Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2018 | Permalink
"4 3 2 1"

Ένα ογκώδες βιβλίο σού προκαλεί πάντα αμηχανία. Ο προβληματισμός για τον χρόνο που θα χρειαστεί για την ανάγνωσή του, η δεδομένη επιφυλακτικότητα των περισσότερων βιβλιόφιλων απέναντι σε τέτοια «τούβλα» (όπως αποκαλούνται τα βιβλία αυτού του όγκου) σε οδηγούν σε σκέψεις για το αν αξίζει η προσπάθεια. Από τα συναισθήματα αυτά, δεν ξέφυγε (παρά το hype που δημιουργήθηκε γύρω από αυτό) και το πολυσέλιδο (1217 σελίδες!) μυθιστόρημα, του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Paul Auster (1947, New Jersey), με τίτλο «4 3 2 1» ((υπέροχη)εκδ. Μεταίχμιο, (εξαίρετη) μετάφρ. Μ. Ξυλούρη), ο οποίος δεν μας είχε συνηθίσει σε βιβλία που υπερέβαιναν τις 400-500 σελίδες (το πολύ), στην παραγωγικότατη λογοτεχνική του πορεία. Το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Auster, που είχε περίπου επτά χρόνια να εκδώσει κάποια καινούργια του δουλειά, συζητήθηκε και δίχασε (δικαίως), είναι το πιο φιλόδοξο και πληθωρικό του βιβλίο και μια προσπάθεια σύνοψης ολόκληρου του συγγραφικού του έργου.

«Ο κόσμος δεν ήταν πια πραγματικός. Όλα εντός του ήταν ένα απατηλό αντίγραφο όσων θα έπρεπε να υπάρχουν, και όλα όσα συνέβαιναν εντός του δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν.»



Τι είναι όμως το «4 3 2 1»; Είναι ένα κλασσικό μυθιστόρημα «what if» («τι θα γινόταν εάν»), ενός ευρήματος που χρησιμοποιείται συχνά πυκνά στην λογοτεχνία και στο σινεμά μερικές φορές δημιουργικά, άλλες αδιάφορα – τα παραδείγματα βιβλίων και ταινιών είναι πολλά, το μόνο που διαφέρει είναι το στυλ που καθορίζει τον κάθε δημιουργό. Στο «4 3 2 1», ο Auster περιγράφει τέσσερις εκδοχές της ζωής του κεντρικού του χαρακτήρα αλλάζοντας λίγο τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής του, ενώ τα γενικότερα στοιχεία (η ιστορία των ΗΠΑ, οι πολιτικές εξελίξεις κλπ) παραμένουν τα ίδια.

«Ο χρόνος κινούνταν σε δυο κατευθύνσεις επειδή κάθε βήμα προς το μέλλον έφερε μια ανάμνηση του παρελθόντος, και παρότι ο Φέργκιουσον ακόμη δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε, είχε συσσωρεύσει αρκετές αναμνήσεις ώστε να ξέρει ότι ο κόσμος ολόγυρά του διαρκώς διαμορφωνόταν από τον κόσμο εντός του, ακριβώς όπως η εμπειρία όλων από τον κόσμο διαμορφωνόταν από τις αναμνήσεις τους, κι ενώ όλους τους ανθρώπους τους έδενε ο κοινός χώρος που μοιράζονταν, οι διαδρομές τους στον χρόνο ήταν όλες διαφορετικές, το οποίο σήμαινε ότι κάθε άτομο ζούσε σ’ έναν κόσμο ελαφρώς διαφορετικό από όλων των άλλων. Το ερώτημα ήταν: Σε ποιο κόσμο ζούσε τώρα ο Φέργκιουσον, και πως είχε αλλάξει ο κόσμος εκείνος γι’ αυτόν;»

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Άρτσι Φέργκιουσον, τον οποίο παρακολουθούμε από την γέννησή του το 1947 στο Νιού Τζέρσι, έως τα 21 του χρόνια. Με καταγωγή (εκ πατρός) από Εβραίους μετανάστες, μεγαλώνει σε μια αστική οικογένεια, όπου ο πατέρας είναι έμπορος ηλεκτρικών ειδών και η μητέρα που δούλευε σε έναν φωτογράφο, αναλαμβάνει τα οικοκυρικά. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις διαφορετικές εκδοχές που θα μπορούσε να πάρει η ζωή του νεαρού Άρτσι καθώς αλλάζει το οικογενειακό πλαίσιο. Στη μια εκδοχή, ο πατέρας χρεοκοπεί, στην άλλη πεθαίνει, στην άλλη επεκτείνεται και πλουτίζει κ.ο.κ. ενώ και οι γονείς του, στη μία εκδοχή χωρίζουν, στην άλλη ζει με την χήρα μητέρα του η οποία σε μια άλλη εκδοχή κάνει καριέρα ως φωτογράφος, στην άλλη τσακώνεται με τον πατέρα του. Σταθερή παραμένει η καθοριστική παρουσία της Έιμι ως επίδρασης στην ερωτική και γενικότερα στην συναισθηματική εξέλιξη του Άρτσι. Άλλοτε ερωμένη, άλλοτε ετεροθαλής αδελφή, άλλοτε μεγάλη καταπιεσμένη επιθυμία, η Έιμι είναι ένα κορίτσι και μετέπειτα νεαρή γυναίκα που θα επηρεάσει πολύ τον Άρτσι. Ο ίδιος ο Άρτσι παραμένει σε όλες τις εκδοχές του (σε μια πεθαίνει πολύ γρήγορα) ένας ανήσυχος και ευαίσθητος νεαρός, στην μια εκδοχή είναι αμφιφυλόφιλος, ενώ γενικώς είναι ένα εξαιρετικό παιδί που ενδιαφέρεται για τους γύρω του και την πολιτική, με ενδιαφέρον για τα σπορ και για την λογοτεχνία ενώ σε μια εκδοχή γίνεται νεαρός δημοσιογράφος και σε άλλη συγγραφέας.

«Όλοι πάντα έλεγαν στον Φέργκιουσον πως η ζωή έμοιαζε με βιβλίο, μια ιστορία που ξεκινούσε στη σελίδα 1 και προχωρούσε ώσπου να πεθάνει ο ήρωας στη σελίδα 204 ή την 926, τώρα όμως που το μέλλον το οποίο είχε φανταστεί για τον εαυτό του άλλαζε, άλλαζε και η αντίληψή του για τον χρόνο. Ο χρόνος κινούνταν τόσο προς τα μπρος όσο και προς τα πίσω, συνειδητοποιούσε, και επειδή οι ιστορίες στα βιβλία μόνο μπροστά μπορούσαν να πάνε, η μεταφορά του βιβλίου δεν είχε λογική.»



Τα βασικά μοτίβα των βιβλίων του Auster επανέρχονται και στο «4 3 2 1». Το μπέιζμπολ, το μπάσκετ και το (αμερικάνικο) φούτμπολ, το Παρίσι, οι δρόμοι και η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, το Νιούαρκ, οι ταινίες (ιδιαίτερα το δίδυμο «Χοντρός-Λιγνός», οι μουσικές και οι συζητήσεις γύρω από βιβλία, ο εμφανής ναρκισσισμός του. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα καθαρά Οστερικό μυθιστόρημα; Η απάντηση είναι ναι, μόνο που δεν έχουμε να κάνουμε με ένα, αλλά ουσιαστικά με τέσσερα αφού με ένα ιδιοφυές μοντάζ και χωρίς η αφήγηση να ξεφεύγει από την γραμμικότητά της, οι διαφορετικές εκδοχές του ήρωα εμφανίζονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ταυτόχρονα που χωρίζονται από υποκεφάλαια (το 1 σε 1.1, 1.2 , 1.3, 1.4 κ.ο.κ.).

Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα πορτρέτο, μια απεικόνιση της Αμερικάνικης κοινωνίας, των δεκαετιών 50 και 60. Η άνοδος της μεσαίας τάξης μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, η εκτέλεση των Ρόζενμπεργκ και η αντικομουνιστική υστερία, η δολοφονία του Τζ. Κένεντι, οι φυλετικές διαμάχες και η πολιτική ένταση της δεκαετίας του 60, ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι προσπάθειες αποφυγής κατάταξης στον στρατό, οι ταραχές στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, η ακτιβιστική δράση, αναλύονται λεπτομερέστατα και πολλές φορές ιδιαίτερα ευρηματικά ώστε να μην κουράζουν τον αναγνώστη, ο οποίος όμως δεν γλυτώνει από την εξαντλητική παράθεση των αγώνων μπέιζμπολ (και των αποτελεσμάτων τους), των γυναικείων χαρακτηριστικών σε κάθε κοπέλα που συναναστρέφονται οι ήρωες, των ανούσιων αστείων που πολλές φορές επαναλαμβάνονται.

«Δες το έτσι, είπε στον Νόα ένα απόγευμα καθώς πήγαιναν προς την τραπεζαρία. Έχεις κάπου να πας με τ’ αυτοκίνητό σου. Είναι σημαντική δουλειά, και δεν γίνεται ν’ αργήσεις. Πας εκεί από δύο δρόμους – απ’ τον κεντρικό ή απ’ τον παράδρομο. Τυχαίνει να είναι ώρα αιχμής, και συνήθως ο κεντρικός δρόμος τέτοια ώρα είναι φίσκα, αν όμως δεν συμβεί ατύχημα ή βλάβη, η κυκλοφορία συνήθως είναι αργή και σταθερή, και πιθανότατα η διαδρομή θα σου πάρει γύρω στα είκοσι λεπτά, που σημαίνει ότι θα φτάσεις στο ραντεβού σου πάνω στην ώρα – νταν, ούτε στιγμή πριν. Ο παράδρομος από άποψη απόστασης είναι λίγο πιο μακρινός, δεν χρειάζεται όμως ν΄ανησυχείς για την κίνηση, κι αν όλα πάνε καλά, μπορείς να υπολογίζεις πως η διαδρομή θα σου πάρει γύρω στα δεκαπέντε λεπτά. Θεωρητικά ο παράδρομος είναι καλύτερος απ’ τον κεντρικό δρόμο, υπάρχει όμως ένα θεματάκι: κάθε κατεύθυνση έχει μόνο μια λωρίδα, κι έτσι και πέσεις σε βλάβη ή ατύχημα, διατρέχεις τον κίνδυνο να κολλήσεις για πολλή ώρα, πράγμα που θα σε κάνει ν’ αργήσεις στο ραντεβού σου.»

Το βιβλίο βέβαια, είναι ένα καθαρό bildungsroman (μυθιστόρημα μαθητείας-ενηλικίωσης) με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπου θίγονται και όλα αυτά που απασχολούν τον Auster στα βιβλία του, απλώς εδώ «απλώνονται» περισσότερο: η πατρική φιγούρα, η έννοια του θανάτου, η αναζήτηση ταυτότητας, οι υπαρξιακές ανησυχίες, τα alter ego και οι αντικατοπτρισμοί του εαυτού, το παράλογο και τα παιχνίδια της τύχης. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μοίρα παίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των τεσσάρων Φέργκιουσον χωρίς όμως ο συγγραφέας να πέσει στην παγίδα της μοιρολατρίας.

Μακροπερίοδος λόγος και πολύ σαγηνευτικό στυλ χαρακτηρίζουν το βιβλίο που σε κάποιες του σελίδες θυμίζει αναγνώσματα του 19ου αιώνα, ενώ δεν λείπουν και οι Μπορχεσικοί γρίφοι γύρω από τον χρόνο. Όλα τα γύρω γύρω είναι πολύ ωραία, και απολαμβάνεις την ευφυία του συγγραφέα, ο οποίος κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι την τελευταία σελίδα, θεωρώ όμως ότι το βασικό μειονέκτημα του μυθιστορήματος, είναι ο ήρωας, ο Φέργκιουσον που ως προσωπικότητα παρουσιάζει λίγο έως ελάχιστο ενδιαφέρον έτσι ώστε να αδυνατίζει το εύρημα των εναλλακτικών εκδοχών που σε κάνουν να αναρωτιέσαι προς τι όλη αυτή η φασαρία και γιατί τόσες σελίδες (αυτό αποτελεί ένα μυστήριο που αδυνατώ να επιλύσω) όταν η Έρπενμπεκ στο αριστουργηματικό «Η συντέλεια του κόσμου» το κάνει καλύτερα στο 1/3 των σελίδων που χρειάστηκε ο Auster σε τελείως βέβαια διαφορετικό πλαίσιο και σε μη συγκρίσιμα λογοτεχνικά είδη.

«…και από την αρχή, από το ξεκίνημα της συνειδητής ζωής του, το επίμονο συναίσθημα ότι οι διασταυρώσεις και η παραλληλία των δρόμων των ταξιδεμένων και των αταξίδευτων διασχίζονταν από τους ίδιους ανθρώπους την ίδια ώρα, τους ορατούς ανθρώπους και τους σκιώδεις ανθρώπους, και ότι ο κόσμος ως είχε ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα κλάσμα του κόσμου, διότι το πραγματικό αποτελούνταν και από αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί αλλά δεν είχε συμβεί, ότι δεν υπήρχε ένας δρόμος καλύτερος ή χειρότερος από τους άλλους δρόμους, αλλά το βάσανο του να ζεις σε ένα και μόνο σώμα ήταν που ανά πάσα στιγμή έπρεπε να είσαι σ’ έναν δρόμο μονάχα, παρότι θα μπορούσες να είσαι σε έναν άλλον, πηγαίνοντας προς έναν ολότελα άλλο τόπο.»

Εν ολίγοις, το «4 3 2 1» μπορεί να μην είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα (δεν το τοποθετώ ούτε στην πρώτη πεντάδα του), αλλά δεν μπορείς να αγνοήσεις την ζωντάνιά του, την δύναμή και την πνοή της «μεγάλης αμερικάνικης αφήγησης» (αλλά φαίνεται από τις πρώτες σελίδες ότι Φίλιπ Ροθ ή Σολ Μπέλοου δεν είναι), την γοητεία του ύφους που σε αιχμαλωτίζει με έναν υπνωτιστικό τρόπο και τέλος τον ρυθμό του που είναι εξαιρετικός (βεβαίως σε όλα αυτά να αναγνωρίσω την συμβολή της μεταφράστριας Μαρίας Ξυλούρη που επιτέλεσε άθλο). Αντιλαμβάνομαι ότι αποτελούσε μια αναγκαιότητα για τον συγγραφέα, να γράψει ένα βιβλίο που συμπυκνώνει το προηγούμενο έργο του, αλλά τον προτιμώ στα παλαιότερα και πολύ πιο συμπαγή του μυθιστορήματα (τα οποία έχουν την μορφή μιας μπάμπουσκας - κάτι που έλειπε από το τελευταίο μαξιμαλιστικό του εγχείρημα), για τα οποία τον αγαπήσαμε.

Βαθμολογία 80 / 100































 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home