεστη ιστορία γιά τους Γάλλους, ακόμα και η υποδοχή των «συμπατριωτών» τους προσφύγων (τους οποίους κοροϊδευτικά αποκαλούσαν «pieds noir-μαύρα πόδια») δεν τους τιμάει ιδιαίτερα. Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικός στην ψυχογράφηση των χαρακτήρων και δίνει τα ρέστα του στις σκηνές των οδομαχιών στα σοκάκια της κάσμπα.

Ο αναγνώστης θα βοηθηθεί πολύ από το επίμετρο της (πολύ καλής) έκδοσης, όπου υπάρχουν δύο εμπεριστατωμένες αναλύσεις της ιστορίας και της πολιτικής κατάστασης της Αλγερίας. Προτείνω να διαβαστούν στην αρχή και όχι στο τέλος, ώστε να μπει κάποιος στο κλίμα αλλιώς κινδυνεύει να μπερδευτεί από τις πρώτες σελίδες και να μη καταλαβαίνει ποιός μάχεται ποιόν και γιατί γίνονται όλα αυτά. Αν και μόνο από την ακόλουθη φράση του Α.Καμύ πιστεύω ότι μπαίνουμε στο νόημα της αλληλοσφαγής:

«...Οφείλω να καταδικάσω την τρομοκρατία που ασκείται τυφλά, στους δρόμους του Αλγερίου επί παραδείγματι, και που μιά μέρα μπορεί να πλήξει τη μητέρα μου ή την οικογένειά μου. Πιστεύω στην δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου πριν από τη δικαιοσύνη.»
 
Σάββατο, Μαΐου 02, 2009
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαΐου 02, 2009 | Permalink
Ιστορίες μοναχικών ανθρώπων
«Άνθρωποι μονάχοι» είναι οι πρωταγωνιστές των δύο χαμηλότονων, εξαιρετικών βιβλίων με τα οποία θα ασχοληθώ σήμερα. Την αισθαντική νουβέλα του κορυφαίου Γάλλου συγγραφέα Patrick Modiano «ΣΤΟ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ», (Εκδ. ΠΟΛΙΣ, μετάφρ.Αχ.Κυριακίδη, σελ.151) και την υπέροχη συλλογή διηγημάτων του Ιρλανδού συγγραφέα William Trevor «ΟΙ ΕΡΓΕΝΗΔΕΣ ΤΩΝ ΛΟΦΩΝ», (Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, συλλογική μετάφραση σε επιμέλεια Α.Μαντόγλου, σελ.334).

Στο «Καφέ της χαμένης νιότης», βρισκόμαστε στο Παρίσι της δεκαετίας του 60. Κινηματογραφική ατμόσφαιρα από ταινίες του Γκοντάρ, του Λ.Μαλ, του Φρ.Τρυφώ. Ωραία καφέ, ανάλαφρη ατμόσφαιρα, ατελείωτες συζητήσεις, καπνός από τσιγάρα, διάχυτος ερωτισμός – στο βάθος μουσικές τζαζ . Το καφέ Conde είναι ένα στέκι της «αριστερής όχθης» που συχνάζουν όλων των ειδών οι τύποι, συγγραφείς, τζογαδόροι, μουσικοί, μετανάστες, φοιτητές. Όταν σκάει μύτη μιά νεαρή, όμορφη και πολύ αινιγματική γυναίκα, οι τακτικοί θαμώνες προσπαθούν να την βάλουν στις παρέες τους. Την «βαφτίζουν» Λουκί, εκείνη πίνει μαζί τους, δεν πολυμιλάει αλλά το στυλ της γοητεύει τους πάντες. Ποιά είναι η μυστηριώδης «Λουκί» όμως; Ποιό είναι το πραγματικό της όνομα;

Το πορτρέτο της «Λουκί» σκιαγραφείται μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων που την γνώριζαν. Ο Μοντιανό σε κάθε κεφάλαιο της νουβέλας του, δίνει τον λόγο και σε άλλο πρόσωπο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ζακλίν και είχε εξαφανιστεί από το σπίτι της, από τον σύζυγό της. Ο ιδιωτικός ντέντεκτιβ δεν δυσκολεύεται να βρει τα ίχνη της αλλά πέφτει κι αυτός θύμα της σιωπηλής και μυστηριώδους γοητείας της. Ο εραστής της, ο Ρολάν, παρότι μένει κάποιο διάστημα μαζί της, δεν την καταλαβαίνει – δεν μπορεί να κατανοήσει τις σιωπές της.

Η αφήγηση της ίδιας της Ζακλίν (Λουκί), θα μας αποκαλύψει αρκετά, αλλά και πάλι το πρόσωπο της θα παραμείνει θολό και ομιχλώδες. Ένα από τα χιλιάδες, εκατομμύρια κορίτσια-γυναίκες που περπατάνε δίπλα σου, που καπνίζουν συνέχεια, που ζουν σε «ουδέτερες ζώνες», που το μυαλό τους πετάει από εδώ κι από εκεί, που φεύγουν απ’τη ζωή σου, έτσι ανάλαφρα, όπως μπαίνουν σ’αυτήν.

«Συχνά, εκείνη κι εγώ παίρναμε αυτόν τον ίδιο δρόμο για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο της. Κάναμε κύκλο, αλλά είχαμε συνηθίσει να περπατάμε. Ήταν στ’αλήθεια κύκλος; Μα όχι – αν το καλοσκεφτείς, μιά ευθεία ήταν, μου φαίνεται, ως την ενδοχώρα. Τις νύχτες, στη Λεωφόρο Ντανφέρ-Ροσρό, ήμαστε σε μια επαρχιακή πόλη, εξαιτίας της ησυχίας κι όλων των θρησκευτικών κτισμάτων που οι πύλες τους διαδέχονταν η μία την άλλη. Τις προάλλες, διέσχισα με τα πόδια το δρόμο που πλαισιώνεται από πλατάνια και ψηλούς μαντρότοιχους, και κόβει στη μέση το νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Αυτός ήταν κι ο δρόμος που οδηγούσε στο ξενοδοχείο της. Θυμάμαι ότι προτιμούσε να τον αποφεύγει, κι αυτός ήταν ο λόγος που παίρναμε την Ντανφέρ-Ροσρό. Προς το τέλος, πάντως δεν φοβόμασταν πια τίποτα και βρίσκαμε ότι ο δρόμος που κόβει το νεκροταφείο, δε στερούνταν γοητείας τη νύχτα, κάτω απ’τα θολωτά φυλλώματα. Κανένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ούτε συναντούσαμε ποτέ κανέναν. Είχα ξεχάσει να τον περιλάβω στον κατάλογο των ουδέτερων ζωνών. Μάλλον σύνορο ήταν. Όταν φτάναμε στο τέρμα, μπαίναμε σε μιά χώρα όπου νιώθαμε ασφαλείς απ’όλα. Την περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν νύχτα που περπατούσα αλλά βραδάκι. Δεν είχα ξανάρθει εδώ από τότε που περπατούσαμε μαζί ή όταν ερχόμουν να σε συναντήσω στο ξενοδοχείο. Για μια στιγμή, είχα τη φαντασίωση ότι μετά από το νεκροταφείο θα σε ξανάβρισκα. Εκεί ήταν η Αιωνία Επιστροφή. Η ίδια κίνηση όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν το κλειδί γιά το δωμάτιό σου. Η ίδια απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά που χύνονται σαν καταρράκτης.
Είχα ακόμα στ’αφτιά μου τα λόγια του ντε Βερ γιά τη Λουκί:
«Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί...Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του...»»

Νουβέλα ατμοσφαιρική και ποιητική πολύ επηρεασμένη από την γαλλική νουβέλ-βαγκ (δεν μπορείς να μη σκεφτείς την Τζην Σήμπεργκ στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ), καθρεφτίζει ένα κόσμο που δεν υπάρχει πιά, ένα Παρίσι κοντινό και μακρινό ταυτόχρονα που κινείται σε άλλους ρυθμούς. Ο Μοντιανό είναι ένας συγγραφέας χαμηλότονος που αποφεύγει τις μεγάλες εξάρσεις, του αρέσει ο χαμηλός φωτισμός, τα βλέμματα, οι κινήσεις των χεριών, οι σιωπές. Ένα πολύ ενδιαφέρον και γοητευτικό βιβλίο (την ίδια άποψη έχει και η Alef στο blog της), που ευτύχησε να μεταφραστεί από τον (πάντα) εξαιρετικό Αχ.Κυριακίδη.

Οι μοναχικοί άνθρωποι σε πολλές παραλλαγές πρωταγωνιστούν και στους «Εργένηδες των λόφων». Οι 12 ιστορίες – διηγήματα που της συλλογής αυτής έχουν λίγο – πολύ τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο πολύ ενδιαφέρων και αξιόλογος Ιρλανδός συγγραφέας, ο Ουίλιαμ Τρέβορ δεν τσιγκουνεύτηκε σε συναίσθημα αλλά και στις υπερβολικές δόσεις μοναξιάς. Μοναξιάς που πέφτει βαριά η σκιά της ακόμα και στις πλέον πολυπρόσωπες ιστορίες της συλλογής.

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Τρέβορ είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, της διπλανής πόρτας ή γιά να είμαι ακριβέστερος, του διπλανού αγροκτήματος αφού τα περισσότερα διηγήματα διαδραματίζονται στην εξοχή της Βόρειας Ιρλανδίας σε σκληρά και αφιλόξενα τοπία.

Μυστικά που δεν αποκαλύπτονται, συναισθήματα που δεν βγαίνουν στην επιφάνεια, σιωπές που είναι ομιλητικότερες από τα λόγια, ενέργειες που φαίνονται παράλογες και αδιέξοδες αλλά κρύβουν μέσα τους φλόγα και χαρακτήρα.Οι ήρωες,οι πρωταγωνιστές των 12 ιστοριών κρατάνε μέσα τους τα συναισθήματά τους, οι περισσότεροι δεν αντιδρούν, βυθίζονται στην σιωπή – επιλέγουν υποσυνείδητα τον δρόμο της σιωπής...

Ο «χαζούλης» και «ελαφρύς» Σίντνεϋ που καλύπτει την Βέρα στην δολοφονία της κατάκοιτης αδερφής της αθωόνοντάς την και επί δεκαπέντε χρόνια μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κάνοντας μικροδουλειές χωρίς ποτέ ούτε ο ένας ,ούτε ο άλλος να τολμήσουν να θίξουν το παραμικρό σε μιά αμοιβαία συμφωνία σιωπής ζώντας μέσα στο ψέμα.
Η σύζυγος του καθηγητή που δεν θέλει να αποκαλύψει στον σύζυγό της, ότι η νεκρολογία του δημοσιεύεται σήμερα σε μερικές εφημερίδες της πόλης, μάλλον από μιά μακάβρια φάρσα. Δεν θέλει να το μάθει τώρα ο άντρας της γιά να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα ενός ήσυχου Σαββατιάτικου πρωινού. Και ο καθηγητής που διαβάζει την νεκρολογία αργά το βράδυ και αντιλαμβάνεται τι γνώμη έχουν γι’αυτόν.
Ο νεαρός Ιρλανδός που πηγαίνει να δουλέψει στην Αγγλία και εκεί πέφτει στα δόκανα των ακτιβιστών συμπατριωτών του, που θέλουν να τον «στρατολογήσουν». Του δίνουνε μιά βόμβα γιά να την τοποθετήσει κάπου και αυτός υπό το συνειδησιακό βάρος την ρίχνει στο ποτάμι.
Η γηραιά κυρία που εκμεταλεύεται αφελείς αγρότες γιά να τους αποσπάσει χρήματα μέχρις ότου συμπληρωθεί το ποσόν που «της έφαγε» κάποτε ο αρραβωνιαστικός της.

Η μελαγχολία είναι άλλο ένα κύριο χαρακτηριστικό των ιστοριών του Τρέβορ που ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό γιά κάποιο εξαιρετικό μυθιστόρημα. Ο νεαρός Πόλυ που κληρονομεί το οικογενειακό αγρόκτημα κάπου στις ερημιές των Λόφων και θεωρεί χρέος του να παρατήσει την δουλειά του στο Λονδίνο και να πάει να μείνει με την μητέρα του, φροντίζοντας τις αγελάδες και παλεύοντας με την γή , ξέροντας βαθιά μέσα του, ότι η μοίρα του είναι να γίνει κι’αυτός ένας από τους αποκαλούμενους «εργένηδες των λόφων» στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής.
Η μικρή Μπι που υπακούει στα κολλήματα της μάνας της να παίξει στην τηλεόραση και με την σιωπή της προσπαθεί να επανενώσει την οικογένειά της.
Το ζευγάρι των διανοούμενων εκδοτών που η απόφαση τους να πάνε να ζήσουν στην εξοχή καταστρέφει την φιλία τους με έναν μοναχικό και ιδιόρρυθμο τύπο.
Ενώ στο έξοχο διήγημα «Le visiteur», ο Τρέβορ κεντάει κυριολεκτικά, όταν στηρίζει μιά φαινομενικά ανάλαφρη ιστορία σε ένα μυστικό που όλοι το ξέρουν και κανείς δεν το αναφέρει επί μία εικοσιπενταετία ώστε οι ισορροπίες να διατηρούνται και τίποτα να μην αλλάζει στις σχέσεις.

Έρωτες χάνονται από την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, όνειρα που υπήρχαν και μόνο ως τέτοια σβήνουν όταν κάποια στιγμή «ανοίγεις τα μάτια». Η νεαρή Γερμανίδα νύφη που την παραμονή του γάμου της συνειδητοποιεί την σκληρότητα και την επιπολαιότητα του «αγαπημένου» της.Ο Γκυ που ονειρεύεται ότι επιτέλους βρήκε τον τέλειο έρωτα όταν η ωραία κυρία που τον πρόσεξε στο δείπνο και τον προσκάλεσε στο δωμάτιο της να κάνουν έρωτα δίπλα στον μεθυσμένο σύζυγό της, τον διώχνει απ’το δωμάτιο χωρίς να τον ρωτήσει καν το όνομά του.Ο Πόλυ που τυφλωμένος από έρωτα προτείνει στην κοπέλα του να ζήσει μαζί του στους Λόφους και εκείνη με αηδία του λέει, «σιγά μη ζήσω εγώ σε αγρόκτημα». Ο χήρος Μπλέικλι που σαγηνεύεται από την απατεώνισα κα Κινκέιτ και τρελλαμένος από την μοναξιά πέφτει σαν ώριμο φρούτο στις δαγκάνες της γιά να βιώσει σιωπηρά την εξαπάτηση και την απογοήτευση όπως σιωπηρά περνάει τη ζωή του στο αγρόκτημα του.

Κάθε ιστορία στους «Εργένηδες των λόφων» είναι εξαιρετική, ορισμένες δε, είναι μικρά αριστουργήματα. Λεπτομερής μελέτη χαρακτήρων, ωραίο στυλ γραφής που εντυπωσιάζει με την κομψότητά του, χιούμορ που παρεισφρύει σε μικρές δόσεις σαν δροσερό αεράκι και υπέροχη ατμόσφαιρα χαρακτηρίζουν αυτή τη συλλογή διηγημάτων που η ελληνική της έκδοση βοηθήθηκε από το κατατοπιστικότατο επίμετρο της Α.Μαντόγλου.