Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 01, 2011 | Permalink
Κρυστάλλινα σύνορα
Κάποιος (πριν από καμμιά κατοσταριά χρόνια) είχε πει την μνημειώδη φράση: «Καημένο Μεξικό! Τόσο μακριά απ’τον Θεό, τόσο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες…». Ο μεγάλος Μεξικανός συγγραφέας, Carlos Fuentes (γεν.1928), στην συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΑ ΣΥΝΟΡΑ» (La frontera de cristal), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ.Μπονάτσου, σελ.262), στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, παραφράζει αυτή τη φράση, γράφοντας: «…βόρεια του ρίο γκράντε, νότια του ρίο μπράβο, ας πετάξουν οι λέξεις, κακόμοιρο Μεξικό, κακόμοιρες Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο μακριά από το Θεό, τόσο κοντά ο ένας στον άλλο.»
Faraway, so close που θα’λεγαν οι U2.. Τα σύνορα που χωρίζουν αυτές τις δύο χώρες δεν είναι μόνο το φρικτό και αποτρόπαιο τείχος για το οποίο γίνεται τόσος λόγος και χύνεται τόσο μελάνι. Τα σύνορα είναι νοητά, είναι κυριολεκτικά, είναι πολιτιστικά και πολιτισμικά. Ελάχιστα χιλιόμετρα χωρίζουν το Ελ Πάσο και την Σιουδάδ Χουάρες. Για τους Αμερικάνους, το να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν στην δεύτερη, είναι απλά μια βόλτα για διασκέδαση, πουτάνες και αλεγρία. Για τους πλούσιους Μεξικάνους η βόλτα στο Ελ Πάσο είναι τα ψώνια στα τεράστια malls, μια βραδιά στα χλιδάτα ξενοδοχεία και η ευκαιρία για business. Για τους φτωχούς συμπατριώτες τους είναι η δίοδος προς την οδό των δολλαρίων που θα στείλουν στις πεινασμένες οικογένειές τους, τα μεροκάματα της φθήνειας και ο εξευτελισμός από τους «ασπροκόληδες».
Οι 9 ιστορίες του Φουέντες, δεν είναι με τίποτα «μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα», όπως θέλει ο υπότιτλος της έκδοσης. Υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που είναι κοινοί και εμφανίζονται σε δυό-τρεις από τις ιστορίες, ενώ ως συνεκτικός ιστός των περισσότερων διηγημάτων παρουσιάζεται ο μεγαλοβιομήχανος και σούπερ-διαπλεκόμενος πρώην υπουργός Λεονάρντο Μπαρόσο, με την «Disneyland-style» έπαυλή του, κοντά στη συνοριακή γραμμή, με τα εργοστάσια-φασόν που διαθέτει, με τις μπίζνες με τους διάφορους επενδυτές, με την ερωτική του σχέση με τη νύφη του, την απόμακρη βαφτιστήρα του Μιτσελίνα, την οποία φρόντισε να παντρέψει με τον προβληματικό του γιό, έτσι ώστε η νεόπλουτη οικογένεια να αποκτήσει και πρόσβαση στην «old-money society» αλλά παρακμάζουσα οικογένεια της πανέμορφης (και πουλημένης) κοπέλας.
Οι χαρακτήρες του Φουέντες, άλλοι ενδιαφέροντες, άλλοι καρικατούρες, βιώνουν την μοναξιά τους, την αγωνία τους για επιβίωση, για δουλειά, για έρωτα. Γυναίκες που δουλεύουν στις «μακίλας», αυτά τα εργοστάσια που έφτιαξαν οι «ξένοι» στα σύνορα, στη Σιουδάδ Χουάρες, εργοστάσια-φασόν, με προϊόντα που κατασκεύαζονται στις ΗΠΑ και συναρμολογούνται από χιλιάδες εργάτες στο Μεξικό, οι οποίοι δουλεύουν σε εξευτελιστικές συνθήκες, με ελάχιστο κόστος και μετά αυτά τα προϊόντα επιστρέφουν στις ΗΠΑ. Άνδρες που πηγαίνουν για να δουλέψουν τα σαββατοκύριακα στη Ν.Υόρκη, να καθαρίσουν κτίρια και να επιστρέψουν πίσω την Δευτέρα τα ξημερώματα με λεφτά που θα τους κρατήσουν μια εβδομάδα. Φτωχοδιάβολοι που προσπαθούν να κολυμπήσουν το ποτάμι (ρίο γκράντε από την αμερικάνικη πλευρά, ρίο μπράβο από τη μεξικάνικη, αλλά τα νερά είναι ίδια), για να περάσουν λαθραία στην «γη της επαγγελίας». Ένας σεφ που προσπαθεί να μιλήσει για την μεξικάνικη κουζίνα σε αδιάφορους φοιτητές, ένας νεαρός που αποτυγχάνει να ολοκληρώσει τις ιατρικές του σπουδές στις ΗΠΑ, όταν συνειδητοποιεί ότι για τους μεσοαστούς κατοίκους της μικρής πόλης θα είναι πάντα ένας σκουρόχρωμος ξένος.
Τα σύνορα όπως γράφω παραπάνω, είναι παντού και σε μια εξαιρετικά συμβολική σκηνή, στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής, σε μία από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, ο μεξικάνος εργάτης που προσπαθεί να καθαρίσει τα τζάμια ενός ουρανοξύστη στο Μανχάταν, βλέπει μια όμορφη αμερικάνα να τον κοιτάζει θολωμένη:
«Αυτός κι αυτή, χωρισμένοι από τα κρυστάλλινα σύνορα.Ποια ήταν τα ονόματά τους; Και οι δύο σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα. Μπορώ να δώσω σε αυτό τον άνδρα όποιο όνομα μου αρέσει. Και αυτός: κάποιοι φαντάζονται την αγαπημένη τους σαν μια ξένη, αυτός θα φανταζόταν μια ξένη σαν αγαπημένη.Δεν ήταν απαραίτητο να πει «ναι».Αυτή έγραψε το όνομά της στο κρύσταλλο με το κραγιόν της. Το έγραψε ανάποδα, σαν σε καθρέφτη: ιερτνο. Έμοιαζε όνομα εξωτικό, μιας θεάς από την Ινδία.Αυτό δίστασε να γράψει το δικό του, τόσο μεγάλο, τόσο ελάχιστα συνηθισμένο στ’αγγλικά. Τυφλά, χωρίς να σκεφτεί, ίσως ανόητα, κομπλεξικά, δεν ξέρει μέχρι σήμερα, έγραψε μόνο την υπηκοότητά του, σονακιξέμ.Αυτή έκανε μια χειρονομία σαν να ζητούσε κάτι περισσότερο, δύο χέρια χωρισμένα, ανοιχτά – κάτι άλλο;Όχι, αρνήθηκε αυτός με το κεφάλι, τίποτε άλλο. Από κάτω άρχισαν να του φωνάζουν, τι κάνεις τόση ώρα εκεί πάνω, δεν τελείωσες, μην τεμπελιάζεις, γρήγορα, είναι κιόλας εννιά, πρέπει να μας μεταφέρουν στο επόμενο κτήριο.Κάτι άλλο, ζητούσε ο μορφασμός, ζητούσε η βουβή φωνή της Όντρεϊ.Αυτός πλησίασε τα χείλια στο κρύσταλλο. Αυτή δεν δίστασε να κάνει το ίδιο. Τα χείλια ενώθηκαν μέσα από το γυαλί. Και οι δύο έκλεισαν τα μάτια. Αυτή δεν τα άνοιξε για αρκετά λεπτά. Όταν ανάκτησε το βλέμμα, αυτός δεν ήταν πια εκεί.»
Faraway, so close που θα’λεγαν οι U2.. Τα σύνορα που χωρίζουν αυτές τις δύο χώρες δεν είναι μόνο το φρικτό και αποτρόπαιο τείχος για το οποίο γίνεται τόσος λόγος και χύνεται τόσο μελάνι. Τα σύνορα είναι νοητά, είναι κυριολεκτικά, είναι πολιτιστικά και πολιτισμικά. Ελάχιστα χιλιόμετρα χωρίζουν το Ελ Πάσο και την Σιουδάδ Χουάρες. Για τους Αμερικάνους, το να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν στην δεύτερη, είναι απλά μια βόλτα για διασκέδαση, πουτάνες και αλεγρία. Για τους πλούσιους Μεξικάνους η βόλτα στο Ελ Πάσο είναι τα ψώνια στα τεράστια malls, μια βραδιά στα χλιδάτα ξενοδοχεία και η ευκαιρία για business. Για τους φτωχούς συμπατριώτες τους είναι η δίοδος προς την οδό των δολλαρίων που θα στείλουν στις πεινασμένες οικογένειές τους, τα μεροκάματα της φθήνειας και ο εξευτελισμός από τους «ασπροκόληδες».
Οι 9 ιστορίες του Φουέντες, δεν είναι με τίποτα «μυθιστόρημα σε εννέα διηγήματα», όπως θέλει ο υπότιτλος της έκδοσης. Υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που είναι κοινοί και εμφανίζονται σε δυό-τρεις από τις ιστορίες, ενώ ως συνεκτικός ιστός των περισσότερων διηγημάτων παρουσιάζεται ο μεγαλοβιομήχανος και σούπερ-διαπλεκόμενος πρώην υπουργός Λεονάρντο Μπαρόσο, με την «Disneyland-style» έπαυλή του, κοντά στη συνοριακή γραμμή, με τα εργοστάσια-φασόν που διαθέτει, με τις μπίζνες με τους διάφορους επενδυτές, με την ερωτική του σχέση με τη νύφη του, την απόμακρη βαφτιστήρα του Μιτσελίνα, την οποία φρόντισε να παντρέψει με τον προβληματικό του γιό, έτσι ώστε η νεόπλουτη οικογένεια να αποκτήσει και πρόσβαση στην «old-money society» αλλά παρακμάζουσα οικογένεια της πανέμορφης (και πουλημένης) κοπέλας.
Οι χαρακτήρες του Φουέντες, άλλοι ενδιαφέροντες, άλλοι καρικατούρες, βιώνουν την μοναξιά τους, την αγωνία τους για επιβίωση, για δουλειά, για έρωτα. Γυναίκες που δουλεύουν στις «μακίλας», αυτά τα εργοστάσια που έφτιαξαν οι «ξένοι» στα σύνορα, στη Σιουδάδ Χουάρες, εργοστάσια-φασόν, με προϊόντα που κατασκεύαζονται στις ΗΠΑ και συναρμολογούνται από χιλιάδες εργάτες στο Μεξικό, οι οποίοι δουλεύουν σε εξευτελιστικές συνθήκες, με ελάχιστο κόστος και μετά αυτά τα προϊόντα επιστρέφουν στις ΗΠΑ. Άνδρες που πηγαίνουν για να δουλέψουν τα σαββατοκύριακα στη Ν.Υόρκη, να καθαρίσουν κτίρια και να επιστρέψουν πίσω την Δευτέρα τα ξημερώματα με λεφτά που θα τους κρατήσουν μια εβδομάδα. Φτωχοδιάβολοι που προσπαθούν να κολυμπήσουν το ποτάμι (ρίο γκράντε από την αμερικάνικη πλευρά, ρίο μπράβο από τη μεξικάνικη, αλλά τα νερά είναι ίδια), για να περάσουν λαθραία στην «γη της επαγγελίας». Ένας σεφ που προσπαθεί να μιλήσει για την μεξικάνικη κουζίνα σε αδιάφορους φοιτητές, ένας νεαρός που αποτυγχάνει να ολοκληρώσει τις ιατρικές του σπουδές στις ΗΠΑ, όταν συνειδητοποιεί ότι για τους μεσοαστούς κατοίκους της μικρής πόλης θα είναι πάντα ένας σκουρόχρωμος ξένος.
Τα σύνορα όπως γράφω παραπάνω, είναι παντού και σε μια εξαιρετικά συμβολική σκηνή, στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής, σε μία από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, ο μεξικάνος εργάτης που προσπαθεί να καθαρίσει τα τζάμια ενός ουρανοξύστη στο Μανχάταν, βλέπει μια όμορφη αμερικάνα να τον κοιτάζει θολωμένη:
«Αυτός κι αυτή, χωρισμένοι από τα κρυστάλλινα σύνορα.Ποια ήταν τα ονόματά τους; Και οι δύο σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα. Μπορώ να δώσω σε αυτό τον άνδρα όποιο όνομα μου αρέσει. Και αυτός: κάποιοι φαντάζονται την αγαπημένη τους σαν μια ξένη, αυτός θα φανταζόταν μια ξένη σαν αγαπημένη.Δεν ήταν απαραίτητο να πει «ναι».Αυτή έγραψε το όνομά της στο κρύσταλλο με το κραγιόν της. Το έγραψε ανάποδα, σαν σε καθρέφτη: ιερτνο. Έμοιαζε όνομα εξωτικό, μιας θεάς από την Ινδία.Αυτό δίστασε να γράψει το δικό του, τόσο μεγάλο, τόσο ελάχιστα συνηθισμένο στ’αγγλικά. Τυφλά, χωρίς να σκεφτεί, ίσως ανόητα, κομπλεξικά, δεν ξέρει μέχρι σήμερα, έγραψε μόνο την υπηκοότητά του, σονακιξέμ.Αυτή έκανε μια χειρονομία σαν να ζητούσε κάτι περισσότερο, δύο χέρια χωρισμένα, ανοιχτά – κάτι άλλο;Όχι, αρνήθηκε αυτός με το κεφάλι, τίποτε άλλο. Από κάτω άρχισαν να του φωνάζουν, τι κάνεις τόση ώρα εκεί πάνω, δεν τελείωσες, μην τεμπελιάζεις, γρήγορα, είναι κιόλας εννιά, πρέπει να μας μεταφέρουν στο επόμενο κτήριο.Κάτι άλλο, ζητούσε ο μορφασμός, ζητούσε η βουβή φωνή της Όντρεϊ.Αυτός πλησίασε τα χείλια στο κρύσταλλο. Αυτή δεν δίστασε να κάνει το ίδιο. Τα χείλια ενώθηκαν μέσα από το γυαλί. Και οι δύο έκλεισαν τα μάτια. Αυτή δεν τα άνοιξε για αρκετά λεπτά. Όταν ανάκτησε το βλέμμα, αυτός δεν ήταν πια εκεί.»
Ο Φουέντες είναι συχνά καταγγελτικός στις ιστορίες του. Καταγγέλει τον αμερικάνικο επεκτατισμό, μέσω της ιδεολογίας που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτόν του «προφανούς πεπρωμένου», μιας ιδέας που διέπει την αμερικάνικη πολιτική ακόμα και σήμερα – περί «του περιούσιου λαού» και η οποία εφαρμόστηκε στις βίαιες προσαρτήσεις του Τέξας, του Νιού Μέξικο,της Λουιζιάνας, στην Κούβα, στις Φιλιππίνες. Το Μεξικό στις σελίδες του βιβλίου (αλλά και γενικότερα στην τεράστια και εν πολλοίς εξαιρετική βιβλιογραφία του συγγραφέα) παρουσιάζεται ως μια χώρα οπερέτα, αλλά με βαρύ και αριστοκρατικό παρελθόν, μια χώρα βουλιαγμένη στη διαφθορά και στη ρεμούλα, μια χώρα χρεοκοπημένη οικονομικά και πολιτιστικά… «χώρα λάφυρο, χώρα πλιάτσικο, χώρα εξαπατημένη, πονεμένη, καταραμένη, υπέροχη χώρα θαυμάσιων ανθρώπων που δεν έχουν βρει το λόγο τους, το πρόσωπό τους, το πεπρωμένο τους, όχι το προφανές, αλλά το αβέβαιο, το ανθρώπινο, αυτό που χαράσσεται αργά, που δεν αποκαλύπτεται από τη Θεία Πρόνοια.»
Πολλές ιστορικές αναφορές, ποιητική και λυρική γλώσσα, ωραίο και αιχμηρό χιούμορ αλλά χαλαρή αφηγηματική δομή και μερικές από τις ιστορίες νιώθεις ότι τις έχεις ξαναδιαβάσει. Αλλά Φουέντες είναι αυτός. Ακόμα και στα ελάσσονα βιβλία του, όπως αυτό, υπάρχουν σελίδες καταπληκτικές, υπάρχουν σκηνές αλησμόνητες, υπάρχουν διάλογοι υπέροχοι. Το παρελθόν μιας χώρας που συγκρούεται με το παρόν της, η ταυτότητα ενός λαού που έχει πλέον χαθεί, που προσπαθεί να μοιάσει στον κατακτητή του. Η ειρωνία για την κουλτούρα των αμερικάνων είναι συνεχής και ο αδιάκοπος τονισμός στην πολιτιστική παράδοση των μεξικάνων μπορεί να εκνευρίζουν κάποιες στιγμές αλλά έχει πολλές αλήθειες και είναι όλα αυτά γραμμένα με τέτοιο τρόπο που σε γοητεύουν ακόμα κι όταν κουράζεσαι από τον υπερβολικό μανιχαϊσμό.
Οι δύο χώρες, «καταδικασμένες» να ζουν η μια δίπλα στην άλλη, βλέπουν το «Ελντοράντο» με διαφορετική ματιά. Ο Φουέντες είναι απαισιόδοξος για το μέλλον της χώρας του και την έλλειψη επικοινωνίας όχι μόνο μεταξύ των δύο γειτονικών λαών αλλά και στο εσωτερικό της χώρας που η παρακμή της και η γενικότερη της κατάσταση φέρνουν στο μυαλό πολύ οικεία και σύγχρονα δικά μας προβλήματα. Άνθρωποι που πίστεψαν κάποια στιγμή ότι έγιναν (ή θα γίνουν) πλούσιοι, μια ψεύτικη ευμάρεια που οδήγησε σε δάνεια και «μεγάλη ζωή» και ξαφνικά το μπουμ, η έκρηξη της φούσκας. Αληθινή λογοτεχνία, εξαιρετικά επίκαιρη (παρ’ότι γράφτηκε πάνω από 15 χρόνια πριν), και αναφέρεται σε τοπικές καταστάσεις αλλά με έναν παγκόσμιο τρόπο.
«… «Καλοί άνθρωποι Λισάντρο. Κανείς να μη σου πει το αντίθετο. Είμαστε πάντα καθωσπρέπει άνθρωποι. Τα κάναμε όλα σωστά. Δεν παραβιάσαμε κανέναν κανόνα. Γι’αυτό πήγαν τα πράγματα τόσο χάλια για μας; Επειδή ήμασταν σωστοί άνθρωποι; Επειδή ζήσαμε σαν την τίμια μεσαία τάξη; Γιατί τα πράγματα πάνε πάντα τόσο χάλια; Γιατί δεν τελειώνει ποτέ καλά αυτή η ιστορία, παιδί μου;»Θυμόταν από τη Νέα Υόρκη τον πατέρα του χαμένο σε ένα διαμέρισμα του Ναβάρτε σαν να περπατούσε σε μια έρημο χωρίς καταφύγιο, χωρίς νερό, χωρίς σημάδια, μετατρέποντας το διαμέρισμα στην έρημο της αμηχανίας του, πιασμένος σε έναν ίλιγγο απροσδόκητων, ανεξήγητων γεγονότων, σαν ολόκληρη η χώρα να είχε εκτροχιαστεί, να είχε πηδήξει από τις ράγες, να είχε ξεφύγει από τον εαυτό της, να δραπέτευε με με κραυγές και πυροβολισμούς από τη φυλακή της τάξης, της πρόβλεψης, των θεσμών, όπως έλεγαν οι εφημερίδες, των θεσμών. Που ήταν τώρα, σε τι χρησίμευε; Ο Λισάντρο είδε πτώματα, ανθρώπους δολοφονημένους, ανέντιμους υπαλλήλους, ατελείωτες δολοπλοκίες, ακατανόητες, μάχες μέχρι θανάτου για την εξουσία, το χρήμα, τις γυναίκες, τους πούστηδες…Θάνατος, δυστυχία, τραγωδία. Σε αυτόν τον ανεξήγητο ίλιγγο είχε πέσει ο πατέρας του, παραδομένος μπροστά στο χάος, ανίκανος να παλέψει, να δουλέψει. Εξαρτημένος από τον γιό του, όπως αυτός εξαρτιόταν παλιά από τον πατέρα του. Πόσο πλήρωναν τη μητέρα του για να ράβει τα σκισμένα ρούχα, να πλέκει αιώνια ένα κασκόλ ή ένα πουλόβερ;»
CALEXICO - Crystal frontier
Δημοσίευση σχολίου