Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 08, 2009 | Permalink
Γενικώς "διαταραγμένοι"
Τα δύο βιβλία με τα οποία θα ασχοληθώ σήμερα επιβεβαιώνουν πόσο άδικο έχουν όσοι βάζουν εύκολα ταμπέλες και κατηγοριοποιούν τα λογοτεχνικά είδη. Και τα δύο ανήκουν στο είδος που τόσο «ανέμελα» αποκαλείται «αστυνομική λογοτεχνία» αλλά οι διαφορές τους είναι τεράστιες και πηγαίνουν πέρα από προσωπικά γούστα – δηλαδή ποιό είδος αστυνομικής λογοτεχνίας προτιμάει κάποιος ή εάν υπάρχουν «σχολές» αστυνομικής λογοτεχνίας και ποιές είναι αυτές. Τι ενδιαφέρει τον μέσο αναγνώστη όμως; Να είναι καλό το βιβλίο που θα διαβάσει, ή τουλάχιστον, αρκετά ενδιαφέρον ώστε να τον «κρατήσει». Εδώ λοιπόν έχουμε «θέμα» και «υλικό» γιά ανάλυση...Ας το δούμε προσεκτικά.
Τα δύο βιβλία είναι το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» (RIGHT AS RAIN), του (ελληνικής καταγωγής) Αμερικανού συγγραφέα George P. Pelecanos (Εκδ.Οξύ, μετάφρ. Π.Μποζινάκης, σελ. 399) και, το «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» της Αγγλίδας Minette Walters, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ. 496). Ωραία μυθιστορήματα και τα δύο και παρότι «μου πάει» περισσότερο το βιβλίο της Γουώλτερς ως ύφος και στυλ, αναγνωρίζω ότι το pulp μυθιστόρημα του Πελεκάνος, απλούστερο στην μορφή του, είναι πιό συγκροτημένο και συμπαγές και τελικά σου «μένει» περισσότερο ως τελική εντύπωση.
Το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» είναι ένα πολύ βίαιο και γρήγορο στην εξέλιξη του μυθιστόρημα, τυπικό του ύφους του πολύ καλού συγγραφέα που είναι ο Πελεκάνος, το οποίο αγγίζει τα θέματα της τυφλής αστυνομικής βίας, του ρατσισμού και ασχολείται με την σκοτεινή πλευρά των μεγαλουπόλεων και το τι συμβαίνει στις διαφορετικού είδους «φαβέλες» που υπάρχουν σ’αυτές.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Ντέρεκ Στρέιντζ (Strange), ένας μαύρος πενηντάρης ιδιωτικός ντέτεκτιβ, πρώην αστυνομικός, αρκετά γοητευτικός (σε στυλάκι Σάμιουελ Τζάκσον), που φροντίζει την ετοιμοθάνατη μητέρα του,τον σκύλο του, ασχολείται με τον έφηβο γιό της αγαπημένης του, λίγο φιλόσοφος, αρκετά συναισθηματικός, περπατημένος, με συναισθηματικές ανησυχίες που ξέρει καλά ότι, τα πράγματα είναι συνήθως διαφορετικά από ότι φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Όταν προσλαμβάνεται από την μητέρα του αδικοχαμένου Κρις Γουίλσον, ενός μαύρου αστυνομικού που δέχτηκε τα πυρά ενός λευκού συναδέλφου του,του Τ.Κουήν με την ανάγνωση των πρώτων στοιχείων αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση «έχει ζουμί».Ο Γουίλσον εκτός υπηρεσίας εκείνο το μοιραίο βράδυ, είχε σταματήσει γιά έλεγχο έναν πολίτη που βγήκε από το αυτοκίνητό του γιά να κατουρήσει. Τον σημάδεψε με το όπλο του και φώναζε. Ο Κουήν και ένας συνάδελφος του ήταν σε υπηρεσία και περνούσαν από εκείνο το σημείο όταν είδαν έναν μαύρο να σημαδεύει έναν λευκό.Του φωνάζουν «αστυνομία» και «πέτα το όπλο σου» και εκείνος στρέφει το όπλο προς αυτούς και φωνάζει κάτι ακατάληπτο,ο Κουήν πυροβολεί και τον σκοτώνει. Στην εξεταστική επιτροπή που συνεστήθη αθωώνεται αλλά παρατείται από το Σώμα και πιάνει δουλειά ως υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο. Η μητέρα του Γουίλσον θέλει μόνο να αποκατασταθεί το όνομα του γιού της, ότι «έπεσε» εν ώρα καθήκοντος.
Ο Στρέιντζ ερευνά την υπόθεση και σιγά-σιγά γίνεται φίλος με τον Κουήν, έναν πολύ ενδιαφέροντα τύπο που τον κυνηγά η συνείδησή του γι’αυτό που έγινε. Αναγνωρίζει ότι τράβηξε εύκολα πιστόλι γιατί τον απειλούσε ένας μαύρος. Βλέπει ότι παρότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ρατσιστή του βγαίνουν διάφορα ρατσιστικά συμπλέγματα τα οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει. Μαζί ο Στρέιντζ με τον Κουήν, ο μαύρος και ο λευκός, πρώην αστυνομικοί και οι δύο λύνουν την πολύ μπερδεμένη, όπως αποδεικνύεται υπόθεση που στο βάθος της έχει ένα μεγάλο δίκτυο ναρκωτικών και την διακίνηση τους στις υποβαθμισμένες περιοχές της Ουάσινγκτον.
Η Αμερικάνικη πρωτεύουσα είναι πολύ διαφορετική στο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Σκοτεινή και ψυχρή, απρόσωπη και γεμάτη εγκληματικότητα περιγράφεται πολύ διαφορετικά από το γνώριμο απαστράπτον πρόσωπό της που γνωρίζουμε. Ο συγγραφέας με εξαιρετικό ρυθμό, «ταξιδεύει» στις φτωχογειτονιές με τις εργατικές συνοικίες, με τους μαύρους και τους ναρκομανείς που ζουν σε εγκαταλελειμένα σπίτια ή σε τουαλέτες που τις έχουν μετατρέψει σε σπίτια. Θυμίζει επεισόδια από την πολύ καλή και ρεαλιστικότατη τηλεοπτική σειρα The Wire, (δεν είναι τυχαίο) που ο Πελεκάνος είναι ένας από τους σεναριογράφους της (η σειρά διαδραματίζεται στην Βαλτιμόρη – κοντά στην Ουάσινγκτον και ένα δείγμα της μπορείτε να δείτε εδώ στην μνημειώδη F.scene, από τις καλύτερες τηλεοπτικές σκηνές ever…).
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από μουσική, ο Στρέιντζ ακούει μαύρη μουσική της δεκαετίας του 60, ενώ ηρεμεί σπίτι του με μουσική από ταινίες γουέστερν (!!!), ο Κουήν ακούει Σπρίνγκστην στο αυτοκίνητο και οι βλάχοι έμποροι ναρκωτικών – το φοβερό και αηδιαστικό ζευγάρι πατέρα,γιού – ακούνε συνέχεια country μουσική. Η μουσική λειτουργεί ως σχόλιο σε πολλές σκηνές του μυθιστορήματος ενώ δεν λείπει και το κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα καθώς περνάει τις ιδέες του γιά νομιμοποίηση των ναρκωτικών και την απαγόρευση του πώλησης όπλων. Ένα βιβλίο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, αρκετά pulp, αρκετά στο ύφος του Έλμερ Λέοναρντ, με ωραίο αυξανόμενο ρυθμό που στις τελευταίες σελίδες γνωρίζει την (πολύ) βίαιη κορύφωσή του με ένα λουτρό αίματος που δύσκολα το ξεχνάς.
Ο κοινωνικός ρατσισμός διαπερνάει και τις σελίδες του πολύ ενδιαφέροντος αλλά άνισου μυθιστορήματος της Μ.Γουώλτερς «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ». Ένα βιβλίο που ξεκινάει καταπληκτικά, που νιώθεις ότι θα σε συνεπάρει αλλά από την μέση και μετά αναλώνεται σε μιά τρομερή φλυαρία, επαναλαμβάνεται και κουράζει ενώ το λίαν προβλέψιμο φινάλε του καταστρέφει ότι προσπάθησε να χτίσει η πολύ ικανή αυτή συγγραφέας.
Ο ανθρωπολόγος καθηγητής πανεπιστημίου Τζόναθαν Χιούζ είναι ένας ιδιόρρυθμος τύπος που έχει γράψει ένα βιβλίο με θέμα τις δικαστικές πλάνες και παραθέτει διάφορες υποθέσεις ανθρώπων που έπεσαν θύματα αυτών των «λαθών».Μία από τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχολείται στο βιβλίο του, είναι και αυτή του εικοσάρη Χάουαρντ Σταμπ που κατηγορήθηκε ότι σκότωσε την γιαγιά του πριν από 30 χρόνια σε μιά μικρή πόλη του Ντόρσετ στην Αγγλία. Κατά σύμπτωση στο ίδιο θέμα έχει αφιερώσει τη ζωή της η δημοτική σύμβουλος Τζωρτζ Γκάρτνερ μιά γηραιά (και αυτή αρκετά ιδιόρρυθμη) κυρία. Η Γκάρτνερ πείθει τον Χιούζ να ψάξει περαιτέρω την υπόθεση Σταμπ, και να αποδείξουν από κοινού σε ένα καινούριο βιβλίο την δικαστική πλάνη και αν μπορέσουν να βρουν τον ένοχο της φρικιαστικής δολοφονίας.
Ο Σταμπ λίγους μήνες μετά την καταδίκη του σε ισόβια δεσμά γιά την δολοφονία αυτοκτόνησε στο κελί του. Ήταν ένα παιδί που είχε χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αναλφάβητο και με λαγωχειλία που ήταν μονίμως απομονωμένο και φοβισμένο. Υπεραγαπούσε την γιαγιά του που είχε κι αυτή λαγωχειλία και περνούσε πολλές ώρες μαζί της. Ήταν σχεδόν απίθανο να είναι αυτός ο δολοφόνος, η αστυνομία στηρίχτηκε σε κάτι κόκκινες τρίχες που βρέθηκαν στο μπάνιο, εξέταση DNA δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια και η αυτοκτονία του δεν επέτρεψε ξανάνοιγμα του φακέλου από την αστυνομία όλα αυτά τα χρόνια, εξάλλου η καταδίκη του διευκόλυνε τους πάντες τότε.
Ψάχνοντας την υπόθεση, το ιδιάζον δίδυμο των ερευνητών πέφτει πάνω σε μιά άλλη ιστορία που συνέβη εκείνο τον καιρό στην ίδια κωμόπολη. Μιά πεταχτούλα και νόστιμη έφηβη που είναι στο πάρκο με την ασχημούλα φίλη της (και τον μικρό αδερφό αυτής) βιάζεται από τρεις χουλιγκάνους της περιοχής. Ύστερα από μια εβδομάδα εκδιώκεται από το σχολείο της μετά από έντονο καυγά με την κολλητή της που ήταν παρούσα στο συμβάν, όταν εκείνη απείλησε να αποκαλύψει σε όλο το σχολείο τι συνέβη στο πάρκο. Η μικρή μετά από αυτό το σκάει από το σπίτι της και είναι γιά 30 χρόνια αγνοούμενη. Διαπιστώνεται ότι οι δύο υποθέσεις «κουμπώνουν» η μία πάνω στην άλλη, οπότε οι Χιουζ και Γκάρτνερ βρίσκονται αναμεμιγμένοι και στις δύο προσπαθώντας να ανοίξουν τις καλά σφραγισμένες πόρτες φτάνουν πολύ βαθιά αποκαλύπτοντας οικογενειακά μυστικά, περιπτώσεις παιδοφιλίας, οικογενειακής βίας και παιδικής εγκληματικότητας.
Ο πραγματικός χρόνος του βιβλίου είναι το 2001, λίγο μετά την 11 Σεπτεμβρίου, όπου τα μέτρα ασφαλείας είναι έντονα και ο κόσμος υποπτεύεται ότι είναι ή μοιάζει «διαφορετικό». Ο ανθρωπολόγος με το τυπικότατα βρετανικό όνομα Χιούζ είναι μαύρος που μοιάζει με άραβα και αυτό του δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα και πανικό. Σύντομα διαπιστώνει ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον αδίκως κατηγορηθέντα Σταμπ. Και οι δύο ήταν παιδιά που βίωσαν τον ρατσισμό και την απόρριψη στο σχολείο. Και αυτός όπως και ο Σταμπ έπεσε θύμα της οικογενειακής βίας αφού οι πατεράδες και των δύο συχνά-πυκνά τους ξυλοκοπούσαν άνευ ουσιαστικής αιτίας ενώ και ο Χιούζ ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και δεν μιλούσε ανθρώπου σε σημείο να είναι ακόμα επηρρεασμένος από την παιδική του ηλικία και να ζει μιά μοναχική ζωή. Περνώντας τα πρώτα στάδια του ανταγωνισμού με την χοντρούλα και περίεργη Γκάρτνερ (η συγγραφέας ευφυώς μπερδεύει τα πράγματα, η Γκάρτνερ περιμένει να δεί έναν λευκό στο κοινό όνομα Τζόναθαν Χιουζ και εκείνος περιμένει να δει έναν άντρα στο όνομα Τζωρτζ Γκάρτνερ – τι είπαμε στην αρχή;Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά...), το δίδυμο αναπτύσσει μιά σχέση μητέρας και γιού, πολύ τρυφερή και ανθρώπινη.
Αγγλική επαρχία, φτωχογειτονιές που έχουν ερημώσει, χουλιγκανισμός και αλητεία, μυστικά και ψέμματα καλά κρυμμένα πίσω από τέσσερις τοίχους. Προσωπικές ευθύνες που κατακάθονται με τα χρόνια και μετατρέπονται σε τύψεις. Παιδιά χωρίς φροντίδα που μεγάλωσαν στους πέντε δρόμους και μετατράπηκαν σε κινούμενες βόμβες. Το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν κορυφαίο αλλά...Η Γουώλτερς θα μπορούσε να το έχει ολοκληρώσει από την 300η σελίδα, αλλά φλυαρεί, πολυλογεί, κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια και τα ίδια. Από την μέση ο αναγνώστης έχει καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τους διάφορους τύπους που περιφέρονται γύρω από το ζευγάρι των ερευνητών και ενώ περιμένεις από σελίδα σε σελίδα κάποια ανατροπή, κάτι που θα σε εκπλήξει αυτό δεν γίνεται ποτέ και οδηγούμαστε σε ένα απογοητευτικό τέλος.
Εκείνο που σε κερδίζει στο άνισο αυτό μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και της αινιγματικής Πρίσιλα που τους ανακατεύει όλους με την πραγματική ή μη ταυτότητά της. Ο Χιούζ και η Γκάρτνερ είναι πολύ μυθιστορηματικές προσωπικότητες και η Γουώλτερς αποδεδειγμένα ικανή συγγραφέας «χτίζει» πάνω τους, ενώ η περίπτωση της Πρίσιλα είναι ένα βιβλίο από μόνο του. Επίσης είναι εξαιρετική η περιγραφή της Αγγλικής κοινωνίας την δεκαετία του 70 αλλά και 30 χρόνια μετά όταν βλέπεις ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στην αντιμετώπιση τους.
Μακριά από τις αστυνομικές ιστορίες των Ρουθ Ρέντελ και Π.Ντ.Τζέημς, των γυναικών, λογοτεχνικών «αντιπάλων» της, η Γουώλτερς προσπαθεί να μεταφέρει την μπάλα σε πιό απαιτητικό γήπεδο αλλά μπουρδουκλώνεται μέσα στην προσπάθειά της αυτή που (προσωπικά πιστεύω ότι) θα απαιτούσε την πένα ενός ΜακΓιούαν ή το χιούμορ ενός Τζούλιαν Μπαρνς γιά να λειτουργήσει καλύτερα. Όπως και να έχει όμως, οι ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα με πολλές ωραίες στιγμές που δίνει αρκετή τροφή γιά σκέψη.
Τα δύο βιβλία είναι το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» (RIGHT AS RAIN), του (ελληνικής καταγωγής) Αμερικανού συγγραφέα George P. Pelecanos (Εκδ.Οξύ, μετάφρ. Π.Μποζινάκης, σελ. 399) και, το «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» της Αγγλίδας Minette Walters, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ. 496). Ωραία μυθιστορήματα και τα δύο και παρότι «μου πάει» περισσότερο το βιβλίο της Γουώλτερς ως ύφος και στυλ, αναγνωρίζω ότι το pulp μυθιστόρημα του Πελεκάνος, απλούστερο στην μορφή του, είναι πιό συγκροτημένο και συμπαγές και τελικά σου «μένει» περισσότερο ως τελική εντύπωση.
Το «ΔΙΛΗΜΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ» είναι ένα πολύ βίαιο και γρήγορο στην εξέλιξη του μυθιστόρημα, τυπικό του ύφους του πολύ καλού συγγραφέα που είναι ο Πελεκάνος, το οποίο αγγίζει τα θέματα της τυφλής αστυνομικής βίας, του ρατσισμού και ασχολείται με την σκοτεινή πλευρά των μεγαλουπόλεων και το τι συμβαίνει στις διαφορετικού είδους «φαβέλες» που υπάρχουν σ’αυτές.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Ντέρεκ Στρέιντζ (Strange), ένας μαύρος πενηντάρης ιδιωτικός ντέτεκτιβ, πρώην αστυνομικός, αρκετά γοητευτικός (σε στυλάκι Σάμιουελ Τζάκσον), που φροντίζει την ετοιμοθάνατη μητέρα του,τον σκύλο του, ασχολείται με τον έφηβο γιό της αγαπημένης του, λίγο φιλόσοφος, αρκετά συναισθηματικός, περπατημένος, με συναισθηματικές ανησυχίες που ξέρει καλά ότι, τα πράγματα είναι συνήθως διαφορετικά από ότι φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Όταν προσλαμβάνεται από την μητέρα του αδικοχαμένου Κρις Γουίλσον, ενός μαύρου αστυνομικού που δέχτηκε τα πυρά ενός λευκού συναδέλφου του,του Τ.Κουήν με την ανάγνωση των πρώτων στοιχείων αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση «έχει ζουμί».Ο Γουίλσον εκτός υπηρεσίας εκείνο το μοιραίο βράδυ, είχε σταματήσει γιά έλεγχο έναν πολίτη που βγήκε από το αυτοκίνητό του γιά να κατουρήσει. Τον σημάδεψε με το όπλο του και φώναζε. Ο Κουήν και ένας συνάδελφος του ήταν σε υπηρεσία και περνούσαν από εκείνο το σημείο όταν είδαν έναν μαύρο να σημαδεύει έναν λευκό.Του φωνάζουν «αστυνομία» και «πέτα το όπλο σου» και εκείνος στρέφει το όπλο προς αυτούς και φωνάζει κάτι ακατάληπτο,ο Κουήν πυροβολεί και τον σκοτώνει. Στην εξεταστική επιτροπή που συνεστήθη αθωώνεται αλλά παρατείται από το Σώμα και πιάνει δουλειά ως υπάλληλος σε ένα βιβλιοπωλείο. Η μητέρα του Γουίλσον θέλει μόνο να αποκατασταθεί το όνομα του γιού της, ότι «έπεσε» εν ώρα καθήκοντος.
Ο Στρέιντζ ερευνά την υπόθεση και σιγά-σιγά γίνεται φίλος με τον Κουήν, έναν πολύ ενδιαφέροντα τύπο που τον κυνηγά η συνείδησή του γι’αυτό που έγινε. Αναγνωρίζει ότι τράβηξε εύκολα πιστόλι γιατί τον απειλούσε ένας μαύρος. Βλέπει ότι παρότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ρατσιστή του βγαίνουν διάφορα ρατσιστικά συμπλέγματα τα οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει. Μαζί ο Στρέιντζ με τον Κουήν, ο μαύρος και ο λευκός, πρώην αστυνομικοί και οι δύο λύνουν την πολύ μπερδεμένη, όπως αποδεικνύεται υπόθεση που στο βάθος της έχει ένα μεγάλο δίκτυο ναρκωτικών και την διακίνηση τους στις υποβαθμισμένες περιοχές της Ουάσινγκτον.
Η Αμερικάνικη πρωτεύουσα είναι πολύ διαφορετική στο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Σκοτεινή και ψυχρή, απρόσωπη και γεμάτη εγκληματικότητα περιγράφεται πολύ διαφορετικά από το γνώριμο απαστράπτον πρόσωπό της που γνωρίζουμε. Ο συγγραφέας με εξαιρετικό ρυθμό, «ταξιδεύει» στις φτωχογειτονιές με τις εργατικές συνοικίες, με τους μαύρους και τους ναρκομανείς που ζουν σε εγκαταλελειμένα σπίτια ή σε τουαλέτες που τις έχουν μετατρέψει σε σπίτια. Θυμίζει επεισόδια από την πολύ καλή και ρεαλιστικότατη τηλεοπτική σειρα The Wire, (δεν είναι τυχαίο) που ο Πελεκάνος είναι ένας από τους σεναριογράφους της (η σειρά διαδραματίζεται στην Βαλτιμόρη – κοντά στην Ουάσινγκτον και ένα δείγμα της μπορείτε να δείτε εδώ στην μνημειώδη F.scene, από τις καλύτερες τηλεοπτικές σκηνές ever…).
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από μουσική, ο Στρέιντζ ακούει μαύρη μουσική της δεκαετίας του 60, ενώ ηρεμεί σπίτι του με μουσική από ταινίες γουέστερν (!!!), ο Κουήν ακούει Σπρίνγκστην στο αυτοκίνητο και οι βλάχοι έμποροι ναρκωτικών – το φοβερό και αηδιαστικό ζευγάρι πατέρα,γιού – ακούνε συνέχεια country μουσική. Η μουσική λειτουργεί ως σχόλιο σε πολλές σκηνές του μυθιστορήματος ενώ δεν λείπει και το κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα καθώς περνάει τις ιδέες του γιά νομιμοποίηση των ναρκωτικών και την απαγόρευση του πώλησης όπλων. Ένα βιβλίο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, αρκετά pulp, αρκετά στο ύφος του Έλμερ Λέοναρντ, με ωραίο αυξανόμενο ρυθμό που στις τελευταίες σελίδες γνωρίζει την (πολύ) βίαιη κορύφωσή του με ένα λουτρό αίματος που δύσκολα το ξεχνάς.
Ο κοινωνικός ρατσισμός διαπερνάει και τις σελίδες του πολύ ενδιαφέροντος αλλά άνισου μυθιστορήματος της Μ.Γουώλτερς «ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ». Ένα βιβλίο που ξεκινάει καταπληκτικά, που νιώθεις ότι θα σε συνεπάρει αλλά από την μέση και μετά αναλώνεται σε μιά τρομερή φλυαρία, επαναλαμβάνεται και κουράζει ενώ το λίαν προβλέψιμο φινάλε του καταστρέφει ότι προσπάθησε να χτίσει η πολύ ικανή αυτή συγγραφέας.
Ο ανθρωπολόγος καθηγητής πανεπιστημίου Τζόναθαν Χιούζ είναι ένας ιδιόρρυθμος τύπος που έχει γράψει ένα βιβλίο με θέμα τις δικαστικές πλάνες και παραθέτει διάφορες υποθέσεις ανθρώπων που έπεσαν θύματα αυτών των «λαθών».Μία από τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχολείται στο βιβλίο του, είναι και αυτή του εικοσάρη Χάουαρντ Σταμπ που κατηγορήθηκε ότι σκότωσε την γιαγιά του πριν από 30 χρόνια σε μιά μικρή πόλη του Ντόρσετ στην Αγγλία. Κατά σύμπτωση στο ίδιο θέμα έχει αφιερώσει τη ζωή της η δημοτική σύμβουλος Τζωρτζ Γκάρτνερ μιά γηραιά (και αυτή αρκετά ιδιόρρυθμη) κυρία. Η Γκάρτνερ πείθει τον Χιούζ να ψάξει περαιτέρω την υπόθεση Σταμπ, και να αποδείξουν από κοινού σε ένα καινούριο βιβλίο την δικαστική πλάνη και αν μπορέσουν να βρουν τον ένοχο της φρικιαστικής δολοφονίας.
Ο Σταμπ λίγους μήνες μετά την καταδίκη του σε ισόβια δεσμά γιά την δολοφονία αυτοκτόνησε στο κελί του. Ήταν ένα παιδί που είχε χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, αναλφάβητο και με λαγωχειλία που ήταν μονίμως απομονωμένο και φοβισμένο. Υπεραγαπούσε την γιαγιά του που είχε κι αυτή λαγωχειλία και περνούσε πολλές ώρες μαζί της. Ήταν σχεδόν απίθανο να είναι αυτός ο δολοφόνος, η αστυνομία στηρίχτηκε σε κάτι κόκκινες τρίχες που βρέθηκαν στο μπάνιο, εξέταση DNA δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια και η αυτοκτονία του δεν επέτρεψε ξανάνοιγμα του φακέλου από την αστυνομία όλα αυτά τα χρόνια, εξάλλου η καταδίκη του διευκόλυνε τους πάντες τότε.
Ψάχνοντας την υπόθεση, το ιδιάζον δίδυμο των ερευνητών πέφτει πάνω σε μιά άλλη ιστορία που συνέβη εκείνο τον καιρό στην ίδια κωμόπολη. Μιά πεταχτούλα και νόστιμη έφηβη που είναι στο πάρκο με την ασχημούλα φίλη της (και τον μικρό αδερφό αυτής) βιάζεται από τρεις χουλιγκάνους της περιοχής. Ύστερα από μια εβδομάδα εκδιώκεται από το σχολείο της μετά από έντονο καυγά με την κολλητή της που ήταν παρούσα στο συμβάν, όταν εκείνη απείλησε να αποκαλύψει σε όλο το σχολείο τι συνέβη στο πάρκο. Η μικρή μετά από αυτό το σκάει από το σπίτι της και είναι γιά 30 χρόνια αγνοούμενη. Διαπιστώνεται ότι οι δύο υποθέσεις «κουμπώνουν» η μία πάνω στην άλλη, οπότε οι Χιουζ και Γκάρτνερ βρίσκονται αναμεμιγμένοι και στις δύο προσπαθώντας να ανοίξουν τις καλά σφραγισμένες πόρτες φτάνουν πολύ βαθιά αποκαλύπτοντας οικογενειακά μυστικά, περιπτώσεις παιδοφιλίας, οικογενειακής βίας και παιδικής εγκληματικότητας.
Ο πραγματικός χρόνος του βιβλίου είναι το 2001, λίγο μετά την 11 Σεπτεμβρίου, όπου τα μέτρα ασφαλείας είναι έντονα και ο κόσμος υποπτεύεται ότι είναι ή μοιάζει «διαφορετικό». Ο ανθρωπολόγος με το τυπικότατα βρετανικό όνομα Χιούζ είναι μαύρος που μοιάζει με άραβα και αυτό του δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα και πανικό. Σύντομα διαπιστώνει ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον αδίκως κατηγορηθέντα Σταμπ. Και οι δύο ήταν παιδιά που βίωσαν τον ρατσισμό και την απόρριψη στο σχολείο. Και αυτός όπως και ο Σταμπ έπεσε θύμα της οικογενειακής βίας αφού οι πατεράδες και των δύο συχνά-πυκνά τους ξυλοκοπούσαν άνευ ουσιαστικής αιτίας ενώ και ο Χιούζ ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και δεν μιλούσε ανθρώπου σε σημείο να είναι ακόμα επηρρεασμένος από την παιδική του ηλικία και να ζει μιά μοναχική ζωή. Περνώντας τα πρώτα στάδια του ανταγωνισμού με την χοντρούλα και περίεργη Γκάρτνερ (η συγγραφέας ευφυώς μπερδεύει τα πράγματα, η Γκάρτνερ περιμένει να δεί έναν λευκό στο κοινό όνομα Τζόναθαν Χιουζ και εκείνος περιμένει να δει έναν άντρα στο όνομα Τζωρτζ Γκάρτνερ – τι είπαμε στην αρχή;Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται με την πρώτη ματιά...), το δίδυμο αναπτύσσει μιά σχέση μητέρας και γιού, πολύ τρυφερή και ανθρώπινη.
Αγγλική επαρχία, φτωχογειτονιές που έχουν ερημώσει, χουλιγκανισμός και αλητεία, μυστικά και ψέμματα καλά κρυμμένα πίσω από τέσσερις τοίχους. Προσωπικές ευθύνες που κατακάθονται με τα χρόνια και μετατρέπονται σε τύψεις. Παιδιά χωρίς φροντίδα που μεγάλωσαν στους πέντε δρόμους και μετατράπηκαν σε κινούμενες βόμβες. Το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν κορυφαίο αλλά...Η Γουώλτερς θα μπορούσε να το έχει ολοκληρώσει από την 300η σελίδα, αλλά φλυαρεί, πολυλογεί, κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια και τα ίδια. Από την μέση ο αναγνώστης έχει καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τους διάφορους τύπους που περιφέρονται γύρω από το ζευγάρι των ερευνητών και ενώ περιμένεις από σελίδα σε σελίδα κάποια ανατροπή, κάτι που θα σε εκπλήξει αυτό δεν γίνεται ποτέ και οδηγούμαστε σε ένα απογοητευτικό τέλος.
Εκείνο που σε κερδίζει στο άνισο αυτό μυθιστόρημα είναι οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών και της αινιγματικής Πρίσιλα που τους ανακατεύει όλους με την πραγματική ή μη ταυτότητά της. Ο Χιούζ και η Γκάρτνερ είναι πολύ μυθιστορηματικές προσωπικότητες και η Γουώλτερς αποδεδειγμένα ικανή συγγραφέας «χτίζει» πάνω τους, ενώ η περίπτωση της Πρίσιλα είναι ένα βιβλίο από μόνο του. Επίσης είναι εξαιρετική η περιγραφή της Αγγλικής κοινωνίας την δεκαετία του 70 αλλά και 30 χρόνια μετά όταν βλέπεις ότι ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στην αντιμετώπιση τους.
Μακριά από τις αστυνομικές ιστορίες των Ρουθ Ρέντελ και Π.Ντ.Τζέημς, των γυναικών, λογοτεχνικών «αντιπάλων» της, η Γουώλτερς προσπαθεί να μεταφέρει την μπάλα σε πιό απαιτητικό γήπεδο αλλά μπουρδουκλώνεται μέσα στην προσπάθειά της αυτή που (προσωπικά πιστεύω ότι) θα απαιτούσε την πένα ενός ΜακΓιούαν ή το χιούμορ ενός Τζούλιαν Μπαρνς γιά να λειτουργήσει καλύτερα. Όπως και να έχει όμως, οι ΔΙΑΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα με πολλές ωραίες στιγμές που δίνει αρκετή τροφή γιά σκέψη.
Δημοσίευση σχολίου