Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009 | Permalink
Εδώ είναι άγρια δύση, καουμπόη μου...
Οι «ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΙ» του πολύ καλού Αφροαμερικανού συγγραφέα PERCIVAL EVERETT (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, μετάφρ. Λύο Καλοβυρνάς, σελ.280) είναι ένα μυθιστόρημα όπου στις σελίδες του πρωταγωνιστούν ένας μαύρος ραντσέρης , ένας έτερος μαύρος πρώην τρόφιμος φυλακών και ένας ομοφυλόφιλος φοιτητής σε μιά μικρή πόλη της επαρχίας του Ουαϊόμινγκ μέσα στο καταχείμωνο. Φόνοι, έρωτες και μίσος – μοναξιά, εκδίκηση και οικογενειακά προβλήματα περνάνε μέσα από την υπαινικτική γραφή του συγγραφέα ενώ ο ρατσισμός είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα.
Ο Τζων Χαντ είναι ένας άνθρωπος που σπούδασε σε καλά πανεπιστήμια αλλά αποφάσισε κάποια στιγμή της ζωής του να αγοράσει ένα ράντσο στην καρδιά της Αμερικής και να εκτρέφει άλογα. Είναι μαύρος και η μικρή κοινότητα του κοντινότερου χωριού τον έχει αποδεχθεί σιωπηρά στα είκοσι χρόνια που ζει ήδη εκεί. Από τότε που πέθανε η σύζυγός του, ζει μαζί με τον υπέργηρο, άρρωστο και πρώην τρόφιμο φυλακών θείο του, τον Γκας (μαύρος κι αυτός), που περισσότερο τον βοηθάει με την μαγειρική και το νοικοκύρεμα του ράντσου. Όταν ένα ομοφυλοφιλικό έγκλημα αποκαλύπτεται κάπου στο χωριό, ο κυριότερος ύποπτος είναι ένα μικρό παιδί βοηθός του Τζων, που υπό το βάρος της άδικης ενοχής και της ομολογημένης σεξουαλικής του τάσης αυτοκτονεί στο κελί του. Το θέμα γνωρίζει μιά μικρή δημοσιότητα και ο Ντέηβιντ, ο ομοφυλόφιλος γιός ενός πρώην συμφοιτητή του Τζων μαζί με τον σύντροφό του έρχονται γιά να διαδηλώσουν στην πόλη αλλά οι ντόπιοι νεοναζιστές ρίχνοντας μερικές ψιλές αποτρέπουν οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Ο Τζων παίρνει το ζευγάρι σπίτι και ο Ντέηβιντ έλκεται πολύ από την δύναμη της φύσης, το «εξωτικό» του πράγματος αλλά και από τον αρρενωπό ραντσέρη σε σημείο που να επιστρέψει μόλις χωρίσει από τον σύντροφό του γιά να περάσει ένα διάστημα βοηθώντας στις καθημερινές εργασίες (δλδ καθαρίζοντας τους στάβλους και βγάζοντας τα άλογα έξω με -20 βαθμούς θερμοκρασία). Αλλά οι νεοναζί της περιοχής τον έχουν σταμπάρει και θα έχει φασαρίες ενώ η ντόπια αστυνομία αδιαφορεί προκλητικά. Ο Τζων Χαντ εκτός του Ντέηβιντ έχει να ασχοληθεί και με την ερωτική του σχέση με την ωραία ραντσέρισα Μόργκαν, τις ρατσιστικές επιθέσεις στα γελάδια του ινδιάνου γείτονα του, την αρρώστεια του θείου του και τα οικογενειακά προβλήματα του νεαρού με τον πατέρα του που καταφτάνει στο ράντσο να περάσει την πρωτοχρονιά με την γκόμενά του εξοργίζοντας τους πάντες. Όταν ο Ντέηβιντ εξαφανίζεται και καταλαβαίνουν όλοι ότι είναι θύμα απαγωγής το πράγμα σοβαρεύει και ο φιλήσυχος Τζων Χαντ πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες...
Πολλά πράγματα γιά ένα τόσο συμμαζεμένο μυθιστόρημα. Δείγμα της υπαινικτικότητας της γραφής του Έβερετ. Δεν ασχολείται τόσο πολύ με το «ποιός το έκανε» ή με το «φαντεζί» στοιχείο της ιστορίας αλλά κάνει περισσότερο ένα κοινωνιολογικό σχόλιο γιά την δήθεν δημοκρατική Αμερική. Δημοκρατικότητα επιφανειακή βέβαια, γιατί μπορεί να προκαλεί κατ’αρχήν απορία η «αποδοχή» του μαύρου ραντσέρη από την κοινότητα, αλλά σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ουσιαστικά αδιαφορία του κόσμου και μιά κατά κάποιον τρόπο «κατάκτηση» του Τζων Χαντ μέσα στα είκοσι χρόνια της παρουσίας του εκεί. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας σχεδόν ιδανικός ήρωας, ένας πολύ καλός αλλά και υπερβολικά αφελής άνθρωπος που ώρες-ώρες είναι σαν να ζει αλλού. Με τις ενοχές του αφού θεωρεί (λανθασμένα) ότι φταίει γιά την αναπηρία και τον θάνατο της συζύγου του ερωτεύεται με λιτό και «δωρικό» τρόπο την γειτόνισσά του Μόργκαν – οι δε διάλογοί τους είναι υπόδειγμα του τρόπου ζωής της περιοχής.Κοφτοί και χωρίς πολλά-πολλά...
Ο ίδιος δε, είναι ένα είδος «γητευτή των αλόγων» αφού σ’αυτόν καταφεύγουν οι γύρω ραντσέρηδες γιά να τους εκπαιδεύσει τα άλογα. Ζει μιά μονότονη ζωή η οποία διαταράσσεται από την ερωτική ιστορία με την Μόργκαν αλλά και με την έλευση του Ντέηβιντ, ο οποίος τον βλέπει από τη μιά σαν πατέρα και από την άλλη ερωτικά. Ο χειρισμός όμως του θέματος από τον Χαντ είναι αφοπλιστικός μέσα στην ειλικρίνειά του, όπως και ο χειρισμός του οικογενειακού προβλήματος που αντιμετωπίζει ο μικρός ενώ η σχεδόν αναγκαστική αυτοδικία του τέλους έρχεται φυσιολογικά και μάλλον δικαιολογημένα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την μετάλαξη του πρωταγωνιστή από cool, easy going και αφελή τύπο που ενδιαφέρεται μόνο γιά τα άλογά του σε έναν δυναμικό άνθρωπο που παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Μάλλον ιδανικός ρόλος γιά τον Denzel Washington!!!
Ο Έβερετ παρουσιάζεται διαφορετικός από τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, το εκπληκτικό ΣΒΥΣΙΜΟ και το έξοχο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. Ούτε διαννοούμενοι υπάρχουν εδώ, ούτε καθηγητές πανεπιστημίου, ούτε πτώματα που «ζωντανεύουν». Δεν υπάρχει δε το στοιχείο της φαντεζι γραφής του «Ονείρου», και το μαύρο χιούμορ και η παραληρηματική γραφή του «Σβησίματος». Εδώ ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται ένα πραγματικό γεγονός, την δολοφονία ενός νεαρού ομοφυλόφιλου το 98 σε ένα μπαρ του Ουαϊόμινγκ γιά να μιλήσει γιά τους rednecks που είναι κλεισμένοι στον κόσμο τους και αδιαφορούν γιά τους ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν, που τους κοροϊδεύουν στα συνηθισμένα ρατσιστικά ανέκδοτά τους και που (άμα λάχει) τους ρίχνουν και καμιά σφαλιάρα ή εάν υπάρχουν δυό-τρεις περισσότερο σαλεμένοι ανάμεσά τους και τραβήξουν και κάνα όπλο κάνουν πως δεν τους βλέπουν. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο βιβλίο, που ο Χαντ ρωτώντας τον σερίφη και τους υπόλοιπους αν έχουν προσέξει το χαρακτηριστικό αυτοκίνητο των νεοναζί εισπράττει απορημένα βλέματα, του στυλ «ναι μωρέ κάπου εδώ γύρω είναι...».
Όλοι είναι «πληγωμένοι» στο μυθιστόρημα. Ο Χαντ από τον ρατσισμό λόγω του χρώματος του, ο Γκας και από το χρώμα του και από τον εγκλεισμό του στην φυλακή, ο Ντέηβιντ λόγω της ομοφυλοφιλίας του, όλοι βιώνουν την μισαλλοδοξία της Αμερικής στο πετσί τους...
«Φυσικά και είχα προβλήματα, παλικάρι μου! Στην Αμερική ζω. Έχω αντιμετωπίσει μισαλλοδοξία εδώ. Απ’ την άλλη το μόνο μέρος όπου με είπε κάποιος κατάμουτρα αράπη, ήταν το Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.» Έκανα μιά παύση για να χωνέψει τη φράση μου. «Εχουμε κι εμείς το μερτικό μας από ηλίθιους, στενόμυαλους ανθρώπους τριγύρω μας. Βράζει ο τόπος. Όμως υπάρχουν και πολλοί που απλώς έχουν άγνοια, πολλοί καλοί κι έξυπνοι άνθρωποι. Είναι διαφορετικά τα πράγματα στα δικά σου μέρη;».
Το μυθιστόρημα «ξαφνιάζει» με το χαμηλότονο ύφος του. Αισθητά κατώτερο (κατά την άποψή μου) από τα υπόλοιπα του Έβερετ, χωρίς τον δυναμισμό και την λυρικότητα των αντίστοιχων ιστοριών της Α.Πρου, που διαδραμματίζονται στην ίδια πάνω κάτω περιοχή. Νιώθω λίγο έξω από τα νερά του τον ήρωα και μου είναι κάπως δύσκολο να φανταστώ έναν εστέτ μαύρο με το πτυχίο του Μπέρκλευ και τους πίνακες του Κλέε και του Καντίσκυ στους τοίχους της φάρμας να φτυαρίζει αλογόσκατα και να είναι (έστω και με αυτόν τον τρόπο,της αδιαφορίας) αποδεκτός από την κοινότητα των μπουρτζόβλαχων με τα 4Χ4. Ενώ η διάψευση των προσδοκιών του και του κόσμου που είχε χτίσει μέσα στο μυαλό του, της «αξιοπρέπειας» των κατοίκων της πόλης, της «καλωσύνης» του θείου του, του βαθύτερου εγώ του και των «θέλω» του μας παρουσιάζουν έναν άνθρωπο υπερβολικά αφελή μέσα στην εντιμότητά του, που δεν ξέρω εάν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα να βγεί έτσι.
«.. «Μα τι γίνεται εδώ» ρώτησα έξω από τα δόντια
«Τέρμα οι κουβέντες» είπε ο Γκας
«Εδώ είναι άγρια δύση, καουμπόη μου» είπε ο Έλβις.
«Παντού είναι άγρια δύση.Φρόντισε τον θείο σου».
Κατένευσα και απομακρύνθηκα...»
Έτσι κι αλλιώς όμως το βιβλίο είναι ελκυστικό, έχει εξαιρετικές περιγραφές της άγριας φύσης της περιοχής, πολύ δυνατές σκηνές διαλόγων και το κυριότερο την κορύφωση της ιστορίας που ξεκινάει (πολύ) χαλαρά γιά να κορυφωθεί στο φινάλε που είναι έξοχο. Στοιχεία που αποδεικνύουν το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Έβερετ και την μαεστρική ικανότητά του στο να δημιουργεί συναρπαστικά μυθιστορήματα.
Ο Τζων Χαντ είναι ένας άνθρωπος που σπούδασε σε καλά πανεπιστήμια αλλά αποφάσισε κάποια στιγμή της ζωής του να αγοράσει ένα ράντσο στην καρδιά της Αμερικής και να εκτρέφει άλογα. Είναι μαύρος και η μικρή κοινότητα του κοντινότερου χωριού τον έχει αποδεχθεί σιωπηρά στα είκοσι χρόνια που ζει ήδη εκεί. Από τότε που πέθανε η σύζυγός του, ζει μαζί με τον υπέργηρο, άρρωστο και πρώην τρόφιμο φυλακών θείο του, τον Γκας (μαύρος κι αυτός), που περισσότερο τον βοηθάει με την μαγειρική και το νοικοκύρεμα του ράντσου. Όταν ένα ομοφυλοφιλικό έγκλημα αποκαλύπτεται κάπου στο χωριό, ο κυριότερος ύποπτος είναι ένα μικρό παιδί βοηθός του Τζων, που υπό το βάρος της άδικης ενοχής και της ομολογημένης σεξουαλικής του τάσης αυτοκτονεί στο κελί του. Το θέμα γνωρίζει μιά μικρή δημοσιότητα και ο Ντέηβιντ, ο ομοφυλόφιλος γιός ενός πρώην συμφοιτητή του Τζων μαζί με τον σύντροφό του έρχονται γιά να διαδηλώσουν στην πόλη αλλά οι ντόπιοι νεοναζιστές ρίχνοντας μερικές ψιλές αποτρέπουν οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Ο Τζων παίρνει το ζευγάρι σπίτι και ο Ντέηβιντ έλκεται πολύ από την δύναμη της φύσης, το «εξωτικό» του πράγματος αλλά και από τον αρρενωπό ραντσέρη σε σημείο που να επιστρέψει μόλις χωρίσει από τον σύντροφό του γιά να περάσει ένα διάστημα βοηθώντας στις καθημερινές εργασίες (δλδ καθαρίζοντας τους στάβλους και βγάζοντας τα άλογα έξω με -20 βαθμούς θερμοκρασία). Αλλά οι νεοναζί της περιοχής τον έχουν σταμπάρει και θα έχει φασαρίες ενώ η ντόπια αστυνομία αδιαφορεί προκλητικά. Ο Τζων Χαντ εκτός του Ντέηβιντ έχει να ασχοληθεί και με την ερωτική του σχέση με την ωραία ραντσέρισα Μόργκαν, τις ρατσιστικές επιθέσεις στα γελάδια του ινδιάνου γείτονα του, την αρρώστεια του θείου του και τα οικογενειακά προβλήματα του νεαρού με τον πατέρα του που καταφτάνει στο ράντσο να περάσει την πρωτοχρονιά με την γκόμενά του εξοργίζοντας τους πάντες. Όταν ο Ντέηβιντ εξαφανίζεται και καταλαβαίνουν όλοι ότι είναι θύμα απαγωγής το πράγμα σοβαρεύει και ο φιλήσυχος Τζων Χαντ πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες...
Πολλά πράγματα γιά ένα τόσο συμμαζεμένο μυθιστόρημα. Δείγμα της υπαινικτικότητας της γραφής του Έβερετ. Δεν ασχολείται τόσο πολύ με το «ποιός το έκανε» ή με το «φαντεζί» στοιχείο της ιστορίας αλλά κάνει περισσότερο ένα κοινωνιολογικό σχόλιο γιά την δήθεν δημοκρατική Αμερική. Δημοκρατικότητα επιφανειακή βέβαια, γιατί μπορεί να προκαλεί κατ’αρχήν απορία η «αποδοχή» του μαύρου ραντσέρη από την κοινότητα, αλλά σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ουσιαστικά αδιαφορία του κόσμου και μιά κατά κάποιον τρόπο «κατάκτηση» του Τζων Χαντ μέσα στα είκοσι χρόνια της παρουσίας του εκεί. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας σχεδόν ιδανικός ήρωας, ένας πολύ καλός αλλά και υπερβολικά αφελής άνθρωπος που ώρες-ώρες είναι σαν να ζει αλλού. Με τις ενοχές του αφού θεωρεί (λανθασμένα) ότι φταίει γιά την αναπηρία και τον θάνατο της συζύγου του ερωτεύεται με λιτό και «δωρικό» τρόπο την γειτόνισσά του Μόργκαν – οι δε διάλογοί τους είναι υπόδειγμα του τρόπου ζωής της περιοχής.Κοφτοί και χωρίς πολλά-πολλά...
Ο ίδιος δε, είναι ένα είδος «γητευτή των αλόγων» αφού σ’αυτόν καταφεύγουν οι γύρω ραντσέρηδες γιά να τους εκπαιδεύσει τα άλογα. Ζει μιά μονότονη ζωή η οποία διαταράσσεται από την ερωτική ιστορία με την Μόργκαν αλλά και με την έλευση του Ντέηβιντ, ο οποίος τον βλέπει από τη μιά σαν πατέρα και από την άλλη ερωτικά. Ο χειρισμός όμως του θέματος από τον Χαντ είναι αφοπλιστικός μέσα στην ειλικρίνειά του, όπως και ο χειρισμός του οικογενειακού προβλήματος που αντιμετωπίζει ο μικρός ενώ η σχεδόν αναγκαστική αυτοδικία του τέλους έρχεται φυσιολογικά και μάλλον δικαιολογημένα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την μετάλαξη του πρωταγωνιστή από cool, easy going και αφελή τύπο που ενδιαφέρεται μόνο γιά τα άλογά του σε έναν δυναμικό άνθρωπο που παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Μάλλον ιδανικός ρόλος γιά τον Denzel Washington!!!
Ο Έβερετ παρουσιάζεται διαφορετικός από τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, το εκπληκτικό ΣΒΥΣΙΜΟ και το έξοχο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. Ούτε διαννοούμενοι υπάρχουν εδώ, ούτε καθηγητές πανεπιστημίου, ούτε πτώματα που «ζωντανεύουν». Δεν υπάρχει δε το στοιχείο της φαντεζι γραφής του «Ονείρου», και το μαύρο χιούμορ και η παραληρηματική γραφή του «Σβησίματος». Εδώ ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται ένα πραγματικό γεγονός, την δολοφονία ενός νεαρού ομοφυλόφιλου το 98 σε ένα μπαρ του Ουαϊόμινγκ γιά να μιλήσει γιά τους rednecks που είναι κλεισμένοι στον κόσμο τους και αδιαφορούν γιά τους ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν, που τους κοροϊδεύουν στα συνηθισμένα ρατσιστικά ανέκδοτά τους και που (άμα λάχει) τους ρίχνουν και καμιά σφαλιάρα ή εάν υπάρχουν δυό-τρεις περισσότερο σαλεμένοι ανάμεσά τους και τραβήξουν και κάνα όπλο κάνουν πως δεν τους βλέπουν. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο βιβλίο, που ο Χαντ ρωτώντας τον σερίφη και τους υπόλοιπους αν έχουν προσέξει το χαρακτηριστικό αυτοκίνητο των νεοναζί εισπράττει απορημένα βλέματα, του στυλ «ναι μωρέ κάπου εδώ γύρω είναι...».
Όλοι είναι «πληγωμένοι» στο μυθιστόρημα. Ο Χαντ από τον ρατσισμό λόγω του χρώματος του, ο Γκας και από το χρώμα του και από τον εγκλεισμό του στην φυλακή, ο Ντέηβιντ λόγω της ομοφυλοφιλίας του, όλοι βιώνουν την μισαλλοδοξία της Αμερικής στο πετσί τους...
«Φυσικά και είχα προβλήματα, παλικάρι μου! Στην Αμερική ζω. Έχω αντιμετωπίσει μισαλλοδοξία εδώ. Απ’ την άλλη το μόνο μέρος όπου με είπε κάποιος κατάμουτρα αράπη, ήταν το Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.» Έκανα μιά παύση για να χωνέψει τη φράση μου. «Εχουμε κι εμείς το μερτικό μας από ηλίθιους, στενόμυαλους ανθρώπους τριγύρω μας. Βράζει ο τόπος. Όμως υπάρχουν και πολλοί που απλώς έχουν άγνοια, πολλοί καλοί κι έξυπνοι άνθρωποι. Είναι διαφορετικά τα πράγματα στα δικά σου μέρη;».
Το μυθιστόρημα «ξαφνιάζει» με το χαμηλότονο ύφος του. Αισθητά κατώτερο (κατά την άποψή μου) από τα υπόλοιπα του Έβερετ, χωρίς τον δυναμισμό και την λυρικότητα των αντίστοιχων ιστοριών της Α.Πρου, που διαδραμματίζονται στην ίδια πάνω κάτω περιοχή. Νιώθω λίγο έξω από τα νερά του τον ήρωα και μου είναι κάπως δύσκολο να φανταστώ έναν εστέτ μαύρο με το πτυχίο του Μπέρκλευ και τους πίνακες του Κλέε και του Καντίσκυ στους τοίχους της φάρμας να φτυαρίζει αλογόσκατα και να είναι (έστω και με αυτόν τον τρόπο,της αδιαφορίας) αποδεκτός από την κοινότητα των μπουρτζόβλαχων με τα 4Χ4. Ενώ η διάψευση των προσδοκιών του και του κόσμου που είχε χτίσει μέσα στο μυαλό του, της «αξιοπρέπειας» των κατοίκων της πόλης, της «καλωσύνης» του θείου του, του βαθύτερου εγώ του και των «θέλω» του μας παρουσιάζουν έναν άνθρωπο υπερβολικά αφελή μέσα στην εντιμότητά του, που δεν ξέρω εάν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα να βγεί έτσι.
«.. «Μα τι γίνεται εδώ» ρώτησα έξω από τα δόντια
«Τέρμα οι κουβέντες» είπε ο Γκας
«Εδώ είναι άγρια δύση, καουμπόη μου» είπε ο Έλβις.
«Παντού είναι άγρια δύση.Φρόντισε τον θείο σου».
Κατένευσα και απομακρύνθηκα...»
Έτσι κι αλλιώς όμως το βιβλίο είναι ελκυστικό, έχει εξαιρετικές περιγραφές της άγριας φύσης της περιοχής, πολύ δυνατές σκηνές διαλόγων και το κυριότερο την κορύφωση της ιστορίας που ξεκινάει (πολύ) χαλαρά γιά να κορυφωθεί στο φινάλε που είναι έξοχο. Στοιχεία που αποδεικνύουν το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Έβερετ και την μαεστρική ικανότητά του στο να δημιουργεί συναρπαστικά μυθιστορήματα.
Δημοσίευση σχολίου