Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 13, 2010 | Permalink
Τρέξε Φίνι, τρέξε...
Ο τόπος: Ένα εργοστάσιο / φυλακή / γκουλάγκ σε μιά no man’s land, μιά «έρημη χώρα», μιά γκρίζα γη καλά φυλαγμένη από την έρημο που την περιβάλλει και τους «δαίμονες» που είναι απ'έξω.
Ο χρόνος: Ακαθόριστος, κάπου στο μέλλον ή στο μακρινό παρελθόν...Μπορεί και στο σήμερα, μπορεί και στο ποτέ.
Τα πρόσωπα:
Η Φίνι, μιά νεαρή κοπέλα που ζει μέσα στο κάτεργο από μικρή. Δεν έχει βγει ποτέ έξω, δεν της επιτρέπεται να βγει. Που δουλεύει στους «τροχούς». Το ίδιο πράγμα, η ίδια κίνηση επαναλαμβόμενη μέχρι να τελειώσει η μέρα. Μετά φαγητό και ύπνος στους ομαδικούς κοιτώνες και ένα όνειρο. Να φύγει, να ελευθερωθεί.
Ο Γκον, ένας όμορφος και πανύψηλος νοσοκόμος. «Ήταν πολύ νέος και ελαφρώς καθυστερημένος. Είχε πρόβλημα στην ομιλία και χαμογελούσε διαρκώς. Το πάνω χείλος του ήταν παραμορφωμένο.» Ο Γκον που αγκαλιάζει,ο Γκον που χαμογελάει,ο χαζός Γκον που ανοίγει τα μεγάλα του χέρια και λέει:«Φφφ...Φίιιινι. Κοπέλα...Κοπέλα που σε λένε Φίνι.»
Αυτοί οι δύο ταλαίπωροι, είναι οι ήρωες της καινούργιας συγκλονιστικής νουβέλας του καλού μου φίλου Δημήτρη Μαμαλούκα, «ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΣΕ ΛΕΝΕ ΦΙΝΙ» (Εκδ.Α.Α.Λιβάνη, σελ.206), που μόλις κυκλοφόρησε. Ο Μαμαλούκας επιστρέφει με μιά «δυστοπία», ένα βιβλίο από τα καλύτερά του (προσωπικά το κατατάσσω αμέσως μετά τον «Μόστρα»), αλλά και συγχρόνως ίσως το πιό σκληρό και ανατριχιαστικό απ’όσα έχει γράψει. Με την μοναδική του ικανότητα να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας «βυθίζει» τον αναγνώστη σε μιά περιπέτεια με ξέφρενο ρυθμό, σε ένα ταξίδι στα βάθη της κόλασης, σε ένα εφιαλτικό και τελείως κινηματογραφικό μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Η Φίνι αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να επιβιώσει και σκέφτεται μόνο πως θα φύγει από κει μέσα. Ο μύθος λέει ότι μόνο ένας τα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το ορμητικό ποτάμι που είναι και το σύνορο της «Γκρίζας γης», αλλά προτού το διασχίσει τον πιάσανε και για να μην αποκαλύψει τον τρόπο απόδρασης τον τοποθέτησαν σε μια άλλη πτέρυγα. Η Φίνι μεγαλώνει με αυτό στο μυαλό της, την απόδραση, την έμμονη ιδέα της.
Αφού επιβιώνει από τον ομαδικό βιασμό και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο του κάτεργου, αναγκάζεται να γίνει ερωμένη της θηριώδους νοσοκόμας Μέκι, η οποία μετά την ανάρρωσή της, την κρατάει κοντά της τοποθετώντας την στο νεκροτομείο. Στο νοσοκομείο όμως, γνωρίζει τον Κοβάλσκι έναν ετοιμοθάνατο γέροντα ο οποίος της αποκαλύπτει ότι είναι εκείνος που έφτασε στο «παρά πέντε» να τα καταφέρει και της αποκαλύπτει το μυστικό της απόδρασης, την διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσει. Όπως όμως της λέει, πρέπει να είναι δύο αυτοί που θα φύγουν. Ζευγάρι, ούτε ένας, ούτε τρεις, ώστε ο ένας να βοηθάει τον άλλον.
Διότι:
«Η γκρίζα γη είναι ταυτόχρονα και το τέλος κάθε ελπίδας για απόδραση. Όσο φτάνει το μάτι, δεν είναι τίποτ’άλλο παρά εκατοντάδες χιλιόμετρα άγονης και εντελώς αφιλόξενης γης, καλυμμένης εξολοκλήρου απο χοντρό χαλίκι κι απότομους αιχμηρούς βράχους. Όμως ακόμα και σ’αυτό το εχθρικό περιβάλλον υπάρχει ζωή. Η σκοτεινή πλευρά της γκρίζας γης. Αυτή που βασιλεύει μόλις πέσει το σκοτάδι.
Οι δαίμονες και τα θηρία δεν είναι άλλος ένας μύθος του κάτεργου. Μακάρι να ήταν. Αλλά ως και το χειμώνα, που είμαστε χωμένοι στους υπόγειους παγωμένους θαλάμους, ακούμε τα βαθιά ουρλιαχτά τους και το αίμα μας παγώνει.Αλίμονο, δεν μπορώ να τα περιγράψω,τοσο δυνατά και φριχτά είναι. Κι όπως για την εκεί χώρα, έτσι και γι’αυτά:όποιος τα είδε δεν έζησε για να τα περιγράψει. Οι δαίμονες δεν πλησιάζουν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της περιμέτρου. Μένουν στο σκοτάδι και ουρλιάζουν. Με το πρώτο φως της μέρας εξαφανίζονται όπως εμφανίστηκαν. Κανείς δεν ξέρει που φωλιάζουν, όμως όλοι ξέρουμε πια ότι όποιος βρεθεί τη νύχτα στην γκρίζα γη είναι χαμένος. Και τα ουρλιαχτά που βγάζει όταν τον πιάσουν τα θηρία είναι δέκα φορές πιο ανατριχιαστικά.»
Ο Κοβάλσκι της προτείνει τον Γκον. Μόνο εκείνος με το ύψος και την δύναμή του είναι ικανός να την βοηθήσει, να της βρει μπότες, φαγώσιμα και να την βγάλει εκτός κτιρίου. Πράγματι ο Γκον με την αγαθοσύνη που τον διακρίνει δεν είναι δύσκολο να πειστεί, πρώτα όμως πρέπει να «βγάλουν από τη μέση» το ανθρωπόμορφο τέρας, την Μέκι. Η Φίνι δεν θα διστάσει, ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει, διότι προέχει η σωτηρία της, ο σκοπός της ζωής της.
Η Φίνι και ο Γκον θα τα καταφέρουν και θα βγουν στην «γκρίζα γη». Ο δρόμος προς την λύτρωση, προς την ελευθερία θα είναι γεμάτος με εμπόδια και περιπέτειες. Δαίμονες εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς. Ο αγώνας τους θα τους φέρει πιό κοντά, η Φίνι θα αγαπήσει αυτόν τον χαζούλη που στέκεται δίπλα της, φροντίζοντάς την και σώζοντάς την σε πολλές στιγμές. Μετά την «γκρίζα γη» είναι το βουνό με τα πανύψηλα δέντρα του και κάπου εκεί είναι το ποτάμι και η ελευθερία. Όπως της έχει πει και ο Κοβάλσκι, «το ποτάμι δεν είναι πρόβλημα, όταν φτάσεις μέχρι εκεί θα το περάσεις», το θέμα είναι όμως να φτάσει διότι υπάρχουν και οι περιπολίες... Η ανατροπή του τέλους δίνει μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα.
Υπαρξιακό θρίλερ, road novel, επιστημονική φαντασία, περιπέτεια καταδίωξης ή ακόμα και ευρηματικό βίντεο-γκέϊμ , όλα αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κάποιος διαβάζοντας αυτήν την ευρηματική νουβέλα. Με εμφανείς επιρροές από τον Αμερικάνικο κινηματογράφο και την Αμερικάνικη λογοτεχνία περισσότερο τον Κόρμακ ΜακΚάρθυ (ως προς την ατμόσφαιρα του γκρίζου και την απελπισία του «Δρόμου» και τον εφιάλτη του «Ματωβαμμένου μεσημβρινού), παρά τον Στ.Κινγκ , ο Μαμαλούκας κατασκευάζει έναν εφιάλτη που άλλος αναγνώστης θα τον δει ως νοητικό κατασκεύασμα και άλλος θα παρασυρθεί από τον αγχώδη και φρενήρη ρυθμό της περιπέτειας και αργότερα θα αναλογιστεί τι πραγματικά βίωσε διαβάζοντας αυτό το γοητευτικά σκληρό μυθιστόρημα.
Η γλώσσα του Μαμαλούκα, κοφτή και ασθματική που χρησιμοποίησε αρκετές φορές σε παλαιότερα βιβλία του ο συγγραφέας, εδώ κυριαρχεί και ταιριάζει με τον ρυθμό του μυθιστορήματος.Η Φίνι είναι ένας χαρακτήρας που βγαίνει κατευθείαν από τους πίνακες των φουτουριστών ζωγράφων που τόσο αρέσουν στον συγγραφέα, ή από τους ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ του Τσάπλιν. Η ατμόσφαιρα είναι γκρίζα, σαν την «γκρίζα γη» και μουντή, το δε κάτεργο / εργοστάσιο φέρνει στο νου εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν υπάρχει φως από πουθενά και αν στο βάθος του τούνελ τρεμοφέγγει κάτι, όσο το πλησιάζει η Φίνι τόσο απομακρύνεται. Απελπισία και πίκρα, αλλά και αναγνωστική απόλαυση με κάτι μάλλον ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο στην ελληνική λογοτεχνία από έναν συγγραφέα με εντελώς προσωπικό ύφος.
Ο χρόνος: Ακαθόριστος, κάπου στο μέλλον ή στο μακρινό παρελθόν...Μπορεί και στο σήμερα, μπορεί και στο ποτέ.
Τα πρόσωπα:
Η Φίνι, μιά νεαρή κοπέλα που ζει μέσα στο κάτεργο από μικρή. Δεν έχει βγει ποτέ έξω, δεν της επιτρέπεται να βγει. Που δουλεύει στους «τροχούς». Το ίδιο πράγμα, η ίδια κίνηση επαναλαμβόμενη μέχρι να τελειώσει η μέρα. Μετά φαγητό και ύπνος στους ομαδικούς κοιτώνες και ένα όνειρο. Να φύγει, να ελευθερωθεί.
Ο Γκον, ένας όμορφος και πανύψηλος νοσοκόμος. «Ήταν πολύ νέος και ελαφρώς καθυστερημένος. Είχε πρόβλημα στην ομιλία και χαμογελούσε διαρκώς. Το πάνω χείλος του ήταν παραμορφωμένο.» Ο Γκον που αγκαλιάζει,ο Γκον που χαμογελάει,ο χαζός Γκον που ανοίγει τα μεγάλα του χέρια και λέει:«Φφφ...Φίιιινι. Κοπέλα...Κοπέλα που σε λένε Φίνι.»
Αυτοί οι δύο ταλαίπωροι, είναι οι ήρωες της καινούργιας συγκλονιστικής νουβέλας του καλού μου φίλου Δημήτρη Μαμαλούκα, «ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΣΕ ΛΕΝΕ ΦΙΝΙ» (Εκδ.Α.Α.Λιβάνη, σελ.206), που μόλις κυκλοφόρησε. Ο Μαμαλούκας επιστρέφει με μιά «δυστοπία», ένα βιβλίο από τα καλύτερά του (προσωπικά το κατατάσσω αμέσως μετά τον «Μόστρα»), αλλά και συγχρόνως ίσως το πιό σκληρό και ανατριχιαστικό απ’όσα έχει γράψει. Με την μοναδική του ικανότητα να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας «βυθίζει» τον αναγνώστη σε μιά περιπέτεια με ξέφρενο ρυθμό, σε ένα ταξίδι στα βάθη της κόλασης, σε ένα εφιαλτικό και τελείως κινηματογραφικό μυθιστόρημα που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Η Φίνι αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να επιβιώσει και σκέφτεται μόνο πως θα φύγει από κει μέσα. Ο μύθος λέει ότι μόνο ένας τα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το ορμητικό ποτάμι που είναι και το σύνορο της «Γκρίζας γης», αλλά προτού το διασχίσει τον πιάσανε και για να μην αποκαλύψει τον τρόπο απόδρασης τον τοποθέτησαν σε μια άλλη πτέρυγα. Η Φίνι μεγαλώνει με αυτό στο μυαλό της, την απόδραση, την έμμονη ιδέα της.
Αφού επιβιώνει από τον ομαδικό βιασμό και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο του κάτεργου, αναγκάζεται να γίνει ερωμένη της θηριώδους νοσοκόμας Μέκι, η οποία μετά την ανάρρωσή της, την κρατάει κοντά της τοποθετώντας την στο νεκροτομείο. Στο νοσοκομείο όμως, γνωρίζει τον Κοβάλσκι έναν ετοιμοθάνατο γέροντα ο οποίος της αποκαλύπτει ότι είναι εκείνος που έφτασε στο «παρά πέντε» να τα καταφέρει και της αποκαλύπτει το μυστικό της απόδρασης, την διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσει. Όπως όμως της λέει, πρέπει να είναι δύο αυτοί που θα φύγουν. Ζευγάρι, ούτε ένας, ούτε τρεις, ώστε ο ένας να βοηθάει τον άλλον.
Διότι:
«Η γκρίζα γη είναι ταυτόχρονα και το τέλος κάθε ελπίδας για απόδραση. Όσο φτάνει το μάτι, δεν είναι τίποτ’άλλο παρά εκατοντάδες χιλιόμετρα άγονης και εντελώς αφιλόξενης γης, καλυμμένης εξολοκλήρου απο χοντρό χαλίκι κι απότομους αιχμηρούς βράχους. Όμως ακόμα και σ’αυτό το εχθρικό περιβάλλον υπάρχει ζωή. Η σκοτεινή πλευρά της γκρίζας γης. Αυτή που βασιλεύει μόλις πέσει το σκοτάδι.
Οι δαίμονες και τα θηρία δεν είναι άλλος ένας μύθος του κάτεργου. Μακάρι να ήταν. Αλλά ως και το χειμώνα, που είμαστε χωμένοι στους υπόγειους παγωμένους θαλάμους, ακούμε τα βαθιά ουρλιαχτά τους και το αίμα μας παγώνει.Αλίμονο, δεν μπορώ να τα περιγράψω,τοσο δυνατά και φριχτά είναι. Κι όπως για την εκεί χώρα, έτσι και γι’αυτά:όποιος τα είδε δεν έζησε για να τα περιγράψει. Οι δαίμονες δεν πλησιάζουν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της περιμέτρου. Μένουν στο σκοτάδι και ουρλιάζουν. Με το πρώτο φως της μέρας εξαφανίζονται όπως εμφανίστηκαν. Κανείς δεν ξέρει που φωλιάζουν, όμως όλοι ξέρουμε πια ότι όποιος βρεθεί τη νύχτα στην γκρίζα γη είναι χαμένος. Και τα ουρλιαχτά που βγάζει όταν τον πιάσουν τα θηρία είναι δέκα φορές πιο ανατριχιαστικά.»
Ο Κοβάλσκι της προτείνει τον Γκον. Μόνο εκείνος με το ύψος και την δύναμή του είναι ικανός να την βοηθήσει, να της βρει μπότες, φαγώσιμα και να την βγάλει εκτός κτιρίου. Πράγματι ο Γκον με την αγαθοσύνη που τον διακρίνει δεν είναι δύσκολο να πειστεί, πρώτα όμως πρέπει να «βγάλουν από τη μέση» το ανθρωπόμορφο τέρας, την Μέκι. Η Φίνι δεν θα διστάσει, ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει, διότι προέχει η σωτηρία της, ο σκοπός της ζωής της.
Η Φίνι και ο Γκον θα τα καταφέρουν και θα βγουν στην «γκρίζα γη». Ο δρόμος προς την λύτρωση, προς την ελευθερία θα είναι γεμάτος με εμπόδια και περιπέτειες. Δαίμονες εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς. Ο αγώνας τους θα τους φέρει πιό κοντά, η Φίνι θα αγαπήσει αυτόν τον χαζούλη που στέκεται δίπλα της, φροντίζοντάς την και σώζοντάς την σε πολλές στιγμές. Μετά την «γκρίζα γη» είναι το βουνό με τα πανύψηλα δέντρα του και κάπου εκεί είναι το ποτάμι και η ελευθερία. Όπως της έχει πει και ο Κοβάλσκι, «το ποτάμι δεν είναι πρόβλημα, όταν φτάσεις μέχρι εκεί θα το περάσεις», το θέμα είναι όμως να φτάσει διότι υπάρχουν και οι περιπολίες... Η ανατροπή του τέλους δίνει μια άλλη διάσταση στο μυθιστόρημα.
Υπαρξιακό θρίλερ, road novel, επιστημονική φαντασία, περιπέτεια καταδίωξης ή ακόμα και ευρηματικό βίντεο-γκέϊμ , όλα αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κάποιος διαβάζοντας αυτήν την ευρηματική νουβέλα. Με εμφανείς επιρροές από τον Αμερικάνικο κινηματογράφο και την Αμερικάνικη λογοτεχνία περισσότερο τον Κόρμακ ΜακΚάρθυ (ως προς την ατμόσφαιρα του γκρίζου και την απελπισία του «Δρόμου» και τον εφιάλτη του «Ματωβαμμένου μεσημβρινού), παρά τον Στ.Κινγκ , ο Μαμαλούκας κατασκευάζει έναν εφιάλτη που άλλος αναγνώστης θα τον δει ως νοητικό κατασκεύασμα και άλλος θα παρασυρθεί από τον αγχώδη και φρενήρη ρυθμό της περιπέτειας και αργότερα θα αναλογιστεί τι πραγματικά βίωσε διαβάζοντας αυτό το γοητευτικά σκληρό μυθιστόρημα.
Η γλώσσα του Μαμαλούκα, κοφτή και ασθματική που χρησιμοποίησε αρκετές φορές σε παλαιότερα βιβλία του ο συγγραφέας, εδώ κυριαρχεί και ταιριάζει με τον ρυθμό του μυθιστορήματος.Η Φίνι είναι ένας χαρακτήρας που βγαίνει κατευθείαν από τους πίνακες των φουτουριστών ζωγράφων που τόσο αρέσουν στον συγγραφέα, ή από τους ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ του Τσάπλιν. Η ατμόσφαιρα είναι γκρίζα, σαν την «γκρίζα γη» και μουντή, το δε κάτεργο / εργοστάσιο φέρνει στο νου εικόνες από στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν υπάρχει φως από πουθενά και αν στο βάθος του τούνελ τρεμοφέγγει κάτι, όσο το πλησιάζει η Φίνι τόσο απομακρύνεται. Απελπισία και πίκρα, αλλά και αναγνωστική απόλαυση με κάτι μάλλον ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο στην ελληνική λογοτεχνία από έναν συγγραφέα με εντελώς προσωπικό ύφος.
Δημοσίευση σχολίου