Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007 | Permalink
Ο Κολυμβητής-μιά βουτιά στην παιδική ηλικία
«Οι αναμνήσεις που είχα από τη μητέρα μου ήταν λιγοστές.Ουσιαστικά την γνώριζα μόνο από φωτογραφίες που φύλαγε ο πατέρας μου σ’ένα μικρό κουτί.Ασπρόμαυρες φωτογραφίες,με φαρδύ άσπρο περίγραμμα.Η μητέρα μου να χορεύει.Η μητέρα μου με κοτσίδες.Η μητέρα μου ξυπόλητη.Η μητέρα να περπατάει μ’ένα μαξιλάρι στο κεφάλι,προσπαθώντας να μην της πέσει.Κοίταζα συχνά τις φωτογραφίες της.Έρχονταν μέρες που δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να της κοιτάω.
...Την εποχή που η μητέρα μου ήταν γιά μένα ακόμα υπαρκτή,μας έλεγε παραμύθια κι ο αδελφός μου πίστευε πως όλ’αυτά ήταν αληθινά.Την πίστευε,όταν έλεγε πως τα μαλλιά της γιαγιάς μας άσπρισαν μέσα σε μιά νύχτα.Αργότερα μας διηγούνταν κι άλλοι αυτή την ιστορία,μόνο που την έλεγαν κάπως διαφορετικά.Την ιστορία της μητέρας μας,που έφυγε από τη χώρα χωρίς να πει λέξη.Και την ιστορία της μητέρας της,που γέρασε ξαφνικά μέσα σε μιά νύχτα.
Η μητέρα μας δεν μας είχε αποχαιρετήσει.Είχε πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό,όπως είχε κάνει και πολλές άλλες φορές.Είχε ανέβει σ’ένα τρένο που πήγαινε προς τη Δύση,προς τη Βιέννη.Ήξερα καλά πόσο σπάνια περνούσαν τα τρένα γιά τη Βιέννη.Η μητέρα μου πρέπει να περίμενε πολλή ώρα.Είχε δηλαδή αρκετό χρόνο γιά ν’αλλάξει γνώμη.Να γυρίσει.Να μας πει αντίο.Να μας ρίξει ακόμα ένα βλέμμα.»
Έτσι αρχίζει το υπέροχο,λιτό μυθιστόρημα της Γερμανίδας συγγραφέως, Ουγγρικής καταγωγής, Ζούζα Μπανκ «Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ» (Εκδ.Μελάνι,σελ.313) (81).Με σύντομες,κοφτές προτάσεις και στακάτη γραφή,η συγγραφέας μας αφηγείται μιά ιστορία εγκατάλειψης και περιπλάνησης.Ενα ιδιότυπο road-novell που δεν θυμίζει σε τίποτα τα αντίστοιχα αμερικάνικα,καθώς εάν ήταν πίνακας ή κινηματογραφική ταινία,θα ήταν όλο μέσα σε ένα γκρίζο,σκοτεινό χρώμα,όπως ήταν η ζωή στην κομμουνιστική Ουγγαρία μετά την εξέγερση του 56.
Όλο το βιβλίο περνάει μέσα από την αφήγηση (και την ματιά) της μικρής Κάτα,η οποία μαζί με τον μικρότερο αδερφό της Ίστι ακολουθούν τον πατέρα τους σε ένα οδοιπορικό στην Ουγγρική επαρχία αναζητώντας στέγη και διασπαρμένους παντού συγγενείς.
Μετά την μητρική φυγή,το 1956 ο πατέρας περνάει ένα μακρύ στάδιο κατάθλιψης,δεν μπορεί να στεριώσει πουθενά άλλοτε γιά «αντικειμενικούς λόγους» (μιά αποτυχημένη ερωτική περιπέτεια,το κάψιμο ενός σπιτιού) , άλλοτε γιά λόγους «επιβίωσης» (όπως το διάστημα που έμειναν στην Βουδαπέστη).
Τα δύο παιδιά περιέργως δεν πάνε σχολείο,ζουν σαν νομάδες,δίπλα στη φύση και προσπαθούν να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους.Η Κάτα περισσότερο σιωπηλή,μελαγχολική,ευαίσθητη παρακολουθεί τις συζητήσεις «των μεγάλων» χωρίς να τις πολυπιάνει,προσέχει τον «αλαφροϊσκιωτο» μικρό της αδερφό.
Η μητέρα είναι συνεχώς απούσα από το μυθιστόρημα.Μέσα από μιά αφήγηση της γιαγιάς των παιδιών (της μητέρας της Καταλίνα),μαθαίνουμε λίγα πράγματα γιά την απόδραση,την περιπέτεια στην Αυστρία και την εγκατάσταση στη Γερμανία όπου ζει μίζερα και φτωχικά.Είναι όμως παρούσα στις θολές αναμνήσεις και στις αναφορές των δύο παιδιών,τα οποία καρτερικά περιμένουν κάποια κάρτα,κάποιο γράμμα,κάποιο σήμα.
Αυτός ο συνδιασμός της απουσίας της μητέρας με την περιρρέουσα καταθλιπτική ατμόσφαιρα της χώρας δημιουργούν ένα «γκρίζο» στο μυθιστόρημα του οποίου η μονοτονία σπάει από ασήμαντες καθημερινές στιγμές όπως η βόλτα στον σιδ.σταθμό,ένας γάμος,μιά βόλτα με το άλογο που στην μονότονη ζωή τους φαίνεται σαν ένα μεγάλο γεγονός.
Η προσπάθεια επιβίωσης όμως σοκάρει.Φτώχεια και των γονέων.Το καζάνι έχει ελάχιστο φαγητό,η καθημερινότητα είναι σχεδόν εφιαλτική.Η ζωή της ιδιότυπης οικογένειας καλυτερεύει λίγο όταν φιλοξενούνται γιά άγνωστο σ’εμάς χρόνο (βλέπετε η μικρή Κάτα αδυνατεί να συλλάβει την πραγματική διάσταση του χρόνου,μετράει με τις εποχές που αλλάζουν) σε μιά συγγενική οικογένεια οινοπαραγωγών σε ένα σπιτάκι δίπλα σε μιά λίμνη.Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν να κολυμπάνε,ζούνε λίγο πιό ανθρώπινα,και αρχίζουν να χαίρονται (σε κάποιο βαθμό) την παιδική τους ηλικία αντιλαμβανόμενα ότι η ζωή τους μπορεί να έχει και χαμόγελο και ξενοιασιά.
Η φιγούρα του πατέρα ξεχωρίζει στο βιβλίο.Εκείνος διδάσκει κολύμπι στα παιδιά του,δεινός κολυμβητής στα νιάτα του,έχει μάθει γιά τα καλά ότι «η κολύμβηση είναι η τέχνη να επιπλέεις» και αυτό εφαρμόζει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.Δεν ψάχνει να βρει την γυναίκα του,δεν προσπαθεί να το σκάσει κι’εκείνος γιά τη Δύση,δείχνει υποταγμένος στη μοίρα του-σέρνει μαζί του τα παιδιά σαν αντικείμενα,δεν μιλάει σχεδόν καθόλου,πίνει μέχρι αναισθησίας και «ναρκώνεται» με τα μάτια ανοιχτά.Απρόθυμος να εκφράσει έστω και το μικρότερο των συναισθημάτων του,είναι ένας ιδιόμορφος τουρίστας της ζωής αμέτοχος σε όλα.
Η μεγάλη ικανότητα της συγγραφέως έγκειται στο ότι ενώ έχει γράψει ένα βιβλίο χωρίς πλοκή,ο αναγνώστης μπαίνει στην ατμόσφαιρα και συμπάσχει με τους ήρωες,χαίρεται και λυπάται μαζί τους.Χωρίς ούτε μιά στιγμή να γίνεται μελοδραματικό,το βιβλίο βγάζει δύναμη συναισθημάτων και ανθρωπιάς,γλυκύτητα και σκεπτικισμό.Οι συμβολισμοί είναι απλοί (λίμνη=αμνιακός σάκος,μήτρα) αλλά όχι απλοϊκοί και λειτουργούν έξοχα και υπαινικτικά.
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως (έχει αποσπάσει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία) και ευτύχησε στην Ελληνική μεταφορά του με μιά ωραία μετάφραση και μιά προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση.
...Την εποχή που η μητέρα μου ήταν γιά μένα ακόμα υπαρκτή,μας έλεγε παραμύθια κι ο αδελφός μου πίστευε πως όλ’αυτά ήταν αληθινά.Την πίστευε,όταν έλεγε πως τα μαλλιά της γιαγιάς μας άσπρισαν μέσα σε μιά νύχτα.Αργότερα μας διηγούνταν κι άλλοι αυτή την ιστορία,μόνο που την έλεγαν κάπως διαφορετικά.Την ιστορία της μητέρας μας,που έφυγε από τη χώρα χωρίς να πει λέξη.Και την ιστορία της μητέρας της,που γέρασε ξαφνικά μέσα σε μιά νύχτα.
Η μητέρα μας δεν μας είχε αποχαιρετήσει.Είχε πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό,όπως είχε κάνει και πολλές άλλες φορές.Είχε ανέβει σ’ένα τρένο που πήγαινε προς τη Δύση,προς τη Βιέννη.Ήξερα καλά πόσο σπάνια περνούσαν τα τρένα γιά τη Βιέννη.Η μητέρα μου πρέπει να περίμενε πολλή ώρα.Είχε δηλαδή αρκετό χρόνο γιά ν’αλλάξει γνώμη.Να γυρίσει.Να μας πει αντίο.Να μας ρίξει ακόμα ένα βλέμμα.»
Έτσι αρχίζει το υπέροχο,λιτό μυθιστόρημα της Γερμανίδας συγγραφέως, Ουγγρικής καταγωγής, Ζούζα Μπανκ «Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ» (Εκδ.Μελάνι,σελ.313) (81).Με σύντομες,κοφτές προτάσεις και στακάτη γραφή,η συγγραφέας μας αφηγείται μιά ιστορία εγκατάλειψης και περιπλάνησης.Ενα ιδιότυπο road-novell που δεν θυμίζει σε τίποτα τα αντίστοιχα αμερικάνικα,καθώς εάν ήταν πίνακας ή κινηματογραφική ταινία,θα ήταν όλο μέσα σε ένα γκρίζο,σκοτεινό χρώμα,όπως ήταν η ζωή στην κομμουνιστική Ουγγαρία μετά την εξέγερση του 56.
Όλο το βιβλίο περνάει μέσα από την αφήγηση (και την ματιά) της μικρής Κάτα,η οποία μαζί με τον μικρότερο αδερφό της Ίστι ακολουθούν τον πατέρα τους σε ένα οδοιπορικό στην Ουγγρική επαρχία αναζητώντας στέγη και διασπαρμένους παντού συγγενείς.
Μετά την μητρική φυγή,το 1956 ο πατέρας περνάει ένα μακρύ στάδιο κατάθλιψης,δεν μπορεί να στεριώσει πουθενά άλλοτε γιά «αντικειμενικούς λόγους» (μιά αποτυχημένη ερωτική περιπέτεια,το κάψιμο ενός σπιτιού) , άλλοτε γιά λόγους «επιβίωσης» (όπως το διάστημα που έμειναν στην Βουδαπέστη).
Τα δύο παιδιά περιέργως δεν πάνε σχολείο,ζουν σαν νομάδες,δίπλα στη φύση και προσπαθούν να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους.Η Κάτα περισσότερο σιωπηλή,μελαγχολική,ευαίσθητη παρακολουθεί τις συζητήσεις «των μεγάλων» χωρίς να τις πολυπιάνει,προσέχει τον «αλαφροϊσκιωτο» μικρό της αδερφό.
Η μητέρα είναι συνεχώς απούσα από το μυθιστόρημα.Μέσα από μιά αφήγηση της γιαγιάς των παιδιών (της μητέρας της Καταλίνα),μαθαίνουμε λίγα πράγματα γιά την απόδραση,την περιπέτεια στην Αυστρία και την εγκατάσταση στη Γερμανία όπου ζει μίζερα και φτωχικά.Είναι όμως παρούσα στις θολές αναμνήσεις και στις αναφορές των δύο παιδιών,τα οποία καρτερικά περιμένουν κάποια κάρτα,κάποιο γράμμα,κάποιο σήμα.
Αυτός ο συνδιασμός της απουσίας της μητέρας με την περιρρέουσα καταθλιπτική ατμόσφαιρα της χώρας δημιουργούν ένα «γκρίζο» στο μυθιστόρημα του οποίου η μονοτονία σπάει από ασήμαντες καθημερινές στιγμές όπως η βόλτα στον σιδ.σταθμό,ένας γάμος,μιά βόλτα με το άλογο που στην μονότονη ζωή τους φαίνεται σαν ένα μεγάλο γεγονός.
Η προσπάθεια επιβίωσης όμως σοκάρει.Φτώχεια και των γονέων.Το καζάνι έχει ελάχιστο φαγητό,η καθημερινότητα είναι σχεδόν εφιαλτική.Η ζωή της ιδιότυπης οικογένειας καλυτερεύει λίγο όταν φιλοξενούνται γιά άγνωστο σ’εμάς χρόνο (βλέπετε η μικρή Κάτα αδυνατεί να συλλάβει την πραγματική διάσταση του χρόνου,μετράει με τις εποχές που αλλάζουν) σε μιά συγγενική οικογένεια οινοπαραγωγών σε ένα σπιτάκι δίπλα σε μιά λίμνη.Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν να κολυμπάνε,ζούνε λίγο πιό ανθρώπινα,και αρχίζουν να χαίρονται (σε κάποιο βαθμό) την παιδική τους ηλικία αντιλαμβανόμενα ότι η ζωή τους μπορεί να έχει και χαμόγελο και ξενοιασιά.
Η φιγούρα του πατέρα ξεχωρίζει στο βιβλίο.Εκείνος διδάσκει κολύμπι στα παιδιά του,δεινός κολυμβητής στα νιάτα του,έχει μάθει γιά τα καλά ότι «η κολύμβηση είναι η τέχνη να επιπλέεις» και αυτό εφαρμόζει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.Δεν ψάχνει να βρει την γυναίκα του,δεν προσπαθεί να το σκάσει κι’εκείνος γιά τη Δύση,δείχνει υποταγμένος στη μοίρα του-σέρνει μαζί του τα παιδιά σαν αντικείμενα,δεν μιλάει σχεδόν καθόλου,πίνει μέχρι αναισθησίας και «ναρκώνεται» με τα μάτια ανοιχτά.Απρόθυμος να εκφράσει έστω και το μικρότερο των συναισθημάτων του,είναι ένας ιδιόμορφος τουρίστας της ζωής αμέτοχος σε όλα.
Η μεγάλη ικανότητα της συγγραφέως έγκειται στο ότι ενώ έχει γράψει ένα βιβλίο χωρίς πλοκή,ο αναγνώστης μπαίνει στην ατμόσφαιρα και συμπάσχει με τους ήρωες,χαίρεται και λυπάται μαζί τους.Χωρίς ούτε μιά στιγμή να γίνεται μελοδραματικό,το βιβλίο βγάζει δύναμη συναισθημάτων και ανθρωπιάς,γλυκύτητα και σκεπτικισμό.Οι συμβολισμοί είναι απλοί (λίμνη=αμνιακός σάκος,μήτρα) αλλά όχι απλοϊκοί και λειτουργούν έξοχα και υπαινικτικά.
Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως (έχει αποσπάσει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία) και ευτύχησε στην Ελληνική μεταφορά του με μιά ωραία μετάφραση και μιά προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση.
Δημοσίευση σχολίου