Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024 |
Permalink
Kill, kill, kill ("Τέκνο του Θεού" και "Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ")
Μυθιστορήματα
βίαια και νοσηρά, όπου οι συγγραφείς εξερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση και
φτάνουν στα όρια της γραφής τους, προκαλώντας διαρκώς τον αναγνώστη (και τις αντοχές
του). Μυθιστορήματα ζοφερά αλλά ιδιαίτερα ελκυστικά, που δεν ενδείκνυνται για «ευαίσθητους
αναγνώστες» ή γι’ αυτούς που (συνηθίζουν στα βιβλία που διαβάζουν να) εισέρχονται
βαθιά εντός τους – το πιθανότερο είναι να βλέπουν εφιάλτες αργότερα. Είναι δύο βιβλία
διαφορετικής θεματικής, γραμμένα το πρώτο, από έναν συγγραφέα-κολοσσό με
φανατικούς θαυμαστές και το δεύτερο, από έναν ελάχιστα γνωστό στο παγκόσμιο
κοινό που τράβηξε τον δικό του μοναχικό δρόμο με λίγους (σχετικά) αλλά πολύ
φανατικούς αναγνώστες.
Στο
κείμενο αυτό, γράφω για ένα από τα ελάσσονα έργα του σπουδαίου Αμερικανού
συγγραφέα Cormac McCarthy (Providence 1933 – Santa
Fe 2023), που έχει ως τίτλο «ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» («Child of God») – εκδόσεις Gutenberg, (σειρά Aldina) σε (αστραφτερή) μετάφραση και ωραία εισαγωγή του Παναγιώτη Κεχαγιά (σελ. 221),
που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν από τους αποκρουστικότερους κακούς στο
λογοτεχνικό σύμπαν, και για το διασημότερο ίσως λογοτεχνικό έργο, του Βρετανού
συγγραφέα (και πολλά άλλα) Derek Raymond (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Robin (Robert) Cook) – (Λονδίνο 1931-1994), με τίτλο «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ» («I was Dora Suarez») – εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση της Όλγας Καρυώτη (σελ.
267),
με ήρωα έναν από τους πιο διεστραμμένους κακούς που έχω συναντήσει σε
μυθιστόρημα. Ας τα πάρουμε από την αρχή:
Το
«ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», είναι ένα από τα
πρώτα μυθιστορήματα (ουσιαστικά, το τρίτο) που έγραψε ο μεγάλος McCarthy. Εκδόθηκε το 1973,
την εποχή που ο έξοχος συγγραφέας δεν είχε γίνει ακόμα διάσημος και προτού
γραφτούν τα «μεγάλα έργα» του. Είναι από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του, που
όμως διαβάζοντάς το μετά από 50 χρόνια από τη δημιουργία του, παραμένει
εξαιρετικά σύγχρονο και διαθέτει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του McCarthy, κυρίως την
ικανότητά του να περιγράφει τον ανθρώπινο ψυχισμό και τα όριά του, μέσα στα
τραχιά τοπία της αμερικανικής ενδοχώρας, και να εμβαθύνει στα σκοτεινά βάθη της
ανθρώπινης ψυχής.
Στο
μυθιστόρημα, ακολουθούμε τον Λέστερ Μπάλαρντ, έναν φτωχό αγρότη, ο οποίος χάνει
το κτήμα του, για χρέη στην τράπεζα, σε μια επαρχία του Τενεσί. Βρισκόμαστε στα
μέσα της δεκαετίας του ’50 και ο Μπάλαρντ, συγκλονισμένος από αυτή την απώλεια,
περιφέρεται άστεγος και χωρίς διάθεση για δουλειά. Απλά επιβιώνει και σκοτώνει.
Γιατί ο Μπάλαρντ είναι ένας διαταραγμένος άνθρωπος, αποξενωμένος από την
κοινωνία που τον περιφρονεί και δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Ο Μπάλαρντ
βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παράνοια, δολοφονώντας ζευγάρια που
κατασκοπεύει μέσα στα αυτοκίνητά τους σε ερωτικές στιγμές, είναι νεκρόφιλος
(αφού παίρνει τα γυναικεία πτώματα και τα βιάζει) και τελείως εξαχρειωμένος.
«Ένας άντρας
μοναχικός. Όσοι πήγαιναν στου Κίρμπι για να πιούν τον πετύχαιναν νυχτιάτικα
δίπλα στο δρόμο, καμπουριασμένο και μόνο, με την καραμπίνα στο χέρι σαν κάτι
που δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει.
Είχε αδυνατίσει κι
είχε γίνει πικρόχολος.
Κάποιοι έλεγαν πώς
είχε τρελαθεί.
Ένα κακόβουλο άστρο
τον οδηγούσε.
Σταματούσε στα
σταυροδρόμια κι αφουγκραζόταν τα σκυλιά των άλλων να γαβγίζουν πάνω στο βουνό.
Μια ψωροπερήφανη φιγούρα στο φως των προβολέων των λιγοστών αυτοκινήτων που
περνούσαν. Μέσα στη σκόνη που άφηναν πίσω τους εκείνος έβριζε ή μουρμούριζε ή
εκτόξευε ροχάλες ενώ οι άλλοι στριμώχνονταν μέσα στα παλιά μεγάλα σεντάν με
καραμπίνες και βάζα με ουίσκι ακουμπισμένα ανάμεσά τους και λιγνά κυνηγόσκυλα
κουλουριασμένα πάνω στο καπό του πορτμπαγκάζ.»
Λόγω
της εμφάνισής του – είναι τόσο κοντός (στα όρια του νανισμού), βρώμικος και
εξαθλιωμένος – κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Τον αφήνουν να περιφέρεται –
κάποιοι τον λυπούνται, λόγω του βασανισμένου παρελθόντος του, ο πατέρας του
κρεμάστηκε, ως παιδί δε αντιμετώπιζε πάντα την χλεύη των συμμαθητών του -, τον
βλέπουν ως γραφική φιγούρα, αλλά εκείνος είναι ότι πιο κοντινό σε serial killer, μπορείς να φανταστείς. Κατρακυλάει στην
τρέλα, σκοτώνοντας και βιάζοντας νεκρές γυναίκες, αγοράζει γυναικεία εσώρουχα
προσπαθώντας να τους τα φορέσει, ντύνεται με γυναικεία ρούχα και ζει σε σπηλιές,
ενώ οι υποψίες για τη δράση του εντείνονται αλλά αποδείξεις δεν υπάρχουν.
Στο
βιβλίο του McCarthy,
τα ηθικά όρια θολώνουν και η γραμμή μεταξύ «πολιτισμού» και «αγριότητας»
ξεθωριάζει, όσο δε ο Μπάλαρντ βυθίζεται όλο και περισσότερο στην τρέλα, προκαλεί
τον αναγνώστη να σκεφτεί για τις έννοιες της «ηθικής» και των κανόνων που
επιβάλλονται από την κοινωνία. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άνθρωπος χαμηλής
νοημοσύνης που είναι ανίκανος να επικοινωνήσει με τους άλλους, απομονώνεται και
ζει ως κτήνος, δεν ξεχωρίζει τις ενέργειές του μεταξύ «καλού» και «κακού»,
βγάζοντας στην επιφάνεια τα χαμηλότερα ένστικτα του ανθρώπινου είδους.
«Ενώ ήταν
ξαπλωμένος μέσα στη σκοτεινή σπηλιά τού φάνηκε ότι άκουσε ένα σφύριγμα όπως
όταν ήταν μικρό παιδί στο κρεβάτι του κι άκουγε τον πατέρα του που γύριζε σπίτι
να σφυρίζει από το δρόμο, έναν μοναχικό αυλητή, αλλά τώρα ο μόνος ήχος που
ακουγόταν ήταν το ρυάκι που κυλούσε στα βάθη του σπηλαίου για να καταλήξει ίσως
σε άγνωστους ωκεανούς στα βάθη της γης.
Εκείνη τη νύχτα
είδε στον ύπνο του ότι ακολουθούσε τη δασωμένη ράχη του βουνού καβάλα στο
μουλάρι. Είδε πιο χαμηλά κάτι ελάφια σ’ ένα λιβάδι να φωτίζονται από τον ήλιο
που έπεφτε στο χορτάρι. Το χορτάρι δεν είχε στεγνώσει ακόμη και τα ελάφια
στέκονταν ακίνητα και τους έφτανε μέχρι τα γόνατα. Μπορούσε να νιώσει τη
ραχοκοκαλιά του μουλαριού να κινείται με κάθε βήμα και ο Μπάλαρντ πίεσε με τα
πόδια του τα πλευρά. Η θλίψη και ο φόβος του βάθαιναν με κάθε φύλλο που άγγιζε
το πρόσωπό του. Κάθε φύλλο που περνούσε το έβλεπε για τελευταία φορά. Κυλούσαν
πάνω στο πρόσωπό του σαν πέπλα, κάποια ήδη κίτρινα, με τις φλέβες τους σαν
λεπτά κόκκαλα στο φως του ήλιου. Ήταν απόφασισμένος να συνεχίσει γιατί δεν
υπήρχε γυρισμός και ο κόσμος εκείνη τη μέρα ήταν πανέμορφος όπως και κάθε άλλη
μέρα από την αρχή του κόσμου και ο Μπάλαρντ πήγαινε ίσια στο χαμό του.»
Ο
McCarthy, δημιουργεί έναν ήρωα, που θα συναντήσουμε
και σε μεταγενέστερα βιβλία του (σχεδόν πανομοιότυπος είναι ο – απόλυτα Κακός –
Άντον Τσίγκουρ αλησμόνητος χαρακτήρας του «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»), έναν ήρωα που παρότι είναι ένα «τέκνο του Θεού» («μάλλον όπως κι εσείς» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, στην
αρχή του βιβλίου), επισημαίνει διαρκώς στον αναγνώστη ποια είναι τα βαθύτατα
όρια μιας ύπαρξης, πόσο βαθιά κρυμμένο (ή και καταπιεσμένο) είναι το «Κακό»
μέσα μας, δοκιμάζει τα όρια των αναγνωστικών αντοχών μας.
Το
«Τέκνο του Θεού» που μετέφερε στον κινηματογράφο ο (διαρκώς ανήσυχος και πολύ μορφωμένος) James Franco, μπορεί να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή
των εκπληκτικών βιβλίων του Cormac McCarthy, αλλά είναι ένα
«μεγάλο – μικρό» μυθιστόρημα, αφόρητο και ελκυστικό, απωθητικό και σαγηνευτικό,
μια διαρκής αναγνωστική πρόκληση, αλλά και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση της
μεγαλοσύνης του σπουδαίου συγγραφέα.
Στο
«ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», η βία και η
κτηνωδία έχουν άλλο πρόσωπο, αλλά η «δοκιμασία» στις αντοχές του αναγνώστη
συνεχίζεται. Ο ευφυέστατος Derek Raymond, αναπτύσσει μια
απόλυτα ρεαλιστική (πιο «ρεαλιστική» δεν γίνεται) ιστορία, όπου κι εδώ έχουμε
όχι μόνο έναν «απόλυτα Κακό» λογοτεχνικό ήρωα, που είναι όμως ταυτόχρονα κι
ένας ζωντανός χαρακτήρας που θα μπορούσε να βρίσκεται διαρκώς δίπλα μας, στα
μέσα μαζικής μεταφοράς, στα μαγαζιά που διασκεδάζουμε, στον δρόμο που
περπατάμε. Είναι ένα «ταξίδι» μέσα στην παράνοια που μόνο στην απόλυτη φρίκη
μπορεί να σε οδηγήσει.
Οι
πρώτες 44 σελίδες του βιβλίου, δεν αστειεύονται! Ο αναγνώστης εισέρχεται στην «καρδιά του σκότους» κατευθείαν, χωρίς
καθυστέρηση. Ο νεαρός δολοφόνος, εισβάλλει με ένα τσεκούρι, στο σπίτι που
φιλοξενείται η Ντόρα Σουάρεζ και την τεμαχίζει (κυριολεκτικά), ενώ η άτυχη
γηραιά κυρία Μπέτι Κάρστερς που άκουσε τον θόρυβο μέσα στο διαμέρισμά της, θα
πεταχτεί σαν σακί πάνω στο ψηλό επιδαπέδιο ρολόι, όπου θα βρει τον θάνατο από
την πρόσκρουση. Ο δολοφόνος όμως δεν θα αρκεστεί σε αυτά. Θα κατακρεουργήσει το πτώμα της Ντόρα Σουάρεζ, θα εκσπερματώσει πάνω
του, θα γλείψει το αίμα, θα αφοδεύσει. Αφού τα κάνει όλα αυτά, θα φύγει και θα
πάει στο σπίτι, του Φέλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτη ενός κλαμπ με τον οποίο φαίνεται
να έχουν μια οικονομική δοσοληψία, και θα τον στείλει στον άλλον κόσμο,
ρίχνοντάς του από πολύ κοντινή απόσταση μια σφαίρα που του διαλύει το κεφάλι
(κυριολεκτικά).
Ο
ανώνυμος ντετέκτιβ που θα κληθεί από την αστυνομία να αναλάβει την υπόθεση,
είναι ο ίδιος που είναι βασικός ήρωας στο «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά», βιβλίο της σειράς των «Factory novels» (περισσότερα γι’
αυτή τη σειρά, μπορείτε να διαβάσετε στο κείμενό μου για το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά»). Στο «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ» είναι ανθυπαστυνόμος
που έχει απολυθεί από το σώμα λόγω συμπεριφοράς, αλλά καλείται πίσω εσπευσμένα
στο «Εργοστάσιο» (όπως αποκαλείται το
τμήμα στο οποίο υπηρετεί – ένα ιδιαίτερα σκληρό και βίαιο τμήμα, που
χρησιμοποιούν πολλές φορές ανορθόδοξες μεθόδους). Προσπαθώντας να ξετυλίξει το
νήμα της υπόθεσης, ο ανθυπαστυνόμος βρίσκει το ημερολόγιο της Ντόρα Σουάρεζ,
όπου θα εισέλθει σε έναν ιστό της αράχνης, γεμάτο διαφθορά, βία και ζόφο.
Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο φόνος της Ντόρα Σουάρεζ και του Φέλιξ Ροάτα, που
έγινε μερικά χιλιόμετρα μακριά, συνδέονται μεταξύ τους και το κλειδί βρίσκεται
στο κλαμπ που είχε τελευταίος. Όσο περισσότερο όμως εισέρχεται στις λεπτομέρειες
της ιστορίας και σε συνδυασμό με την ευαισθησία που βγαίνει από τα γραπτά της δολοφονηθείσας
κοπέλας, κυριεύεται από μια συνεχή εμμονή να την «δικαιώσει».
Αν
ο αναγνώστης πιστέψει ότι αυτό το κρεσέντο της βίας και της φρίκης, εξαντλείται
στην αρχή, πλανάται… Αυτό που ακολουθεί με τα ευρήματα μέσα στον επάνω όροφο
του κλαμπ, , είναι αδιανόητο, και δείγμα της αχαλίνωτης φαντασίας του
συγγραφέα. Από την άλλη όμως έχουμε και το πάθος του ανθυπαστυνόμου για την
Ντόρα Σουάρεζ, που γίνεται (ερωτική ουσιαστικά) εμμονή, και που οδηγείται αργά
αλλά σταθερά στην παράνοια και στην προσωπική εκδίκηση απέναντι σε έναν
διαταραγμένο και άρρωστο δολοφόνο. Το φινάλε του βιβλίου ελαφρώς απογοητεύει καθώς
η (πολυαναμενόμενη) κορύφωση δεν έρχεται, σε μια ιστορία ηλεκτρισμένη και
τελείως παρανοϊκή.
«Οι πληκτικοί και
οι δολοφόνοι είναι περίπου το ίδιο, οι περισσότεροι φόνοι οφείλονται είτε στην
ανία είτε στην απελπισία. Οι δολοφόνοι, σε αντίθεση με τους απλούς ανθρώπους,
σκοτώνουν επειδή τους είναι τρομερά δύσκολο να είναι ευγενικοί. Οι περισσότεροι
δολοφόνοι έχουν αστική καταγωγή ή, ακόμα χειρότερα, επειδή έχουν εξαναγκαστεί
να βρίσκονται σε εργατικό περιβάλλον, αναπαράγουν το αστικό.(…)
Αυτός ο δολοφόνος
είχε πάρα πολύ σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα. Δεν είχε ιδέα από που προέρχονταν,
φυσικά, αφού δεν είχε καμία δυνατότητα να τα διακρίνει. Μια μορφή που έπαιρνε
το πρόβλημά του (μακάρι να είχε σταματήσει εκεί!) ήταν το απόλυτο, αν και
ασυνείδητο, μίσος που έτρεφε προς το μοναδικό μέρος του εαυτού του πάνω στο
οποίο, αν και ήταν προσαρτημένο στο σώμα του, δεν είχε κανένα έλεγχο: το πουλί
του.
Είχε αρχίσει να το
τιμωρεί γι’ αυτόν τον λόγο από τότε που ήταν ακόμα πολύ νέος, για την ακρίβεια
από την πρώτη φορά που μια γυναίκα το προκάλεσε να κάνει τη δουλειά του και
απέτυχε. Στα δεκαπέντε του, την πρώτη του φορά, εκείνη την πρώτη φοβερή στιγμή
στη ζωή ενός νεαρού άντρα, τον απογοήτευσε σαν σκασμένο λάστιχο. Εξαιτίας της
ακλόνητης και απόλυτης άρνησής του να σηκωθεί, αυτό το μέρος του σώματός του
απέδειξε ότι δεν ήταν εκείνο το ανώτερο ον που νόμιζε. Αντιθέτως, αυτό το
συρρικνωμένο αλλά ζωτικό μικρό μέρος του κούρνιαζε αδύναμο, όπως έκανε έκτοτε
κάθε φορά, με μια αρνητική αλλά ελεγκτική αυθάδεια, πεσμένο πάνω στον μηρό του
σαν γερομπεκρής σε κάποιο μπαρ, κλείνοντάς του λίγο-πολύ το μάτι πονηρά,
προκαλώντας τον να κάνει κάτι. Στο τέλος τού έδωσε ένα τόσο γερό χαστούκι, που
ούρλιαξε από τον πόν πόνο που προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του, ενώ το κορίτσι,
μπροστά στο άσχημο θέαμα της ανικανότητάς του, έγινε καπνός. Έτσι το πρώτο
φαλλικό αίμα που έχυσε ποτέ ήταν το δικό του. Το κορίτσι που νόμιζε ότι ήταν
δικό του, πολύ λογικά, την κοπάνησε αμέσως από το δωμάτιο κι έφυγε μακριά από
εκείνο το φτηνό ξενοδοχείο στην Καλιντόνιαν Ρόουντ.»
Ο
Raymond περιγράφει στο
βιβλίο του, τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, εξερευνώντας θέματα
εξουσίας, βίας και λύτρωσης. Είναι ένα κολασμένο ταξίδι προς την άβυσσο με το
οποίο ο αναγνώστης νιώθει διαρκώς άβολα και δυσάρεστα, με τρομερό αφηγηματικό
ρυθμό, αγχώδη και ξέφρενο, όπου δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας θετικός – ακόμα και
ο ανώνυμος ανθυπαστυνόμος που έλκεται από την νεκρή Ντόρα Σουάρεζ, δεν μπορεί
να πει κανείς ότι είναι κάνα πρότυπο.
Νοσηρό
και ευρισκόμενο διαρκώς σε μια ισορροπία τρόμου, ζοφερό και απόκοσμο το βιβλίο,
σκοτεινό και άκρως ρεαλιστικό, μας μεταφέρει σε ένα Λονδίνο διαστροφικό και
πέρα από κάθε ηθικό φραγμό. Το «ΗΜΟΥΝ Η
ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», είναι ένα μυθιστόρημα που έγινε cult,
που απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και που μεταφέρθηκε στο θέατρο σε μια multimedia παράσταση. Είναι ένα βιβλίο που σε γοητεύει
και το ρουφάς, που σε ακολουθεί για μέρες, αλλά δεν είναι για όλους -
συνιστάται σε αποστασιοποιημένους αναγνώστες και όχι εκείνους που επηρεάζονται
εύκολα.
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 85 / 100
Δημοσίευση σχολίου