Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011 | Permalink
Άνθρωποι και σκυλιά
Τα δύο μυθιστορήματα που παρουσιάζονται σήμερα στο blog έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μιλάνε για σοβαρά πράγματα με ιδιαίτερα χιουμοριστικό τρόπο. Και αν από έναν εξαιρετικό συγγραφέα όπως ο Taibo II, κάπου περιμένεις την οργιώδη φαντασία του να σε παρασύρει, από τον Γάλλο, Michel Maisonneuve δεν περίμενα απολύτως τίποτα (αφού δεν τον είχα ξανακούσει ποτέ), αλλά με το βιβλίο του πέρασα μερικές πολύ ευχάριστες στιγμές.
Να αρχίσω από τον δεύτερο για τον οποίο υπήρχε και μεγάλη προσωπική περιέργεια – κυρίως λόγω του τίτλου του βιβλίου αλλά και μιας (υπερβολικής) σύγκρισης που αναφέρεται στο οπισθόφυλλο (από κάποιον κριτικό) με τον πολυαγαπημένο Ζαν-Κλωντ Ιζζό. Ο Μαρσεγιέζος λοιπόν Michel Maisonneuve στο «ΕΝΑΣ ΤΣΕΤΣΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ» (Le chien Tchetchene), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Κεραμιδά, σελ. 229) μας παραδίδει ένα εξαιρετικά αστείο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα, καταιγιστικής δράσης, όπου ανακατεύονται όλες οι φυλές του Ισραήλ σε μια θεότρελλη ιστορία με κεντρικό ήρωα έναν σκύλο.
Σε μια φτωχική γειτονιά της Μασσαλίας όπου μένουν κυρίως μετανάστες, μια γριούλα δολοφονείται. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’αυτήν και σχέσεις (καλής γειτονίας) είχε μόνο με έναν χήρο έλληνα που ζούσε μόνος του δίπλα της και με τον άραβα Ντασί, άλλον έναν ένοικο της πολυκατοικίας, έναν ιδιόμορφο (και γοητευτικό) τύπο που ήταν ο «Διαπραγματευτής της Δροσερής Κοιλάδας», όπως ονόμαζε την συνοικία που διέμενε και στην οποία κινείτο κάνοντας τον μεσολαβητή μεταξύ των μαζαγατόρων της περιοχής και των συμμοριών, βοηθώντας τους γέροντες τις ελεύθερες ώρες του. Κατά τ’άλλα δίδασκε Ιστορία των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο και απήγγειλε Ομάρ Καγιάμ, Λάο Τσε και Ζωρζ Μπρασένς καπνίζοντας και πίνοντας τόνους τσάι. Αυτοί οι δύο, ο έλληνας και ο άραβας είναι και οι μόνοι που πάνε στη κηδεία μαζί με τον επιζώντα σκύλο της κυρίας, τον Χασάν, ένα μπιγκλ, το οποίο είχε δει τους δολοφόνους.
Η αστυνομία δεν θέλει να ασχοληθεί με την υπόθεση και μια καρτ ποστάλ από την Τσετσενία που βρίσκεται στο διαμέρισμα της γριούλας αποκαλύπτει ότι εκείνη ήταν η μητέρα του ηγέτη μιας Τσετσενικής απελευθερωτικής οργάνωσης και ότι ο Χασάν (ο σκύλος) κατέχει (με κάποιον τρόπο που αποκαλύπτεται στην πορεία) έναν αριθμό – μάλλον νούμερο λογαριασμού ή κωδικό θυρίδας – που από πίσω του κρύβει ένα μεγάλο ποσόν με χρήματα της οργάνωσης. Τον Χασάν (χωρίς να ξέρουν αρχικά ότι είναι σκύλος) ψάχνουν οι δολοφόνοι της ηλικιωμένης, δύο πράκτορες της Ρωσικής κυβέρνησης, ενώ στο κυνήγι του Χασάν εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα, ένα παλιό μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που μένει στην ταράτσα μιας γειτονικής πολυκατοικίας (ασκούμενος στην τοξοβολία, ενδεδυμένος Απάτσι!) και μυρίζεται το χρήμα, ο υπαρχηγός της Τσετσενικής οργάνωσης που έρχεται στη Μασσαλία να ανακοινώσει στην γηραιά κυρία ότι ο γιός της δολοφονήθηκε αλλά την βρίσκει κι αυτήν νεκρή οπότε πρέπει να πάρει στη κατοχή του τα χρήματα της οργάνωσης, δύο «τελειωμένοι» δημοσιογράφοι, φίλοι του Ντασί, στους οποίους υπόσχεται την αποκλειστικότητα του ρεπορτάζ. Επίσης στο θεότρελλο γαϊτανάκι συμμετέχουν, μια αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια δημοσιογράφος ειδική στις γεωπολιτικές διαμάχες, μια πάμπλουτη ξανθιά κοσμική που ηγείται της Φιλοζωικης εταιρίας και η οποία ερωτεύεται παράφορα τον μπρουτάλ Τσετσένο και μια συμμορία από κλεφτρόνια που προσπαθούν να βοηθήσουν τον Ντασί, ο οποίος συχνά-πυκνά τους ξεμπλέκει από διάφορα μπερδέματα.
Εύλογο είναι να γίνει της μουρλής. Κυνηγητό, κλωτσοπατινάδα, ο σκύλος να τρέχει να ξεφύγει ντριπλάροντας τους περαστικούς σαν τον Ζιντάν, ο Ντασί να έλκεται από την τσαμπουκαλού κόρη του έλληνα γείτονά του, τα κλεφτρόνια της γειτονιάς να κλέβουν τα πολυτελή αυτοκίνητα των Ρώσων υποχρεώνοντάς τους να αλλάζουν αμάξι κάθε μέρα. Ο Μεζνέβ δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα ούτε στους χαρακτήρες αν και ο Ντασί είναι ένας πολύ ενδιαφέρων (λογοτεχνικά και όχι μόνο) ήρωας, ούτε σε καμμία κοινωνικοπολιτική ανάλυση του (τεράστιου και αμφιλεγόμενου) ΡωσοΤσετσενικού προβλήματος. Εκείνο που τον νοιάζει πάνω απ’όλα είναι η δράση και οι ξέφρενες καταστάσεις που προκύπτουν από αυτήν.
Γκροτέσκο και μπουφόνικο, μπουρλέσκο και διασκεδαστικό το μυθιστόρημα του περίεργου αυτού Μαρσεγιέζου μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας και η σύγκριση με τον Ιζζό να φαίνεται σε πρώτη ματιά άκαιρη και τελείως άστοχη, αλλά ο αναγνώστης θα περάσει καλά (σε μια παραλία ακόμα καλύτερα) σ’αυτό το χαοτικό και ξέφρενο βιβλίο που σε γοητεύει με το ανατρεπτικό και τελείως αναρχικό του χιούμορ ενώ δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον συγγραφέα πως κατάφερε να χωρέσει τόσους χαρακτήρες και τόσες καταστάσεις σε μόλις 230 σελίδες.
Η περίπτωση του θεότρελλου χοντρούλη Paco Ignacio Taibo II, είναι διαφορετική, περισσότερο ενδιαφέρουσα και (αν μετράει καθόλου αυτό) πολύ «αγαπησιάρικη». Η εξαιρετική νουβέλα του «ΟΝΕΙΡΑ ΣΥΝΟΡΩΝ», (Εκδ. Άγρα, (άριστη ως συνήθως) μετάφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, σελ.132), που γράφτηκε το 1989 μπορεί να μην αποτελεί τομή στο σπουδαίο έργο του αλλά είναι χαρακτηριστική του ύφους του πολυεπίπεδου και πολυπράγμονα Μεξικανού συγγραφέα.
Η νουβέλα ανήκει στη «σειρά» ιστοριών του ήρωα του, θεότρελλου ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, έχει δηλαδή την ταμπέλα της αστυνομικής ιστορίας αν και ελάχιστα θυμίζει κάτι τέτοιο, εξάλλου τις περισσότερες φορές οι πολλές και ανακατεμένες ιστορίες, επεισόδια, περιστατικά στα μυθιστορήματα του Τάιμπο ΙΙ, λειτουργούν ως πρόσχημα για να δοθεί έδαφος στον συγγραφέα να μιλήσει για την κατάσταση της χώρας του, την εξάρτηση από τις Η.Π.Α., το διεφθαρμένο κράτος, το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία.
Τι προσφορότερο έδαφος να μιλήσει κανείς για τα παραπάνω από την περιοχή των συνόρων Η.Π.Α.-Μεξικού; Σ’αυτή τη περιοχή, «αλλόκοτη χώρα, ούτε Μεξικό ούτε Αμερική. Σε μια γη που ήταν όλοι ξένοι.». Εκεί που η διαφθορά είναι ο βασιλιάς και όλα επιτρέπονται φτάνει να μη περάσεις απέναντι – μόνο οι «απέναντι» μπορούν να πηγαινοέρχονται άνετα. Ο Μπελασκοαράν, ο μονόφθαλμος και κουτσός ντετέκτιβ ψάχνει μια εξαφανισμένη γυναίκα, παλιά του συμμαθήτρια, έρωτα (σιωπηλό και μονομερή) φοιτητικό. Η Νατάλια παράτησε σπουδές και πολιτικές ανησυχίες για να γίνει μια γνωστή και απαστράπτουσα ηθοποιός που ξαφνικά χάθηκε. Ο «δαιμόνιος» ντετέκτιβ προσλαμβάνεται από την κόρη της να την βρεί. Δεν θα του είναι πολύ δύσκολο να την εντοπίσει σε μια από τις συνοριακές πόλεις, κλεισμένη σε κάποιο μοτέλ. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της με το λάγνο ύφος του και ξαναθυμούνται το παρελθόν, εκείνη κρατάει μυστικά και το ίδιο βράδυ εξαφανίζεται ξανά. Αυτό το παιχνίδι συνεχίζεται καθώς ο Μπελασκοαράν όλο την βρίσκει και όλο την χάνει ενώ ξαναφουντώνει μέσα του ο παλιός έρωτας (ο οποίος «ήταν σαν ένα επίμονο άρωμα μέσα στο κεφάλι του»). «Πως μυρίζουν οι γυναίκες που ποτέ δεν αγάπησες αλλά πλησίασες αρκετά;», εξάλλου όπως λέει και ένας αγαπημένος του τραγουδιστής, «Υπάρχουν γυναίκες που τις θυμάσαι, υπάρχουν κι άλλες που δεν λησμονιούνται. Αυτές είναι οι χειρότερες.» Και η Νατάλια ήταν από αυτές τις γυναίκες. Που όταν βλέπει τον χοντρό, κακοντυμένο τύπο που την ατενίζει αγέρωχα με το κυκλώπειο βλέμμα του, δεν του δίνει απαντήσεις αλλά του απαγγέλει στίχους από ένα ποίημα του Γκιγιέρμο Πριέτο: «…Τι έχεις να πεις στη θλίψη μου; Τι θέλεις από μένα; Ποιος σε στέλνει;»
Σιουδάδ Χουάρες, Τσιουάουα – πόλεις που έδρασε κάποτε ο Πάντσο Βίγια και από εκεί ξεκίνησε την επανάστασή του, έχουν γίνει τώρα πόλεις-λούνα παρκ, πόλεις-μπουρδέλα για να ξεδίνουν αμερικανοί τουρίστες που περνάνε τα σύνορα για ποτό και γαμήσι ενώ το εμπόριο ναρκωτικών δίνει και παίρνει με ιδιωτικούς στρατούς και ιδιωτικά αεροσκάφη που δεν ελέγχει η τοπική αστυνομία. Η Νατάλια είναι μπλεγμένη χοντρά, το θέμα είναι αν θέλει ή αν μπορεί να ξεφύγει από τα προσωπικά της αδιέξοδα. Ο Μπελασκοαράν ψάχνει τη λύση, και την βρίσκει ενώ δεν λείπουν από το μπέρδεμα, παλιοί αριστεροί, αμερικάνοι πράκτορες της D.E.A., μεγαλέμποροι ναρκωτικών, τηλεοπτικοί παραγωγοί, γυναίκες που απάγονται για να γίνουν πουτάνες.
« Στον Μπελασκοαράν, αντίθετα με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, άρεσαν οι ιστορίες που ήταν μεν περίπλοκες αλλά όμως δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Προτιμούσε το μπαρόκ της καθημερινής ζωής, όχι το θρησκευτικό. Κι αν ήταν δυνατό, το ήθελε χωρίς νεκρούς και χωρίς τραυματίες. Είχε μπουχτίσει τη βία, δεν την άντεχαν άλλο ούτε τα ίδια του τα καλαμπαλίκια. Ειδικά τη βία που έπεφτε πάνω του. Ένιωθε θλιμμένος, απόκληρος, ξένος, Ροβινσώνας Κρούσος στη μέση του πιο πολυσύχναστου δρόμου στο Τόκιο, σημαδεμένος, αρρωστιάρης, αργός, άσχετος. Αυτό ακριβώς έλεγε ή όλη κωλοϊστορία του – περιέγραφε έναν τύπο άσχετο. Δεν ήταν η ιστορία του, δεν ήταν τα πρόσωπά του, ούτε καν η Νατάλια δεν ήταν η Νατάλια. Άλλο πράγμα η Νατάλια που αφηνόταν να πέσει στην αγκαλιά του στη μέση της σκάλας του προπαρασκευαστικού σχολείου μ’έναν αναστεναγμό Μαντάμ Μποβαρύ, και άλλο η γυναίκα-φάντασμα, κυκλωμένη από σκοτεινά πρόσωπα, που για το καθένα είχε μια ιστορία στο τσεπάκι, μια ιστορία που την ξεδίπλωνε και την άλλαζε.
Ούτε όμως στα σύνορα του άρεσε. Σύνορα, αυτό το παράξενο όνομα που έδινα για να ορίσουν ένα σύμφυρμα τόπων που είχαν το αμφίβολο προνόμιο να τσιλιμπουρδίζουν με τις ΗΠΑ. Ήταν εύκολο να ερωτευτείς τις ερήμους της Τσιουάουα ή την οδό της Επανάστασης στην Τιχουάνα. Μπορούσες να αγαπήσεις μέχρι τρέλας εκείνους τους ουρανούς της Σονόρα, ή την τραγουδιστή προφορά των γυναικών που πουλάνε φρούτα στην Πιέδρας Νέγρας. Αν ήσουν Μεξικανός δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς το φάντασμα του Πάντσο Βίγια και η μακριά πράσινη σιδερένια κουρτίνα που χώριζε τους δύο πλανήτες ασκούσε την ίδια αρραωστημένη γοητεία πάνω σου όση και σε κάποιον από τη Γουατεμάλα που λαχταρούσε να την πηδήξει. Τέλος πάντων, όλα αυτά μαζί. Όμως εσύ δεν ήσουν από εδώ. Δεν σε είχαν ακόμα φωτίσει καλά καλά τα φανάρια, ούτε είχες κάνει ακόμα δικούς σου τους φόβους. Ήσουν και δεν ήσουν.»
Είναι μια χορταστική ιστορία που την απολαμβάνεις μέσα σε δυό ώρες (το πολύ) και για τους θαυμαστές του παμπόνηρου Μεξικάνου λειτουργεί σαν ένα ωραίο και δροσιστικό αναψυκτικό. Η δράση εναλάσσεται με τον ρομαντισμό, σχολιασμός και νοσταλγία για μια χώρα που έχει χάσει πια τη ταυτότητά της, τσιτάτα που πετάγονται συνέχεια, ευρηματικά και πανέξυπνα, όπως «εάν είσαι μετρίως ερωτευμένος το σεξ λειτουργεί καλύτερα…» ή και «Μερικές φορές είναι καλύτερα τα πράγματα που μένουν ημιτελή…», στίχοι ποιημάτων του Jose Emilio Pacheco, στίχοι από τραγούδια, η εξαίσια φωνή της Τάνια Λιμπερτάδ να ακούγεται στο κασετόφωνο, η μεξικάνικη έρημος, οι μυρωδιές από τα τάκος και τις τορτίγιες, η ζέστη...Ο Μπελασκοαράν μπλέκει από «αγάπη για την πραγματικότητα» και το να διαβάζεις Τάιμπο ΙΙ είναι (όπως έχω ξαναπεί και δεν θα κουράζομαι να επαναλαμβάνω), πολύ μεγάλη απόλαυση. (ole)
David Byrne & Selena - God's child (Baila conmigo)
Να αρχίσω από τον δεύτερο για τον οποίο υπήρχε και μεγάλη προσωπική περιέργεια – κυρίως λόγω του τίτλου του βιβλίου αλλά και μιας (υπερβολικής) σύγκρισης που αναφέρεται στο οπισθόφυλλο (από κάποιον κριτικό) με τον πολυαγαπημένο Ζαν-Κλωντ Ιζζό. Ο Μαρσεγιέζος λοιπόν Michel Maisonneuve στο «ΕΝΑΣ ΤΣΕΤΣΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ» (Le chien Tchetchene), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Κεραμιδά, σελ. 229) μας παραδίδει ένα εξαιρετικά αστείο και διασκεδαστικό μυθιστόρημα, καταιγιστικής δράσης, όπου ανακατεύονται όλες οι φυλές του Ισραήλ σε μια θεότρελλη ιστορία με κεντρικό ήρωα έναν σκύλο.
Σε μια φτωχική γειτονιά της Μασσαλίας όπου μένουν κυρίως μετανάστες, μια γριούλα δολοφονείται. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’αυτήν και σχέσεις (καλής γειτονίας) είχε μόνο με έναν χήρο έλληνα που ζούσε μόνος του δίπλα της και με τον άραβα Ντασί, άλλον έναν ένοικο της πολυκατοικίας, έναν ιδιόμορφο (και γοητευτικό) τύπο που ήταν ο «Διαπραγματευτής της Δροσερής Κοιλάδας», όπως ονόμαζε την συνοικία που διέμενε και στην οποία κινείτο κάνοντας τον μεσολαβητή μεταξύ των μαζαγατόρων της περιοχής και των συμμοριών, βοηθώντας τους γέροντες τις ελεύθερες ώρες του. Κατά τ’άλλα δίδασκε Ιστορία των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο και απήγγειλε Ομάρ Καγιάμ, Λάο Τσε και Ζωρζ Μπρασένς καπνίζοντας και πίνοντας τόνους τσάι. Αυτοί οι δύο, ο έλληνας και ο άραβας είναι και οι μόνοι που πάνε στη κηδεία μαζί με τον επιζώντα σκύλο της κυρίας, τον Χασάν, ένα μπιγκλ, το οποίο είχε δει τους δολοφόνους.
Η αστυνομία δεν θέλει να ασχοληθεί με την υπόθεση και μια καρτ ποστάλ από την Τσετσενία που βρίσκεται στο διαμέρισμα της γριούλας αποκαλύπτει ότι εκείνη ήταν η μητέρα του ηγέτη μιας Τσετσενικής απελευθερωτικής οργάνωσης και ότι ο Χασάν (ο σκύλος) κατέχει (με κάποιον τρόπο που αποκαλύπτεται στην πορεία) έναν αριθμό – μάλλον νούμερο λογαριασμού ή κωδικό θυρίδας – που από πίσω του κρύβει ένα μεγάλο ποσόν με χρήματα της οργάνωσης. Τον Χασάν (χωρίς να ξέρουν αρχικά ότι είναι σκύλος) ψάχνουν οι δολοφόνοι της ηλικιωμένης, δύο πράκτορες της Ρωσικής κυβέρνησης, ενώ στο κυνήγι του Χασάν εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα, ένα παλιό μέλος μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που μένει στην ταράτσα μιας γειτονικής πολυκατοικίας (ασκούμενος στην τοξοβολία, ενδεδυμένος Απάτσι!) και μυρίζεται το χρήμα, ο υπαρχηγός της Τσετσενικής οργάνωσης που έρχεται στη Μασσαλία να ανακοινώσει στην γηραιά κυρία ότι ο γιός της δολοφονήθηκε αλλά την βρίσκει κι αυτήν νεκρή οπότε πρέπει να πάρει στη κατοχή του τα χρήματα της οργάνωσης, δύο «τελειωμένοι» δημοσιογράφοι, φίλοι του Ντασί, στους οποίους υπόσχεται την αποκλειστικότητα του ρεπορτάζ. Επίσης στο θεότρελλο γαϊτανάκι συμμετέχουν, μια αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια δημοσιογράφος ειδική στις γεωπολιτικές διαμάχες, μια πάμπλουτη ξανθιά κοσμική που ηγείται της Φιλοζωικης εταιρίας και η οποία ερωτεύεται παράφορα τον μπρουτάλ Τσετσένο και μια συμμορία από κλεφτρόνια που προσπαθούν να βοηθήσουν τον Ντασί, ο οποίος συχνά-πυκνά τους ξεμπλέκει από διάφορα μπερδέματα.
Εύλογο είναι να γίνει της μουρλής. Κυνηγητό, κλωτσοπατινάδα, ο σκύλος να τρέχει να ξεφύγει ντριπλάροντας τους περαστικούς σαν τον Ζιντάν, ο Ντασί να έλκεται από την τσαμπουκαλού κόρη του έλληνα γείτονά του, τα κλεφτρόνια της γειτονιάς να κλέβουν τα πολυτελή αυτοκίνητα των Ρώσων υποχρεώνοντάς τους να αλλάζουν αμάξι κάθε μέρα. Ο Μεζνέβ δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα ούτε στους χαρακτήρες αν και ο Ντασί είναι ένας πολύ ενδιαφέρων (λογοτεχνικά και όχι μόνο) ήρωας, ούτε σε καμμία κοινωνικοπολιτική ανάλυση του (τεράστιου και αμφιλεγόμενου) ΡωσοΤσετσενικού προβλήματος. Εκείνο που τον νοιάζει πάνω απ’όλα είναι η δράση και οι ξέφρενες καταστάσεις που προκύπτουν από αυτήν.
Γκροτέσκο και μπουφόνικο, μπουρλέσκο και διασκεδαστικό το μυθιστόρημα του περίεργου αυτού Μαρσεγιέζου μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας και η σύγκριση με τον Ιζζό να φαίνεται σε πρώτη ματιά άκαιρη και τελείως άστοχη, αλλά ο αναγνώστης θα περάσει καλά (σε μια παραλία ακόμα καλύτερα) σ’αυτό το χαοτικό και ξέφρενο βιβλίο που σε γοητεύει με το ανατρεπτικό και τελείως αναρχικό του χιούμορ ενώ δεν μπορείς να μη θαυμάσεις τον συγγραφέα πως κατάφερε να χωρέσει τόσους χαρακτήρες και τόσες καταστάσεις σε μόλις 230 σελίδες.
Η περίπτωση του θεότρελλου χοντρούλη Paco Ignacio Taibo II, είναι διαφορετική, περισσότερο ενδιαφέρουσα και (αν μετράει καθόλου αυτό) πολύ «αγαπησιάρικη». Η εξαιρετική νουβέλα του «ΟΝΕΙΡΑ ΣΥΝΟΡΩΝ», (Εκδ. Άγρα, (άριστη ως συνήθως) μετάφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, σελ.132), που γράφτηκε το 1989 μπορεί να μην αποτελεί τομή στο σπουδαίο έργο του αλλά είναι χαρακτηριστική του ύφους του πολυεπίπεδου και πολυπράγμονα Μεξικανού συγγραφέα.
Η νουβέλα ανήκει στη «σειρά» ιστοριών του ήρωα του, θεότρελλου ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, έχει δηλαδή την ταμπέλα της αστυνομικής ιστορίας αν και ελάχιστα θυμίζει κάτι τέτοιο, εξάλλου τις περισσότερες φορές οι πολλές και ανακατεμένες ιστορίες, επεισόδια, περιστατικά στα μυθιστορήματα του Τάιμπο ΙΙ, λειτουργούν ως πρόσχημα για να δοθεί έδαφος στον συγγραφέα να μιλήσει για την κατάσταση της χώρας του, την εξάρτηση από τις Η.Π.Α., το διεφθαρμένο κράτος, το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία.
Τι προσφορότερο έδαφος να μιλήσει κανείς για τα παραπάνω από την περιοχή των συνόρων Η.Π.Α.-Μεξικού; Σ’αυτή τη περιοχή, «αλλόκοτη χώρα, ούτε Μεξικό ούτε Αμερική. Σε μια γη που ήταν όλοι ξένοι.». Εκεί που η διαφθορά είναι ο βασιλιάς και όλα επιτρέπονται φτάνει να μη περάσεις απέναντι – μόνο οι «απέναντι» μπορούν να πηγαινοέρχονται άνετα. Ο Μπελασκοαράν, ο μονόφθαλμος και κουτσός ντετέκτιβ ψάχνει μια εξαφανισμένη γυναίκα, παλιά του συμμαθήτρια, έρωτα (σιωπηλό και μονομερή) φοιτητικό. Η Νατάλια παράτησε σπουδές και πολιτικές ανησυχίες για να γίνει μια γνωστή και απαστράπτουσα ηθοποιός που ξαφνικά χάθηκε. Ο «δαιμόνιος» ντετέκτιβ προσλαμβάνεται από την κόρη της να την βρεί. Δεν θα του είναι πολύ δύσκολο να την εντοπίσει σε μια από τις συνοριακές πόλεις, κλεισμένη σε κάποιο μοτέλ. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της με το λάγνο ύφος του και ξαναθυμούνται το παρελθόν, εκείνη κρατάει μυστικά και το ίδιο βράδυ εξαφανίζεται ξανά. Αυτό το παιχνίδι συνεχίζεται καθώς ο Μπελασκοαράν όλο την βρίσκει και όλο την χάνει ενώ ξαναφουντώνει μέσα του ο παλιός έρωτας (ο οποίος «ήταν σαν ένα επίμονο άρωμα μέσα στο κεφάλι του»). «Πως μυρίζουν οι γυναίκες που ποτέ δεν αγάπησες αλλά πλησίασες αρκετά;», εξάλλου όπως λέει και ένας αγαπημένος του τραγουδιστής, «Υπάρχουν γυναίκες που τις θυμάσαι, υπάρχουν κι άλλες που δεν λησμονιούνται. Αυτές είναι οι χειρότερες.» Και η Νατάλια ήταν από αυτές τις γυναίκες. Που όταν βλέπει τον χοντρό, κακοντυμένο τύπο που την ατενίζει αγέρωχα με το κυκλώπειο βλέμμα του, δεν του δίνει απαντήσεις αλλά του απαγγέλει στίχους από ένα ποίημα του Γκιγιέρμο Πριέτο: «…Τι έχεις να πεις στη θλίψη μου; Τι θέλεις από μένα; Ποιος σε στέλνει;»
Σιουδάδ Χουάρες, Τσιουάουα – πόλεις που έδρασε κάποτε ο Πάντσο Βίγια και από εκεί ξεκίνησε την επανάστασή του, έχουν γίνει τώρα πόλεις-λούνα παρκ, πόλεις-μπουρδέλα για να ξεδίνουν αμερικανοί τουρίστες που περνάνε τα σύνορα για ποτό και γαμήσι ενώ το εμπόριο ναρκωτικών δίνει και παίρνει με ιδιωτικούς στρατούς και ιδιωτικά αεροσκάφη που δεν ελέγχει η τοπική αστυνομία. Η Νατάλια είναι μπλεγμένη χοντρά, το θέμα είναι αν θέλει ή αν μπορεί να ξεφύγει από τα προσωπικά της αδιέξοδα. Ο Μπελασκοαράν ψάχνει τη λύση, και την βρίσκει ενώ δεν λείπουν από το μπέρδεμα, παλιοί αριστεροί, αμερικάνοι πράκτορες της D.E.A., μεγαλέμποροι ναρκωτικών, τηλεοπτικοί παραγωγοί, γυναίκες που απάγονται για να γίνουν πουτάνες.
« Στον Μπελασκοαράν, αντίθετα με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, άρεσαν οι ιστορίες που ήταν μεν περίπλοκες αλλά όμως δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Προτιμούσε το μπαρόκ της καθημερινής ζωής, όχι το θρησκευτικό. Κι αν ήταν δυνατό, το ήθελε χωρίς νεκρούς και χωρίς τραυματίες. Είχε μπουχτίσει τη βία, δεν την άντεχαν άλλο ούτε τα ίδια του τα καλαμπαλίκια. Ειδικά τη βία που έπεφτε πάνω του. Ένιωθε θλιμμένος, απόκληρος, ξένος, Ροβινσώνας Κρούσος στη μέση του πιο πολυσύχναστου δρόμου στο Τόκιο, σημαδεμένος, αρρωστιάρης, αργός, άσχετος. Αυτό ακριβώς έλεγε ή όλη κωλοϊστορία του – περιέγραφε έναν τύπο άσχετο. Δεν ήταν η ιστορία του, δεν ήταν τα πρόσωπά του, ούτε καν η Νατάλια δεν ήταν η Νατάλια. Άλλο πράγμα η Νατάλια που αφηνόταν να πέσει στην αγκαλιά του στη μέση της σκάλας του προπαρασκευαστικού σχολείου μ’έναν αναστεναγμό Μαντάμ Μποβαρύ, και άλλο η γυναίκα-φάντασμα, κυκλωμένη από σκοτεινά πρόσωπα, που για το καθένα είχε μια ιστορία στο τσεπάκι, μια ιστορία που την ξεδίπλωνε και την άλλαζε.
Ούτε όμως στα σύνορα του άρεσε. Σύνορα, αυτό το παράξενο όνομα που έδινα για να ορίσουν ένα σύμφυρμα τόπων που είχαν το αμφίβολο προνόμιο να τσιλιμπουρδίζουν με τις ΗΠΑ. Ήταν εύκολο να ερωτευτείς τις ερήμους της Τσιουάουα ή την οδό της Επανάστασης στην Τιχουάνα. Μπορούσες να αγαπήσεις μέχρι τρέλας εκείνους τους ουρανούς της Σονόρα, ή την τραγουδιστή προφορά των γυναικών που πουλάνε φρούτα στην Πιέδρας Νέγρας. Αν ήσουν Μεξικανός δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς το φάντασμα του Πάντσο Βίγια και η μακριά πράσινη σιδερένια κουρτίνα που χώριζε τους δύο πλανήτες ασκούσε την ίδια αρραωστημένη γοητεία πάνω σου όση και σε κάποιον από τη Γουατεμάλα που λαχταρούσε να την πηδήξει. Τέλος πάντων, όλα αυτά μαζί. Όμως εσύ δεν ήσουν από εδώ. Δεν σε είχαν ακόμα φωτίσει καλά καλά τα φανάρια, ούτε είχες κάνει ακόμα δικούς σου τους φόβους. Ήσουν και δεν ήσουν.»
Είναι μια χορταστική ιστορία που την απολαμβάνεις μέσα σε δυό ώρες (το πολύ) και για τους θαυμαστές του παμπόνηρου Μεξικάνου λειτουργεί σαν ένα ωραίο και δροσιστικό αναψυκτικό. Η δράση εναλάσσεται με τον ρομαντισμό, σχολιασμός και νοσταλγία για μια χώρα που έχει χάσει πια τη ταυτότητά της, τσιτάτα που πετάγονται συνέχεια, ευρηματικά και πανέξυπνα, όπως «εάν είσαι μετρίως ερωτευμένος το σεξ λειτουργεί καλύτερα…» ή και «Μερικές φορές είναι καλύτερα τα πράγματα που μένουν ημιτελή…», στίχοι ποιημάτων του Jose Emilio Pacheco, στίχοι από τραγούδια, η εξαίσια φωνή της Τάνια Λιμπερτάδ να ακούγεται στο κασετόφωνο, η μεξικάνικη έρημος, οι μυρωδιές από τα τάκος και τις τορτίγιες, η ζέστη...Ο Μπελασκοαράν μπλέκει από «αγάπη για την πραγματικότητα» και το να διαβάζεις Τάιμπο ΙΙ είναι (όπως έχω ξαναπεί και δεν θα κουράζομαι να επαναλαμβάνω), πολύ μεγάλη απόλαυση. (ole)
David Byrne & Selena - God's child (Baila conmigo)
Δημοσίευση σχολίου