Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 14, 2021 | Permalink
Μια φιλόδοξη "Διερμηνέας"
Τα τελευταία χρόνια στην Γερμανία, πληθαίνουν οι λογοτεχνικές και κινηματογραφικές (όπως και τηλεοπτικές) αναφορές στην αφύπνιση της κοινωνίας της χώρας στο τέλος της δεκαετίας του ’50 και καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του ’60 γύρω από την Ναζιστική περίοδο και πως την βίωσε ο απλός κόσμος. Είναι γεγονός ότι η Γερμανική κοινωνία, μετά την συνθηκολόγηση και τις δίκες που διεξήγαγαν οι Σύμμαχοι για εγκλήματα του Ναζιστικού καθεστώτος, ασχολήθηκε με την οικονομική και κοινωνική ανόρθωση της χώρας, φροντίζοντας να θάψει το πρόσφατο παρελθόν κάτω από το χαλί. Διοικητές στρατοπέδων συγκέντρωσης άλλαζαν ονόματα και συνέχισαν να απολαμβάνουν τη ζωή τους, κρατικοί υπάλληλοι έμειναν ανέπαφοι να συνεχίσουν να δουλεύουν, ενώ και οι πολίτες της χώρας (τουλάχιστον η σιωπηρή πλειοψηφία) αρνούνταν σκεφτούν για τις ενοχές ή τα λάθη που διέπραξαν.

 
Η εικόνα άρχισε να αλλάζει, μετά από την πίεση των εβραϊκών οργανώσεων για την ανεύρεση των εγκληματικών πολέμου – αφού πρώτα είχε υπογραφεί η «Συμφωνία του Λουξεμβούργου» (1952) που άνοιξε τον δρόμο για τις αποζημιώσεις (που οι περισσότερες χάθηκαν στη γραφειοκρατία). Το καθοριστικό γεγονός όμως ήταν η σύσταση της «Κεντρικής Υπηρεσίας Διώξεως Ναζιστικών Εγκλημάτων» το 1958, που άνοιξε τον δρόμο για τις μεγάλες δίκες που ακολούθησαν την δεκαετία του 60 για τα στρατόπεδα του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα. Ένα από αυτά τα γεγονότα, η πρώτη μεγάλη δίκη που διεξήχθη στην Φραγκφούρτη, το 1963, γνωστή ως «η δεύτερη δίκη του Άουσβιτς» (η πρώτη έγινε το 1947 στην Πολωνία και αφορούσε μεγαλόβαθμους αξιωματικούς του στρατοπέδου, με 23 θανατικές καταδίκες), αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζει την ιστορία της η Γερμανίδα συγγραφέας και πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σεναριογράφος Annete Hess (1967, Ανόβερο), στο πρωτόλειο μυθιστόρημά της, με τίτλο «Η ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ» («Deutsches Haus»), που συζητήθηκε πολύ στη Γερμανία και κυκλοφόρησε στα μέσα της περασμένης χρονιάς στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μετάφρ. Αλεξάνδρα Παύλου, σελ.340).
 
Η ηρωίδα της ιστορίας, είναι η 28χρονη Εύα, που εργάζεται ως Διερμηνέας από τα Πολωνικά. Λίγο προτού ξεκινήσει η Δίκη του Άουσβιτς, την καλούν διότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τον επίσημο διερμηνέα του Δικαστηρίου, να απασχοληθεί στη Δίκη ως αναπληρώτρια. Η Εύα είναι μια κοπέλα («μεγαλοκοπέλα» σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής), που ζει με τους γονείς της, και τα δύο αδέρφια της, μια μικρότερή της αδερφή που είναι νοσοκόμα και ένα μικρό αγόρι που πάει ακόμα σχολείο, πάνω από την ταβέρνα που διατηρούν, το «Γερμανικό Μαγειρείο», σε ένα κεντρικό σημείο της Φραγκφούρτης, με τον πατέρα της να μαγειρεύει, την μητέρα της να βοηθάει στη κουζίνα. Είναι μια τυπική μικροαστική οικογένεια, όπου ζουν αρμονικά μεταξύ τους, χωρίς πολλές κουβέντες, η ταβέρνα πάει συμπαθητικά από τότε που άνοιξε, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, η περιοχή γεμίζει σιγά σιγά από μετανάστες, η επικείμενη δίκη είναι κάτι που δεν τους απασχολεί.
 
Η Εύα διατηρεί μια σοβαρή ερωτική σχέση με τον Γίργκεν, γιο μεγαλοβιομήχανου που είναι σοβαρά άρρωστος και πρόκειται να παραδώσει την επιχείρηση στον γιο του, που έκανε εκκλησιαστικές σπουδές αλλά πλέον ασχολείται μόνο με την ανθούσα επιχείρηση. Ο Γίργκεν είναι ένας αυστηρός Προτεστάντης, που δεν έχει ακόμα αγγίξει την Εύα, με την οποία είναι ερωτευμένος, αλλά είναι φανερή η κοινωνική και οικονομική τους απόσταση, κάτι που γίνεται σαφέστατο, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όταν καλείται σε τραπέζι γνωριμίας στο σπίτι πάνω από την ταβέρνα, φέρνοντας σε φανερή αμηχανία την οικογένεια της Εύας.
 
Όταν η Εύα καλείται να εργαστεί ως Διερμηνέας στη Δίκη, η οικογένειά της και ο Γίργκεν προσπαθούν να την αποτρέψουν. Θεωρούν ότι το να σκαλίζουν τις παλιές υποθέσεις δεν χρησιμεύει σε κάτι, εξάλλου βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι «πλήρωσαν» ένα βαρύ τίμημα με την καταστροφή της χώρας τους από τους Συμμάχους και όπως δείχνουν οι έρευνες η πλειοψηφία των πολιτών της χώρας είναι κατά της διεξαγωγής της Δίκης – που ήταν ουσιαστικά μια σειρά από Δίκες από το 1963 έως το 1965 με κατηγορούμενους μεσαία και χαμηλόβαθμα στελέχη του Άουσβιτς.
Η Εύα πηγαίνει ανυποψίαστη στην δουλειά της, - και η πρώτη της ανάθεση, να μιλήσει με έναν επιζώντα του Άουσβιτς είναι δραματική. Έχει άμεση επαφή με έναν μαχητικό Καναδό δικηγόρο, από τον οποίο βλέπει μια διαφορετική στάση από αυτή των κοντινών της ανθρώπων, με ειρωνεία απέναντι στους Γερμανούς πολίτες που θέλουν να ξεχάσουν, με διάθεση να βγουν όλα στη φόρα. Υπάρχει όμως και η ιστορία της αδερφής της Εύας, της Άνεγκρετ, που τρώει συνεχώς, και εργάζεται στο Δημοτικό νοσοκομείο της πόλης, στο τμήμα με τα νεογέννητα, από τη μια σώζοντας μικρές ζωές, από την άλλη προσπαθώντας να δηλητηριάσει κάποια από αυτά.
 
Ξεκινώντας η Δίκη, η Εύα συνειδητοποιεί ότι παλιές αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία έρχονται στην επιφάνεια, θολές στην αρχή, ξεκαθαρίζοντας λίγο στη συνέχεια. Σκέπτεται διαρκώς μέρα με τη μέρα, καθώς φρικαλέες σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποκαλύπτονται, γιατί αντιδρούν τόσο οι γονείς της ακόμα και στο να συζητήσουν μαζί της τα τεκταινόμενα της ημέρας, γιατί αλλάζουν συνεχώς την κουβέντα, ενώ η στάση του συντρόφου της, που δεν συμπαρίσταται στην αλλαγή που συμβαίνει μέσα της, την προβληματίζει εξίσου. Καθώς έχει βάλει το μυαλό της να σκεφτεί, θυμάται… Ότι ο πατέρας της, ήταν μάγειρας στα Ες Ες το γνώριζε, δεν ήταν κάτι κρυφό, ότι όμως δούλευε στα μαγειρεία του Άουσβιτς δεν το θυμόταν, και οι φωτογραφίες εκείνης και της αδερφής της σε ένα κήπο σπιτιού, τελικά ήταν από το στρατόπεδο – τι ακριβώς έκαναν οι γονείς της εκεί; Γνώριζαν; Και πως μπορούν και ζουν ανέφελα μετά από αυτό; Η Εύα καθημερινά αλλάζει και διαπιστώνει ότι η αποκάλυψη της αλήθειας, είναι κάτι που κανένας δεν επιθυμεί.
 
«Ήταν ευτυχισμένες μέρες, είχε πει ο πατέρας της. Επειδή εκείνη η δουλειά ήταν η πρώτη που τού επέτρεπε να έχει μαζί του τη γυναίκα και τις κόρες του. Πρώτη φορά είχαν ζήσει μαζί ως οικογένεια, είπε, σ’ ένα ευρύχωρο σπίτι, προστατευμένοι, με όλα όσα χρειάζονταν. Μόνο με τον καιρό καταλάβαιναν τι γινόταν στο στρατόπεδο. Οι πελάτες στη λέσχη ήταν καθωσπρέπει αξιωματικοί – φυσικά, όχι όλοι. Υπήρχαν και ορισμένοι που έπιναν πολύ. Ο διευθυντής του πολιτικού τμήματος; Εκείνος με το πρόσωπο χιμπατζή; Ευγενικός και χαμηλών τόνων. Καμιά φορά ρωτούσε για υπολείμματα φαγητού. Για τους κρατούμενους που εργάζονταν στο τμήμα του. Όχι, δεν ήξεραν τι έκανε όταν είχε υπηρεσία. Όχι, οι άντρες των Ες Ες δεν μιλούσαν πολύ για τη δουλειά τους την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Η μητέρα της Εύας είπε ότι δεν πήγαινε καν στο στρατόπεδο. Είχε το νοικοκυριό, έπλενε και μαγείρευε. Φρόντιζε τις κόρες της. Ναι, αναγκαζόταν να κλείνει τα παράθυρα. Βρομούσε άσχημα όταν είχε ανατολικό άνεμο. Ναι, ήξεραν ότι εκεί έκαιγαν πτώματα. Αλλά έπρεπε να τους πιστέψει όταν έλεγαν ότι δεν ήξεραν πως οι άνθρωποι θανατώνονταν σε θαλάμους αερίων, αυτό το έμαθαν αργότερα. Μετά τον πόλεμο. Και γιατί δεν ζήτησε μετάθεση; Δύο φορές είχε κάνει αίτηση. Μάταια. Ναι, εντάξει, πράγματι είχε ενταχθεί στα Ες Ες, ήδη πριν από τον πόλεμο. Αλλά το έκανε απλώς επειδή αισθανόταν μόνος, επειδή ήταν τόσο συχνά χώρια από την οικογένεια. Όχι από πεποίθηση. (…) Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στον διάδρομο. Όταν η Εύα είχε επιστρέψει στο καθιστικό μετά τη σύντομη συνομιλία και ανακοίνωσε πως έπρεπε να πάει στο γραφείο, ο πατέρας την κοίταξε και είπε σαν να έβαζε τελεία: «Δεν είχαμε άλλη επιλογή, παιδί μου».»

 
Το μυθιστόρημα της Hess, είναι συναρπαστικό ως ιστορία και πολύ ενδιαφέρον. Η ιστορία της οικογένειας της Εύας, δεν αποτελεί πρωτοτυπία για την Γερμανική κοινωνία, καθώς πολλά νεώτερα μέλη μετά την δεκαετία του ’60, βρέθηκαν να ανακαλύπτουν μυστικά κρυμμένα κάτω από το χαλί για τους γονείς τους ή τους προγόνους τους και την στάση τους κατά την διάρκεια της Ναζιστικής διακυβέρνησης. Η συγγραφέας έδωσε τη μέγιστη προσοχή στην δημιουργία της ατμόσφαιρας, όπου επιτυγχάνει εξαιρετικό αποτέλεσμα, απεικονίζοντας, την μικροαστική νοοτροπία, τον ενδόμυχο φόβο να μην αποκαλυφθεί τίποτα για το παρελθόν, την απέχθεια προς τους ξένους που ανακατεύουν τα πάντα και «δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε», την απώθηση των «κακών» αναμνήσεων. Οι αλήθειες που αποκαλύπτονται λειτουργούν ως «γροθιά στο στομάχι» για τους περισσότερους από τους βολεμένους πλέον και ελαφρώς λοβοτομημένους πολίτες που εξανίστανται με κάθε προσπάθεια αφύπνισης της συλλογικής μνήμης.
 
Η Hess όμως αφήνει την (πολύ επιτυχημένη όπως διάβασα) σεναριογράφο να κυριαρχήσει στα κρισιμότερα σημεία του βιβλίου, επικεντρώνοντας στην απεικόνιση, στην δράση και στην πλοκή, παρά στην εμβάθυνση των χαρακτήρων του βιβλίου της, που πολλοί από αυτούς είναι «χάρτινοι» και δεν αναπτύσσονται παρά το αρχικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν. Προσεγγίζοντας πολλά θέματα και ανοίγοντας διαρκώς νέα δεδομένα στην ιστορία, η συγγραφέας, αφήνει τεράστια χάσματα στην κατανόηση των χαρακτήρων του βιβλίου, που οι περισσότεροι τελικά χρησιμεύουν ως απλές καταγραφές στην ιστορία.
 
«Η Διερμηνέας», είναι ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο αξιόλογο μυθιστόρημα, για την λήθη, την μνήμη και την συλλογική και ατομική ευθύνη και ενοχή, που όμως μένει μετέωρο και ημιτελές, αφήνοντας μια άνιση επίγευση μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Ίσως η Hess, κάπου «χάθηκε» μέσα στη φιλοδοξία της και στο ωραίο θέμα που επεξεργάστηκε, κι έτσι, «απλώθηκε» περισσότερο από όσο μπορούσε ως συγγραφέας, αγγίζοντας πολύ περισσότερα θέματα, απ’ όσα μπορούσε να υπηρετήσει λογοτεχνικά.
Μάλλον το μυθιστόρημά της, θα λειτουργήσει καλύτερα ως τηλεοπτική σειρά – εξάλλου εκεί ειδικεύεται η συγγραφέας. Προσφέρει όμως ως γνήσια λαϊκή λογοτεχνία – και δεν είναι καθόλου αμελητέο αυτό -, δίνοντας στον μέσο αναγνώστη τα ερεθίσματα για να το ψάξει λίγο περισσότερο και να προβληματισθεί για καίρια και ουσιαστικά πράγματα.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home