Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008 | Permalink
Η ζωή σαν μαραθώνιος
Ένα πολύ ευχάριστο και ανάλαφρο ανάγνωσμα είναι το μυθιστόρημα του Άλαν Ζβάϊμπελ «Ο ΑΛΛΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΣ» (THE OTHER SCHULMAN), (Εκδ.ΜΕΛΑΝΙ,σελ.375) ,(74) που με αφορμή μιά ανθρώπινη και καθημερινή ιστορία πάει ένα βήμα παραπέρα από τα μοδάτα βοηθήματα του τύπου «Πως να τα καταφέρεις στη ζωή» και «Μπορείς να κάνεις θαύματα αν πιστέψεις τον εαυτό σου» ή με τα μυθιστορήματα αυτοβοήθειας που με πρωτοπόρο τον πανέξυπνο Κοέλιο έχουν κατακλύσει με μεγάλη εμπορική επιτυχία την παγκόσμια αγορά .

Ο Σούλμαν είναι ιδιοκτήτης ενός παρακμάζοντος χαρτοπωλείου σε ένα προάστειο της Νέας Υόρκης.Είναι πενηντάρης,υπέρβαρος,τα παιδιά του έχουν φύγει από το σπίτι φτιάχνοντας τις ζωές τους και αυτός έχει μείνει με τη σύζυγο του Πώλα που όψιμα ασχολείται με την διακόσμηση σπιτιών.Ο γάμος τους περνάει κρίση και το μαγαζί πνέει τα λοίσθια.Ο Σούλμαν βλέπει κάπου μιά αφίσα γιά τον μαραθώνιο της Ν.Υόρκης με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων γιά τη θεραπεία του AIDS.Το βλέπει σαν μιά πρόκληση προς τον εαυτό του αλλά και γιά μιά ευκαιρία να αθληθεί,να αδυνατίσει και να τα καταφέρει επιτέλους σε κάτι.

Αρχίζει προπονήσεις με μιά ομάδα ερασιτεχνών δρομέων υπό την καθοδήγηση ενός οροθετικού προπονητή.Καθώς πλησιάζει η ημέρα του μαραθωνίου ανακαλύπτει ότι κάποιος που του μοιάζει σαν δίδυμος αδερφός και φέρει το ίδιο επίθετο με αυτόν(Σούλμαν),ανοίγει σε κοντινές περιοχές αλυσίδα μεγάλων χαρτοπωλείων.Ο τύπος δείχνει να τον ανταγωνίζεται σε όλα,να του βάζει τρικλοποδιές σε ότι κάνει και γενικώς να είναι το ακριβώς αντίθετο του ήπιου,φοβισμένου,ανασφαλή Σούλμαν.Συν τοις άλλοις,οικειοποιείται την εικόνα του με τραγικά αποτελέσματα γιά τον πρωταγωνιστή μας φέρνοντάς τον σε αδιέξοδο.

Η μάχη δεν είναι μόνο να καταφέρει να τερματίσει στον εξοντωτικό μαραθώνιο αλλά και να συντρίψει τον «άλλο του εαυτό»,τον «άλλο Σούλμαν».Θα τα καταφέρει και στα δύο?Σε κανένα ή μόνο στο ένα?

Ο Ζβάϊμπελ είναι πολύ γνωστός στις Η.Π.Α ως σεναριογράφος κωμωδιών(έχει γράψει επεισόδια του Saturday night live και άλλων shows),έχει γράψει θεατρικά και έχει κερδίσει 3 Emmy.Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πολύ έξυπνη μορφή.Χωρίζεται σε 26 κεφάλαια,όσα κάθε μίλι του μαραθωνίου που τρέχει ο Σούλμαν.Σε κάθε κεφάλαιο παρακολουθούμε κάποια επεισόδια της ζωής του ήρωα και τις επιλογές που έκανε.Συνήθως η αφορμή είναι η περιοχή από την οποία περνάνε εκείνη την ώρα οι δρομείς.

Ο συγγραφέας πλάθει έναν εξαιρετικό χαρακτήρα,πολύ γνώριμό μας από διάφορες αμερικάνικες ταινίες.Μιάς που έχει συνεργαστεί σε πολλές δουλειές με τον γνωστό ηθοποιό Μπίλυ Κρύσταλ,δεν είναι δύσκολο να ταυτίσουμε τον Σούλμαν με τη περσόνα του ηθοποιού και να φανταστούμε μιά κινηματογραφική ταινία με αυτόν ως πρωταγωνιστή.Ο Σούλμαν είναι ένας αξιαγάπητος τύπος,με τις φοβίες του,με τα κόμπλεξ του,με τον καθημερινό του αγώνα σε μιά απρόσωπη κοινωνία που κάποτε στήριζε το μαγαζάκι του και τώρα ούτε καν περνάει από εκεί αφού τα malls κυριαρχούν στην καθημερινότητα των κατοίκων.

Μέσα απο κυριολεκτικά ξεκαρδιστικές σκηνές που γιά όσους διαβάζουν συστηματικά είναι μιά όαση στην υπερβολική σοβαροφάνεια και δυσκοιλιότητα των μυθιστορημάτων που κυκλοφορούν,το βιβλίο κυλάει σαν νερό,σαν να παρακολουθείς μιά πολύ ευχάριστη κομεντί.Το ιδιαίτερο ατού του είναι «ο άλλος Σούλμαν»,το «alter ego» του ήρωα.Γιά να τον αντιμετωπίσει ο Σούλμαν αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να γίνει επιθετικότερος,βίαιος και πιό αποφασιστικός.Η τελική σκηνή «ξεκαθαρίσματος» που έρχεται με τον τερματισμό του μαραθωνίου δεν νομίζω ότι στέκεται στο ίδιο ύψος με το υπόλοιπο βιβλίο αφήνοντας τον αναγνώστη ψιλοαπογοητευμένο και αμήχανο γεμάτο ευκολίες και «αμερικανιές»-άσε που αφήνει μετέωρα πολλά θέματα που είχε ανοίξει.

Γενικά,ένα βιβλίο που θα σε κάνει να περάσεις καλά με ορισμένες απολαυστικότατες σελίδες.Το κομμάτι που παραθέτω νομίζω ότι ενισχύει τον ισχυρισμό μου,μάλλον είναι και το δημοφιλέστερο του μυθιστορήματος αφού το ανέγνωσε ο συγγραφέας σε τηλεοπτική εκπομπή .Είναι πραγματικά «δροσιστικό»...

«...γιά ένα παιδί που μεγάλωνε στο Λονγκ Άϊλαντ εκείνο τον καιρό,οι Σάϊμον και Γκαρφάνκελ ήταν η Νέα Υόρκη.Δυο φίλοι από το Κουίνς.Ο ένας κοντός,ο άλλος ακόμα πιό κοντός.Γέννημα θρέμμα και οι δυο του Κουίνς,χωρίς να ντρέπονται γι’αυτό.Συναισθήματα εναρμονισμένα.Ο Σάϊμον τα έγραφε και τα τραγουδούσε με τον κολλητό του,και μιά ολόκληρη γενιά αισθάνθηκε ότι μιλούσε γιά όσα ένιωθαν και οι ίδιοι.Οι Beatles ήταν πιό διασκεδαστικοί.Και με τους Rolling Stones ξεφάντωνες καλύτερα.Αλλά ο Πωλ Σάϊμον είχε την ανεξήγητη ικανότητα να βρίσκει τους στίχους που εξέφραζαν ακριβώς την κάθε διάθεση του Σούλμαν.Στίχους τους οποίους ο Σούλμαν θεωρούσε ποίηση.Και τους οποίους έκλεψε,όταν κινδύνεψε να κοπεί στο μάθημα δημιουργικής γραφής ποίησης στο κολέγιο.Όλο το εξάμηνο,μιά υπερήλικη καθηγήτρια ονόματι δόκτωρ Νόρα Ρεντ,η οποία έμοιαζε σαν να είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με δύο τουλάχιστον ελισαβετιανούς συγγραφείς,απέρριπτε συστηματικά τα ποιήματα του Σούλμαν ως ασυνάρτητες ανοησίες που ο δεν άξιζαν ούτε το κόκκινο μελάνι με το οποίο του έγραφε πάνω από τα ποιήματά του: «Θεέ μου,τι φρίκη!».Έτσι κι αυτός της έδωσε τα λόγια του τραγουδιού «The Boxer» του Πωλ Σάϊμον,ως δήθεν αυτοβιογραφικούς στίχους από το ημερολόγιο του,βέβαιος ότι η παλιόγρια δεν θα ήξερε το τραγούδι-έτσι,θα γλύτωνε την αποβολή του από τη σχολή με κλοτσιές,που θα τον έστελναν κατευθείαν στο Δέλτα του Μεκόνγκ.Αυτό που δεν περίμενε με τίποτα,ήταν ότι η Δόκτωρ Νόρα Ρεντ να ενθουσιαζόταν τόσο πολύ με το ξαφνικό ξέσπασμα ιδιοφυίας του Σούλμαν.Και σαν να μην έφτανε αυτό,επέμεινε να σηκωθεί και να διαβάσει το αριστούργημα του στην υπόλοιπη τάξη.Όσο κι αν προσπάθησε να τη γλυτώσει με παρακάλια (ισχυριζόμενος κάποια στιγμή ότι είχε πάθει δυσπεψία),η καθηγήτρια ήταν ανένδοτη...Ο Σούλμαν λοιπόν καθάρισε το λαιμό του,έριξε μια τελευταία ματιά στη δόκτορα Νόρα Ρεντ,απογοητεύτηκε βλέποντας ότι ήταν ακόμα ζωντανή,και ξεκίνησε:

«Ένα φτωχόπαιδο είμαι,και ποιός θα πει την ιστορία μου,
σπατάλησα τις αντοχές μου
γιά μιά χούφτα μισόλογα,όλο υποσχέσεις,
ολο ψέματα και και χωρατά,αλλά ο καθένας ακούει ότι θέλει
και όλα τ’αλλα τ’αψηφά
»είπε ο Σούλμαν.

Κρατώντας την ανάσα του,σήκωσε τα μάτια του δειλά και το βλέμμα του πλανήθηκε μπροστά του,πάνω από τη σελίδα που κρατούσε,στα παιδιά της τάξης του.Πολλοί απ’αυτούς ήταν φίλοι του.Όλοι ήταν συνομήλικοί του,μουσικόφιλοι,με δικιά τους συλλογή δίσκων,και όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό όταν άρχισε να διαβάζει.Την ίδια στιγμή που η δόκτωρ Νόρα Ρεντ ακτινοβολούσε από χαρά.Περήφανη γιά την καινούρια της ανακάλυψη.Αυτόν τον νεαρό ποιητή,ο οποίος είχε αφήσει τους φοιτητές της άναυδους,όταν άρχισε να διαβάζει μιά ρεαλιστική απόδοση της ζωής στους δρόμους της πόλης.Βλέποντας από την έκφρασή της ότι περίμενε να συνεχίσει,ο Σούλμαν ξανάρχισε την ανάγνωση:

«Μικρό παιδί ήμουνα όταν άφησα οικογένεια και σπίτι,
οι ξένοι μου κρατούσαν συντροφιά,
σ’αδειανούς σιδηροδρομικούς σταθμούς έτρεχα φοβισμένος.
Κρυβόμουνα,ψάχνοντας τις πιό φτωχικές γειτονιές,όπου πάνε οι κουρελήδες,
γυρεύοντας τα μέρη που μόνο αυτοί γνωρίζουνε
...»

Και ακούστε τι συνέβη.Εκείνη ακριβώς τη στιγμή,ο Σούλμαν βίωσε τον απόλυτο τρόμο όταν όλοι οι φοιτητές στην τάξη,οι οποίοι προφανώς δεν άντεχαν άλλο αυτή την ανοησία,άρχισαν να τραγουδάνε αυθόρμητα τον επόμενο στίχο:
«Λάι λα λάι,λάι λα λάι λάι λάι λάι λάι λάι,λάι λα λάι,
Λάι λα λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι λάι
...»

Ακόμα κι ένας έμπειρος ναυτικός δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει(πόσο μάλλον να δέσει)τον κόμπο,που σχηματίστηκε αυτοστιγμεί στο στομάχι του Σούλμαν.Ο δωδεκαδάχτυλός του σφίχτηκε κι έγινε μιά μάζα σε μέγεθος κουκουτσιού αβοκάντο,η οποία όχι μόνο μπορούσε να ανταγωνιστεί το διαμάντι ως το σκληρότερο στοιχείο της φύσης,αλλά θα του έκανε τα μούτρα κιμά αν το πετύχαινε σε κανένα στενοσόκακο.Ωστόσο,το πιό τρομακτικό απ’όλα ήταν η αντίδραση της διακεκριμένης καθηγήτριάς του εμπρός σ’αυτή τη μουσική έκρηξη.
«Σας εμπνέει κι εσάς,ε;»είπε η δόκτωρ Νόρα Ρεντ,η οποία είχε αρχίσει να λικνίζει και να στριφογυρίζει το γηραλέο σκελετό της,προσπαθώντας να κινηθεί ρυθμικά-η έχοντας πάθει κρίση επιληψίας.Ότι κι από τα δύο κι αν ίσχυε,όταν η γραία σταμάτησε να κουνιέται,έβαλε άριστα στον Σούλμαν γιά τις προσπάθειες του Πωλ Σάϊμον και τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο.»