Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 21, 2020 | Permalink
"Σκοτεινό νερό"
Η
λέξη «Malacqua» στη ναπολιτάνικη διάλεκτο σημαίνει
«κακοκαιρία», μεταφορικά όμως, αποδίδεται ως μια αγχώδης ψυχική κατάσταση. Ο
Ιταλός συγγραφέας Nicola Pugliese (Μιλάνο 1944 – Αβέλα 2012), χρησιμοποίησε
αυτή τη λέξη ως τίτλο, για το μοναδικό μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε
πρόσφατα στη χώρα μας, με τίτλο «ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΝΕΡΟ» («Malacqua»),
από τον πολύ καινούριο εκδοτικό οίκο Loggia, σε (ρέουσα)
μετάφραση και επίμετρο, της Ευαγ. Γιάννου (σελ. 187), αποτελώντας ίσως, την
μεγαλύτερη αναγνωστική έκπληξη για τη χρονιά που διανύουμε.
Το τι είναι το «Σκοτεινό νερό», συνοψίζεται στον (εμπνευσμένο) υπότιτλό του: «Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος». Τέσσερις ημέρες προς το τέλος ενός Οκτώβρη, μιας ακαθόριστης χρονιάς, είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος που εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει ο Πουλιέζε – εκτυλίσσεται είναι πλεονασμός βέβαια, διότι ουσιαστικά λίγα συμβαίνουν από την άποψη της πλοκής στο βιβλίο, αλλού είναι το ζουμί, σε αυτό το παράξενο και πολύ γοητευτικό μυθιστόρημα.
«Η βροχή έπεφτε στα πράγματα, στις σκέψεις και στους ανθρώπους , η βροχή της προηγούμενης μέρας, ίσως και της επόμενης και των ημερών που θα ακολουθούσαν. Μια εξαιρετικά αθόρυβη και διακριτική παρουσία απάλυνε τον πόνο στα ρυάκια του νερού καθώς έπεφτε, έπεφτε ολοένα, στα φρεάτια των υπονόμων που ανάβλυζαν, στο γκριζωπό απόγευμα απέμενε μόνο η ακινησία, η σιωπή που έπεφτε, τα βλέμματα που διέφεραν, διέφεραν τόσο μεταξύ τους, καθώς ταξίδευαν, αναζητούσαν, χάνονταν, επέστρεφαν, άρχιζαν πάλι να αναζητούν, τον ουρανό συμβουλεύονταν και την άσφαλτο του δρόμου και τις κηλίδες από τις πρασινάδες στο βάθος του ορίζοντα.»
Τέσσερις μέρες καταρρακτώδους βροχής στη Νάπολη. Μιας βροχής που θυμίζει παλιότερες καταστροφές από τις πολλές που έχει βιώσει αυτή η ταλαιπωρημένη πόλη. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο δημοσιογράφος – alter ego όπως όλα δείχνουν του συγγραφέα -, Κάρλο Αντρεόλι, ένας μελαγχολικός άνθρωπος που οι έρευνές του, τον στρέφουν ολοένα και περισσότερο στην απελπισία. Όσο δυναμώνει η βροχή και σπίτια καταρρέουν, νεκροί βρίσκονται στα ερείπια, μια οικογένεια από την κατάρρευση ενός σπιτιού, δύο γυναίκες από το βύθισμα ενός δρόμου, περίεργα φαινόμενα συμβαίνουν. Οι φωνές που ακούγονται από το κάστρο του Μάσκιο Αντζοΐνο, διαπιστώνεται ότι ανήκουν σε μια κούκλα που ήταν κάτω από μια καρέκλα, ενώ δύο ακόμα παρόμοιες κούκλες βρίσκονται, η μια δίπλα στα πτώματα των δύο γυναικών που σκοτώθηκαν όταν υποχώρησε το οδόστρωμα της περιοχής που διέμεναν, και η άλλη κούκλα στα ερείπια ενός σπιτιού που κατέρρευσε. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, νέα κορίτσια στην εφηβεία τους (και μόνο σε αυτή την ηλικία), διαπιστώνουν ότι τα κέρματα των 5 λιρετών που έχουν στο πορτοφόλι τους, βγάζουν μουσικούς ήχους όταν τα ακουμπούν στο αυτί τους.
Ο συγγραφέας αφηγείται επίσης, τις ιστορίες κατοίκων της πόλης. Μια κοπέλα που αντί να πάει στην κηδεία της φίλης της, συναντάει τον εραστή της σε ένα διαμέρισμα, ο ποιητής που βλέπει την παρουσίαση της τελευταίας του συλλογής να αποτυγχάνει λόγω της βροχής, το μικρό κορίτσι που τσακώνεται με την μητέρα του, μια μάνα που συνειδητοποιεί ότι ο γιός της θα περάσει άλλη μια νύχτα με την κοπέλα του κι εκείνη θα μείνει μόνη. Ιστορίες σαν καρτ-ποστάλ, σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, που τονίζουν τη μοναξιά, τον υποδόριο φόβο γι’ αυτό που πρόκειται (ή φαντάζονται) ότι θα έρθει, και τις κρίσεις που προκαλεί μια καταστροφή. Την ίδια περίοδο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, συνεδριάζει διαρκώς, ανίκανο να πάρει μια απόφαση, με ανθρώπους που φοβούνται τις συνέπειες των έργων τους σε μια πόλη που καταρρέει.
«Η αναμονή βάραινε τις καρδιές με αφάνταστη πίεση, σταθερή και αναπόδραστη, σαν τη σκληρή και ανελέητη αποφασιστικότητα μιας συνεχούς επίπληξης. Και αυτή ήταν η τρίτη μέρα της βροχής. Η πόλη της Νάπολης δεν έβρισκε το σθένος να μηρυκάσει τον μελαγχολικό, παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της, δίπλωνε τις καινούριες, ανθηρές της σκέψεις σε μια σκοτεινή γωνιά του σπιτιού μαζί με το πλαστικό σωσίβιο και τα παλιωμένα σύνεργα του ψαρέματος.»
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι όμως περισσότερο φοβισμένοι, γιατί βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς αναμονής, για το χειρότερο. Θεωρούν τη βροχή ως προμήνυμα, μιας μεγαλύτερης καταστροφής, καθώς βλέπουν την καθημερινότητά τους να ανατρέπεται. Περιμένοντας με αγωνία, οι φωνές τους ενώνονται σε ένα χορικό αρχαίας τραγωδίας, περιμένοντας την Αποκάλυψη και την Καταστροφή.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου βέβαια, είναι πάνω απ’ όλα και όλους, η πόλη της Νάπολης, μια πόλη – τοπίο θλιβερό, και ταυτόχρονα σαγηνευτικό, με τους δαιδαλώδεις παλιούς της δρόμους, τις κακοτεχνίες των κτιρίων, τις κατεστραμμένες υποδομές, εφιάλτης και πόλη-πόρνη μέσα στους αιώνες. Έμπνευση για τον συγγραφέα αποτέλεσε ένα πραγματικό περιστατικό, η καθίζηση ενός δρόμου το 1969 ύστερα από μια νεροποντή όπου σκοτώθηκε ένας περαστικός, όπως γράφει στο ωραίο της επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου.
«…καταραμένη πόλη! Θα κρεμάσω τις γυναίκες σου από τα πόδια στο πιο ψηλό οχυρό του Καστέλ Σαντ’ Έλμο, θα αφήσω τα κεφάλια τους να αιωρούνται στο κενό, θα ακρωτηριάσω τα πόδια και τα μάτια των παιδιών σου και στους δρόμους θα δω χιλιάδες καροτσάκια γεμάτα μ’ αυτά τα παραμορφωμένα μικρά τέρατα, θα κόψω τα δάχτυλα των χεριών στους άντρες και θα χύσω υδράργυρο στις φλέβες τους, θα ρίξω κοπριά αγελάδας στις σάλες του Παλάτσο Ρεάλε και στις αίθουσες του Εθνικού Μουσείου, στη Βίλα Πινιατέλι και στη Μονή του Σαν Μαρτίνο, θα φέρω γαϊδάρους να κατουρήσουν στην οδό ντέι Μίλε και στην Γκαλερία Βανβιτέλι, το κιτρινωπό νερουλό υγρό θα εισβάλει στους δρόμους του Βόμερο και της Κάια, θα σκορπίσω χοιρινά εντόσθια στα μαγαζιά, στα καταστήματα και στα γραφεία ολόκληρης της πόλης, και θα γίνεις αυτό, πόλη της θλίψης μου, τίποτε άλλο από έναν σωρό βρομερά, σάπια εντόσθια, η δυσωδία σου θα ενωθεί με τη δυσωδία της βενζίνης που θα χύσω στη θάλασσα καλύπτοντάς την, αυτό θα γίνεις και τίποτε άλλο, μια κιτρινωπή, δυσώδης, βρομερή κηλίδα, με τα μιάσματα της αποσύνθεσης ήδη να εισβάλλουν, το τεράστιο, εγκαταλελειμμένο σώμα σου, σώμα πόρνης, θα είναι σήψη, ελεεινός, ντροπιαστικός, ασταμάτητος θάνατος.»
Η μεταφορική και αλληγορική διάσταση του βιβλίου, είναι εμφανής από τις πρώτες του σελίδες. Ο Πουλιέζε χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό, με συγκρατημένο τρόπο, περισσότερο για να δώσει έμφαση στην αναμονή ενός γεγονότος μεγαλύτερου από αυτό που μπορεί να συλλάβει ανθρώπου νους, προσδίδοντας έναν ελεγειακό τόνο και μια λυρικότητα σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
Απόηχοι από Τζόις – οι μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων που εισβάλλουν στην αφήγηση, θυμίζουν τους «Δουβλινέζους» του μεγάλου συγγραφέα -, Ίταλο Καλβίνο, Χ.Λ.Μπόρχες σε ένα μοντέρνο αφηγηματικό ύφος που συνδυάζει τον εσωτερικό μονόλογο (εδώ ο συγγραφέας μεγαλουργεί) με τον μαγικό ρεαλισμό, πυκνογραμμένο και ταυτόχρονα υπαινικτικό, ωραίος ρυθμός που συχνά είναι μουσικός, μπαρόκ και γκροτέσκο σε πολλά σημεία, σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα και η εφιαλτική αίσθηση της αναμονής, της μεγάλης καταστροφής που πρόκειται να έρθει και ποτέ δεν έρχεται. Όλα αυτά, συνθέτουν ένα έξοχο μυθιστόρημα, που παρά την απουσία πλοκής, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον προτρέπει για μια δεύτερη ανάγνωση που σε μερικά σημεία του βιβλίου μοιάζει επιβεβλημένη.
Η περιπέτεια του βιβλίου, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το θέμα του. Ο Πουλιέζε γνωστός δημοσιογράφος που αγάπησε τη Νάπολη και τον Νότο σαν δεύτερη πατρίδα του, έγραψε το μυθιστόρημα το 1969 και με τα πολλά, έφτασε το χειρόγραφο στα χέρια του Ίταλο Καλβίνο, που αποτελούσε ίνδαλμα του συγγραφέα. Ο Καλβίνο έκανε κάποιες παρατηρήσεις, ο Πουλιέζε τις υιοθέτησε, αλλά σε πρόσθετες παρατηρήσεις του μεγάλου συγγραφέα, δεν συμφώνησε, οπότε το έστειλε έτσι στον εμβληματικό εκδοτικό οίκο Einaudi, όπου το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά το 1977.
Το
ωραίο αρχίζει εδώ… Η πρώτη έκδοση του βιβλίου εξαντλήθηκε σε μερικές εβδομάδες,
η συζήτηση γύρω από αυτό πύκνωνε, το όνομα του συγγραφέα ακουγόταν παντού, κι
εκείνος τότε, αποφάσισε να μη προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση. Πολλοί θεώρησαν ότι
η απόφασή του αυτή, ήταν συνέπεια της χλιαρής υποδοχής από τους Ναπολιτάνους
συγγραφείς και της σιωπής τους γύρω από το βιβλίο, ίσως όμως και να ήταν μια
εσωτερική ανάγκη του συγγραφέα, που μόνο ως τέτοιος δεν αισθανόταν ο Πουλιέζε.
Το βιβλίο που είχε γίνει cult, όλα αυτά τα
χρόνια, επανεκδόθηκε όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, μετά
τον θάνατο του συγγραφέα.
Βαθμολογία 86 / 100
Το τι είναι το «Σκοτεινό νερό», συνοψίζεται στον (εμπνευσμένο) υπότιτλό του: «Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος». Τέσσερις ημέρες προς το τέλος ενός Οκτώβρη, μιας ακαθόριστης χρονιάς, είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος που εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει ο Πουλιέζε – εκτυλίσσεται είναι πλεονασμός βέβαια, διότι ουσιαστικά λίγα συμβαίνουν από την άποψη της πλοκής στο βιβλίο, αλλού είναι το ζουμί, σε αυτό το παράξενο και πολύ γοητευτικό μυθιστόρημα.
«Η βροχή έπεφτε στα πράγματα, στις σκέψεις και στους ανθρώπους , η βροχή της προηγούμενης μέρας, ίσως και της επόμενης και των ημερών που θα ακολουθούσαν. Μια εξαιρετικά αθόρυβη και διακριτική παρουσία απάλυνε τον πόνο στα ρυάκια του νερού καθώς έπεφτε, έπεφτε ολοένα, στα φρεάτια των υπονόμων που ανάβλυζαν, στο γκριζωπό απόγευμα απέμενε μόνο η ακινησία, η σιωπή που έπεφτε, τα βλέμματα που διέφεραν, διέφεραν τόσο μεταξύ τους, καθώς ταξίδευαν, αναζητούσαν, χάνονταν, επέστρεφαν, άρχιζαν πάλι να αναζητούν, τον ουρανό συμβουλεύονταν και την άσφαλτο του δρόμου και τις κηλίδες από τις πρασινάδες στο βάθος του ορίζοντα.»
Τέσσερις μέρες καταρρακτώδους βροχής στη Νάπολη. Μιας βροχής που θυμίζει παλιότερες καταστροφές από τις πολλές που έχει βιώσει αυτή η ταλαιπωρημένη πόλη. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο δημοσιογράφος – alter ego όπως όλα δείχνουν του συγγραφέα -, Κάρλο Αντρεόλι, ένας μελαγχολικός άνθρωπος που οι έρευνές του, τον στρέφουν ολοένα και περισσότερο στην απελπισία. Όσο δυναμώνει η βροχή και σπίτια καταρρέουν, νεκροί βρίσκονται στα ερείπια, μια οικογένεια από την κατάρρευση ενός σπιτιού, δύο γυναίκες από το βύθισμα ενός δρόμου, περίεργα φαινόμενα συμβαίνουν. Οι φωνές που ακούγονται από το κάστρο του Μάσκιο Αντζοΐνο, διαπιστώνεται ότι ανήκουν σε μια κούκλα που ήταν κάτω από μια καρέκλα, ενώ δύο ακόμα παρόμοιες κούκλες βρίσκονται, η μια δίπλα στα πτώματα των δύο γυναικών που σκοτώθηκαν όταν υποχώρησε το οδόστρωμα της περιοχής που διέμεναν, και η άλλη κούκλα στα ερείπια ενός σπιτιού που κατέρρευσε. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, νέα κορίτσια στην εφηβεία τους (και μόνο σε αυτή την ηλικία), διαπιστώνουν ότι τα κέρματα των 5 λιρετών που έχουν στο πορτοφόλι τους, βγάζουν μουσικούς ήχους όταν τα ακουμπούν στο αυτί τους.
Ο συγγραφέας αφηγείται επίσης, τις ιστορίες κατοίκων της πόλης. Μια κοπέλα που αντί να πάει στην κηδεία της φίλης της, συναντάει τον εραστή της σε ένα διαμέρισμα, ο ποιητής που βλέπει την παρουσίαση της τελευταίας του συλλογής να αποτυγχάνει λόγω της βροχής, το μικρό κορίτσι που τσακώνεται με την μητέρα του, μια μάνα που συνειδητοποιεί ότι ο γιός της θα περάσει άλλη μια νύχτα με την κοπέλα του κι εκείνη θα μείνει μόνη. Ιστορίες σαν καρτ-ποστάλ, σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ, που τονίζουν τη μοναξιά, τον υποδόριο φόβο γι’ αυτό που πρόκειται (ή φαντάζονται) ότι θα έρθει, και τις κρίσεις που προκαλεί μια καταστροφή. Την ίδια περίοδο, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, συνεδριάζει διαρκώς, ανίκανο να πάρει μια απόφαση, με ανθρώπους που φοβούνται τις συνέπειες των έργων τους σε μια πόλη που καταρρέει.
«Η αναμονή βάραινε τις καρδιές με αφάνταστη πίεση, σταθερή και αναπόδραστη, σαν τη σκληρή και ανελέητη αποφασιστικότητα μιας συνεχούς επίπληξης. Και αυτή ήταν η τρίτη μέρα της βροχής. Η πόλη της Νάπολης δεν έβρισκε το σθένος να μηρυκάσει τον μελαγχολικό, παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της, δίπλωνε τις καινούριες, ανθηρές της σκέψεις σε μια σκοτεινή γωνιά του σπιτιού μαζί με το πλαστικό σωσίβιο και τα παλιωμένα σύνεργα του ψαρέματος.»
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι όμως περισσότερο φοβισμένοι, γιατί βρίσκονται σε μια κατάσταση διαρκούς αναμονής, για το χειρότερο. Θεωρούν τη βροχή ως προμήνυμα, μιας μεγαλύτερης καταστροφής, καθώς βλέπουν την καθημερινότητά τους να ανατρέπεται. Περιμένοντας με αγωνία, οι φωνές τους ενώνονται σε ένα χορικό αρχαίας τραγωδίας, περιμένοντας την Αποκάλυψη και την Καταστροφή.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου βέβαια, είναι πάνω απ’ όλα και όλους, η πόλη της Νάπολης, μια πόλη – τοπίο θλιβερό, και ταυτόχρονα σαγηνευτικό, με τους δαιδαλώδεις παλιούς της δρόμους, τις κακοτεχνίες των κτιρίων, τις κατεστραμμένες υποδομές, εφιάλτης και πόλη-πόρνη μέσα στους αιώνες. Έμπνευση για τον συγγραφέα αποτέλεσε ένα πραγματικό περιστατικό, η καθίζηση ενός δρόμου το 1969 ύστερα από μια νεροποντή όπου σκοτώθηκε ένας περαστικός, όπως γράφει στο ωραίο της επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου.
«…καταραμένη πόλη! Θα κρεμάσω τις γυναίκες σου από τα πόδια στο πιο ψηλό οχυρό του Καστέλ Σαντ’ Έλμο, θα αφήσω τα κεφάλια τους να αιωρούνται στο κενό, θα ακρωτηριάσω τα πόδια και τα μάτια των παιδιών σου και στους δρόμους θα δω χιλιάδες καροτσάκια γεμάτα μ’ αυτά τα παραμορφωμένα μικρά τέρατα, θα κόψω τα δάχτυλα των χεριών στους άντρες και θα χύσω υδράργυρο στις φλέβες τους, θα ρίξω κοπριά αγελάδας στις σάλες του Παλάτσο Ρεάλε και στις αίθουσες του Εθνικού Μουσείου, στη Βίλα Πινιατέλι και στη Μονή του Σαν Μαρτίνο, θα φέρω γαϊδάρους να κατουρήσουν στην οδό ντέι Μίλε και στην Γκαλερία Βανβιτέλι, το κιτρινωπό νερουλό υγρό θα εισβάλει στους δρόμους του Βόμερο και της Κάια, θα σκορπίσω χοιρινά εντόσθια στα μαγαζιά, στα καταστήματα και στα γραφεία ολόκληρης της πόλης, και θα γίνεις αυτό, πόλη της θλίψης μου, τίποτε άλλο από έναν σωρό βρομερά, σάπια εντόσθια, η δυσωδία σου θα ενωθεί με τη δυσωδία της βενζίνης που θα χύσω στη θάλασσα καλύπτοντάς την, αυτό θα γίνεις και τίποτε άλλο, μια κιτρινωπή, δυσώδης, βρομερή κηλίδα, με τα μιάσματα της αποσύνθεσης ήδη να εισβάλλουν, το τεράστιο, εγκαταλελειμμένο σώμα σου, σώμα πόρνης, θα είναι σήψη, ελεεινός, ντροπιαστικός, ασταμάτητος θάνατος.»
Η μεταφορική και αλληγορική διάσταση του βιβλίου, είναι εμφανής από τις πρώτες του σελίδες. Ο Πουλιέζε χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό, με συγκρατημένο τρόπο, περισσότερο για να δώσει έμφαση στην αναμονή ενός γεγονότος μεγαλύτερου από αυτό που μπορεί να συλλάβει ανθρώπου νους, προσδίδοντας έναν ελεγειακό τόνο και μια λυρικότητα σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο.
Απόηχοι από Τζόις – οι μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων που εισβάλλουν στην αφήγηση, θυμίζουν τους «Δουβλινέζους» του μεγάλου συγγραφέα -, Ίταλο Καλβίνο, Χ.Λ.Μπόρχες σε ένα μοντέρνο αφηγηματικό ύφος που συνδυάζει τον εσωτερικό μονόλογο (εδώ ο συγγραφέας μεγαλουργεί) με τον μαγικό ρεαλισμό, πυκνογραμμένο και ταυτόχρονα υπαινικτικό, ωραίος ρυθμός που συχνά είναι μουσικός, μπαρόκ και γκροτέσκο σε πολλά σημεία, σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα και η εφιαλτική αίσθηση της αναμονής, της μεγάλης καταστροφής που πρόκειται να έρθει και ποτέ δεν έρχεται. Όλα αυτά, συνθέτουν ένα έξοχο μυθιστόρημα, που παρά την απουσία πλοκής, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον προτρέπει για μια δεύτερη ανάγνωση που σε μερικά σημεία του βιβλίου μοιάζει επιβεβλημένη.
Η περιπέτεια του βιβλίου, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το θέμα του. Ο Πουλιέζε γνωστός δημοσιογράφος που αγάπησε τη Νάπολη και τον Νότο σαν δεύτερη πατρίδα του, έγραψε το μυθιστόρημα το 1969 και με τα πολλά, έφτασε το χειρόγραφο στα χέρια του Ίταλο Καλβίνο, που αποτελούσε ίνδαλμα του συγγραφέα. Ο Καλβίνο έκανε κάποιες παρατηρήσεις, ο Πουλιέζε τις υιοθέτησε, αλλά σε πρόσθετες παρατηρήσεις του μεγάλου συγγραφέα, δεν συμφώνησε, οπότε το έστειλε έτσι στον εμβληματικό εκδοτικό οίκο Einaudi, όπου το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά το 1977.
Βαθμολογία 86 / 100
Δημοσίευση σχολίου