Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2006
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2006 | Permalink
Μιά Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Ξεφεύγοντας από τα συνηθισμένα μου θέματα,ανασύρω μιά ιστορία από το οικογενειακό μου άλμπουμ-λίγο θλιμμένη αλλά πάντα επίκαιρη.

Χριστούγεννα του 45 , η οικογένεια του πατέρα μου – ποιά οικογένεια δηλαδή,ο παππούς μου,η γιαγιά μου και ο πατέρας μου ήταν – μένουν στον Λόφο Σκουζέ ,σε μιά μονοκατοικία . Στην ταρατσούλα είχανε ένα μικρό κοτέτσι με δύο κοτούλες ,την προπαραμονή αργά το βράδυ,μέσα στον ύπνο τους, ακούνε βήματα στην ταράτσα ,τρέχει η κυρά-Μαριάνθη (αντρογυναίκα όπως ήταν ) βουτάει τον κλεφτοκοτά από τα μαλλιά-αυτός αφήνει τις κότες,πηδάει από την ταράτσα και εξαφανίζεται.
Μέσα στον κλαυθμό και οδυρμό που ακολούθησε στην οικογένεια,οι γονείς του πατέρα μου αποφασίζουν να κάνουν Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με έδεσμα (τι άλλο) τις 2 κότες –έτσι κι’αλλιώς χαμένες ήταν.Καλούνε τον θείο Μίλτο (αγαπημένο αδερφό της γιαγιάς και απίστευτο ακαμάτη),και ένα ζευγάρι ανηψιών του παππού από την Πόλη . Την ημέρα των Χριστουγέννων δίνουν τα κοτόπουλα στον φούρνο της γειτονιάς γιά ψήσιμο και κατά το μεσημεράκι στέλνουν τον κανακάρη τους, να φέρει το ταψί από τον φούρνο, ο οποίος ήταν στα 300 μέτρα από το σπίτι.
Ο ενδεκαετής πατέρας μου,μικροκαμωμένος και μοσχοαναθρεμμένος (παρά την κατοχή που προηγήθηκε) παραλαμβάνει το ταψί και καμαρωτός-καμαρωτός «παρελαύνει» προς το σπίτι.
Στην παρακάτω γωνία ,τον περιμένει μάγκας της εποχής άγνωστος σε αυτόν.
Ρε φιλαράκο του λέει,πήγαινε αυτό το γράμμα στην αρραβωνιαστικιά μου που μένει στο σπίτι στην άλλη γωνία, γιά να μη με δούνε οι δικοί της και εγώ σου κρατάω το ταψί.Θα χτυπήσεις το κουδούνι και θα ρίξεις το γράμμα κάτω από την πόρτα.
Ο αφελής νέος κάνει ότι του λέει ο τύπος,γυρίζει πίσω αλλά (τι έκπληξη),ο μάγκας με το ταψί έχει εξαφανιστεί.
Αφού περιπλανιέται καμμιά ωρίτσα κλαίγοντας και ψάχνοντας τον άγνωστο,ο πατέρας μου αποφασίζει να πάει στο σπίτι,όπου τον περιμένουνε αλλόφρονες και πεινασμένοι οι υπόλοιποι.Τους λέει το συμβάν,ξαμολιούνται όλοι στους δρόμους να βρούνε τον ένοχο αλλά τι να βρεις...
Ο πατέρας μου μιξόκλαιγε φοβούμενος ότι θα τις φάει,αλλά με το ψάξιμο είχε ξεθυμάνει το πράγμα –εντάξει,πέσανε κάνα-δυό σφαλιάρες,χρονιάρα μέρα . Σήκωσε τα μανίκια η κυρά-Μαριάνθη ,είχε και μερικά σουτζούκια ,έκανε μιά μεγάλη ομελέτα ,είχε και μερικά άλλα καλούδια (τι Πολίτισα ήταν άλλωστε),καθήσανε και φάγανε . Ο πατέρας μου από την θλίψη του μέθυσε τότε γιά πρώτη φορά στη ζωή του βάζοντας κρυφά ουζάκι από την νταμιτζάνα που είχε μόνιμα δίπλα του στα τραπέζια ο παππούς μου ("παιδιά αρχίζουμε με ούζο,και συνεχίζουμε με κρασί"),η δε ιστορία διανθισμένη με μπόλικες σάλτσες επαναλαμβανόταν μέχρι που έφυγαν όλοι οι πρωταγωνιστές από τη ζωή σε κάθε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους,ζεστά κι'ευτυχισμένα
 



24 Comments:


At 24/12/06 13:16, Anonymous Ανώνυμος

Υπεροχη ιστορια φιλε μου, μονο σε κατι τετοιες αναμνησεις κατοικοεδρευει ακομη, καλα κρυμμενο, το πνευμα των Χριστουγεννων...

Καλα Χριστουγεννα με Υγεια και Αγαπη.

 

At 24/12/06 13:20, Blogger mamaloukas

Ωραίο, Λίμπρο μίο...
θα σου πω τη συνέχεια όταν βρεθούμε. Καλά Χριστούγεννα.

 

At 24/12/06 16:52, Blogger Librofilo

@mamaloukas>Ανυπομονώ ν'ακούσω την συνέχεια φίλε μου,πολλές ευχές και από μένα

 

At 24/12/06 16:53, Blogger Librofilo

@nuwanda>Σ'ευχαριστώ,καλά Χριστούγεννα και σ'εσένα φίλτατε

 

At 25/12/06 02:53, Anonymous Ανώνυμος

Ώστε έχετε κι εσείς Οικογενειακή Χριστουγεννιάτικη Παράδοση ! Είδατε? Αυτά μένουν τελικά.

Σας ευχαριστούμε που επιλέξατε να μοιραστείτε μαζί μας αυτή την προσωπική ιστορία. Κρίμα που δε θα μάθουμε τη μαμαλούκειο συνέχεια της...

Να περάσετε όσο καλύτερα γίνεται τις γιορτινές αυτές μέρες με τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Τις θερμότερες ευχές μου για τα Χριστούγεννα !!

Υ.Γ. Ο υπολογιστής υπέκυψε στα voodoo μου και τραγούδησε!
Δεν το πιστεύω ότι βάλατε αυτό το τραγούδι, τυγχάνει να είναι το πιο αγαπημένο μου (στην κατηγορία του)!!! Και μάλιστα στην καλύτερη του εκτέλεση (σχεδόν πάντα η πρωτότυπη είναι και η καλύτερη). Τέλεια επιλογή. Μαγεία...

 

At 25/12/06 11:17, Anonymous Ανώνυμος

Είναι από χτες που προσπαθώ να βρω κάτι να σχολιάσω κάθε φορά που περνώ από το blog σου. Αλλά δεν βρίσκω.
Έχει απανωτά στριμωγμένα σύμβολα αυτή η ιστορία.
Ασπρόμαυρη ήταν η πρώτη εικονοποίηση.
Με το ζόρι έγχρωμη η δεύτερη.
Μετά ήρθαν οι χαρακτήρες.
Μετά μία φράση που άκουσα χτες σε μία πολύ πρόσφατη κινηματογραφική υπερπαραγωγή:
"Ο γιός γίνεται πατέρας και ο πατέρας γίνεται γιός."
Μετά, υπήρχε μία πολύ συγκεκριμένη σκηνή: Ένα παιδάκι να περνά απέναντι το δρόμο με το ταψί στο χέρι κι ένας ψιλόλιγνος τύπος με μουστακάκι να του πιάνει την κουβέντα. Δεν ακούμε τι του λέει. Το παιδάκι του δίνει το ταψί και φεύγει τρέχοντας με το αχαλίνωτο τρέξιμο ενός παιδιού επτά χρονών. Ο τύπος γυρνά αργά το κεφάλι γύρω γύρω και φεύγει με γρήγορα βήματα. Το παιδί γυρνά ξανά φρενάροντας αστεία στο γαρμπίλι του δρόμου. Στη γωνία στο πεζοδρόμιο που ήταν πριν ο τύπος δεν υπάρχει κανείς. Το παιδάκι μένει όρθιο.
Σα σκηνή από τη "Μαγική πόλη" που δεν μπήκε ποτέ. Σαν ανέκδοτο κομμάτι από ταινία του Ιταλικού Νεορεαλισμού.
Παρόλα αυτά, λένε, ότι η Ιστορία έχει απίστευτες μυρωδιές. Και χρώματα. Και κρύο και χνώτα. Σαν το φωτογραφικό άλμπουμ με έγχρωμες φωτογραφίες του Δ.Π.Π που ανακάλυψα κάποτε σ' ένα ράφι του Παπασωτηρίου.

Χρόνια πολλά Librofilo!

 

At 25/12/06 12:04, Blogger Librofilo

@Aura voluptas>Χρόνια πολλά και σ'εσάς και ευχαριστώ γιά τα καλά σας λόγια γιά την μουσική επένδυση-σας περιμένουν καλύτερα πράγματα στο μέλλον,αφήστε δε,που με την μουσική επένδυση της Πρωτοχρονιάς θα ενθουσιαστεί ο Μαμαλούκας και μπορεί να μας αποκαλύψει την συνέχεια της ιστορίας που έγραψα.Όλοι μας έχουμε οικογενειακές ιστορίες και κάτι να διηγηθούμε συνήθως όμως τις ξεχνάμε,μας παρασέρνει ο ρυθμός της ζωής και οι παραστάσεις που διαδέχονται η μία την άλλη.

 

At 25/12/06 12:15, Blogger Librofilo

@George>Χρόνια σου πολλά και σ'ευχαριστώ γιά την επίσκεψη και το σχόλιο.Αυτό που με φρενάριζε και κάπου δίσταζα να βάλω την ιστορία,είναι το "νεορεαλιστικό της ύφος",εμένα μου έκανε κάτι σε "Κλέφτη Ποδηλάτων"-πολύ μελό γιά τα γούστα μου.Χθες το βράδυ που βρέθηκα με την μητέρα μου ξαναθυμηθήκαμε την ιστοριούλα (εκείνη βέβαια πρέπει να την έχει ακούσει χιλιάδες φορές).Μου είπε μία παράμετρο της,που δεν είχα σκεφτεί.Η γιαγιά μου υποστήριζε ότι ο πατέρας μου σκλήρηνε μετά από αυτό το γεγονός και στα 14 του,ανακοίνωσε στους εμβρόντητους γονείς του ότι θα πάει στην Σχολή Εμποροπλοιάρχων-τότε έμπαινες μόλις τελείωνες την Β Γυμνασίου εάν ήσουν αριστούχος.Αδύνατον να τον μεταπείσουν-παράτησε την Βαρβάκειο και με κοντά ακόμα παντελονάκια μπήκε στην Σχολή,απ'όπου αποφοίτησε 18 χρονών.Αυτό όμως είναι μέρος άλλων ιστοριών.
Σ'ευχαριστώ για τους συνειρμούς που προκάλεσε το σχόλιο σου και σου εύχομαι με τη σειρά μου και πάλι Χρόνια Πολλά

 

At 26/12/06 10:37, Blogger anagnostria

Ευχαριστούμε, αγαπητέ Librofile, για την "παπαδιαμάντεια" ιστορία. Μου θύμισε "Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη". Χρόνια πολλά κι ευτυχισμένα!

 

At 26/12/06 11:10, Blogger Librofilo

Χρόνια Πολλά και σ'εσάς αγαπητή "anagnostria".

 

At 26/12/06 11:21, Blogger mamaloukas

Με όλο το σεβασμό στη μνήμη του πατέρα του φίλου μου, Λιμπρόφιλο.


Ο μικρός μας φίλος δεν ήταν τόσο αφελής όσο τον κατηγορούσε ο πατέρας του. Κι αυτό γιατί στο κοντό σπιτάκι που τον έστειλε εκείνος ο τύπος με την υποψία μουστακιού, εκείνος ο ξερακιανός που του ’φαγε το ταψί, πράγματι έμενε μια κοπελιά, όμορφη σαν τα κρύα τα νερά. Την είχε δει πολλές φορές που έβγαινε με τους γονείς της κι είχε το βλέμμα τόσο κατεβασμένο ώστε ξύριζε το δρόμο.
Κι όταν την είχε δει είχε νιώσει κάπως… Δεν μπορούσε να καταλάβει ή να εξηγήσει πώς, αλλά ένιωθε ότι είχε χαθεί κι ας ήτανε στους δρόμους που περπατούσε κάθε μέρα.
Όμως και τον ξερακιανό τον είχε δει μερικές φορές. Γυρνούσε με κάτι α΄λλους περίεργους στη γειτονιά και το παίζανε μάγκες. Λέγανε πως ήτανε απ’ το Κολωνό. Τους φοβόταν αλλά τους ζήλευε και λιγάκι. Γι’ αυτό κι όταν τον είδε πήγε αμέσως κοντά του. Ήλπιζε μπας και τον μπάσουν στην παρέα.
Όταν ο ξερακιανός του πάσαρε το ραβασάκι, ζήλεψε. Τούτος ο ασχημομούρης ήτανε αρραβωνιασμένος με την κοπελιά; Το ’κανε το θέλημα με μισή καρδιά. Ας πάει, θα ’χανε την κοπελιά, αλλά μπορεί να κέρδιζε την εύνοια του μάγκα.
Κι έπειτα όλα γκρεμίστηκαν. Τον είχε γελάσει.
Το πράγμα όμως δεν είχε τελειώσει εδώ.
Όταν ξαναβγήκε απ’ το σπίτι δύο μέρες μετά, για μια παραγγελία της μάνας του ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Δεν ήταν να περάσει απ’ το κοντό σπιτάκι της κοπελιάς, αλλά ο διάολος τον έστειλε από κει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πλησίασε κιόλας να δει ποιος ξέρει τι.
Ούτε κατάλαβε πότε άνοιξε η πόρτα και τον αρπάξανε δυο χέρια.
«Θα σε μάθω εγώ να φέρνεις ραβασάκια με αισχρόλογα στην κόρη μου». Αυτό άκουσε κι έπειτα οι σφαλιάρες πέσανε βροχή.

Τίποτα όμως δεν είπε στους γονείς του, ούτε για την κοπέλα που υπήρχε πραγματικά κι ο ξερακιανός ήθελε να πιάσει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ούτε για το ξύλο που ’χε φάει κατόπιν –κυριολεκτικά- εορτής.

Αυτά σκεφτόταν με γλυκόπικρη διάθεση όταν η βροχή μαστίγωνε το φινιστρίνι του AGIA MARINA II. Γέμισε την πίπα του και σκαρφάλωσε τα πόδια του πάνω στο ξύλινο γραφειάκι της καμπίνας του. Ήτανε στο ντόκο απ’ το μεσημέρι κι όλο το σκαρί μοσχομύριζε αρώματα που βάζανε οι αγαπητικοί πριν βγούνε τις βόλτες τους.
Η πόρτα αντήχησε και τονε τρόμαξε λιγουλάκι. Αναγνώρισε την αγριοφωνάρα του λοστρόμου, του Ζώη του Βρεττού.
«Καπετάνιο!»
«Μπρος, ρε» είπε ρουφώντας τον καπνό.
Η πόρτα άνοιξε κι ο όγκος του Βρεττού σκέπασε το άνοιγμα. Έπαιξε λίγο τα μάτια και καρφώθηκε στον καπετάνιο.
«Λέγε ρε» είπε εκείνος, αλλά πριν προλάβει ο λοστρόμος να το ανοίξει ο καπετάνιος συνέχισε. «Τι έγινε; Δε βγήκες ακόμα;»
«Τώρα θα βγω καπετάνιο, ήρθε ο καινούργιος ο καμαρότος, αυτόνε που θα παίρναμε από δω».
Αμέσως θυμήθηκε το σήμα που του ’χε πασάρει ο μαρκόνης καμιά βδομάδα πριν.
«Μμμ… Ναι. Τι κουμάσι σου φαίνεται;»
«Ψιλομαλάκας, καπετάνιο».
«Γιατί, όλοι έτσι δε σου φαίνονται ρε μούργο;» είπε ο καπετάνιος και γέλασε ενώ ο Ζώης δυο μέτρα άντρας φάνηκε να κοκκινίζει».
«Καλά ρε. Στείλ’ τον μέσα κι έβγα να ξεκαβλώσεις λίγο».
«Στας διαταγάς σας, καπετάνιο».
Ο λοστρόμος βγήκε και μετά από λίγο ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Δευτερόλεπτα μετά ένας άντρας έμπαινε στην καμπίνα του καπετάνιου κι όλος ο χρόνος πάγωνε ξαφνικά κι έπειτα έτρεχε πίσω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Γύρναγε πίσω δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια, στη βρόμικη και φτωχική Αθήνα του ’45 κι όμως κουβαλούσε ακόμα εκείνη την έντονη μυρωδιά του ζεστού φαγητού που ανάσταινε και νεκρούς. Μια μυρωδιά που χάθηκε από μέσα του εκείνο το μεσημέρι, μια μυρωδιά που, ποιος ξέρει πώς, το μυαλό συνδύασε και με εκείνη την κοπελιά που δε ξανάδε ποτέ.
Ποντικομούρης, τα ίδια πεταχτά αυτιά, ξερακιανός σαν ξύλινο παλούκι, μουστάκι όμως δεν υπήρχε. Αυτός είναι, γαμώ το κέρατό μου. Στο Κολωνό σε γύρευα, στου διαόλου τη μάνα σε βρήκα.
«Καλώς τον. Πώς λέγεσαι;»
«Τρικαλινός. Γιώργος Τρικαλινός, καπετάνιε. Είμαι ο καινούργιος καμαρότος».
Τον αγριοκοίταξε. Χάνεται η μαγκιά;
«Ν’ απαντάς σ’ ότι σε ρωτάω, ’νταξει;»
«Μάλιστα, καπετάνιε».
«Κύριε καπετάνιε για σένα».
«Κύριε καπετάνιε. Μάλιστα».
Έτσι για να τα ξεχωρίσουμε νωρίς.
«Τίποτα δεν είσαι ακόμα, Τρικαλινέ. Ό,τι πω εγώ είσαι, το ’πιασες;»
«Μάλιστα κύριε καπετάνιε».
«Πότε γεννήθηκες;»
«Τι;»
«Πότε γεννήθηκες ρε; Κουφός είσαι;»
«εεε… Στις 27 Φεβρουαρίου του 1931, καπετάνιε. Κύριε καπετάνιε».
Πολύ μικρός. Ο μάγκας είχε αγγίξει τα είκοσι τότε. Κι όμως θα ορκιζόταν…
Μαλάκωσε λίγο.
«Για πες μου ρε Τρικαλινέ. Πού την έβγαλες την κατοχή;»
«Στον Πύργο, κύριε καπετάνιε».
«Στον Πύργο ε; Από κει είσαι;»
«Μάλιστα κύριε καπετάνιε».
«Αδέρφια έχεις;»
«Μάλιστα κύριε καπετάνιε. Έναν αδερφό μεγαλύτερο».
«Μπα; Πόσο μεγαλύτερο;»
«Έξι χρόνια κύριε καπετάνιε».
«Κι αυτός στον Πύργο ήτανε;»
«Όχι κύριε καπετάνιε. Στην Αθήνα…»
«Στον Κολωνό έτσι;»
Τον είδε που έμεινε. Διάνα.
«Πώς το ξέρετε, καπετάνιε;»
«Μη σε νοιάζει, ο καπετάνιος τα ξέρει όλα στο καράβι του. Και για πες μου καλόπαιδο, πού είναι τώρα ο αδερφός σου;»
Τον είδε που σκυθρώπιασε λίγο.
«Είναι στον Πειραιά, καπετάνιε… Τον ξέρατε το Χρήστο;»
«Λίγο… Τι κάνει τώρα;»
«Είναι μ’ ένα πόδι, καπετάνιε».
Γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια του άλλου ήταν βουρκωμένα. Του έκανε νόημα με το χέρι να συνεχίσει.
«Δούλευε στο λιμάνι. Έσπασε ένα σχοινί κι ένα κασόνι του έλιωσε το πόδι. Η έρημη η μάνα μου παλεύει να του βγάλουνε μια σύνταξη».
Είχε ακούσει αρκετά. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και του ζήτησε το φυλλάδιο. Αφού έγραψε μερικά πράγματα του το έδωσε πίσω.
«Καλώς όρισες, Τρικαλινέ. Ο λοστρόμος θα σου πει τα καθήκοντά σου. Εκτός από αυτά, κάθε μέρα θα μου φέρνεις εσύ το δείπνο εδώ στην καμπίνα μου, κατάλαβες;»
«Ναι, καπετάνιε, γιατί;»
Ήταν φανερό ότι αυτό του ’χε ξεφύγει.
«Γιατί; Γιατί έτσι θέλω, ρε στραβάδι. Άντε πήγαινε τώρα!»
Ο άντρας έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε.
«Κύριε καπετάνιε;»
«Κόψε το κύριε, ρε. Τι θες;»
«Να βγω σήμερα;»
«Βγες».
Όταν έφυγε άναψε πάλι την πίπα του και βλαστήμησε. Η βροχή έξω έπεφτε αμείωτη. Κι η κοπελιά τι να γίνεται, αναρωτήθηκε.


Στο φίλο Λιμπρόφιλο με αγάπη

 

At 26/12/06 11:40, Blogger Librofilo

Καταπληκτικό...Κυρίως οι σκηνές στο πλοίο..Μερικές σημειολογικές αναφορές μόνο:
-Ο πατήρ δεν κάπνιζε τσιμπούκι,τσιγάρα φανατικά
-Δεν ομιλούσε έτσι (πουθενά)-ήταν της παλιάς σχολής
-Την χρονιά που αναφέρεσαι το μπάρκο ήταν Κίελο-Ιαπωνία-Corpus Christi.Το θυμάμαι διότι ήμουν μέσα πολύ-πολύ μικρούλης με την μητέρα μου.3 μήνες στις άγριες θάλλασες,από τότε μου έμεινε και ζαλίζομαι μόλις μπαίνω σε καράβι.

Σ'ευχαριστώ πολύ γιά την υπέροχη συνεισφορά σου.

 

At 26/12/06 12:27, Blogger mamaloukas

Για τα τσιγάρα μικρό το κακό. με πειράζει όμως που δεν έπιασα την ομιλία.
(πού ξέρεις; μπορεί να τα χωνε στους νάυτες καμιά φορά!)

Δεν ήθελα να βάλω πού είχαν πιάσει. σκέφτηκα πρώτα Βραζιλία κι έπειτα Ανατολή, αλλά προτίμησα να μη γράψω τίποτα.

όπως σου έχω μιλήσει η θάλασσα ήταν ανέκαθεν στο αίμα της οικογένειας μου...

 

At 26/12/06 13:31, Blogger Librofilo

@mamaloukas>Κανονικά έτσι όπως τα έγραψες έπρεπε να ήταν η ομιλία,αλλά έπεσες στην περίπτωση.Γι'αυτό δεν άντεξε και στα 32 του τά'κοψε τα ταξίδια..Και πάλι σ'ευχαριστώ γιά το εμπνευσμένο κείμενο

 

At 27/12/06 02:11, Anonymous Ανώνυμος

Και όοοολα αυτά θα είχαν αποφευχθεί με ένα απλό: "Put the kot down, slowly!"

:PPPPPP

Σας πειράζω, Lιbro μου, εξαιρετική η ιστορία σας (και η γραφή σας) και ευφάνταστη η συνέχεια του Μαμαλούξ. Να μας γράφετε συχνότερα δικά σας κείμενα!!!!

 

At 27/12/06 11:20, Anonymous Ανώνυμος

Mamaloukas, nice try!

υπαρχει ωστοσο και μια αλλη εκδοχη:

αντιγραφω από την "Ελευθερια" της 3/1/1946:

"Σε εγκαταλελειμμένη οικιαν του Κολωνού ευρεθησαν σε ημιθανάτιον κατάστασιν την επαύριον των Χριστουγέννων τρεις σεσημμασμένοι κομμουνιστοσυμμορίται οι οποίοι προφανώς εκρύβοντο εις τοιαύτον μέρος. Πρόκειται για τους Ν.Κ (τον περίφημον "Ιωσήφ"), Δ.Μ. και Β.Κ. (γνωστότερον και ως "Ολυμπον").

Ως αίτιον του δυστυχήματος προκρίνεται η τροφική δηλητηρίασις, προκληθείσα εκ παρακειμένου ημιτελούς γεύματος απαρτιζομένου εξ ορνίθων ψητών μετά των απαραιτήτων συνοδευτικών.

Οι δηλητηριασθέντες εμεταφέρθησαν στον νοσοκομείο των φυλακών "Αβέρωφ¨ όπου και εξεψύχησαν. Αδηλοι παραμένουν οι σκοποί των πιθανών δραστών, ο κύριος Διευθυντής της Αστυνομίας ωστόσο επιθανολόγησε ότι πρόκειται δια εσωτερικήν υπόθεσιν των κομμουνιστών. "Ητο μια ακόμη έμπρακτη απόδειξη της θεικής υπέρ ημών παρεμβάσεως στον ιερό αγώνα μας ενατίον των προδοτών και σφαγέων της πατρίδος" κατέληξε."

Ηταν λοιπόν ευτυχης συγκυρία το συνανπάντημα του μικρού με τον μάγκα και η αφαίρεσις του φαγητού. Το ερώτημα βέβαια (για την ζωηρή φαντασια του Μαμαλούκα) είναι: ποιος και γιατι δηλητηριασε το φαγητο?

 

At 27/12/06 12:06, Blogger Librofilo

@Nuwanda>Ενδιαφέρουσα εκδοχή της ιστορίας.Λέτε να ήθελαν να δηλητηριάσουν την οικογένεια μου?Λέτε να τους δηλητηρίασε ο μικρός δαίμων πατήρ μου?

 

At 27/12/06 12:08, Blogger Librofilo

@Composition Doll>Σας ευχαριστώ πολύ φίλτατη αλλά μάλλον δεν πρόκειται να το κάνω-προτιμώ να διαβάζω (και να σχολιάζω) κείμενα των άλλων.

 

At 27/12/06 12:52, Anonymous Ανώνυμος

ε, τι να πω; με στείλατε και οι δυο: καταρχάς ο λίμπρο που αποφάσισε να γράψει και γράφει όμορφα και ο Μαμαλούκας που σταμάτησε να απαντάει μονολεκτικά και άρχισε να λέει ιστορίες. Καταπληκτικοί και οι δύο. Ελπίζω να διαβάσατε το τελευταίο του Σουρούνη, γιατί εγώ το διάβασα και έπαθα πλάκα...χάρμα αναγνώσεως σαν και σας καλή ώρα

 

At 27/12/06 14:57, Blogger mamaloukas

@scalidi
ναι

 

At 27/12/06 15:04, Blogger Librofilo

@Σταυρούλα καλωσόρισες και Χρόνια Πολλά.Σ'ευχαριστώ γιά τα καλά σου λόγια,δύσκολα θα υπάρξει συνέχεια όμως.Είδες μόλις γύρισες αρχισε ο Μαμαλούκας να απαντάει μονολεκτικά πάλι...

 

At 27/12/06 15:20, Anonymous Ανώνυμος

λίμπρο, χρόνια πολλά και πάλι, τι να πω; Θα μας τρελάνει με το χιούμορ του αυτός ο άνθρωπος...Για το τζόκερ του nuwanda, βλέπω τηρείτε σιγήν ιχθύος. Αφού το κέρδισε γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Ρωτήστε τον και θα λάβετε μία υπέροχη απάντηση για το τι εστί τζόκερ...

 

At 28/12/06 01:00, Anonymous Ανώνυμος

πράγματι, γλυκόπικρη ιστορία, όπως είναι και η ζωή...

(και η αθωότητα η τότε, πλέον δεν υπάρχει)

ευχαριστώ για την μουσική υπόκρουση, ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια και σε υπέροχη εκτέλεση.

χίλιες ευχές για το 2007!

 

At 28/12/06 10:23, Blogger Librofilo

@alexandra>Ευχαριστώ,τις καλύτερες ευχές μου γιά τον καινούριο χρόνο.

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home