Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2021 | Permalink
Δύο έξοχες λογοτεχνικές φωνές από την Αγκόλα ("Οι διάφανοι" και "Ο πωλητής παρελθόντων")
Την ιστορία της Αγκόλας, αυτής της πρώην Πορτογαλικής αποικίας, μόνο βαρετή δεν την λες. Μια χώρα που από την ίδρυσή της είχε γνωρίσει μόνο την Πορτογαλική διακυβέρνηση (περίπου 500 χρόνια), απέκτησε το 1975 και μετά την πτώση της χούντας του Σαλαζάρ στην «μεγάλη πατρίδα», την ανεξαρτησία της, μετά από δεκαπενταετές σκληρό αντάρτικο. Μετά την ανεξαρτησία της χώρας όμως, ένας πολύ αιματηρός εμφύλιος ακολούθησε, όπου ενεπλάκησαν, Κουβανοί, Σοβιετικοί, Νοτιοαφρικάνοι. Παρά την επικράτηση του MPLA, που υποστηρίχτηκε από την ΕΣΣΔ και την Κούβα, ο εμφύλιος συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια ακόμα με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, ενώ οι διάφορες ειρηνευτικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί ή επρόκειτο να υπογραφούν, δεν προχώρησαν. Η χώρα κυβερνήθηκε δικτατορικά από τον Ντος Σάντος για 38 χρόνια, μέχρι το 2017 οπότε διεξήχθησαν εκλογές με νικητή τον Ζοάο Λουρένσο. Με πληθυσμό πάνω από 30 εκατομμύρια κατοίκους, η χώρα έχει, ως πρωτεύουσα την Λουάντα μια πόλη-λιμάνι (που ιδρύθηκε το 1576 – τεράστιο δουλεμπορικό κέντρο κάποτε), που αναπτύσσεται ταχύτατα και όπου κατοικεί το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Οι λευκοί Πορτογάλοι έφυγαν με την ανεξαρτησία της χώρας και πληθυσμοί από τις επαρχίες κατέκλυσαν την περιφέρεια της πόλης, δημιουργώντας τεράστιες παραγκουπόλεις. Η επιρροή της Πορτογαλικής και της Βραζιλιάνικης κουλτούρας είναι εμφανής, όπου αναμεμειγμένη με το Αφρικάνικο στοιχείο, παρουσιάζει μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σύνθεση στη μουσική, στη λογοτεχνία, στις τέχνες γενικότερα – και υποθέτω όχι μόνο εκεί.
 
Οι δύο Αγκολέζοι συγγραφείς με τους οποίους θα ασχοληθώ στο σημερινό κείμενο, δεν είναι άγνωστοι στο ελληνικό κοινό. Διάβασα πριν από ενάμιση χρόνο το καταπληκτικό μυθιστόρημα του Jose Eduardo Agualusa (1960, Ουάμπο, Αγκόλα), «Γενική θεωρία της Λήθης» και με εντυπωσίασε, οπότε δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να μην διαβάσω, το έτερο βιβλίο του που έχει εκδοθεί στα ελληνικά, το παλαιότερο «Ο ΠΩΛΗΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ» («O Vendedor de Passados») – (Εκδ. Opera, μετάφρ. Μ. Μπεζαντάκου, σελ.142), ενώ για τον νεότερο Ondjaki (1977, Λουάντα, Αγκόλα), που ακούγονται τόσο καλά λόγια, ήξερα τις καλές εντυπώσεις που είχε αφήσει το προηγούμενο εκδοθέν στη χώρα μας βιβλίο του «Καλημέρα Σύντροφοι», οπότε ήταν μονόδρομος και «υποχρέωση», η ανάγνωση του βραβευμένου (με βραβείο Jose Saramago το 2013) μυθιστορήματος του «ΟΙ ΔΙΑΦΑΝΟΙ» («Os Transparentes
») – (εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Μ. Παπαδήμα, σελ.440). Να τονίσω την εξαίρετη έκδοση και των δύο βιβλίων και τις δύο πολύ καλές μεταφράσεις από τις πολύ ικανές Μπεζαντάκου και Παπαδήμα που συντελούν στην απόλαυση αυτών των υπέροχων μυθιστορημάτων. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, ξεκινώντας από το δεύτερο.


 
Στην πρωτεύουσα της Αγκόλας, Λουάντα διαδραματίζεται το (οργανωμένα) χαοτικό μυθιστόρημα «Οι διάφανοι»του ιδιόμορφου συγγραφέα, που υπογράφει με το ψευδώνυμο Ondjaki, πίσω από το οποίο «κρύβεται» ο συγγραφέας και ποιητής Ντάλου ντε Αλμέιντα. Η πόλη και όσα συμβαίνουν σε αυτήν, βρίσκεται στο προσκήνιο αν και το βλέμμα του συγγραφέα εστιάζει στον μικρόκοσμο μιας ετοιμόρροπης πολυκατοικίας, όπου ο πρώτος όροφος δεν κατοικείται γιατί είναι γεμάτος νερά – σχηματίζοντας ένα είδος πισίνας, ενώ στους επόμενους ορόφους κατοικούν όλων των ειδών οι περίεργοι τύποι – χαρακτηριστικές φιγούρες της πόλης.
 
Η αφηγηματική μέθοδος του Οντζάκι, δεν είναι συνηθισμένη – δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα με αρχή, μέση, τέλος. Η ποιητική μορφή που επιλέγει ο συγγραφέας στην αφήγησή του, δεν έχει παραγράφους, τελείες, η κάθε πρόταση κυλάει / ρέει μέσα στην άλλη σαν να σβήνει, να χάνεται με τον ίδιο τρόπο που ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο «διαφανής» Οντονάτο, από την ταράτσα της πολυκατοικίας που ανεβαίνει συνεχώς, εξαϋλώνεται αργά – αργά, καθώς ότι είχε και για ότι ζούσε στην ζωή του μέχρι τώρα, εξαφανίζεται, χάνεται ενώ η γεμάτη ζωντάνια και θόρυβο πόλη που βρίσκεται στα πόδια του, μετατρέπεται σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη.
 


«…τα μάτια του Οντονάτο δεν ήξεραν πια να κλαίνε όπως πριν
συχνά ονειρευόταν ότι κατέβαινε τις σκάλες της πολυκατοικίας, ερχόμενος από την ταράτσα, ταλαντευόμενος ολοένα και περισσότερο, με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα σε κάθε πλατύσκαλο, χαμογελώντας και φωνάζοντας για να σφυρίξει ο αέρας πιο δυνατά και τα πουλιά να παραμερίσουν τα φανταστικά σύννεφα που ξέρουν να επινοούν δάκρυα, κατέβαινε, τα πόδια του δεν άγγιζαν πια το έδαφος και στο πρόσωπό του άνθιζε ένα χαμόγελο πονηρού μάγου, που επιπλέον επιδίδεται σε εύκολες μαντείες, εκεί, στον πρώτο όροφο του ονείρου του, όπου, μετά το ήσυχο νερό, το σώμα του γλιστρούσε μ’ έναν τρόμο προσποιητό, το ίδιο κι η κραυγή του, τα χέρια του έπαιζαν πως πιανόντουσαν από μια ανύπαρκτη κουπαστή κι έχανε την ισορροπία του – ωραίο ξύπνημα -, τα γόνατά του έδειχναν το δρόμο της πτώσης και τα ρούχα του έσταζαν, το αριστερό του γόνατο ύψωνε μια αιμάτινη σημαία, τέλος του τρελού τρεχαλητού, και τώρα, ναι, ο λαιμός του μπορούσε να ενορχηστρώσει ένα λυγμό και τα μάτια του, αχ, ο χρόνος της υγρής παιδικής ηλικίας! τα μάτια του μπορούσαν επιτέλους να κλάψουν
από το όνειρό του δεν απέμενε παρά ο ιδρώτας κάτω από τα μπράτσα του, η αβέβαιη αναπνοή του ανθρώπου που προαισθάνθηκε ότι τα δάκρυα είναι το προνόμιο αυτών που μπορούν να κλαίνε από μέσα και απέξω
ο Οντονάτο πέρασε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του, ζάρωσε τα μάτια του, δοκίμασε την άκρη των δαχτύλων του και η θλίψη του έγινε μεγαλυτερη:
τα μάτια του, εδώ και πολύ καιρό, δεν ήξεραν πια να παράγουν αλάτι.»
 
Ιστορίες των κατοίκων της πενταόροφης πολυκατοικίας Μαγιάνγκα, που αναμειγνύονται η μία μέσα στην άλλη, κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Σε αυτό το κτίριο που αν ψάχνεις να το βρεις δεν υπάρχει περίπτωση να μη το δεις, αφού έχει μια τρύπα στη μέση, παρακολουθούμε τις ιστορίες των ενοίκων του – και είναι πολλές.
Ο Οντονάτο που θρηνεί για τις ημέρες που πέρασαν και αναζητάει τον μονίμως στην παρανομία γιο του που έχει εξαφανιστεί, ένας ΠωλητήςΚοχυλιών (ακριβώς έτσι αναγράφεται), ερωτεύεται μια κοπέλα, ενώ με τον μόνιμο συνοδοιπόρο του, τον Τυφλό, τριγυρίζουν την πόλη πουλώντας κοχύλια σε πλούσιους και φτωχούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσα από τη ματιά τους, περιηγούμαστε στις γειτονιές και στις λεωφόρους της άναρχης πόλης.
Ένας υπουργός συναντάει την ερωμένη του, κάπου μέσα εκεί, ενώ ένας δημοσιογράφος – κάτοικος ενός από τα διαμερίσματα με την σύζυγό του - προσπαθεί να βρει τι κρύβεται πίσω από τις συμφωνίες της κυβέρνησης για ανεύρεση πετρελαίου μέσα στο κέντρο της πόλης. Ένας ταχυδρόμος που στέλνει επιστολές για να του προμηθεύσει η υπηρεσία κάποιο μεταφορικό μέσο, ανοίγει και διαβάζει τα γράμματα που προορίζονται για τους ενοίκους, ενώ στους ορόφους κατοικούν χαρακτηριστικοί τύποι που ο καθένας τους αποτελεί μια ιστορία από μόνος του. Ο ΖοάοΑργάΑργά, ο ΣύντροφοςΜουγγός, η ΜαρίαΗΔυνατή, και πολλοί άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας στριφογυρίζουν και εμπλέκονται μέσα στις ιστορίες ενώ έξω από αυτήν υπάρχει πολιτική διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, εγκληματικότητα, εκμετάλλευση, μανία για πλουτισμό κλπ.


 
«…ο Οντονάτο ξαναγύρισε στην άκρη της ταράτσας, κοίταξε τον ουρανό της Λουάντας, είδε τον κόκκορα να κρύβεται, έπειτα έμεινε ακίνητος, το σώμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα στητό σαν καλοσμιλεμένο άγαλμα
-η αλήθεια είναι πολύ πιο θλιβερή, Μπάμπα, δεν είμαστε διάφανοι επειδή δεν τρώμε … είμαστε διάφανοι επειδή είμαστε φτωχοί.»
 
Δεκάδες χαρακτήρες, οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) «διάφανοι» στα βλέμματα της εξουσίας, φτωχαίνουν διαρκώς και προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια πόλη που μεταμορφώνεται σε κάτι ξένο και εχθρικό. Το πανοραμικό βλέμμα του συγγραφέα, στέκεται με πολλή ανθρωπιά πάνω στους (πάντοτε αξιοπρεπείς μέσα στη δυστυχία τους) χαρακτήρες του, και μεταφέρει με λυρισμό και πολύ πάθος ιστορίες από αυτή την «αυλή των θαυμάτων» (με τις πόρτες μονίμως ανοιχτές, όπου όλοι μπαινοβγαίνουν στα διαμερίσματα, μαγειρεύουν, τρώνε, ακούνε μουσική σε μια συνεχή βαβούρα με τις μυρωδιές να κυριαρχούν), που είναι άλλοτε σπαρταριστές και άλλοτε δραματικές. Μπορεί ο μελαγχολικός Οντονάτο να προβάλλει ως μέγιστος μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αλλά η ματιά του αναγνώστη στέκεται και σε αρκετούς άλλους δευτερεύοντες ήρωες της ιστορίας που μέσα από τις αφηγήσεις τους συγκινούν και αιχμαλωτίζουν τις αισθήσεις.
 
Γκροτέσκο και πληθωρικό, το μυθιστόρημα του Οντζάκι, ανήκει μάλλον στο είδος του «μαγικού ρεαλισμού» σε συνδυασμό με αυτόν της «ποιητικής πρόζας». Βιβλίο με έντονο κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο που το περνάει χωρίς να κραυγάζει μέσα στις ιστορίες του, αλλά που, σε «παγιδεύει» κυρίως με τον τρομερό μουσικό του ρυθμό – δεν είναι τυχαίο που συγκρίνεται με μια μελωδία τζαζ, διότι αυτό το οργανωμένο χάος που μεταφέρει στο χαρτί ο συγγραφέας, θυμίζει πολύ έντονα τους προγραμματισμένους «αυτοσχεδιασμούς» των μεγάλων μουσικών του είδους. Ήχοι και εικόνες της Αγκόλας, σε μια ατμόσφαιρα που μοιάζει περισσότερο με Βραζιλιάνικο καρναβάλι γεμάτο ρυθμό και ξέφρενες μουσικές, παρά με το γνώριμο Πορτογαλικό μελαγχολικό ύφος. Θα ήταν αδύνατη η απόλαυση της ανάγνωσής τού «Οι διάφανοι»,  αν δεν το μετάφραζε η εξαίρετη Μαρία Παπαδήμα, που «μπήκε» ακριβώς στο κλίμα αυτού του μυθιστορήματος – έκπληξη, το οποίο, σαγηνεύει και θέλγει ακόμα και αν δεν σου ταιριάζει (όπως αφορά την περίπτωσή μου) το λογοτεχνικό του ύφος.
 


Κινούμενο κι αυτό στα πλαίσια του «μαγικού ρεαλισμού», αλλά σε ένα άλλο επίπεδο, «Ο πωλητής παρελθόντων» του Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα είναι ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο, παρά την έντονη παρουσία της πόλης σε αυτό. Τον συγγραφέα τον γνωρίσαμε την προηγούμενη χρονιά με το εκπληκτικό και πολυβραβευμένο μυθιστόρημά του «Η γενική θεωρία της λήθης» - το οποίο παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με το βιβλίο του Οντζάκι και τώρα εκδόθηκε στη χώρα μας ένα παλαιότερο βιβλίο του, που ενδυναμώνει την αίσθηση ότι πρόκειται περί μιας εξαιρετικής λογοτεχνικής περίπτωσης.
 


Στην Λουάντα, όλα αλλάζουν και μπορεί το μαύρο να γίνει άσπρο εν ριπή οφθαλμού, όπως και ένας άνθρωπος να μετατραπεί σε ζώο (και τούμπαλιν). Έτσι λοιπόν, ο αφηγητής της ιστορίας είναι μια σαύρα, που κάποτε υπήρξε άνθρωπος και κουβαλάει μνήμες από το παρελθόν. Το όνομα του, Εουλάλιο (γιατί «μιλά με ευφράδεια»), εξάλλου ποιος ονειρεύεται ποιον σε αυτή την ιστορία – οπότε τού δίνουμε ότι όνομα θέλουμε. Περισσότερο σε Λατινοαμερικάνικο ύφος, παρά σε Κεντροευρωπαϊκό – λόγω «Μεταμόρφωσης»>Κάφκα>Έντομο -, το βιβλίο με την σαγηνευτική εξέλιξη της ιστορίας, δεν σε αφήνει να σκεφτείς τις (διάχυτες) επιρροές ούτε στιγμή.
 
« «Είμαι ψεύτης από έφεση» κραύγασε. «Λέω ψέματα με χαρά. Η λογοτεχνία είναι το μέσο που διαθέτει ένας αληθινός ψεύτης για να γίνει κοινωνικά αποδεκτός».
Στη συνέχεια, πιο νηφάλιος πια, και χαμηλώνοντας τη φωνή, πρόσθεσε ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δικτατορίες και τις δημοκρατίες είναι ότι στο πρώτο σύστημα υπάρχει μία μόνο αλήθεια, η αλήθεια που έχει επιβάλλει η εξουσία, ενώ στις ελεύθερες χώρες κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Η αλήθεια, λέει, είναι μια δεισιδαιμονία. Τον Φέλιξ τον εντυπωσίασε αυτή η ιδέα.
«Νομίζω πως αυτό που κάνω εγώ είναι ένα εξελιγμένο είδος λογοτεχνίας» μου εκμυστηρεύτηκε. «Σχεδιάζω κι εγώ μια πλοκή, επινοώ χαρακτήρες, αλλά αντί να τους αφήσω φυλακισμένους μέσα σ’ ένα βιβλίο, του δίνω ζωή, τους ρίχνω μέσα στην πραγματικότητα.» »
 
Η Μπορχεσικής υφής ιστορία που αφηγείται ο Αγκουαλούζα, παίζει διαρκώς με το θέμα της ταυτότητας. Όλα είναι ρευστά και ποιος κρύβεται πίσω από ονόματα και διευθύνσεις; Το μόνο σίγουρο είναι, ότι αυτός που κινεί τα νήματα, είναι ένας αλμπίνος παραχαράκτης, ιδιαίτερα ικανός σε αυτό που κάνει. Ο Φέλιξ Βεντούρα, ειδικεύεται στην «δημουργία παρελθόντων» για αυτούς που θέλουν να έχουν στο βιογραφικό τους, μια αριστοκρατική καταγωγή από την Πορτογαλία ή από την Βραζιλία (που ακούγεται πιο glamorous και εξωτική). Ο Εουλάλιο είναι η σαύρα που βρίσκεται συνεχώς μέσα στο σπίτι, που ο Φέλιξ περνάει τις ώρες του, και βγάζει ένα περίεργο ήχο σαν γέλιο, σχολιάζοντας με τον τρόπο της, τα τεκταινόμενα μέσα σ’ αυτό. Η σαύρα είναι ο μοναδικός φίλος του μοναχικού Φέλιξ που έζησε όλη του τη ζωή μέσα στην γελοιοποίηση και τη μοναξιά λόγω του δέρματός του, και τώρα μιλάει στον γαντζωμένο στους τοίχους Εουλάλιο (το ‘χουν αυτό οι σαύρες), ενώ εισέρχεται ο ένας στα όνειρα του άλλου. Ο αλμπίνος που τον είχαν παρατήσει στα σκαλιά ενός παλαιοβιβλιοπώλη, μεγάλωσε μέσα στα σκονισμένα βιβλία και καλλιέργησε την τέχνη του παραχαράκτη της ιστορίας, μετά τη φυγή του κηδεμόνα του στην Λισαβόνα, αφήνοντας τα φυλλάδιά του σε δημόσια μέρη για όποιον ενδιαφέρεται για ένα παρελθόν που θα του δώσει κύρος.
 
Ο Φέλιξ και ο Εουλάλιο, απολαμβάνουν τη γαλήνη που τους προσφέρει η κοινή στέγη, μακριά από τα προβλήματα και το χάος της Λουάντα, όμως ένας νέος πελάτης, με πολύ χρήμα στη τσέπη, θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Συστήνεται ως φωτογράφος που ειδικεύεται στις λήψεις μαχών και ζητάει ένα αληθοφανές παρελθόν και ένα διαβατήριο – κάτι που ο Φέλιξ δεν κάνει συνήθως, αλλά το οικονομικό δέλεαρ είναι μεγάλο. Ο ευφάνταστος Φέλιξ τού δίνει το όνομα Ζοζέ Μπούχμαν, και του προσθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον παρελθόν καταγωγής από ένα απομακρυσμένο χωριό, με μητέρα του, μια Αμερικανίδα ηθοποιό που (δήθεν) εξαφανίστηκε μετά την γέννησή του. Τον ίδιο καιρό με τον Μπούχμαν, αρχίζει να επισκέπτεται το σπίτι και μια όμορφη νεαρή φωτογράφος που ειδικεύεται στις φωτογραφίες με σύννεφα του ορίζοντα, και δείχνει να ενδιαφέρεται για τη δουλειά του Φέλιξ αλλά και για εκείνον προσωπικά.
 


«Μου ‘ρχεται καμιά φορά στο νου ένας απλοϊκός στίχος που τον δημιουργό του δεν τον θυμάμαι. Μάλλον τον ονειρεύτηκα. Ίσως είναι το ρεφρέν κάποιου φάντο, κάποιου τάνγκο, κάποιας παλιάς σάμπας που άκουσα μικρός.
«Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μην αγαπάς».
Υπήρξαν πολλές γυναίκες στη ζωή μου, αλλά φοβάμαι πως δεν αγάπησα καμία – ή, εν πάση περιπτώσει, καμία με πάθος▪ ίσως όχι όπως το απαιτεί η φύση. Το σκέφτομαι αυτό με φρίκη. Η τωρινή μου κατάσταση ίσως είναι – με βασανίζει η υποψία – μια ειρωνική τιμωρία. Ή αυτό, ή ήταν απλώς μια απροσεξία.»
 
Ο Μπούχμαν μετά από λίγους μήνες, έχει «ενδυθεί» τη νέα του ταυτότητα, τόσο πολύ, που αναζητάει την μητέρα του στις ΗΠΑ και την Νότια Αφρική, προσπαθώντας να βρει ίχνη της, σε φωτογραφίες. Ξαναγυρνώντας στη Λουάντα, πέφτει πάνω σε έναν άστεγο, που ζει στους υπονόμους της πόλης, και τον φέρνει στον Φέλιξ μια μέρα που είναι και η κοπέλα εκεί. Οι τρείς όμως αυτοί άνθρωποι φαίνεται ότι έχουν ένα κοινό μυστικό από τα χρόνια του Εμφυλίου – το οποίο εν πρώτοις δεν γνώριζαν, όμως όλα δένουν σιγά – σιγά, σε μια ιστορία που αποκτάει δραματική εξέλιξη με απρόβλεπτες συνέπειες.
 
Στυλάτο, με μικρά κεφάλαια που δίνουν ανάσες στην αφήγηση, και γεμάτο από υπέροχες εικόνες, το μικρό αυτό μυθιστόρημα του Αγκουαλούζα, διακατέχεται από το ύφος του μαγικού ρεαλισμού αλλά σε λιγότερο φαντεζί μορφή, καθώς παίζει διαρκώς με το θέμα της αλήθειας και του ψέματος – και στα όρια μεταξύ της κατασκευασμένης ζωής και της πραγματικής. Ισορροπώντας μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, το πυκνογραμμένο και στιβαρό αυτό βιβλιαράκι, ξενίζει στην αρχή, όταν ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι του αφηγείται μια σαύρα που ήταν άνθρωπος αλλά δεν πρέπει να ξεχνάει (καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης), την πρόταση του Μπόρχες που ανοίγει το βιβλίο: « Αν έπρεπε να ξαναγεννηθώ, θα διάλεγα κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μ’ άρεσε να είμαι Νορβηγός. Ίσως Πέρσης. Ουρουγουανός όχι, γιατί θα ‘ταν σαν να αλλάζω γειτονιά.»
 
«Η μνήμη είναι ένα τοπίο που το παρατηρούμε από ένα τρένο σε κίνηση.»
 
«Ο πωλητής παρελθόντων», που ξεκινάει ήρεμα και εκτυλίσσεται σε μια αιματηρή μάχη με συνεχείς ανατροπές είναι ένα βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον και συναρπαστικό. Η μνήμη, η ταυτότητα, το κοινωνικό σχόλιο με την επιθυμία των ανώτερων τάξεων να ενδυθούν μια αριστοκρατική καταγωγή, οι ήχοι και οι μουσικές της Λουάντα, μιας χαοτικής πόλης, κυριαρχούν στο βιβλίο, που μπορεί να μη φτάνει στο επίπεδο του εκπληκτικού «Η γενική θεωρία της Λήθης», αλλά, είναι κι αυτό ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, γεμάτο δυναμισμό και ευαισθησία.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία): 84 / 100



 
 
 
 
 
  
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home