Ελκυστικό θέμα το οποίο αφήνει πολλά περιθώρια ανάπτυξης και προβληματισμού.Εδώ έχουμε μιά οικογένεια αρκετά διαφορετική από τα συνηθισμένα.Ο πατέρας επιχειρηματίας της νύχτας πετυχημένος,πρώην εξεγερμένο νιάτο,αναρχική φυσιογνωμία,χαρισματική προσωπικότητα αλλά συναισθηματικά ανίκανος ευρισκόμενος σε μιά παρατεταμένη εφηβεία (κοινώς λεβεντομαλάκας).Η μητέρα γοητευτική φιγούρα ως νέα,καταθλιπτική προσωπικότητα ως μητέρα,παραιτημένη απ’όλα και από όλους.Η κόρη βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος δύστροπη,ανυπότακτη σε μιά συνεχή αμφισβήτηση των πάντων.
Όταν ο πατέρας πεθαίνει μετά από βασανιστική ασθένεια,η «ακαμάτρα» κόρη κληρονομεί τα (χρεωκοπημένα) νυχτερινά μαγαζιά και αποφασίζει να παλέψει κολυμπώντας στα βαθιά.
Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και ενηλικίωσης,το οποίο ξεκινάει πολύ καλά αλλά χάνεται στην διαδρομή κυρίως με την εισαγωγή στην ιστορία του πάνσοφου,παντογνώστη,σούπερ γκόμενου,σπουδαίου και καταπληκτικού μπάρμαν Μωβ,και του αινιγματικού Ρώσου μαφιόζου οι οποίου συνδράμουν την νεαρά στην εκπλήρωση των στόχων της.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του βιβλίου συμβάλλουν στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και βοηθάνε στην εναλλαγή των εικόνων δημιουργώντας ένα βιβλίο που παρά το δύστροπο θέμα του κυλάει άνετα.Η γραφή της Νικολαϊδου (η οποία είναι και εξαιρετική κριτικός λογοτεχνίας-την στήλη της στα ΝΕΑ την παρακολουθώ ευλαβικά),είναι πολύ καλή (αν και κάπως κυνική γιά τα γούστα μου), και έχει προσωπικότητα και σπιρτάδα,πιστεύω όμως ότι το υλικό της ξέφυγε στην πορεία και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει,αυτόματα λοιπόν οδηγήθηκε σε ένα τέλος του βιβλίου που δείχνει μάλλον συμβατικό γιά το ύφος του.
«Όταν ήμουνα μικρή,ήθελα να το ακούω ξανά και ξανά.Πως γνωρίστηκαν σ’εκείνο το πάρτυ.Ο Ιασίδης είχε εμφανιστεί με τον Σουγλέ.Κοστουμαρισμένοι ,με γυαλισμένα τα παπούτσια τους.Θα είχε ντάμες απ’το Καλαμαρί τους είπαν.Ο μπαμπάς τρελλαινόταν να πειράζει κορίτσια που είχαν μεγαλώσει στις καλόγριες.Αυτές είναι πιό ξαναμμένες απ’τις άλλες έλεγε κι’έκλεινε το μάτι στον Σουγλέ με νόημα....
Είχε πιεί ήδη τρία βερμούτ,όταν μπήκε η Μπένια.Δεν φορούσε φουστάνι με φουρό όπως οι υπόλοιπες αλλά παντελόνια,ισορροπούσε με επιτυχία στα τακούνια της,είχε μεγάλα βυζαντινά μάτια που έτρωγαν τον τόπο γύρω,ο Ιασίδης δεν ήξερε τι θα πεί βυζαντινά μάτια,αλλά ένιωσε τις τρίχες στο στέρνο του να κυματίζουν την πρώτη φορά που τον κοίταξε.Δεν είχε τρόπο ν’αμυνθεί κι’αρχισε τα καραγκιοζιλίκια ,τι άνοιγε τα πόδια σπαγγάτο στις φιγούρες,τι κάπνιζε τέσσερα τσιγάρα ταυτόχρονα περασμένα στα δάχτυλα του δεξιού χεριού.Προσπάθησε να φάει τα κεράσια με μαχαιροπήρουνο.Κι όταν κάποιος έβαλε στο πικάπ Στόουνς,την κοίταξε με καμάρι να σηκώνεται μόνη της.Οι άλλες είχαν καθίσει στις καρέκλες τους,έστρωναν τα φουρό στον ποπό τους,η Μπένια πέταξε τα τακούνια της.Γυμνώθηκαν τα πόδια της,γλυπτά οι αστράγαλοι,χόρεψε με την ψυχή της.
Ο Ιασίδης τρελλαινόταν γιά τους Στόουνς κυρίως γιά τον Τζάγκερ,ανέκαθεν τους προτιμούσε από τους Μπιτλς που άρεσαν στις μοντέρνες μαμάδες,τα σολαρίσματα του Κιθ ήταν η αδυναμία του.Αυτή τη φορά δεν σηκώθηκε να χορέψει,στεκόταν στη γωνιά του και παρατηρούσε το κορίτσι,πως ανεβοκατέβαινε η χαίτη της,πως ίδρωνε στη βάση του λαιμού.Κι’όταν στο τέλος μια συμμαθήτρια που είχε μαζέψει τα πεταμένα γοβάκια της Μπένιας πλησίασε γιά να της τα δώσει λέγοντας,δεν έπρεπε να τα βγάλεις καλή μου,έσκισες τις κάλτσες σου,ο Ιασίδης δεν κρατήθηκε,οι Στόουνς χορεύονται χωρίς τακούνια,ντίαρ,είπε και χαμογέλασε.»
Σε τελείως αντίθετο μήκος κύματος κινείται η νουβέλα του Ν.Κουνενή «Ω,ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ» (εκδ.Μεταίχμιο) (80),ένα σαρωτικό αφήγημα γιά τα Ελληνικά εκκλησιαστικά δρώμενα.Το βιβλίο έγινε απίστευτα επίκαιρο τον χρόνο που πέρασε διότι ουσιαστικά περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν με τα λείψανα του μοναχού Βησσαρίωνα αλλά βέβαια είναι γραμμένο πριν από αυτά.
Στην Ελλάδα όμως έχουμε πληθώρα παρόμοιων «θαυμάτων» οπότε το θέμα αυτό είναι πάντα επίκαιρο.
Η αφήγηση της νουβέλας τοποθετείται στο πολύ άμεσο μέλλον και η εκκλησία του κράτους της Αβασκανίας περνάει μεγάλη κρίση.Ως λύση των άμεσων προβλημάτων τι άλλο θα ήταν καλύτερο από ένα «θαύμα».Στην απομακρυσμένη γυναικεία μονή του Οσίου Πρόκλου (τον οποίο ο Θεός τον υπέβαλλε στην δοκιμασία του μόνιμου πριαπισμού λόγω του έντονα έκλυτου βίου του) , εμφανίζεται ξαφνικά ο ίδιος ο Όσιος.Η ανάσταση του βιντεοσκοπείται και γίνεται θέμα στα δελτία ειδήσεων και ο λαός συρρέει στους ναούς.Τα θαύματα συνεχίζονται διότι ο Όσιος Πρόκλος συνεχίζει τις εμφανίσεις του με απεριόριστη επιτυχία.Ο Πρωτοποιμένας Θεόμβροτος κάνει ότι θέλει την κυβέρνηση η οποία ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις του,και του Υπουργείο Τουρισμού κάνει διαφημιστική καμπάνια σε όλο τον κόσμο με σύνθημα «Ζήσε το Θαύμα».Τα προβλήματα αρχίζουν όταν διάφοροι Όσιοι Πρόκλοι «μαϊμούδες» εμφανίζονται σε διάφορα μέρη της χώρας ξαφρίζοντας τους άβολους πιστούς.Ο Θεόμβροτος καταφέρνει να περάσει ένα νόμο περί «αντιποίησης μορφής» ο οποίος έχει αναδρομική ισχύ και κατοχυρώνει τα πνευματικά δικαιώματα της Εκκλησίας επί του Οσίου πετάγοντας έξω από τα κέρδη το γυναικείο μοναστήρι το οποίο αρνείται να υποταχθεί και στασιάζει.Η συνέχεια είναι εξίσου τρελλή και θεοπάλαβη αλλά τόσο μα τόσο επίκαιρη.
Προκλητικό,ασεβές,χιουμοριστικό, υπερβολικό αλλά και κωμικό μέχρι δακρύων σε ορισμένα σημεία, με κορυφαίο ήρωα τον αφανή τηλεθεατή Μελέτη,ο οποίος από το συνεχές ζαπάρισμα έχει λαλήσει.Ένα είδος λογοτεχνίας (?) που δεν ανθεί ιδιαίτερα στην σοβαροφανή χώρα μας αλλά που εάν είναι εύστοχο (όπως το συγκεκριμένο) αποτελεί όαση μέσα στην μιζέρια που μας περιβάλλει.
«Ζαπάρεις.Και ρουφάς άπληστα –γιά πεντηκοστή,εξηκοστή,εκατοστή φορά-την εικόνα του Πρόκλου ενώπιον των καλογραιών της μονής που φέρει τ’όνομά του.Και ξεραίνεσαι στο γέλιο με τις αμήχανες φάτσες του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης,που ,εκόντες άκοντες,πλαισιώνουν τον μόλις προ ολίγων ημερών ταπεινωμένο και νυν μεγάλο θριαμβευτή και εκλεκτό της κοινής γνώμης Πρωτοποιμένα Θεόμβροτο,που ποζάρει στον τηλεοπτικό φακό με ύφος τριάντα ημιθέων.Και παρακολουθείς εντυπωσιασμένος γιά πολλοστή επίσης φορά,το θαύμα του αναβλέψαντος αομμάτου και τις εναγώνιες-πλήν μάταιες-προσπάθειες των δημοσιογράφων να τον βρουν και να εξασφαλίσουν από αυτόν μια αποκλειστική συνέντευξη.Κι’έπειτα αφήνεσαι γοητευμένος στην ακολουθία των θαυμάτων,όπως σου την δίνει συνοπτικά το δεύτερο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης (αφηγητής Μητροπολίτης Ροζάριος):Πρόκλος θεραπεύων χωλόν εις Δευτερούπολιν,Πρόκλος διασώζων ναυαγόν εις Αχράνιον Πελαγος,Πρόκλος βροχοποιός εις Ξηρόκαμπον,Πρόκλος κινών παράλυτον εις κεντρικήν Αγαθούπολιν…
Ζαπάρεις.Και βλέπεις τα πλήθη των πιστών να συνωστίζονται και πάλι εντός και πέριξ των ναών ψάλλοντας ύμνους και ταϊζοντας με γενναιοδωρία τα ασφυκτιούντα από προσφορές παγκάρια.Και συλλέγεις από παντού δηλώσεις πίστης,διατυπωμένες με το αρμόζον στη στιγμή ιερό δέος:ο ξερακιανός και λαλίστατος συνταγματολόγος,που προβαίνει σε δημόσια δήλωση πίστης εξηγώντας παράλληλα πως δεν υφίσταται ασυμβίβαστο ανάμεσα στην τεκμηριωμένη κοσμική πραγματικότητα της πολιτικής,της οικονομίας και την υπερβατική πραγματικότητα του Θείου,αφετέρου,ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που σου εξηγεί τα πλεονεκτήματα της εμφάνισης του Οσίου,τα οποία εφοδιάζουν με νέα δυναμική την προσπάθεια εσωτερικής ανάπτυξης και διεθνούς αναβάθμισης της χώρας,ο εφοπλιστής που ήδη απέσυρε από τα πλοία του τα ονόματα διακεκριμένων πρωταθλητών και τα βάφτισε με πρόκλεια και εν γένει μονοπιστικά ονόματα....ο υπουργός Τουριστικής Προσέλκυσης που περιφέρεται από ναόν εις ναόν,βεβαιώνων ότι η τουριστική σεζόν θα είναι ένας θρίαμβος,καθώς πλήθη πιστών ανεξαρτήτως θρησκευτικού δόγματος,προγραμματίζουν ήδη τις διακοπές τους στην Αβασκανία με την κρυφή ελπίδα να ζήσουν την ανεπανάληπτη εμπειρία μιάς συνάντησης με τον Πρόκλο τον Τρίτο(τον Ευσεβή). «Ζήσε το Θαύμα»,αυτό είναι το σύνθημα της φετεινής τουριστικής μας καμπάνιας,δηλώνει πανευτυχής ο επόπτης πασών των ακτών και μαρινών,ο προστάτης πάντων των ξενώνων,ειδών εστίασης και ψυχαγωγίας κύριος Σερβατώρος.»
Τον παράδεισό τους ψάχνουνε και οι ήρωες του μάλλον άνισου μυθιστορήματος ενός από τους αγαπημένους μου Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, Μάριο Βάργκας Λιόσα «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ» (εκδ.Καστανιώτη) (75).Στο βιβλίο αυτό ο Λιόσα (εμβληματική φυσιογνωμία της παγκόσμιας πεζογραφίας του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα),ασχολείται με δύο καταπληκτικές προσωπικότητες,τον ζωγράφο Π.Γκωγκέν και την γιαγιά του,την κοινωνική αγωνίστρια Φλόρα Τριστάν.Ακολουθώντας το στυλ που είχε υιοθετήσει στο υπέροχο προηγούμενο του βιβλίο Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ,ο Λιόσα αφήνει στην άκρη τον «μαγικό ρεαλισμό» που τον καθιέρωσε και ακολουθεί αυτό του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ κυρίως στην περιγραφή των κοινωνικών αγώνων της Φλόρας Τριστάν.
Οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου δεν συναντιούνται ποτέ.Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία τους με κεφάλαια που εναλάσσονται χωρίς να τέμνονται.Ουσιαστικά δηλαδή διαβάζουμε δύο ιστορίες κάτι που μάλλον κουράζει μετα τον αρχικό εντυπωσιασμό που προξενεί στον αναγνώστη.
Η Φλόρα Τριστάν έζησε μιά ζωή δύσκολη.Παιδί που προέκυψε από την ένωση ενός ευγενή Περουβιανού και μιάς Γαλλίδας,μεγάλωσε ορφανό και θεωρούμενο νόθο διότι ο γάμος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τις Γαλλικές αρχές.Μέσα στην φτώχεια αναγκάζεται να παντρευτεί έναν βίαιο,μέθυσο τύπο ο οποίος την καθιστά σεξουαλικά ανίκανη και με τον οποίο κάνει τρία παιδιά (η κορη της θα είναι η μητέρα του Γκωγκέν).Προσωπικότητα εκρηκτική και πολύ μπροστά από την εποχή της,παρατάει τον άντρα της,εμπλέκεται σε ατέρμονη δικαστική διαμάχη μαζί του,όπου χάνει όλες τις δίκες.Σε ένα απελπισμένο ταξίδι στο Περού,συνειδητοποιεί πολλά πράγματα και με την επιστροφή της στην Γαλλία αφοσιώνεται στον αγώνα γιά την αφύπνιση των εργατών,γιά τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους,γιά την εξανθρώπιση της ζωής τους.Σε μιά Γαλλία όπου υπάρχουν όλων των ειδών τα κοινωνικά ρεύματα (Σαινσιμονιστές,Φουριεριστές,Ικαριστές,Αναρχικοί,κλπ) η Τριστάν περιοδεύει από πόλη σε πόλη λοιδορούμενη,ταλαιπωρημένη από ασθένειες και τελικά καταλήγοντας χτυπημένη από τυφοειδή πυρετό το 1844.
Ο Γκωγκέν είναι πολύ πιό γνωστή σ’εμάς προσωπικότητα περισσότερο γιά τον «αναχωρητισμό» του στις Νότιες Θάλασσες και λιγότερο γιά την ποιότητα της δουλειάς του.Μεγαλωμένος στο Περού όπου είχε καταφύγει η μητέρα του,ασχολείται αρχικά με την θάλασσα και μετά ακολουθεί την καρριέρα του επιτυχημένου χρηματιστή.Παντρεύεται μιά αυστηρών αρχών Δανέζα,κάνει μαζί της παιδιά,βγάζει πολλά λεφτά.Χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός ανακαλύπτει την κλίση του στην ζωγραφική και τα παρατάει όλα («μετεβλήθη εντός του,ο ρυθμός του κόσμου» που έλεγε ο Βιζυηνός).Με τα πολλά καταλήγει στην Ταϊτή ψάχνοντας τον Παράδεισο, όπου παρακολουθούμε την ζωή του εκεί και τον τελικό θάνατό του από την σύφιλη που τον κατέτρωγε χρόνια πολλά.
Γιά τους δύο ήρωες,ο παράδεισος είναι στην άλλη γωνία όπως το παιδικό παιχνίδι το οποίο βλέπουν να παίζεται πανομοιότυπα τόσο στο Παρίσι όσο και στην Αρεκίπα του Περού αλλά και στην μακρινή Ταϊτή.Ο παράδεισος γιά τον καθένα τους είναι τόσο διαφορετικός (όπως και γιά τον καθένα από εμάς).Γιά την ιδεαλίστρια Τριστάν είναι σε μιά καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία.Γιά τον Γκωγκέν είναι στην «αγνή» Ταϊτή όπου ο άνθρωπος ζει αρμονικά με την φύση και όπου το σεξ δεν θεωρείται κάτι βρώμικο και καταναγκαστικό αλλά μιά χαρά της ζωής.Και οι δύο απογοητεύονται και ηττώνται.Η Τριστάν δεν βλέπει ιδιαίτερη ανταπόκριση στις περιοδείες της,ο δε Γκωγκέν βρίσκει μιά αποικία ταλαιπωρούμενη από την Γαλλική γραφειοκρατία η οποία δεν τον αφήνει ήσυχο ουδεμία στιγμή.
Το βιβλίο είναι απίστευτα αργό και λεπτομερές σε σημείο πολύ κουραστικό.Η περιοδεία της Τριστάν σε πόλεις της Γαλλίας που είναι τόσο ίδιες η μία με την αλλη βγάζει νοκ-άουτ τον αναγνώστη.Ο Λιόσα χειρίζεται πολύ καλύτερα την ζωή του Γκωγκέν αλλά και εκεί παρατηρούμε μιά έμφαση στη λεπτομέρεια η οποία επιβραδύνει τον ρυθμό του μυθιστορήματος.
Εν κατακλείδι,ένα μυθιστόρημα που ξεκινάει υπέροχα και πιστεύει κανείς ότι θα περάσει πολλές ώρες απόλαυσης μαζί του,το οποίο όμως από την μέση και μετά ανυπομονείς να το τελειώσεις κουρασμένος και εσύ από τις ταλαιπωρίες των ηρώων του.
At 16/1/07 14:45,
At 16/1/07 15:35,
Συμφωνω απολυτως με τα σχολια σου για τα δυο πρωτα βιβλια. Ο μωβ Μαεστρος ειναι ευκολοδιαβαστο και πιασαρικο, αλλα δεν με ελκυει να το ξαναδιαβασω δευτερη φορα (ο απολυτος για μενα rule-of-thumb για την αξια ενος βιβλιου....)
Το βιβλιο για τον Προκλο ειναι καταπληκτικη εμπνευση και πολυ ωραια υλοποιηση. Προσωπικα θα προτιμουσα μια περισσοτερο σουρρεαλιστικη εξελιξη της ιστοριας, αλλα σε καθε περιπτωση αξιζει πολυ. Η αναγνωση του δινει πολλες και τρελες ιδεες στον "πυροβολημενο" αναγνωστη...
@Nuwanda>Τώρα εάν θέλεις το πιστεύεις αυτό,αλλά διαβάζοντας το βιβλίο του Κουνενή εσένα σκεφτόμουνα.Πιστεύω ότι θα μπορούσες άνετα να γράψεις ένα παρόμοιο αφήγημα.Συμφωνώ μαζί σου ότι λίγο βιάζεται στο τέλος και το πάει πολύ συντηρητικά και προβλέψιμα.Μ'αρέσει που δεν το έχουν πάρει χαμπάρι οι "Αγιοι Πατέρες" ακόμα (βρίσκονται στον Κώδικα ΝταΒίντσι φαίνεται).
At 16/1/07 17:02,
χαχα! ....λοιπον αγαπητε libro, με κινδυνο να σου χαλασω το ποστ, λεω τα εξης:
οταν εγινε η ιστορια με τον Βησσαριωνα, σκεφτηκα τι πλακα που θα ειχε εαν αυτο συνεβαινε με τον Ανυπομονο, τον παπα του Αρη, που ειναι και αυτος θαμμενος στην ιδια μονη (βεβαια αυτος πεθανε το 2004).
Σκεψου λοιπον μια ιστορια οπου ο παπας δεν λιωνει, οι μοναχοι τις νυχτες ακουνε τους ανταρτες να τραγουδανε, βλεπουνε το φαντασμα του Αρη να περιπλανιεται εφιππο στο μοναστηρι κλπ.... αναγκαζεται ο Χριστοδουλος να παει για να κανει εξορκισμο, κατα τη διαρκεια του οποιου γινετο το μπαχαλο..... :)
At 16/1/07 17:44,
Κι εκεί που έλεγα "Τον πρόλαβα τον librofilo, κι αυτός έχει μια βδομάδα να γράψει", να που εμφανίζεται με τρία βιβλία, όταν εγώ μόλις τέλειωσα ένα! Για τον "Μωβ μαέστρο" νομίζω είσαι επιεικής στα σχόλια, αγαπητέ,ενώ στη βαθμολογία σωστός. Θα μπορούσε να είναι και πιο κάτω. Το βιβλίο του Κουνενή δεν το διάβασα, μου θύμισε όμως το ανάλογο του Νίκου Παναγιωτόπουλου ("Αγιογραφία"), που το είχα απολαύσει.
@anagnostria>Αυτή τη περίοδο όπως θα διάβασες στην απάντηση μου στην Doll ,έχω πολλά ταξίδια και θα εμφανίζομαι στο μαγαζί μία φορά την εβδομάδα-θα τα παρουσιάζω συσσωρευμένα.Σωστά θυμάσαι την "Αγιογραφία" (ωραίο βιβλίο),μοιάζει με του Κουνενή αρκετά.Το τονίζει και ο Κούρτοβικ νομίζω στην κριτική του στα ΝΕΑ.
At 17/1/07 02:18,
Δεν μπορώ να κατανοήσω τα γούστα σου αγαπητέ librofilo όταν γράφεις απ' τη μια για το Κουρδιστό πουλί και απ' την άλλη για τον Κουνενή.
Αν εξαιρέσω την ρίμα δεν μπορώ να βρω τίποτα μα τίποτα άλλο κοινό. Ένα βιβλίο στις μέρες μας δεν συγκρίνεται μόνο με τα υπόλοιπα βιβλία του είδους του αλλά και με τις άλλες μορφές έκφρασης και φυσικά με την TV. Υπήρξαν και υπάρχουν ταινίες στη μικρή αλλά και στη μεγάλη οθόνη πολύ πιο ευφάνταστες από το συγκεκριμένο βιβλίο...εκτός κι αν έχουμε χάρτινους ορίζοντες.
Πάντως επειδή όλα είναι σχετικά θα ήταν ενδιαφέρον να έλεγες το δικό σου σημείο αναφοράς, το μέτρο σύγκρισης, στο συγκεκριμένο είδος γραφής - που κι εσύ ο ίδιος το ονοματίζεις λογοτεχνία με ερωτηματικό.
Dear Passenger>Από την αναφορά σου στο Κουρδιστό Πουλί αντιλαμβάνομαι ότι είσαι τακτικός επισκέπτης του βλογκ μου και σ'ευχαριστώ.Δεν κατάλαβα όμως το point του σχολίου σου.Γιατί συγκρίνω ανόμοια είδη γραφής?Μα δεν τα συγκρίνω..Η βαθμολογία όπως έχω εξηγήσει πολλές φορές είναι καθαρά δείχτης απόλαυσης (στιγμιαίας αν θέλεις,διότι εάν το ίδιο βιβλίο το διάβασω μετά από χρόνια μπορεί να μη μου πει τίποτα).Δεν διεκδικώ δάφνες κριτικού ή λογοτέχνη απλά μ'αρέσει να διαβάζω βιβλία και να μιλάω γι'αυτά.Από τη μιά λοιπόν μπορεί να διαβάζω Φώκνερ και από την άλλη Νικολαϊδου-δεν βλέπω κάτι κακό σε αυτό.
Όσον αφορά το βιβλίο του Κουνενή.Σίγουρα στον κινηματογράφο μπορεί να βρει κανείς καλύτερα δείγματα εκκλησιαστικής σάτιρας.Οι ταινίες του Μπουνιουέλ ή το The life of Bryan των Monty Pythons είναι αριστουργήματα,αλλά σάτιρα σε λογοτεχνικό ύφος γιά τα δρώμενα στην Ορθόδοξη εκκλησία δεν βρίσκεις εύκολα.Γιά την τηλεόραση δεν γνωρίζω αλλά δεν νομίζω να έχει να παρουσιάσει κάτι.Το δε βιβλίο του Κουνενή έχει πολύ ενδιαφέρουσα γλώσσα διότι ο συγγραφέας εναλλάσει το Ροϊδειο ύφος με το Τσιφορικό.Σημείο αναφοράς γιά το συγκεκριμένο είδος γραφής δεν έχω και δεν μ'ενδιαφέρει ιδιαίτερα-απλά ένα βιβλίο διάβασα.Εάν είναι δε λογοτεχνία ή όχι μάλλον υπάρχουν περισσότερο ειδικοί από εμένα γιά να αποφανθούν.Μη ξεχνάτε όμως ότι και τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν θεωρούντο λογοτεχνία μέχρι πρότινος.Ευχαριστώ γιά το ενδιαφέρον σχόλιο και συγγνώμη γιά την καθυστερημένη απάντηση.
At 20/1/07 20:29,
Δεν έθεσα θέμα σύγκρισης διαφορετικών ειδών αλλά το πόσο αλλάζει το επίπεδό σου απ’ τη μία κατηγορία στην άλλη. Και για να γίνω πιο σαφής αυτή τη φορά να εξηγήσω ότι για μένα είναι απόλυτα σεβαστή η άποψη του κάθε αναγνώστη στο υποκειμενικό στοιχείο που λέγεται Απόλαυση, αλλά αυτό που κρίνεται είναι η συνέπεια ή μη της άποψης από μέρα σε μέρα κι από είδος σε είδος, όταν φυσικά μιλάμε για συγγενικά είδη όπως αυτά της γραφής.
Έχω την αίσθηση ότι αυτοαναιρείσαι λέγοντας απ΄ τη μία καλά λόγια για το βιβλίο και απ΄ την άλλη να λες ότι η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει τη θεματολογία. Επίσης αυτοαναιρείσαι όταν αναγνωρίζεις ότι η έβδομη τέχνη μας έχει προσφέρει εξαιρετικά δείγματα σάτιρας, αφού είναι σα να ομολογείς έμμεσα ότι μπροστά τους το βιβλίο υστερεί σημαντικά.
Δηλαδή λες καλά λόγια για ένα βιβλίο που άμεσα αναγνωρίζεις ότι σαν θεματολογία είναι ξεπερασμένο αλλά και σαν γενικότερο πλαίσιο (τι λέει και πως το λέει) έμμεσα αποδέχεσαι ότι δεν έχει επάρκεια συγκρινόμενο με ότι σήμερα προσφέρεται στον αναγνώστη που είναι και θεατής. Εκτός κι αν περιορίζουμε το μέτρο σύγκρισης σε ότι τυπώνεται σα να ζούμε σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον.
Και αυτά στα πλαίσια ενός ευρύτερου συλλογισμού (και προβληματισμού) που διαβάζω σε πολλά ιστολόγια ανθρώπων που αγαπούν το βιβλίο και εκδηλώνουν την πικρία τους ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει. Μήπως αυτό συμβαίνει γιατί δεν βρίσκει την ανάλογη ποιότητα με αυτή του κινηματογράφου ή άλλων μέσων κλπ?
Προσωπικά προτιμώ να διαβάζω Αριστοφάνη, Ροίδη, κόμικς, ανέκδοτα (και ειδικά ποντιακά) ακόμα και γελοιογραφίες καθώς τα περισσότερα από αυτά είναι εφυέστερα σε σύλληψη, θεματολογία αλλά και τρόπου που την αναπτύσουν.
Any way οφείλω ένα ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
At 21/1/07 01:44,
Άσχετο (?) : Το πολύ το " Κύριε ελέησον " το βαριέται κι ο παπάς ... :-)
Δεν είναι κρίμα να ξεκινά ένα βιβλίο με τις καλύτερες προθέσεις και να καταλήγει να διαβάζεται εντελώς ψυχαναγκαστικά ? Τα ίδια έπαθε και ο κος Μαμαλούκας τελευταία , όπως παρατήρησα ... Αλλά όλα μεσα στο πρόγραμμα είναι , τι να κάνουμε ?
Ευτυχώς που υπάρχουν και τα βιβλία για τις κάθε είδους αναμονές . Εγώ να δείτε πόσες σελίδες διάβασα αυτή την εβδομάδα περιμένοντας στο αστυνομικό τμήμα για να παραλάβω τη νέα μου ταυτότητα ! Έξοχα !
Σας φάγανε οι δρόμοι ... Καλοτάξιδος , καλοτάξιδος !
Και να σας ευχαριστήσω κι εγώ , άλλη μια φορά , για τη φιλοξενία . :-)
Passenger>Δεν πιστεύω ότι είναι απαραίτητα κακό γιά ενα βιβλίο όταν η πραγματικότητα το ξεπερνάει,ούτε θεωρώ ότι χάνει σε λογοτεχνική αξία.Σε ορισμένα είδη γραφής όπως κάποια κομμάτια της Ε.Φ. ή του Αστυνομικού μυθιστορήματος αυτό φαίνεται πολύ έντονα αλλά δεν πιστεύω ότι χάνουν την (όποια) αξία τους από αυτό.Όσον αφορα το ότι "αυτοαναιρούμαι",μπορεί και να συμβαίνει,λατρεύω την αντιφατικότητά μου-αυτό δεν το έχω ξαναπεί στο βλογκ,αλλά είναι γεγονός.
Στο σχόλιο σας ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει,έχετε δίκιο ότι προτιμά άλλα πράγματα,είναι όμως θεωρώ θέμα γενικότερης κουλτούρας και αποδοχής του βιβλίου.Από συστάσεως του Ελληνικού κράτους ο πολιτισμός είναι κάτι που γελοιοποιείται είτε από τους κρατούντες είτε από τον Τύπο (ως 1η,2η,3η,4η εξουσία).
έχω διαβάσει μόνο το δεύτερο και φοβάμαι ότι δυστυχώς η τραγελαφική πραγματικότητα ξεπερνάει πολύ γρήγορα τις θεματογραφίες του είδους