Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021 | Permalink
Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο ("Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο")
Τρυφερό και συγκινητικό, το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Jean Paul Dubois (1950, Τουλούζη), με τίτλο «ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ» («Tous le Hommes n’habitent pas le monde de la meme
facon») – (εκδ. Δώμα, μετάφρ. Μ. Γαβαλά, σελ. 261), είναι το βιβλίο που
προς μεγάλη έκπληξη πολλών, κέρδισε το (πολύ σημαντικό) βραβείο Goncourt του 2019. Γιατί όμως αποτέλεσε έκπληξη η
βράβευση του βιβλίου; Διότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται
περισσότερο στους αναγνώστες, παρά στους κριτικούς, είναι ένα βιβλίο με αρχή,
μέση, τέλος, με εξαιρετική δομή▪ ένα απόλυτα λαϊκό μυθιστόρημα, χωρίς
μοντερνισμούς και γλωσσικά τερτίπια, απλά, ένα πολύ καλό βιβλίο.
Ο Dubois, ξεδιπλώνει την ιστορία τού ήρωά του, αργά και υπομονετικά, λεπτομερώς και με σαφήνεια. Ο Πωλ Χάνσεν, είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ανθρώπους της διπλανής πόρτας», ένας επιστάτης σε ένα σχετικά πολυτελές συγκρότημα διαμερισμάτων του Μοντρεάλ, με πολύ βασική μόρφωση, μάλλον αδιάφορος εξωτερικά, καλός μάστορας με ότι καταπιάνεται, χωρίς πολλές φιλοσοφικές ανησυχίες και χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον (για τους τρίτους). Όλα αυτά, μέχρι που ένα μοιραίο γεγονός, μια «κακιά στιγμή»(;), τον φέρνει στη φυλακή, έγκλειστο σε ένα μικρό κελί, να το μοιράζεται με έναν ογκώδη (και μονίμως θυμωμένο, κι έτοιμο να εκραγεί) τύπο των Hell’s Angels. Τι οδήγησε τον ήρεμο και ταπεινό Πωλ στη φυλακή; Γιατί ο συγκρατούμενός του, τού επαναλαμβάνει ότι εκείνος θα έκανε χειρότερα αν βρισκόταν προ του γεγονότος που καταδίκασε τον Πωλ; Την απάντηση στο βασικό ερώτημα του βιβλίου, θα την μάθουμε προς το τέλος, καθώς το κουβάρι της ζωής του ξετυλίγεται αργά μέσα από την προσωπική αφήγηση του ήρωα.
«Ο εγκλεισμός έχει μια δυσάρεστη οσμή. Αποφορά από το μούλιασμα άσχημων σκέψεων, μυρωδιές από βρώμικες ιδέες που σέρνονται σχεδόν παντού, έντονες αναθυμιάσεις από παλιές νοσταλγικές στιγμές. Ο αέρας, που εξ ορισμού είναι ελεύθερος, δεν μπαίνει ποτέ εδώ μέσα. Εισπνέουμε τις ανάσες μας μέσα σε κλειστό δοχείο, κοινές αναπνοές φορτωμένες με τρίμματα κοτόπουλου και σκοτεινά σχέδια. Ακόμη και τα ρούχα, τα σεντόνια, οι επιδερμίδες, καταλήγουν να εμποτίζονται μ’ αυτές τις αναθυμιάσεις που δεν μπορείς ποτέ να τις συνηθίσεις. Επιστρέφοντας απ’ τους περιπάτους, ο εξωτερικός αέρας σταματά στο κατώφλι των περιστρεφόμενων θυρών και η μετάβαση είναι πάντα απότομη. Μια αόριστη ναυτία έρχεται αμέσως να μας υπενθυμίσει ότι ζούμε κι αναπνέουμε μέσα σε μια κοιλιά που μας κουβαλά μέσα της και μας χωνεύει αργά-αργά, προτού τελικά μας αποβάλει, περισσότερο για να μας ξεφορτωθεί παρά για να μας δώσει πίσω την ελευθερία μας.»
Όλα ξεκινάνε από μια εκκλησία θαμμένη στην άμμο, σε μια χερσόνησο, στο βόρειο άκρο της Δανίας. Μια εκκλησία που έχει μείνει έτσι σε αυτή την κατάσταση για αιώνες, όπου μόνο λίγα μέτρα από το παλιό καμπαναριό ξεχωρίζουν πάνω από την άμμο, αντικατοπτρίζοντας μια κατάσταση διαρκούς αμφιβολίας σαν ένας αινιγματικός πίνακας. Ο Πωλ γεννήθηκε σε μια ιδιαίτερη οικογένεια στην Τουλούζη της Γαλλίας, από πατέρα Δανό πάστορα, που καταγόταν από την πόλη με την θαμμένη εκκλησία και μητέρα Γαλλίδα που διηύθυνε έναν κινηματογράφο της πόλης. Οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, καθόρισαν τον Πωλ. Ο πάστορας πατέρας του, ήταν ένας άνθρωπος που είχε χάσει τη πίστη του σταδιακά και υπηρετούσε την εκκλησία για να φροντίζει το ποίμνιό του, περισσότερο από ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, παρά εκκλησιαστικό. Σύντομα ήρθε σε διάσταση με την σύζυγό του, την πανέμορφη Αννά Μαρζερί, που είδε τον κινηματογράφο της να ανθίζει κυρίως με την προβολή ταινιών καλλιτεχνικών κι ανατρεπτικών μετά τον Μάη του 68 ή άκρως ερωτικών και πορνογραφικών όπως το «Βαθύ λαρύγγι», που έρχονταν σε αντίθεση με την επαγγελματική ιδιότητα του συζύγου της – αποφέροντας όμως στην οικογένεια πολλά χρήματα. Το ένα έφερε το άλλο και το ζευγάρι χώρισε. Ο πάστορας βρήκε μια θέση σε ένα χωριό μεταλλωρύχων του Καναδά, ίσως το πιο μακρινό μέρος που έψαχνε να πάει, και πήρε μαζί του, τον νεαρό Πωλ που παράτησε τις σπουδές του στην Γεωγραφία για να μείνει και να δουλέψει σε χειρονακτικές εργασίες, σε μια οικογενειακή επιχείρηση εργολάβων, στη μικρή πόλη που ζούσε.
Ο πάστορας μπορεί να ενδιαφέρεται για το κοινό των λιγοστών ανθρώπων του εκκλησιάσματός τους στη μικρή εργατική πόλη του Καναδά, αλλά η ζωή δεν είναι εύκολη και πολύ μοναχική. Ο τζόγος θα τον συνεπάρει και η κατρακύλα θα είναι αναπόφευκτη. Δανεισμός υπέρογκων ποσών, κατάχρηση χρημάτων από το ταμείο της εκκλησίας, απόλυση, μοναξιά και απογοήτευση. Θα πεθάνει από έμφραγμα και ο Πωλ θα φύγει από την πόλη, καταλήγοντας στο Μοντρεάλ, όπου θα προσληφθεί ως επιστάτης-θυρωρός σε μια μεγάλη πολυκατοικία 65 ιδιόκτητων διαμερισμάτων, όπου θα έχει την ευθύνη όλων των λειτουργιών του κτιρίου, της πισίνας και των κήπων. Σε αυτή τη δουλειά, ο Πωλ θα βρει κυριολεκτικά τον εαυτό του, καθώς δεν ασκεί τυπικά την απαιτητική εργασία του, αλλά θα φροντίζει τους ενοίκους προσωπικά, θα ασχολείται με τους γηραιότερους, θα νοιάζεται για όλους, θα βρίσκει τη λύση για τα πάντα. Ο Πωλ θα ξεφύγει από τη μοναξιά και την έμφυτη μελαγχολία του, βρίσκοντας τον έρωτα, στο πρόσωπο μιας Ινδιάνας πιλότου, μικρών μεταφορικών υδροπλάνων και με ένα μικρό σκυλάκι, τη Νουκ, που η σύντροφός του βρήκε σε ένα από τα ταξίδια της στην ενδοχώρα, θα ζουν ευτυχισμένοι παρά τα καθημερινά μικροπροβλήματα της καθημερινότητας του κτιρίου και των ενοίκων του.
Ο Πωλ θρηνεί τους νεκρούς του, αυτό το διαβάζουμε από την αρχή του βιβλίου, έχει χάσει τους πάντες γύρω του – πέθαναν όλοι. Φαντάζεσαι κάτι φρικιαστικό ή πολύ εγκληματικό. Δεν είναι έτσι όμως…
Τι οδήγησε λοιπόν, αυτόν τον προσηνή και ευπροσήγορο άνθρωπο στην φυλακή; Ποια είναι η βίαιη πράξη και η ολιγόχρονη ποινή που δέχεται αδιαμαρτύρητα ως «δίκαιη τιμωρία»; Τι συνέβη στη ζωή του; Ο Dubois, κρατά καλά το μυστήριο μέχρι το τέλος, παρότι αρκετές σελίδες πριν από αυτό, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε (και να συμπάσχουμε) στο τι μπορεί να κάνει έναν αληθινά καλό και ήρεμο άνθρωπο να εκραγεί; Το φινάλε και η αποκάλυψη, έρχεται σε αρμονία με το ύφος του βιβλίου, σε μια ιστορία που συγκινεί με τον βαθύ ανθρωπισμό της.
Μελαγχολικό και πολύ ανθρώπινο, το μυθιστόρημα εγκλεισμού (όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τα βιβλία που εκτυλίσσονται σε μια φυλακή) του Dubois, σε παίρνει μαζί του σε αυτό το ταξίδι, της ιστορίας μιας οικογένειας, ενός ανθρώπου συμπονετικού και δοτικού, που πιστεύει στις αξίες της ζωής και που ένα λάθος ή μια απόλυτα δικαιολογημένη πράξη (όπως μπορεί να το δει κανείς), θα τον οδηγήσει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Γραμμένο με απλό και φαινομενικά ανάλαφρο ύφος, πολύ χιούμορ και ενσυναίσθηση, συγκινεί τον αναγνώστη και τον οδηγεί σε σκέψεις πάνω σε θέματα ηθικής (το καλό και το κακό είναι διαρκώς παρόντα ως προβληματισμοί στην δομή του βιβλίου), αλλά και σχετικότητας για την πίστη, την δικαιοσύνη, την αυτοδικία και την τιμωρία (άδικη ή όχι – και ποια είναι τα όρια), την καλοσύνη και τον θυμό ή το έγκλημα.
Το «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», δεν είναι ένα μυθιστόρημα που εκπλήσσει με το αφηγηματικό του ύφος, ούτε (πιστεύω ότι) είναι ένα βιβλίο που θα του αφιερωθεί κάποιο κεφάλαιο σε μια μελλοντική παγκόσμια ιστορία της Λογοτεχνίας. Είναι όμως ένα πολύ ανθρώπινο και πολύ συναισθηματικό μυθιστόρημα, μια ωραία υπενθύμιση για την σχετικότητα της ζωής, το σύνθετο της κάθε ύπαρξης, την απώλεια και την συμπόνια, την αγάπη και την αφοσίωση, και κυρίως την διαμόρφωση του τόπου στην προσωπικότητα του καθενός από εμάς.
Βαθμολογία 82 / 100
Δημοσίευση σχολίου