Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 28, 2008 | Permalink
Το βαμμένο πουλί
«Μερικές φορές η χαζοΛουντμίλα έκανε μέρες ολόκληρες να φανεί στο δάσος.Ο Λεχ έβραζε τότε από σιωπηλή οργή.Στεκόταν ώρες μπροστά στα κλουβιά με τα πουλιά,τα κοίταζε κι όλο κάτι μουρμούριζε.Τελικά,έπειτα από παρατεταμένη μελέτη,διάλεγε το δυνατότερο πουλί,το έδενε στον καρπό του,έπαιρνε τα πιό ετερόκλητα υλικά,τ’ανακάτευε μεταξύ τους κι ετοίμαζε μπογιές σε διάφορα χρώματα και με έντονη μυρωδιά.Μόλις πετύχαινε τις αποχρώσεις του γούστου του,γύριζε το πουλί ανάποδα και του έβαφε τα φτερά,το κεφάλι και το στήθος σε όλους τους τόνους του ουράνιου τόξου,έτσι που στο τέλος το φτέρωμά του να φαντάζει πιο παρδαλό και ζωηρόχρωμο κι από μπουκέτο με αγριολούλουδα.
Έπειτα πηγαίναμε κι οι δυο στη καρδιά του δάσους.Εκεί,ο Λεχ έλυνε το βαμμένο πουλί από τον καρπό του και μου ζητούσε να το κρατήσω στο χέρι μου και να το ζουλήξω ελαφρά.Το πουλί άρχισε να βγάζει κραυγούλες από την ταραχή του προσελκύοντας ένα κοπάδι από πουλιά του είδους του,που πετούσαν νευρικά πάνω από το κεφάλι μας.Μόλις τ’άκουγε,ο αιχμάλωτός μας τεντωνόταν προς το μέρος τους,τιτίβιζε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά,φυλακισμένη στο φρεσκομπογιατισμένο στήθος του.
Όταν πιά μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά,ο Λεχ μου έκανε νόημα ν’αμολήσω τον «αιχμάλωτο».Το πουλί πετούσε ψηλά,ευτυχισμένο κι ελεύθερο,μιά πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα,και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε.Τ’άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν.Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μιά άκρη του κοπαδιού στην άλλη,προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’αυτούς.Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα,τ’άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά το ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι,εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα.Αμέσως μετά,τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα,το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν.Σε λίγο,η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος.Όταν επιτέλους το βρίσκαμε,το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό.Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί.Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του,διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»
Απλά συγκλονιστικό το κλασσικό πλέον μυθιστόρημα του Γιέρζι Κοζίνσκι «ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ» (Εκδ.Μεταίχμιο,σελ.351),(86),είναι η αληθοφανής αφήγηση μιάς διαφορετικής «Οδύσσειας» ενός εξάχρονου παιδιού σε μιά χώρα της ανατολικής Ευρώπης στα χρόνια του Β Παγκόσμιου πολέμου.
Βρισκόμαστε στο 1939 και ένα εξάχρονο αγόρι βρίσκεται «φιλοξενούμενο»,με το αζημίωτο βέβαια σε ένα μακρινό χωριό μιάς χώρας που μάλλον είναι η Πολωνία.Οι αστοί γονείς του το έχουν στείλει μακριά από την πόλη τους γιά να το προστατέψουν αφού οι ίδιοι έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι καθ’όλη τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.Η ανάδοχη μητέρα όμως σχεδόν αμέσως πεθαίνει σε ένα ατύχημα και το παιδί απέμεινε να περιπλανιέται μονάχο από χωριό σε χωριό μέσα στα βάθη της χώρας του.Το παιδί έχει την ατυχία να είναι σκουρόχρωμο,μαύρα μαλλιά,μαύρα μάτια,δέρμα στο «χρώμα της ελιάς».Οι ντόπιοι χωρικοί είναι ανοιχτόχρωμοι με γαλάζια μάτια απομονωμένοι με συνθήκες ζωής σχεδόν μεσαιωνικές,με συνήθειες πρωτόγονες.Το παιδί θεωρείται τσιγγανάκι ή στην καλύτερη περίπτωση Εβραιόπουλο.Δύο κοινωνικές ομάδες που κυνηγήθηκαν από τους Ναζί και οι κάτοικοι των χωριών έπρεπε να παραδίδουν αμέσως στις αρχές μόλις βλέπανε κάποιον που να μοιάζει προς αυτές.
Το παιδί άλλοτε βρίσκει καταφύγιο σε κάποια οικογένεια,άλλοτε αναγκάζεται να κοιμάται στην ύπαιθρο.Οι οικογένειες που το περιθάλπτουν δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα (την πρωτευουσιάνικη) που μιλάει,του φέρονται βάναυσα σαν ζώο ενώ κάποιοι ξεσπάνε πάνω του θεωρώντας τον απεσταλμένο του σατανά ή απλά γρουσούζη.Η ζωή στα χωριά αυτά είναι εφιαλτική.Βασιλεύει ο νόμος της φύσης,ο νόμος του ισχυρότερου.Τα εγκλήματα γιά ασήμαντη αφορμή είναι σε ημερήσια διάταξη,οι προλήψεις κυριαρχούν,η ανθρώπινη ζωή είτε λόγω του πολέμου,είτε λόγω των καταστάσεων δεν μετράει περισσότερο από ενός ζώου.
Το παιδί θα τα καταφέρει,θα επιζήσει σαν αγρίμι.Μαθαίνει να κλέβει,να σκοτώνει,να κοροϊδεύει γιά να ζήσει.Κάποια στιγμή χάνει τη λαλιά του από το σοκ και ζει ως μουγγός.Όταν έρθει ο Κόκκινος στρατός θα τον περιμαζέψουν και θα τον στείλουν σε ορφανοτροφείο,εκεί αργότερα οι γονείς του θα τον βρούνε αλλά το παιδί δεν είναι πιά το ίδιο-δεν είναι καν παιδί.Έχει θητεύσει στο πανεπιστήμιο της βίας,έχει γνωρίσει την ζωή από την ανάποδη...
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του εμιγκρέ Κοζίνσκι στις ΗΠΑ (κατευθείαν στα Αγγλικά),έπεσε σαν βόμβα στον λογοτεχνικό χώρο.Η δύναμη της αφήγησης,η βίαιη και ακατέργαστη μορφή του κειμένου έκανε όλο τον κόσμο να το θεωρήσει αυτοβιογραφία και να το συγκρίνει με το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και άλλα παρόμοια βιβλία.Ο συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια δεν επιβεβαίωσε αλλά ούτε και αρνήθηκε το αυτοβιογραφικό του πράγματος.Πλέον μετά από τόσα χρόνια γνωρίζουμε ότι κάποια πράγματα τα έζησε,τα περισσότερα όμως είναι συλλογή από κουβέντες,συζητήσεις με επιζώντες του πολέμου αλλά και λαϊκούς θρύλους που ενσωματώνει με πειστικό τρόπο στην πλοκή του βιβλίου.
Η φρίκη κυριαρχεί και διαπερνάει την ανάγνωση του μυθιστορήματος.Οι περιπέτειες του μικρού περιπλανώμενου είναι τόσο σκληρές που τρελλαίνεσαι με την βιαιότητα των περιγραφών.Οι ταλαιπωρίες διαδέχονται η μία την άλλη,η βαναυσότητα των χωρικών είναι απερίγραπτη,οι σκηνές μοιάζουν απίστευτες.
Ο λαϊκός μύθος του «βαμμένου πουλιού» λειτουργεί αλληγορικά ως προς την ανέλιξη της ιστορίας.Ο μικρός σαν άλλο βαμμένο πουλί,προσπαθεί να ενσωματωθεί στις τοπικές κοινωνίες χωρίς επιτυχία.Θέλουν να τον κατασπαράξουν γιατί είναι «ο άλλος», «ο ξένος».Στα περισσότερα χωριά τον βλέπουν και φτύνουν στον κόρφο τους.Ο Κοζίνσκι στο βιβλίο τους μας λέει όσο απλούστερα γίνεται ότι ο φασισμός δεν είναι επινόηση των ναζί αλλά υπάρχει στην ανθρώπινη φύση και όχι μόνο στην καθημερινότητα των χωρικών-υπήρχε ανέκαθεν,βαθιά ριζωμένος.Η έλευση του Κόκκινου Στρατού δεν καλυτερεύει τα πράγματα,και εκείνοι το ίδιο φέρονται με άλλους όμως τρόπους.Η φρίκη δεν έχει ταυτότητα και γιά να επιζήσεις πρέπει να κάνεις τα ίδια.Η πάλη γιά την επιβίωση,το να προσπαθείς να μείνεις ζωντανός με το οποιοδήποτε τίμημα δίνει στο μυθιστόρημα ένα πανανθρώπινο μήνυμα που αγγίζει και τον πιό ψυχρό αναγνώστη.
Αποκλείεται να μείνεις ανεπηρέαστος μετά την ανάγνωση αυτού του πριμιτίφ αριστουργήματος,παίρνει καιρό να συνέλθεις από το σοκ και να συνειδητοποιήσεις τι διάβασες.Η φράση-κλισέ «γροθιά στο στομάχι» σ’αυτό το βιβλίο βρίσκει το κυριολεκτικό της νόημα.
«Τραχιά χέρια με τράβηξαν με δύναμη από το πάτωμα και με πήγαν σηκωτό κατά την είσοδο.Εμβρόντητο το πλήθος άνοιξε δρόμο.Από τον εξώστη ακούστηκε μιά δυνατή αντρική φωνή: «Εξω αποδώ,Τσιγγάνε!Βρικόλακα!» και κάμποσες ακόμα φωνές έπιασαν τον ρυθμό.Χέρια έσφιξαν το κορμί μου με βασανιστική σκληρότητα,προσπαθώντας να μου ξεσκίσουν τη σάρκα.Έξω από την εκκλησία,θέλησα να βάλω τις φωνές και να παρακαλέσω να με λυπηθούν,αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το λαιμό μου.Προσπάθησα άλλη μιά φορά.Δεν είχα καθόλου φωνή.
Ο δροσερός αέρας χτύπησε το καυτό κορμί μου.Οι χωρικοί μ’εσερναν κατευθείαν σ’εναν μεγάλο λάκκο γιά σκατά.Τον είχαν ανοίξει πριν από δυο τρία χρόνια και το μικρό αποχωρητήριο με τα παραθυράκια του στο σχήμα του σταυρού παραδίπλα ήταν το μεγάλο καμάρι του παπά.Ήταν το μόνο που υπήρχει στην περιοχή.Οι χωρικοί ήταν συνηθισμένοι να ικανοποιούν τις σωματικές ανάγκες τους απευθείας στα χωράφια και το χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έρχονταν στην εκκλησία.Πάντως ένας νέος λάκκος ανοιγόταν ήδη στην άλλη άκρη του πρεσβυτερίου,επειδή ο παλιός είχε ήδη ξεχειλίσει και συχνά ο αέρας έφερνε την μπόχα μέχρι την εκκλησία
Όταν κατάλαβα τι μου έμελλε να πάθω,προσπάθησα και πάλι να διαμαρτυρηθώ.Δεν έβγαινε φωνή από μέσα μου.Κάθε φορά που πάσκιζα να φωνάξω,το χέρι κάποιου χωρικού έπεφτε βαρύ πάνω μου και μου βούλωνε το στόμα και τη μύτη.Η μπόχα από τον λάκκο έγινε πιό έντονη.Τώρα βρισκόμασταν πολύ κοντά.Πάλεψα άλλη μιά φορά να ελευθερωθώ,μα οι άντρες με κρατούσαν γερά,χωρίς να πάψουν καθόλου να συζητούν μεταξύ τους γιά το επεισόδιο στην εκκλησία.Ήμουν βρικόλακας,γι’αυτό δεν αμφέβαλλαν καθόλου,όπως δεν αμφέβαλλαν ότι η διακοπή της Θείας Λειτουργίας μόνο δεινά προμηνούσε γιά το χωριό.
Σταματήσαμε στο χείλος του λάκκου.Η καφετιά ρυτιδωμένη επιφάνειά του άχνιζε δύσοσμη,έμοιαζε με φρικιαστική πέτσα μιας γαβάθας με καυτή σούπα από φαγόπυρο.Πάνω σ’αυτή την επιφάνεια μυρμήγκιαζαν μιλιούνια άσπρες κάμπιες,μακριές ίσαμε το νύχι του χεριού.Αποπάνω τριγύριζαν σύννεφα μύγες που βούιζαν μονότονα,συγκρούονταν μεταξύ τους,χαμήλωναν για μιά στιγμή κατά το λάκκο κι ύστερα πετούσαν και πάλι ψηλά,με τα ωραία γαλάζια και βιολετιά σώματά τους να λαμποκοπούν στον ήλιο.
Αναγούλιασα.Οι χωρικοί με σήκωσαν κρατώντας με από τα χέρια και τα πόδια.Τα απαλά σύννεφα στον γαλανό ουρανό κολυμπούσαν μπροστά στα μάτια μου.Είχα εκσφενδονιστεί καταμεσής στις καφετιές ακαθαρσίες,που άνοιξαν κάτω από το σώμα μου γιά να με καταπιούν.»
Έπειτα πηγαίναμε κι οι δυο στη καρδιά του δάσους.Εκεί,ο Λεχ έλυνε το βαμμένο πουλί από τον καρπό του και μου ζητούσε να το κρατήσω στο χέρι μου και να το ζουλήξω ελαφρά.Το πουλί άρχισε να βγάζει κραυγούλες από την ταραχή του προσελκύοντας ένα κοπάδι από πουλιά του είδους του,που πετούσαν νευρικά πάνω από το κεφάλι μας.Μόλις τ’άκουγε,ο αιχμάλωτός μας τεντωνόταν προς το μέρος τους,τιτίβιζε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά,φυλακισμένη στο φρεσκομπογιατισμένο στήθος του.
Όταν πιά μαζεύονταν γύρω μας κάμποσα πουλιά,ο Λεχ μου έκανε νόημα ν’αμολήσω τον «αιχμάλωτο».Το πουλί πετούσε ψηλά,ευτυχισμένο κι ελεύθερο,μιά πιτσιλιά ουράνιου τόξου με φόντο τα σύννεφα,και μετά χωνόταν στο καστανόχρωμο κοπάδι που το περίμενε.Τ’άλλα πουλιά σάστιζαν προς στιγμήν.Το βαμμένο πουλί έκανε κύκλους από τη μιά άκρη του κοπαδιού στην άλλη,προσπαθώντας του κάκου να πείσει τους ομοίους του ότι ήταν ένας απ’αυτούς.Ζαλισμένα όμως από τα εκθαμβωτικά του χρώματα,τ’άλλα πουλιά πετούσαν γύρω του αμετάπειστα και παρά το ζήλο με τον οποίο το βαμμένο πουλί προσπαθούσε να χωθεί στο κοπάδι,εκείνα το έδιωχναν όλο και μακρύτερα.Αμέσως μετά,τα βλέπαμε να του ορμούν μανιασμένα,το ένα μετά το άλλο και να το ξεπουπουλιάζουν.Σε λίγο,η πολύχρωμη φιγούρα έχανε τη θέση της στον ουρανό κι έπεφτε στο έδαφος.Όταν επιτέλους το βρίσκαμε,το βαμμένο πουλί ήταν συνήθως νεκρό.Ο Λεχ έσκυβε πάνω του και μετρούσε με ζέση τα χτυπήματα που είχε δεχτεί.Αίμα έσταζε από τα βαμμένα φτερά του,διέλυε την μπογιά και λέρωνε τα χέρια του Λεχ.»
Απλά συγκλονιστικό το κλασσικό πλέον μυθιστόρημα του Γιέρζι Κοζίνσκι «ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ» (Εκδ.Μεταίχμιο,σελ.351),(86),είναι η αληθοφανής αφήγηση μιάς διαφορετικής «Οδύσσειας» ενός εξάχρονου παιδιού σε μιά χώρα της ανατολικής Ευρώπης στα χρόνια του Β Παγκόσμιου πολέμου.
Βρισκόμαστε στο 1939 και ένα εξάχρονο αγόρι βρίσκεται «φιλοξενούμενο»,με το αζημίωτο βέβαια σε ένα μακρινό χωριό μιάς χώρας που μάλλον είναι η Πολωνία.Οι αστοί γονείς του το έχουν στείλει μακριά από την πόλη τους γιά να το προστατέψουν αφού οι ίδιοι έπρεπε να παραμείνουν κρυμμένοι καθ’όλη τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.Η ανάδοχη μητέρα όμως σχεδόν αμέσως πεθαίνει σε ένα ατύχημα και το παιδί απέμεινε να περιπλανιέται μονάχο από χωριό σε χωριό μέσα στα βάθη της χώρας του.Το παιδί έχει την ατυχία να είναι σκουρόχρωμο,μαύρα μαλλιά,μαύρα μάτια,δέρμα στο «χρώμα της ελιάς».Οι ντόπιοι χωρικοί είναι ανοιχτόχρωμοι με γαλάζια μάτια απομονωμένοι με συνθήκες ζωής σχεδόν μεσαιωνικές,με συνήθειες πρωτόγονες.Το παιδί θεωρείται τσιγγανάκι ή στην καλύτερη περίπτωση Εβραιόπουλο.Δύο κοινωνικές ομάδες που κυνηγήθηκαν από τους Ναζί και οι κάτοικοι των χωριών έπρεπε να παραδίδουν αμέσως στις αρχές μόλις βλέπανε κάποιον που να μοιάζει προς αυτές.
Το παιδί άλλοτε βρίσκει καταφύγιο σε κάποια οικογένεια,άλλοτε αναγκάζεται να κοιμάται στην ύπαιθρο.Οι οικογένειες που το περιθάλπτουν δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα (την πρωτευουσιάνικη) που μιλάει,του φέρονται βάναυσα σαν ζώο ενώ κάποιοι ξεσπάνε πάνω του θεωρώντας τον απεσταλμένο του σατανά ή απλά γρουσούζη.Η ζωή στα χωριά αυτά είναι εφιαλτική.Βασιλεύει ο νόμος της φύσης,ο νόμος του ισχυρότερου.Τα εγκλήματα γιά ασήμαντη αφορμή είναι σε ημερήσια διάταξη,οι προλήψεις κυριαρχούν,η ανθρώπινη ζωή είτε λόγω του πολέμου,είτε λόγω των καταστάσεων δεν μετράει περισσότερο από ενός ζώου.
Το παιδί θα τα καταφέρει,θα επιζήσει σαν αγρίμι.Μαθαίνει να κλέβει,να σκοτώνει,να κοροϊδεύει γιά να ζήσει.Κάποια στιγμή χάνει τη λαλιά του από το σοκ και ζει ως μουγγός.Όταν έρθει ο Κόκκινος στρατός θα τον περιμαζέψουν και θα τον στείλουν σε ορφανοτροφείο,εκεί αργότερα οι γονείς του θα τον βρούνε αλλά το παιδί δεν είναι πιά το ίδιο-δεν είναι καν παιδί.Έχει θητεύσει στο πανεπιστήμιο της βίας,έχει γνωρίσει την ζωή από την ανάποδη...
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του εμιγκρέ Κοζίνσκι στις ΗΠΑ (κατευθείαν στα Αγγλικά),έπεσε σαν βόμβα στον λογοτεχνικό χώρο.Η δύναμη της αφήγησης,η βίαιη και ακατέργαστη μορφή του κειμένου έκανε όλο τον κόσμο να το θεωρήσει αυτοβιογραφία και να το συγκρίνει με το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» και άλλα παρόμοια βιβλία.Ο συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια δεν επιβεβαίωσε αλλά ούτε και αρνήθηκε το αυτοβιογραφικό του πράγματος.Πλέον μετά από τόσα χρόνια γνωρίζουμε ότι κάποια πράγματα τα έζησε,τα περισσότερα όμως είναι συλλογή από κουβέντες,συζητήσεις με επιζώντες του πολέμου αλλά και λαϊκούς θρύλους που ενσωματώνει με πειστικό τρόπο στην πλοκή του βιβλίου.
Η φρίκη κυριαρχεί και διαπερνάει την ανάγνωση του μυθιστορήματος.Οι περιπέτειες του μικρού περιπλανώμενου είναι τόσο σκληρές που τρελλαίνεσαι με την βιαιότητα των περιγραφών.Οι ταλαιπωρίες διαδέχονται η μία την άλλη,η βαναυσότητα των χωρικών είναι απερίγραπτη,οι σκηνές μοιάζουν απίστευτες.
Ο λαϊκός μύθος του «βαμμένου πουλιού» λειτουργεί αλληγορικά ως προς την ανέλιξη της ιστορίας.Ο μικρός σαν άλλο βαμμένο πουλί,προσπαθεί να ενσωματωθεί στις τοπικές κοινωνίες χωρίς επιτυχία.Θέλουν να τον κατασπαράξουν γιατί είναι «ο άλλος», «ο ξένος».Στα περισσότερα χωριά τον βλέπουν και φτύνουν στον κόρφο τους.Ο Κοζίνσκι στο βιβλίο τους μας λέει όσο απλούστερα γίνεται ότι ο φασισμός δεν είναι επινόηση των ναζί αλλά υπάρχει στην ανθρώπινη φύση και όχι μόνο στην καθημερινότητα των χωρικών-υπήρχε ανέκαθεν,βαθιά ριζωμένος.Η έλευση του Κόκκινου Στρατού δεν καλυτερεύει τα πράγματα,και εκείνοι το ίδιο φέρονται με άλλους όμως τρόπους.Η φρίκη δεν έχει ταυτότητα και γιά να επιζήσεις πρέπει να κάνεις τα ίδια.Η πάλη γιά την επιβίωση,το να προσπαθείς να μείνεις ζωντανός με το οποιοδήποτε τίμημα δίνει στο μυθιστόρημα ένα πανανθρώπινο μήνυμα που αγγίζει και τον πιό ψυχρό αναγνώστη.
Αποκλείεται να μείνεις ανεπηρέαστος μετά την ανάγνωση αυτού του πριμιτίφ αριστουργήματος,παίρνει καιρό να συνέλθεις από το σοκ και να συνειδητοποιήσεις τι διάβασες.Η φράση-κλισέ «γροθιά στο στομάχι» σ’αυτό το βιβλίο βρίσκει το κυριολεκτικό της νόημα.
«Τραχιά χέρια με τράβηξαν με δύναμη από το πάτωμα και με πήγαν σηκωτό κατά την είσοδο.Εμβρόντητο το πλήθος άνοιξε δρόμο.Από τον εξώστη ακούστηκε μιά δυνατή αντρική φωνή: «Εξω αποδώ,Τσιγγάνε!Βρικόλακα!» και κάμποσες ακόμα φωνές έπιασαν τον ρυθμό.Χέρια έσφιξαν το κορμί μου με βασανιστική σκληρότητα,προσπαθώντας να μου ξεσκίσουν τη σάρκα.Έξω από την εκκλησία,θέλησα να βάλω τις φωνές και να παρακαλέσω να με λυπηθούν,αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το λαιμό μου.Προσπάθησα άλλη μιά φορά.Δεν είχα καθόλου φωνή.
Ο δροσερός αέρας χτύπησε το καυτό κορμί μου.Οι χωρικοί μ’εσερναν κατευθείαν σ’εναν μεγάλο λάκκο γιά σκατά.Τον είχαν ανοίξει πριν από δυο τρία χρόνια και το μικρό αποχωρητήριο με τα παραθυράκια του στο σχήμα του σταυρού παραδίπλα ήταν το μεγάλο καμάρι του παπά.Ήταν το μόνο που υπήρχει στην περιοχή.Οι χωρικοί ήταν συνηθισμένοι να ικανοποιούν τις σωματικές ανάγκες τους απευθείας στα χωράφια και το χρησιμοποιούσαν μόνο όταν έρχονταν στην εκκλησία.Πάντως ένας νέος λάκκος ανοιγόταν ήδη στην άλλη άκρη του πρεσβυτερίου,επειδή ο παλιός είχε ήδη ξεχειλίσει και συχνά ο αέρας έφερνε την μπόχα μέχρι την εκκλησία
Όταν κατάλαβα τι μου έμελλε να πάθω,προσπάθησα και πάλι να διαμαρτυρηθώ.Δεν έβγαινε φωνή από μέσα μου.Κάθε φορά που πάσκιζα να φωνάξω,το χέρι κάποιου χωρικού έπεφτε βαρύ πάνω μου και μου βούλωνε το στόμα και τη μύτη.Η μπόχα από τον λάκκο έγινε πιό έντονη.Τώρα βρισκόμασταν πολύ κοντά.Πάλεψα άλλη μιά φορά να ελευθερωθώ,μα οι άντρες με κρατούσαν γερά,χωρίς να πάψουν καθόλου να συζητούν μεταξύ τους γιά το επεισόδιο στην εκκλησία.Ήμουν βρικόλακας,γι’αυτό δεν αμφέβαλλαν καθόλου,όπως δεν αμφέβαλλαν ότι η διακοπή της Θείας Λειτουργίας μόνο δεινά προμηνούσε γιά το χωριό.
Σταματήσαμε στο χείλος του λάκκου.Η καφετιά ρυτιδωμένη επιφάνειά του άχνιζε δύσοσμη,έμοιαζε με φρικιαστική πέτσα μιας γαβάθας με καυτή σούπα από φαγόπυρο.Πάνω σ’αυτή την επιφάνεια μυρμήγκιαζαν μιλιούνια άσπρες κάμπιες,μακριές ίσαμε το νύχι του χεριού.Αποπάνω τριγύριζαν σύννεφα μύγες που βούιζαν μονότονα,συγκρούονταν μεταξύ τους,χαμήλωναν για μιά στιγμή κατά το λάκκο κι ύστερα πετούσαν και πάλι ψηλά,με τα ωραία γαλάζια και βιολετιά σώματά τους να λαμποκοπούν στον ήλιο.
Αναγούλιασα.Οι χωρικοί με σήκωσαν κρατώντας με από τα χέρια και τα πόδια.Τα απαλά σύννεφα στον γαλανό ουρανό κολυμπούσαν μπροστά στα μάτια μου.Είχα εκσφενδονιστεί καταμεσής στις καφετιές ακαθαρσίες,που άνοιξαν κάτω από το σώμα μου γιά να με καταπιούν.»