Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2021 | Permalink
"Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο"
 Μικρό σε μέγεθος, αλλά πολύ «μεγάλο», είναι το έξοχο μυθιστόρημα του (μάλλον άγνωστου αλλά σημαντικού) Αμερικανού συγγραφέα, William Maxwell (1908, Lincoln, Illinois – 2000, Νέα Υόρκη), με τίτλο «ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ» («So long, see you tomorrow») – (εκδ. Gutenberg – σειρά Aldina, (ωραία) μετάφρ. Παν. Κεχαγιάς, σελ. 187). Το βιβλίο που πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό New Yorker, του οποίου ο συγγραφέας διετέλεσε επί σειρά ετών (περίπου 40), επιμελητής λογοτεχνικών κειμένων, κέρδισε το National Book Award των Η.Π.Α. το 1982, και θεωρείται από την κριτική «ως ένα από τα 100 επιδραστικότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα Αγγλικά».


 
Το μυθιστόρημα μαθητείας του Maxwell, που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως διαβάζουμε στην εξαιρετική εισαγωγή της Αμερικανίδας συγγραφέως Ann Patchett, είναι ένα χαμηλότονο βιβλίο, που διαπερνάει διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, γραμμένο σαν αυτοβιογραφική εξομολόγηση που χρησιμοποιώντας στοιχεία από ρεπορτάζ εφημερίδων, ξεφεύγει από τα στενά όρια της ατομικής ιστορίας για να ολοκληρωθεί ως καθαρή και με δυναμισμό μυθοπλασία.
 
«Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση – δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ΄ τη λήθη – είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάζει. Εμπλέκονται τόσο πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάζει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται μ’ αυτή την επιθυμία. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα.»
 
Δύο σημαντικά γεγονότα καθορίζουν την ιστορία που περιγράφει ο ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου. Η άγρια δολοφονία ενός άνδρα που ερωτεύτηκε την λάθος γυναίκα και ο θάνατος της μητέρας του αφηγητή από πνευμονία. Είναι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20 στην επαρχία του Ιλινόις, και στη μικρή πόλη, ο αφηγητής βλέπει τη ζωή του να αλλάζει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Διάφορα ατυχήματα στην οικογένεια, με αποκορύφωμα αυτό, του μεγαλύτερού του αδερφού, που χάνει το πόδι του, που πιάστηκε στη ρόδα μιας άμαξας. Η μητέρα του πεθαίνει κατά την διάρκεια της Ισπανικής γρίπης, και όλη αυτή η συσσωρευμένη θλίψη στη ζωή ενός δεκάχρονου που ήταν τότε ο αφηγητής, πέφτει βαριά, κι εκείνος μεγαλώνει ως ένα εσωστρεφές παιδί που βρίσκει καταφύγιο στα βιβλία.
 
Ο πατέρας του θα ξαναπαντρευτεί μια πολύ μικρότερή του κοπέλα και θα χτίσουν ένα καινούριο σπίτι που προορίζεται να στεγάσει όλη την οικογένεια. Εκεί, καθώς χτίζεται η οικοδομή, θα παίζει με έναν συνομήλικό του, τον Κλίτους Σμιθ και θα νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι βρήκε έναν φίλο, ο οποίος όμως λίγο καιρό αργότερα, εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε έρθει. Θα μάθει τον λόγο αργότερα γιατί βουίζει η πόλη, ο πατέρας του Κλίτους, ο Κλάρενς Σμιθ, είχε δολοφονήσει τον εραστή της συζύγου του και μετά αυτοκτόνησε.
 
«Όταν ήμουν μικρός, έλεγα στη μητέρα μου τα πάντα. Όταν πέθανε, έμαθα πως ήταν καλύτερα να κρατάω μερικά πράγματα για τον εαυτό μου. Ό πατέρας μου εκπροσωπούσε την εξουσία, κάτι που σήμαινε – τουλάχιστον για μένα – ότι δεν μπορούσε να εκπροσωπεί ταυτόχρονα και την κατανόηση. Κι επειδή στα πειράγματα του μεγάλου μου αδελφού ενυπήρχε μια κάποια σκληρότητα (κάτι που ισχύει για κάθε πείραγμα), εγώ δεν τον εμπιστευόμουνα για τα σημαντικά ζητήματα, αν και θα μπορούσα. Όπως και να ‘χει, δεν μοιράστηκα με τον Κλίτους το δικό μου ναυάγιο, όσο καθόμασταν εκεί και κοιτούσαμε από ψηλά ολόκληρη τη γειτονιά, ούτε κι εκείνος μοιράστηκε μαζί μου το δικό του. Όταν το χρώμα του ουρανού μας πληροφορούσε ότι πλησίαζε η ώρα του βραδινού, κατεβαίναμε κάτω και λέγαμε «Αντίο τώρα» και «Τα λέμε αύριο», κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του μέσα στο σούρουπο. Κι ένα βράδυ αυτός ο ανέμελος αποχωρισμός έγινε για τελευταία φορά. Είχε μπει ανάμεσά μας εκείνος ο πυροβολισμός.»
 
Χρόνια μετά, μαθητής στο Σικάγο, όπου ο πατέρας του έχει βρει μια καινούρια δουλειά, ο αφηγητής θα δει φευγαλέα στο νέο του σχολείο τον Κλίτους, ο οποίος θα σκύψει το κεφάλι και θα τον προσπεράσει κάνοντας ότι δεν τον έχει δει. Πολλά χρόνια, δεκαετίες αργότερα, ο αφηγητής θα θυμηθεί αυτή τη φιλία και θα ψάξει τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής, να καταλάβει τι ακριβώς έγινε τότε στη μικρή πόλη του Ιλινόις και να ανασυνθέσει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας τη φαντασία του για να κατανοήσει τα αίτια της δολοφονίας, τη ζωή των εμπλεκομένων και την σχετικότητα αλλά και την αλήθεια της μνήμης.
 
Ο αφηγητής γεμίζει τα κενά από τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων της μικρής πόλης (που δημοσιεύουν με λεπτομέρειες την ιστορία της δολοφονίας που συντάραξε την πόλη), με την φαντασία του. Αναπαριστά στο μυαλό του, τι ακριβώς συνέβη, μπαίνει στη θέση του παλιού του φίλου, που μικρό παιδί, είδε τον πατέρα του να μεταμορφώνεται σε κάτι ξένο, ένα άγριο θηρίο που ζητούσε εκδίκηση. Η εξιστόρηση των γεγονότων από ημερολόγιο καταγραφής, μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό αφήγημα, όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, παρά μόνο θύματα μιας αρχέγονης τραγωδίας.
 

«Αυτό που βλέπει ο Κλάρενς Σμιθ καθώς βοηθά τη σύζυγό του ν’ ανέβει στην άμαξα μετά την εκκλησία είναι μια γυναίκα που ενώπιον του Θεού είναι η νόμιμη σύζυγός του και τού οφείλει αγάπη, τιμή και υπακοή. Οι άλλοι, οι οποίοι δεν έχουν να χάσουν και τίποτα, βλέπουν ότι έχει μονίμως κάτι θλιμμένο στο φέρσιμό της, σαν να ζει στο παρελθόν ή μάλλον σαν να περιμένει από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα της αναλογούν.»
 
Η απώλεια, η αγάπη, η μνήμη, η συγχώρεση αλλά και η αποτυχία να πλησιάσεις τον άλλον, η συμπόνια και η κατανόηση, κυριαρχούν σε αυτό το γεμάτο συναίσθημα βιβλίο. Με στοχαστικό και λυρικό ύφος, που εναλλάσσεται με τον ρεαλισμό της αγροτικής ζωής στην επαρχία, ο Maxwell σε αυτό το πολυεπίπεδο και σύνθετο μικρό μυθιστόρημα, ξεπερνάει τα όρια του memoir και σαγηνεύει τον αναγνώστη του, με την δύναμη και την πυκνότητα των περιγραφών του, αποδεικνύοντας την συγγραφική του ικανότητα χωρίς να εκβιάζει ή να κραυγάζει.
 
Υπέροχο μυθιστόρημα μαθητείας το «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο», για τα πράγματα που χάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε, για τα παιχνίδια της μνήμης, που δεν μας είναι πάντα πιστή. Το χαμηλότονο και ιδιαίτερα μεστό ύφος της αφήγησης, βυθίζει τον αναγνώστη σε αυτή την ιστορία, όπου δοκιμάζονται τα όρια της μνήμης, η σκληρότητα της παιδικής ηλικίας που πολλές φορές δεν έχει τίποτα το ρομαντικό. Ο Maxwell τινάζει από πάνω του τα περιττά, ανακατεύει δημιουργικά τη μνήμη με την φαντασία, χαρίζοντάς μας, ένα βιβλίο που ξαφνιάζει και σε αιχμαλωτίζει μέσα του.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home