Παρασκευή, Ιουνίου 25, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 25, 2010 | Permalink
Καλοκαίρι του '56
Η νουβέλα «ΣΜΙΘ» της συγγραφέως και σκηνοθέτιδας Βασιλικής Ηλιοπούλου, (Εκδ.Πόλις, σελ. 204) είναι ένα άκρως ενδιαφέρον και ατμοσφαιρικό βιβλίο που μας μεταφέρει με μεγάλη επιτυχία σε μια εποχή που φαντάζει μακρινή και ξεχασμένη αλλά που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο κοντά μας απ’ότι θέλουμε να πιστεύουμε.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1956 σε ένα μακρινό προάστειο της Αθήνας που μάλλον είναι οι Θρακομακεδόνες – στοιχεία πολλά δεν δίνει η συγγραφέας (εξάλλου πολλά πράγματα στο βιβλίο υπονοούνται παρά λέγονται), το όνομα ενός ρέματος μας κατευθύνει περισσότερο – και η οικογένεια του υπαλλήλου του ΟΤΕ, Θωμά Αμοράτη ζει στο πατρικό του σπίτι. Η σύζυγός του Ευανθία και ο γιός του,ο εντεκάχρονος Άρης ζουν τον χειμώνα στην Κοζάνη, όπου είναι διορισμένη ως δασκάλα η Ευανθία. Το καλοκαίρι ενώνεται η οικογένεια και υπό τις υπηρεσίες της ψυχοκόρης Φρατζέσκας απαρτίζουν μια τυπική μικροαστική οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Όλα θα ήταν βαρετά και μονότονα κάτω από τον καυτό ήλιο του Αττικού ουρανού αν δεν υπήρχαν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο Θωμάς παλιός αριστερός και κατά τα φαινόμενα Μακρονησιώτης προσπαθεί να προσαρμόσει την (ηττημένη απ’όλες τις πλευρές) ζωή του στην νεοελληνική καθημερινότητα. Χαρακτηριστικά το βιβλίο αρχίζει με την «πρόσκληση» για γνωριμία του Θωμά με τον καινούριο αστυνομικό διοικητή της δύσβατης περιοχής με τον οποίο έχει έναν έξοχα υπαινικτικό διάλογο Καφκικού κλίματος. Ο Θωμάς ζει συνεχώς με τον φόβο μη ξαναμπλέξει. Στο υπόγειο του σπιτιού έχει κρύψει ένα παλιό περίστροφο Smith&Wesson μαζί με τα «απαγορευμένα» βιβλία – στο υπόγειο που δεν κατεβαίνει κανείς, σαν ένα παρελθόν που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, να καταχωνιάσουμε. Η Ευανθία δυσανασχετεί με όλα. Με την μοίρα της και το ριζικό της που την «έριξε» σ’αυτό το «αφιλόξενο» μέρος, όπου οι γείτονες παρακολουθούν πίσω από τις κλειστές γρίλιες των σπιτιών, με το σπίτι της πεθεράς της που αν και απούσα σε καλοκαιρινές διακοπές, η εγγενής της αντιπάθεια προς την νύφη της, ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στη δεύτερη, με τον άντρα της που τον βλέπει να ξαπλώνει δίπλα της και τον νιώθει ξένο. Ο μικρός Άρης που αποτελεί τον δεύτερο πόλο της νουβέλας είναι στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας συμβολίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ελπίδα, την καινούρια ζωή. Το σπίτι αυτό αποτελεί τον τόπο των διακοπών του. Ξαναβρίσκει τους φίλους του, νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα για τις γειτονοπούλες του, θέλει να βρίσκεται έξω από το σπίτι συνέχεια. Με τον πατέρα του έχει ελάχιστη επαφή και παρά τις προσπάθειες του Θωμά να τον πλησιάσει, αυτός κρατιέται μακριά. Και «σκαλίζει» συνεχώς, ώσπου βρίσκει το Σμιθ…
Αυτά τα τρία πρόσωπα,τα μέλη της οικογένειας, είναι οι ήρωες του μικρού μυθιστορήματος. Οι σκηνές εναλάσσονται μεταξύ κωμωδίας και δράματος, μια ζωή γεμάτη φόβο, προσπάθεια χτισίματος μιας νέας ζωής (ο Θωμάς ονειρεύεται να αγοράσει αυτοκίνητο – τυπικό μικροαστικό όνειρο, χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής Ελλάδας) και συνεχής φόβος που σκιάζει όλες τις ενέργειες του ζευγαριού. Διάλογοι και αφήγηση γεμάτοι υπαινιγμούς και σιωπές σαν τα fade-outs των ταινιών. Η γραφή της Ηλιοπούλου έχει κινηματογραφικά στοιχεία, λυρικότητα και ευαισθησία, ενώ η αναπαράσταση της εποχής είναι το καλύτερο στοιχείο του βιβλίου – οι εικόνες της γειτονιάς, αυτού του ουσιαστικά χωριού στις παρυφές της Αθήνας είναι εκπληκτικές.
Βεβαίως δεν λείπουν οι χαρακτηριστικές εικόνες που υπάρχουν σε χιλιάδες νεοελληνικά μυθιστορήματα ενώ η επίδραση της «Καγκελόπορτας» του Φραγκιά είναι εμφανής. Ο φυγάς αντάρτης, ο βάναυσος πατέρας, το λυσσασμένο σκυλί, το φίδι, τα παιδιά να παίζουν στον δρόμο και να φωνάζουν, η βία που παραμονεύει πίσω από καλά κλεισμένες πόρτες – ελληνικός νεορεαλισμός ανακατεμένος στο λογοτεχνικό μίξερ της συγγραφέως, κατά περίεργο τρόπο δεν βγάζει κοινοτοπία αλλά ωραίες και καθαρές σκηνές της δεκαετίας του ’50, ίσως όχι τόσο εξαιρετικά όσο έκανε η Σ.Τριανταφύλλου στην υπέροχη (υποτιμημένη) νουβέλα της «Η Φυγή» αλλά με πολύ καλό ρυθμό, οικονομία κειμένου (που δεν πλατειάζει ούτε μια στιγμή), και ωραίους διαλόγους.
Το περίστροφο, το Σμιθ κυριαρχεί στο βιβλίο. Η παρουσία του είναι συνεχής ακόμα και στις πιο «ανώδυνες» σκηνές. Σύμβολο της αντίστασης, του αγώνα. Στοιχείο δύναμής και εξουσίας χάνει σιγά-σιγά τη λάμψη του και την ουσία του. Για να επιβιώσεις πρέπει να αλλάξεις και τότε αυτό το πανίσχυρο όργανο μπορεί να αξίζει όσο ένας ντενεκές φρέσκο βούτυρο – η ήττα μπορεί να έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1956 σε ένα μακρινό προάστειο της Αθήνας που μάλλον είναι οι Θρακομακεδόνες – στοιχεία πολλά δεν δίνει η συγγραφέας (εξάλλου πολλά πράγματα στο βιβλίο υπονοούνται παρά λέγονται), το όνομα ενός ρέματος μας κατευθύνει περισσότερο – και η οικογένεια του υπαλλήλου του ΟΤΕ, Θωμά Αμοράτη ζει στο πατρικό του σπίτι. Η σύζυγός του Ευανθία και ο γιός του,ο εντεκάχρονος Άρης ζουν τον χειμώνα στην Κοζάνη, όπου είναι διορισμένη ως δασκάλα η Ευανθία. Το καλοκαίρι ενώνεται η οικογένεια και υπό τις υπηρεσίες της ψυχοκόρης Φρατζέσκας απαρτίζουν μια τυπική μικροαστική οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Όλα θα ήταν βαρετά και μονότονα κάτω από τον καυτό ήλιο του Αττικού ουρανού αν δεν υπήρχαν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ο Θωμάς παλιός αριστερός και κατά τα φαινόμενα Μακρονησιώτης προσπαθεί να προσαρμόσει την (ηττημένη απ’όλες τις πλευρές) ζωή του στην νεοελληνική καθημερινότητα. Χαρακτηριστικά το βιβλίο αρχίζει με την «πρόσκληση» για γνωριμία του Θωμά με τον καινούριο αστυνομικό διοικητή της δύσβατης περιοχής με τον οποίο έχει έναν έξοχα υπαινικτικό διάλογο Καφκικού κλίματος. Ο Θωμάς ζει συνεχώς με τον φόβο μη ξαναμπλέξει. Στο υπόγειο του σπιτιού έχει κρύψει ένα παλιό περίστροφο Smith&Wesson μαζί με τα «απαγορευμένα» βιβλία – στο υπόγειο που δεν κατεβαίνει κανείς, σαν ένα παρελθόν που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, να καταχωνιάσουμε. Η Ευανθία δυσανασχετεί με όλα. Με την μοίρα της και το ριζικό της που την «έριξε» σ’αυτό το «αφιλόξενο» μέρος, όπου οι γείτονες παρακολουθούν πίσω από τις κλειστές γρίλιες των σπιτιών, με το σπίτι της πεθεράς της που αν και απούσα σε καλοκαιρινές διακοπές, η εγγενής της αντιπάθεια προς την νύφη της, ρίχνει βαριά τη σκιά της πάνω στη δεύτερη, με τον άντρα της που τον βλέπει να ξαπλώνει δίπλα της και τον νιώθει ξένο. Ο μικρός Άρης που αποτελεί τον δεύτερο πόλο της νουβέλας είναι στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και εφηβείας συμβολίζοντας κατά κάποιο τρόπο την ελπίδα, την καινούρια ζωή. Το σπίτι αυτό αποτελεί τον τόπο των διακοπών του. Ξαναβρίσκει τους φίλους του, νιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα για τις γειτονοπούλες του, θέλει να βρίσκεται έξω από το σπίτι συνέχεια. Με τον πατέρα του έχει ελάχιστη επαφή και παρά τις προσπάθειες του Θωμά να τον πλησιάσει, αυτός κρατιέται μακριά. Και «σκαλίζει» συνεχώς, ώσπου βρίσκει το Σμιθ…
Αυτά τα τρία πρόσωπα,τα μέλη της οικογένειας, είναι οι ήρωες του μικρού μυθιστορήματος. Οι σκηνές εναλάσσονται μεταξύ κωμωδίας και δράματος, μια ζωή γεμάτη φόβο, προσπάθεια χτισίματος μιας νέας ζωής (ο Θωμάς ονειρεύεται να αγοράσει αυτοκίνητο – τυπικό μικροαστικό όνειρο, χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής Ελλάδας) και συνεχής φόβος που σκιάζει όλες τις ενέργειες του ζευγαριού. Διάλογοι και αφήγηση γεμάτοι υπαινιγμούς και σιωπές σαν τα fade-outs των ταινιών. Η γραφή της Ηλιοπούλου έχει κινηματογραφικά στοιχεία, λυρικότητα και ευαισθησία, ενώ η αναπαράσταση της εποχής είναι το καλύτερο στοιχείο του βιβλίου – οι εικόνες της γειτονιάς, αυτού του ουσιαστικά χωριού στις παρυφές της Αθήνας είναι εκπληκτικές.
Βεβαίως δεν λείπουν οι χαρακτηριστικές εικόνες που υπάρχουν σε χιλιάδες νεοελληνικά μυθιστορήματα ενώ η επίδραση της «Καγκελόπορτας» του Φραγκιά είναι εμφανής. Ο φυγάς αντάρτης, ο βάναυσος πατέρας, το λυσσασμένο σκυλί, το φίδι, τα παιδιά να παίζουν στον δρόμο και να φωνάζουν, η βία που παραμονεύει πίσω από καλά κλεισμένες πόρτες – ελληνικός νεορεαλισμός ανακατεμένος στο λογοτεχνικό μίξερ της συγγραφέως, κατά περίεργο τρόπο δεν βγάζει κοινοτοπία αλλά ωραίες και καθαρές σκηνές της δεκαετίας του ’50, ίσως όχι τόσο εξαιρετικά όσο έκανε η Σ.Τριανταφύλλου στην υπέροχη (υποτιμημένη) νουβέλα της «Η Φυγή» αλλά με πολύ καλό ρυθμό, οικονομία κειμένου (που δεν πλατειάζει ούτε μια στιγμή), και ωραίους διαλόγους.
Το περίστροφο, το Σμιθ κυριαρχεί στο βιβλίο. Η παρουσία του είναι συνεχής ακόμα και στις πιο «ανώδυνες» σκηνές. Σύμβολο της αντίστασης, του αγώνα. Στοιχείο δύναμής και εξουσίας χάνει σιγά-σιγά τη λάμψη του και την ουσία του. Για να επιβιώσεις πρέπει να αλλάξεις και τότε αυτό το πανίσχυρο όργανο μπορεί να αξίζει όσο ένας ντενεκές φρέσκο βούτυρο – η ήττα μπορεί να έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα.