Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009 | Permalink
"Η ζωή είναι παρωδία και στερείται ερμηνείας" (Μπατάϊγ)
Η αλαζονεία είναι το βασικό θέμα του άκρως ενδιαφέροντος και διεισδυτικού μυθιστορήματος του πολύ καλού Αργεντίνου συγγραφέα Τόμας Ελόι Μαρτίνες, «ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ», (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Δ-Κ.Φρέρη, σελ.291). Ο συγγραφέας παραθέτοντας το απόφθεγμα του Ντένις Χέλμιγκ στην αρχή της έκδοσης καθορίζει το πλαίσιο της ιστορίας: «Η αλαζονεία είναι, τρόπον τινά, η βασίλισσα μέλισσα όλων των ελαττωμάτων και των αμαρτιών». Μυθιστόρημα που εμπνέεται από την επικαιρότητα της Αργεντινής (σε σημείο που ο Μαρτίνες να βάζει στο τέλος του βιβλίου, την απαραίτητη διευκρίνηση γιά να μην έχει προβλήματα...), το «Πέταγμα...» είναι ένα βιβλίο γιά έναν άνθρωπο που νόμιζε ότι είναι Θεός...
Ο Καμάργο είναι ένας παντοδύναμος διευθυντής μιάς μεγάλης εφημερίδας του Μπουένος Άϋρες. Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις όποτε γουστάρει, ελέγχει τα media της χώρας και στην εφημερίδα οι συντάκτες τον τρέμουν. Βρίσκεται στα χωρίσματα με την Αμερικανίδα σύζυγό του με την οποία έχει δυό δίδυμες κόρες στην εφηβεία. Ώσπου μιά μέρα γνωρίζει μιά νεαρή δημοσιογράφο, πανέξυπνη και ικανότατη, την Ρέινα Ρέμις, η οποία τον εντυπωσιάζει με το ταλέντο της και την παράξενη ομορφιά της. Ο Καμάργο με το «έτσι θέλω» υποτάσσει την Ρέμις που κολακεύεται με την προτίμηση που της δείχνει ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος. Εκείνος τυφλώνεται από το πάθος του και της δίνει μιά μεγάλη θέση στην εφημερίδα, της δεκαπλασιάζει τις αποδοχές και την επιβάλλει στον χώρο. Από την άλλη αδιαφορεί τελείως γιά την οικογένειά του και όταν διαγνώσκεται η μοιραία αρρώστεια της μίας του κόρης, ούτε πάει να την δει στο νοσοκομείο του Σικάγου που αργοπεθαίνει.
Η Ρέμις όμως σε ένα ταξίδι της γνωρίζει έναν Κολομβιανό δημοσιογράφο και τον ερωτεύεται σφόδρα. Ο Καμάργο που όλα τα παρακολουθεί (e-mails, γράμματα, ταξίδια) δεν μπορεί να δεχτεί την απόρριψη και αρχίζει να παρακολουθεί την κοπέλα νοικιάζοντας ένα διαμέρισμα στο απέναντι κτίριο και με τηλεφακό παρακολουθεί τις κινήσεις της κάθε βράδυ προετοιμάζοντας την εκδίκηση του. Στο ενδιάμεσο απολύει την Ρέμις και της κλείνει όλες τις πόρτες στα Αργεντίνικα Μ.Μ.Ε..Θεωρεί τον εαυτό του τόσο υπεράνω του νόμου και των ανθρώπων που δεν διστάζει να υλοποιήσει μιά διαβολική επιχείρηση εκδίκησης τυφλωμένος από το μένος του κατά του μόνο ανθρώπου που τόλμησε να αμφισβητήσει την δύναμη του.
Ο Μαρτίνες χρησιμοποιεί μιά ερωτική τραγωδία που συνέβη τον Αύγουστο του 2000 στην Βραζιλία ως καμβά της ιστορίας που περιγράφει:
«Την Κυριακή 20 Αυγούστου, στις δύο και μισή το απόγευμα, ο Αντόνιο Μάρκος Πιμέντα Νέβες, 63 ετών, σκότωσε με δύο σφαίρες τη Σάντρα Γκομίντε, 32 ετών. Και οι δύο εργάζονταν στην ίδια εφημερίδα και επί τρία χρόνια διατηρούσαν ερωτικό δεσμό. Τους τελευταίους μήνες, η Σάντρα ήθελε να δώσει τέλος στη σχέση τους, όμως ο Πιμέντα, που του είχε γίνει εμμονή και ήταν άρρωστος από την απελπισία και την απόγνωση, δε δεχόταν κάτι τέτοιο. Φανταζόταν ότι εκείνη είχε ερωτευτεί κάποιον άλλο άνδρα, νεότερο, και γιά να την αιφνιδιάσει έλεγχε την ηλεκτρονική της αλληλογραφία, την καταδίωκε – τυφλωμένος από τη ζήλια – μέσα σε αυτοκίνητα που συγκρούονταν στους δρόμους, παραφύλαγε τους ίσκιους του σπιτιού της τη νύχτα, όπως ο Τζέιμς Στιούαρτ στην ταινία Σιωπηλός μάρτυρας.»
Ο συγγραφέας ενσωματώνει αυτό το περιστατικό στην ιστορία του, αφού ο ήρωας του μυθιστορήματος φέρεται να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον μεγαλοδημοσιογράφο Πιμέντα. Ο Καμάργο δικαιολογεί την ενέργεια του, όπως και του Γάλλου φιλόσοφου Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος το 1980 κάνοντας μασάζ στον λαιμό της συζύγου του, την έπνιξε και αθωώθηκε, όπως άλλωστε και ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Ντιλερμάντο ντε Ασίς όταν σκότωσε έναν από τους γιούς του, ο οποίος προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση γιά την λησμονημένη τιμή του πατέρα του. «Το πάθος είναι πάντοτε παράλογο και κυριεύει τους ανθρώπους με τρόπο μοιραίο και αναπόφευκτο, όπως οι ασθένειες...Γιατί να τιμωρείται ένας άνθρωπος ο οποίος παύει να είναι ο εαυτός του κι επιτρέπει για μια χρονική αναλαμπή, στο ένστικτό του να πάρει τη θέση της σκέψης του;»
Η Αργεντινή του Μένεμ ήταν μιά χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά. Οι παράλληλες ιστορίες του Πιμέντα (αληθινή) και του Καμάργο (μυθοπλασία) επιτρέπουν στον συγγραφέα να «παίξει» με τα θέματα του ιδιωτικού και του δημόσιου, της ηθικής και της ανηθικότητας, της διαφθοράς και της αγνότητας. Ο Καμάργο που μάχεται την πολιτική διαφθορά της Αργεντίνικης εξουσίας με τις ρεμούλες και τις λαμογιές δεν είναι καλύτερος στην προσωπική του ζωή από αυτούς που κατηγορεί. Χρησιμοποιεί κάθε (μα κάθε) μέσον γιά να κυριαρχήσει επί της άμοιρης Ρέμις που απλά βρέθηκε στον δρόμο του. Αλλά δεν έβλεπε στα δύο μέτρα,είχε τυφλωθεί από το «ύψος», όπως τα λόγια του ταγκό, «Απέφυγες τα σφάλματα και νιώθεις ότι σώθηκες. Όμως υπέπεσες στο μέγιστο σφάλμα, να μη σφάλλεις». Θεωρούσε ότι «ήταν εκ γενετής υπεράνω σφαλμάτων». Ο Καμάργο και ο Πιμέντα αυτοκαταστρέφονται από το υπέρμετρο ΕΓΩ τους, την αλαζονεία τους.
Ο Μαρτίνες είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Ζώντας στις ΗΠΑ εδώ και μερικά χρόνια μπορεί και βλέπει την σύγχρονη Αργεντινή με άλλο μάτι. Όπως και στο υπέροχο μυθιστόρημα του, Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΤΑΝΓΚΟ, το Μπουένος Άυρες παρουσιάζεται χαοτικό και σε πλήρη παρακμή. Εμιγκρέδες ζητιάνοι στις εισόδους των πολυκατοικιών, ανεργία , διαφθορά και η ανθρώπινη ζωή να αξίζει όσο ένα διαβατήριο και ένα αεροπορικό εισιτήριο. Η διακυβέρνηση Μένεμ είχε ισοπεδώσει τα πάντα χρεοκοπώντας την χώρα όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο. Η «εισβολή» του Καμάργο στην ιδιωτική ζωή της Ρέμις μέσω της παρακολούθησης της, είναι μιά αλληγορική διάσταση της παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των κατοίκων της χώρας από τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις του Περόν, των Χουντικών αξιωματικών του Βιντέλα και του θεότρελλου Μένεμ – ενός γραφικού αλλά πολύ επικίνδυνου πολιτικού.
«ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν ξεχνάς εύκολα. Παρά τις αδυναμίες του στην πλοκή και τα κενά στην αφήγηση, οι σελίδες της παρακολούθησης του Καμάργο είναι εκπληκτικές και η εξουσιαστική μανία του περιγράφονται τόσο έντονα που φέρνουν ανατριχίλα στον αναγνώστη, ενώ η «εκδίκηση» του, είναι τόσο νοσηρή που σε κάνει να τον μισήσεις. Ένα βιβλίο με μεγάλη δύναμη, που ισορροπεί μεταξύ έρωτα και μίσους, δύναμης και αδυναμίας, το οποίο δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.
«Ένας συλλογισμός του Ζιλ Ντελέζ, τον οποίο διάβασε στο βιβλίο του Διάλογοι, τον παροτρύνει να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Ο Ντελέζ λέει σ’αυτό το βιβλίο ότι η ουσία κάθε μυθιστορήματος, από τον Κρετιέν ντε Τρουά μέχρι τον Σάμιουελ Μπέκετ, είναι ένας αντιήρωας: ένα πλάσμα παράλογο, παράξενο και αποπροσανατολισμένο, που περιπλανιέται ακατάπαυστα απο δω κι από κει, κουφό και τυφλό. Ο ορισμός του φαίνεται υπερβολικά απλός, ίσως επειδή είναι πολύ πεζός. Γι’αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μιά βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ’αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο γι’αυτό το πέταγμα. Το να πετάει στο κενό είναι το μοναδικό της καμάρι και συνάμα η καταδίκη της.»
Ο Καμάργο είναι ένας παντοδύναμος διευθυντής μιάς μεγάλης εφημερίδας του Μπουένος Άϋρες. Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις όποτε γουστάρει, ελέγχει τα media της χώρας και στην εφημερίδα οι συντάκτες τον τρέμουν. Βρίσκεται στα χωρίσματα με την Αμερικανίδα σύζυγό του με την οποία έχει δυό δίδυμες κόρες στην εφηβεία. Ώσπου μιά μέρα γνωρίζει μιά νεαρή δημοσιογράφο, πανέξυπνη και ικανότατη, την Ρέινα Ρέμις, η οποία τον εντυπωσιάζει με το ταλέντο της και την παράξενη ομορφιά της. Ο Καμάργο με το «έτσι θέλω» υποτάσσει την Ρέμις που κολακεύεται με την προτίμηση που της δείχνει ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος. Εκείνος τυφλώνεται από το πάθος του και της δίνει μιά μεγάλη θέση στην εφημερίδα, της δεκαπλασιάζει τις αποδοχές και την επιβάλλει στον χώρο. Από την άλλη αδιαφορεί τελείως γιά την οικογένειά του και όταν διαγνώσκεται η μοιραία αρρώστεια της μίας του κόρης, ούτε πάει να την δει στο νοσοκομείο του Σικάγου που αργοπεθαίνει.
Η Ρέμις όμως σε ένα ταξίδι της γνωρίζει έναν Κολομβιανό δημοσιογράφο και τον ερωτεύεται σφόδρα. Ο Καμάργο που όλα τα παρακολουθεί (e-mails, γράμματα, ταξίδια) δεν μπορεί να δεχτεί την απόρριψη και αρχίζει να παρακολουθεί την κοπέλα νοικιάζοντας ένα διαμέρισμα στο απέναντι κτίριο και με τηλεφακό παρακολουθεί τις κινήσεις της κάθε βράδυ προετοιμάζοντας την εκδίκηση του. Στο ενδιάμεσο απολύει την Ρέμις και της κλείνει όλες τις πόρτες στα Αργεντίνικα Μ.Μ.Ε..Θεωρεί τον εαυτό του τόσο υπεράνω του νόμου και των ανθρώπων που δεν διστάζει να υλοποιήσει μιά διαβολική επιχείρηση εκδίκησης τυφλωμένος από το μένος του κατά του μόνο ανθρώπου που τόλμησε να αμφισβητήσει την δύναμη του.
Ο Μαρτίνες χρησιμοποιεί μιά ερωτική τραγωδία που συνέβη τον Αύγουστο του 2000 στην Βραζιλία ως καμβά της ιστορίας που περιγράφει:
«Την Κυριακή 20 Αυγούστου, στις δύο και μισή το απόγευμα, ο Αντόνιο Μάρκος Πιμέντα Νέβες, 63 ετών, σκότωσε με δύο σφαίρες τη Σάντρα Γκομίντε, 32 ετών. Και οι δύο εργάζονταν στην ίδια εφημερίδα και επί τρία χρόνια διατηρούσαν ερωτικό δεσμό. Τους τελευταίους μήνες, η Σάντρα ήθελε να δώσει τέλος στη σχέση τους, όμως ο Πιμέντα, που του είχε γίνει εμμονή και ήταν άρρωστος από την απελπισία και την απόγνωση, δε δεχόταν κάτι τέτοιο. Φανταζόταν ότι εκείνη είχε ερωτευτεί κάποιον άλλο άνδρα, νεότερο, και γιά να την αιφνιδιάσει έλεγχε την ηλεκτρονική της αλληλογραφία, την καταδίωκε – τυφλωμένος από τη ζήλια – μέσα σε αυτοκίνητα που συγκρούονταν στους δρόμους, παραφύλαγε τους ίσκιους του σπιτιού της τη νύχτα, όπως ο Τζέιμς Στιούαρτ στην ταινία Σιωπηλός μάρτυρας.»
Ο συγγραφέας ενσωματώνει αυτό το περιστατικό στην ιστορία του, αφού ο ήρωας του μυθιστορήματος φέρεται να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον μεγαλοδημοσιογράφο Πιμέντα. Ο Καμάργο δικαιολογεί την ενέργεια του, όπως και του Γάλλου φιλόσοφου Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος το 1980 κάνοντας μασάζ στον λαιμό της συζύγου του, την έπνιξε και αθωώθηκε, όπως άλλωστε και ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Ντιλερμάντο ντε Ασίς όταν σκότωσε έναν από τους γιούς του, ο οποίος προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση γιά την λησμονημένη τιμή του πατέρα του. «Το πάθος είναι πάντοτε παράλογο και κυριεύει τους ανθρώπους με τρόπο μοιραίο και αναπόφευκτο, όπως οι ασθένειες...Γιατί να τιμωρείται ένας άνθρωπος ο οποίος παύει να είναι ο εαυτός του κι επιτρέπει για μια χρονική αναλαμπή, στο ένστικτό του να πάρει τη θέση της σκέψης του;»
Η Αργεντινή του Μένεμ ήταν μιά χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά. Οι παράλληλες ιστορίες του Πιμέντα (αληθινή) και του Καμάργο (μυθοπλασία) επιτρέπουν στον συγγραφέα να «παίξει» με τα θέματα του ιδιωτικού και του δημόσιου, της ηθικής και της ανηθικότητας, της διαφθοράς και της αγνότητας. Ο Καμάργο που μάχεται την πολιτική διαφθορά της Αργεντίνικης εξουσίας με τις ρεμούλες και τις λαμογιές δεν είναι καλύτερος στην προσωπική του ζωή από αυτούς που κατηγορεί. Χρησιμοποιεί κάθε (μα κάθε) μέσον γιά να κυριαρχήσει επί της άμοιρης Ρέμις που απλά βρέθηκε στον δρόμο του. Αλλά δεν έβλεπε στα δύο μέτρα,είχε τυφλωθεί από το «ύψος», όπως τα λόγια του ταγκό, «Απέφυγες τα σφάλματα και νιώθεις ότι σώθηκες. Όμως υπέπεσες στο μέγιστο σφάλμα, να μη σφάλλεις». Θεωρούσε ότι «ήταν εκ γενετής υπεράνω σφαλμάτων». Ο Καμάργο και ο Πιμέντα αυτοκαταστρέφονται από το υπέρμετρο ΕΓΩ τους, την αλαζονεία τους.
Ο Μαρτίνες είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Ζώντας στις ΗΠΑ εδώ και μερικά χρόνια μπορεί και βλέπει την σύγχρονη Αργεντινή με άλλο μάτι. Όπως και στο υπέροχο μυθιστόρημα του, Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΤΑΝΓΚΟ, το Μπουένος Άυρες παρουσιάζεται χαοτικό και σε πλήρη παρακμή. Εμιγκρέδες ζητιάνοι στις εισόδους των πολυκατοικιών, ανεργία , διαφθορά και η ανθρώπινη ζωή να αξίζει όσο ένα διαβατήριο και ένα αεροπορικό εισιτήριο. Η διακυβέρνηση Μένεμ είχε ισοπεδώσει τα πάντα χρεοκοπώντας την χώρα όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο. Η «εισβολή» του Καμάργο στην ιδιωτική ζωή της Ρέμις μέσω της παρακολούθησης της, είναι μιά αλληγορική διάσταση της παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των κατοίκων της χώρας από τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις του Περόν, των Χουντικών αξιωματικών του Βιντέλα και του θεότρελλου Μένεμ – ενός γραφικού αλλά πολύ επικίνδυνου πολιτικού.
«ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν ξεχνάς εύκολα. Παρά τις αδυναμίες του στην πλοκή και τα κενά στην αφήγηση, οι σελίδες της παρακολούθησης του Καμάργο είναι εκπληκτικές και η εξουσιαστική μανία του περιγράφονται τόσο έντονα που φέρνουν ανατριχίλα στον αναγνώστη, ενώ η «εκδίκηση» του, είναι τόσο νοσηρή που σε κάνει να τον μισήσεις. Ένα βιβλίο με μεγάλη δύναμη, που ισορροπεί μεταξύ έρωτα και μίσους, δύναμης και αδυναμίας, το οποίο δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.
«Ένας συλλογισμός του Ζιλ Ντελέζ, τον οποίο διάβασε στο βιβλίο του Διάλογοι, τον παροτρύνει να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Ο Ντελέζ λέει σ’αυτό το βιβλίο ότι η ουσία κάθε μυθιστορήματος, από τον Κρετιέν ντε Τρουά μέχρι τον Σάμιουελ Μπέκετ, είναι ένας αντιήρωας: ένα πλάσμα παράλογο, παράξενο και αποπροσανατολισμένο, που περιπλανιέται ακατάπαυστα απο δω κι από κει, κουφό και τυφλό. Ο ορισμός του φαίνεται υπερβολικά απλός, ίσως επειδή είναι πολύ πεζός. Γι’αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μιά βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ’αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο γι’αυτό το πέταγμα. Το να πετάει στο κενό είναι το μοναδικό της καμάρι και συνάμα η καταδίκη της.»
Δημοσίευση σχολίου