Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 23, 2009 | Permalink
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
«ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου Τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ. Εκδόθηκε το 1983 στην Τουρκία και άργησε να μεταφραστεί στα Ελληνικά, αφού «βγήκε» στο τέλος της περασμένης χρονιάς (Εκδ. Ωκεανίδα, μετάφρ. Παν.Αμπατζής, σελ.467). Σε αναμονή λοιπόν του πρώτου μετανομπελικού μυθιστορήματος του Παμούκ, ανατρέχουμε στα πρώτα του έργα (νομίζω ότι σε λίγο καιρό θα εκδοθεί και το πρώτο του βιβλίο,ο «Τζεβντέτ Μπέης»), έτσι ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τις μεγάλες δυνατότητες αυτού του υπέροχου τεχνίτη αλλά και τις επιρροές του.
Το «Σπίτι...» είναι ένα γοητευτικό και ελεγειακό μυθιστόρημα γιά έναν κόσμο που χάνεται γιά μιά Τουρκία που αλλάζει. Η (τόσο προσωπική) μελαγχολία που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του Παμούκ είναι πολύ έντονη και εδώ ενώ το χαμηλότονο ύφος και η νοσταλγία του παρελθόντος έρχεται σε αντιδιαστολή με την σκληρή καθημερινότητα του σήμερα ενώ τονίζονται οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων χωρίς όμως αυτοί να είναι ικανοί να τις ακολουθήσουν. Διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας, διχασμός και δυισμός, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσονται σε μιά πολυεπίπεδη αφήγηση που καλύπτει με την «ηρεμία» της πολλά...
Σε μία λουτρόπολη πάνω στον Βόσπορο, σχετικά κοντά στην Πόλη ζουν η σχεδόν αιωνόβια Φατμά παρέα με τον νάνο Ρετζέπ. Ζουν στο σπίτι που αγόρασαν με τον άντρα της, τον γιατρό Σελαχατίν όταν εκείνος ουσιαστικά εξορίστηκε από την πρωτεύουσα λόγω των πολιτικών ιδεών του πριν από 70 χρόνια. Πήγαν σ’αυτό το έρημο τότε χωριό για λίγο αλλά έμειναν για πάντα. Ο Σελαχατίν σιγά-σιγά παράτησε την ιατρική και αφοσιώθηκε στην συγγραφή μιάς διαφορετικής εγκυκλοπαίδειας που είχε σκοπό «να αφυπνίσει» τον κόσμο και να αποτελέσει «ένα βήμα προόδου» στις αντιλήψεις της εποχής. Αλκοολικός και παθιασμένος, έχασε σταδιακά όλα του τα λεφτά και αναγκαζόταν να πουλάει τα κοσμήματα της Φατμά για να ζήσουν, ενώ η περίφημη εγκυκλοπαίδεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η σχέση των δύο συζύγων ήταν από ένα σημείο και μετά εχθρική και η συγκατοίκηση αναγκαστική λόγω της οικονομικής καταστροφής του Σελαχατίν ο οποίος δεν ενδιαφερόταν γιά τίποτα άλλο παρά μόνο για το πως θα γεφυρώσει το χάσμα Ανατολής και Δύσης. Πλέον η Φατμά είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του νάνου με τον οποίο τους ενώνει ένα μυστικό, μιά οικογενειακή τραγωδία. Ο Ρετζέπ είναι ο «τζουτζές» της Φατμά, εκείνη του φέρεται με περιφρόνηση – εκείνος της μαγειρεύει και της καθαρίζει το σπίτι, το σπίτι που είναι ένα ήρεμο καταφύγιο μπροστά στην σκληρότητα του κόσμου προς έναν νάνο.
Είναι καλοκαίρι και η πατροπαράδοτη επίσκεψη των τριών εγγονών της Φατμά θα αποτελέσει το χρονικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Τα τρία εγγόνια, ο χοντρός και δυσκίνητος Φαρούκ που είναι ιστορικός, η όμορφη και προοδευτική Νιλγκιούν και ο νεαρός και ανήσυχος Μετίν έρχονται όχι μόνο να περάσουν μία εβδομάδα διακοπών αλλά και να επισκεφτούν τους τάφους των γονιών τους και του παππού Σελαχατίν. Τα εγγόνια περιμένουν τον (από χρόνια αναμενόμενο) θάνατο της γιαγιάς Φατμά για να δώσουν το παλαιό σπίτι σε έναν εργολάβο για αντιπαροχή. Το πρώην ερημικό χωριό είναι πλέον μιά πολύκοσμη λουτρόπολη πολύ κοντά στην Κων/λη και η γη έχει μεγάλη αξία.
Το βιβλίο γραμμένο στις αρχές της ταραγμένης γιά την Τουρκία δεκαετίας του 80 απηχεί το κλίμα της εποχής. Οι εθνικιστικές ομάδες ασκούν ένα είδος τρομοκρατίας στις συνοικίες και στις μικρές πόλεις και ο Παμούκ μεταφέρει έντονα αυτό την ατμόσφαιρα ενώ συνεχώς τονίζονται οι διαφορές μεταξύ του Δυτικού τρόπου ζωής της νεολαίας που διασκεδάζει υπό τους ήχους των ποπ τραγουδιών και της αντίληψης που έχουν για τα πράγματα τα φασιστικά στοιχεία που παίρνουν χρήματα για «προστασία» από τους μικρομαγαζάτορες της περιοχής μέχρι που κυνηγάνε όποιον διαβάζει εφημερίδα που αυτοί θεωρούν ως «προοδευτική».
Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχει διαφορετική αφήγηση και παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας κάθε φορά από διαφορετική πλευρά. Έτσι κι αλλιώς όμως οι αντιθέσεις είναι έντονες μεταξύ των μελών της παρακμάζουσας οικογένειας. Η Φατμά που είναι κατάκοιτη και με ουσιαστική απώλεια χρόνου και πραγματικότητας δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις οπότε διαβάζουμε τις αναμνήσεις της (που κατά την άποψή μου είναι και το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου). Την σχέση της με τον επιπόλαιο αλλά άκρως γοητευτικό Σελαχαντίν, την μοναξιά της ηθελημένη ή μη και την αποξένωσή της από τον άντρα της και την κοινωνία, τους φόβους της για το τι συμβαίνει στον κάτω όροφο του σπιτιού, την απέχθειά της αλλά και την εξάρτηση από τον Ρετζέπ.
Οι αφηγήσεις του Ρετζέπ είναι πιό ψυχρές και αποστασιοποιημένες. Έχει αποδεχτεί τον ρόλο του ως υπηρέτη, παρακολουθεί χωρίς να κριτικάρει τα γεγονότα – έχει ζήσει μιά κατεστραμμένη ζωή και δείχνει ευγνώμων γι’αυτό που έχει τώρα, ένα πιάτο φαί και μιά στέγη.
Τα τρία εγγόνια έχουν διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Ο μεγαλύτερος Φαρούκ τηρεί την παράδοση της οικογένειας που θέλει τους άντρες αλκοολικούς και «αποτυχημένους». Πίνει συνέχεια και όταν είναι ξεμέθυστος ψάχνει τα ιστορικά αρχεία της μικρής πόλης και βρίσκει μικροπεριστατικά προσπαθώντας κάποια στιγμή να γράψει κι’αυτός κάτι. Ο νεαρότερος Μετίν θέλει να πλουτίσει, να ζήσει έντονα, να ερωτευτεί. Ερωτεύεται μιά «κοσμική» νεαρή και προσπαθεί να την εντυπωσιάσει αλλά συνειδητοποιεί την διαφορετικότητά του μέσα στις μπλαζέ νεόπλουτες παρέες της περιοχής, έτσι αντιδρά σπασμωδικά ακροβατώντας μεταξύ της γελοιότητας και της απελπισίας. Η Νιλγκιούν που θα βρει τον μπελά της λόγω της ομορφιάς και της διακριτικότητάς της είναι ίσως το πιό «νορμάλ» άτομο της ιστορίας που η μοίρα του φέρεται σκληρά.
Ο Παμούκ είναι εξαιρετικός αφηγητής και έρχεται κατευθείαν από την παράδοση των μεγάλων λογοτεχνών του 19ου αιώνα ενσωματώνοντας τα προοδευτικά ρεύματα της λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, επηρεασμένος κυρίως από τον Φώκνερ με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και την έντονη αντίθεση μεταξύ της ζωής του Σπιτιού και του έξω κόσμου. Ο χρόνος έχει χαθεί μέσα στο σπίτι, όπου οι αναμνήσεις ρίχνουν βαρειά τη σκιά τους και ο (απάνθρωπος και χυδαίος) έξω κόσμος δεν μπορεί να διαπεράσει. Όμως τα τρία εγγόνια είναι αναγκασμένα να επιβιώσουν στην κοινωνία που ζούν, είναι υποχρεωμένα να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξή τους και το πως θα σταθούν. Έντονα συμβολικό το μυθιστόρημα τονίζει την διαφορά και την μετάβαση από την «παλιά» Τουρκία στην σπαρασσόμενη και διχασμένη «νέα χώρα» που παλαντζάρει επικίνδυνα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Δεν είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ αλλά είναι σίγουρα ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις, ένα βιβλίο που σε κερδίζει με τον ρυθμό και την γοητεία του και το οποίο προαναγγέλει την εξέλιξη του συγγραφέα και τα αριστουργήματα που ακολούθησαν, ενώ οι τελευταίες εκπληκτικές σελίδες καθώς η Φατμά αφήνει την τελευταία της πνοή,σ’αφήνουν με το στόμα ανοιχτό με την ποιότητα της γραφής αυτού του χαρισματικού συγγραφέα.
«Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει, για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θές, το πιάνεις απ’την αρχή και το ξαναδιαβάζεις.»
Το «Σπίτι...» είναι ένα γοητευτικό και ελεγειακό μυθιστόρημα γιά έναν κόσμο που χάνεται γιά μιά Τουρκία που αλλάζει. Η (τόσο προσωπική) μελαγχολία που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του Παμούκ είναι πολύ έντονη και εδώ ενώ το χαμηλότονο ύφος και η νοσταλγία του παρελθόντος έρχεται σε αντιδιαστολή με την σκληρή καθημερινότητα του σήμερα ενώ τονίζονται οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων χωρίς όμως αυτοί να είναι ικανοί να τις ακολουθήσουν. Διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας, διχασμός και δυισμός, σκληρότητα και τρυφερότητα εναλλάσονται σε μιά πολυεπίπεδη αφήγηση που καλύπτει με την «ηρεμία» της πολλά...
Σε μία λουτρόπολη πάνω στον Βόσπορο, σχετικά κοντά στην Πόλη ζουν η σχεδόν αιωνόβια Φατμά παρέα με τον νάνο Ρετζέπ. Ζουν στο σπίτι που αγόρασαν με τον άντρα της, τον γιατρό Σελαχατίν όταν εκείνος ουσιαστικά εξορίστηκε από την πρωτεύουσα λόγω των πολιτικών ιδεών του πριν από 70 χρόνια. Πήγαν σ’αυτό το έρημο τότε χωριό για λίγο αλλά έμειναν για πάντα. Ο Σελαχατίν σιγά-σιγά παράτησε την ιατρική και αφοσιώθηκε στην συγγραφή μιάς διαφορετικής εγκυκλοπαίδειας που είχε σκοπό «να αφυπνίσει» τον κόσμο και να αποτελέσει «ένα βήμα προόδου» στις αντιλήψεις της εποχής. Αλκοολικός και παθιασμένος, έχασε σταδιακά όλα του τα λεφτά και αναγκαζόταν να πουλάει τα κοσμήματα της Φατμά για να ζήσουν, ενώ η περίφημη εγκυκλοπαίδεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η σχέση των δύο συζύγων ήταν από ένα σημείο και μετά εχθρική και η συγκατοίκηση αναγκαστική λόγω της οικονομικής καταστροφής του Σελαχατίν ο οποίος δεν ενδιαφερόταν γιά τίποτα άλλο παρά μόνο για το πως θα γεφυρώσει το χάσμα Ανατολής και Δύσης. Πλέον η Φατμά είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του νάνου με τον οποίο τους ενώνει ένα μυστικό, μιά οικογενειακή τραγωδία. Ο Ρετζέπ είναι ο «τζουτζές» της Φατμά, εκείνη του φέρεται με περιφρόνηση – εκείνος της μαγειρεύει και της καθαρίζει το σπίτι, το σπίτι που είναι ένα ήρεμο καταφύγιο μπροστά στην σκληρότητα του κόσμου προς έναν νάνο.
Είναι καλοκαίρι και η πατροπαράδοτη επίσκεψη των τριών εγγονών της Φατμά θα αποτελέσει το χρονικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Τα τρία εγγόνια, ο χοντρός και δυσκίνητος Φαρούκ που είναι ιστορικός, η όμορφη και προοδευτική Νιλγκιούν και ο νεαρός και ανήσυχος Μετίν έρχονται όχι μόνο να περάσουν μία εβδομάδα διακοπών αλλά και να επισκεφτούν τους τάφους των γονιών τους και του παππού Σελαχατίν. Τα εγγόνια περιμένουν τον (από χρόνια αναμενόμενο) θάνατο της γιαγιάς Φατμά για να δώσουν το παλαιό σπίτι σε έναν εργολάβο για αντιπαροχή. Το πρώην ερημικό χωριό είναι πλέον μιά πολύκοσμη λουτρόπολη πολύ κοντά στην Κων/λη και η γη έχει μεγάλη αξία.
Το βιβλίο γραμμένο στις αρχές της ταραγμένης γιά την Τουρκία δεκαετίας του 80 απηχεί το κλίμα της εποχής. Οι εθνικιστικές ομάδες ασκούν ένα είδος τρομοκρατίας στις συνοικίες και στις μικρές πόλεις και ο Παμούκ μεταφέρει έντονα αυτό την ατμόσφαιρα ενώ συνεχώς τονίζονται οι διαφορές μεταξύ του Δυτικού τρόπου ζωής της νεολαίας που διασκεδάζει υπό τους ήχους των ποπ τραγουδιών και της αντίληψης που έχουν για τα πράγματα τα φασιστικά στοιχεία που παίρνουν χρήματα για «προστασία» από τους μικρομαγαζάτορες της περιοχής μέχρι που κυνηγάνε όποιον διαβάζει εφημερίδα που αυτοί θεωρούν ως «προοδευτική».
Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχει διαφορετική αφήγηση και παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας κάθε φορά από διαφορετική πλευρά. Έτσι κι αλλιώς όμως οι αντιθέσεις είναι έντονες μεταξύ των μελών της παρακμάζουσας οικογένειας. Η Φατμά που είναι κατάκοιτη και με ουσιαστική απώλεια χρόνου και πραγματικότητας δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις οπότε διαβάζουμε τις αναμνήσεις της (που κατά την άποψή μου είναι και το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου). Την σχέση της με τον επιπόλαιο αλλά άκρως γοητευτικό Σελαχαντίν, την μοναξιά της ηθελημένη ή μη και την αποξένωσή της από τον άντρα της και την κοινωνία, τους φόβους της για το τι συμβαίνει στον κάτω όροφο του σπιτιού, την απέχθειά της αλλά και την εξάρτηση από τον Ρετζέπ.
Οι αφηγήσεις του Ρετζέπ είναι πιό ψυχρές και αποστασιοποιημένες. Έχει αποδεχτεί τον ρόλο του ως υπηρέτη, παρακολουθεί χωρίς να κριτικάρει τα γεγονότα – έχει ζήσει μιά κατεστραμμένη ζωή και δείχνει ευγνώμων γι’αυτό που έχει τώρα, ένα πιάτο φαί και μιά στέγη.
Τα τρία εγγόνια έχουν διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Ο μεγαλύτερος Φαρούκ τηρεί την παράδοση της οικογένειας που θέλει τους άντρες αλκοολικούς και «αποτυχημένους». Πίνει συνέχεια και όταν είναι ξεμέθυστος ψάχνει τα ιστορικά αρχεία της μικρής πόλης και βρίσκει μικροπεριστατικά προσπαθώντας κάποια στιγμή να γράψει κι’αυτός κάτι. Ο νεαρότερος Μετίν θέλει να πλουτίσει, να ζήσει έντονα, να ερωτευτεί. Ερωτεύεται μιά «κοσμική» νεαρή και προσπαθεί να την εντυπωσιάσει αλλά συνειδητοποιεί την διαφορετικότητά του μέσα στις μπλαζέ νεόπλουτες παρέες της περιοχής, έτσι αντιδρά σπασμωδικά ακροβατώντας μεταξύ της γελοιότητας και της απελπισίας. Η Νιλγκιούν που θα βρει τον μπελά της λόγω της ομορφιάς και της διακριτικότητάς της είναι ίσως το πιό «νορμάλ» άτομο της ιστορίας που η μοίρα του φέρεται σκληρά.
Ο Παμούκ είναι εξαιρετικός αφηγητής και έρχεται κατευθείαν από την παράδοση των μεγάλων λογοτεχνών του 19ου αιώνα ενσωματώνοντας τα προοδευτικά ρεύματα της λογοτεχνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, επηρεασμένος κυρίως από τον Φώκνερ με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και την έντονη αντίθεση μεταξύ της ζωής του Σπιτιού και του έξω κόσμου. Ο χρόνος έχει χαθεί μέσα στο σπίτι, όπου οι αναμνήσεις ρίχνουν βαρειά τη σκιά τους και ο (απάνθρωπος και χυδαίος) έξω κόσμος δεν μπορεί να διαπεράσει. Όμως τα τρία εγγόνια είναι αναγκασμένα να επιβιώσουν στην κοινωνία που ζούν, είναι υποχρεωμένα να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξή τους και το πως θα σταθούν. Έντονα συμβολικό το μυθιστόρημα τονίζει την διαφορά και την μετάβαση από την «παλιά» Τουρκία στην σπαρασσόμενη και διχασμένη «νέα χώρα» που παλαντζάρει επικίνδυνα μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Δεν είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Παμούκ αλλά είναι σίγουρα ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις, ένα βιβλίο που σε κερδίζει με τον ρυθμό και την γοητεία του και το οποίο προαναγγέλει την εξέλιξη του συγγραφέα και τα αριστουργήματα που ακολούθησαν, ενώ οι τελευταίες εκπληκτικές σελίδες καθώς η Φατμά αφήνει την τελευταία της πνοή,σ’αφήνουν με το στόμα ανοιχτό με την ποιότητα της γραφής αυτού του χαρισματικού συγγραφέα.
«Στη ζωή, όταν τελειώσει το μοναδικό ταξίδι με την άμαξα, δεν μπορείς να το ξανακάνεις, αν όμως έχεις ένα βιβλίο, όσο μπερδεμένο κι ακατανόητο κι αν είναι, όταν τελειώσει, για να συλλάβεις το ακατανόητο και για να καταλάβεις τη ζωή, αν θές, το πιάνεις απ’την αρχή και το ξαναδιαβάζεις.»
Δημοσίευση σχολίου