Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012 | Permalink
Ο Μπάρτλεμπυ και άλλοι "απόκληροι"
Η επανέκδοση των διηγημάτων οποιουδήποτε έργου του τεράστιου Αμερικανού συγγραφέα Herman Melville, όποτε και αν γίνεται και με όποιον τρόπο είναι πάντα γεγονός από μόνο του. Είναι τέτοια η γοητεία και η επίδραση των ιστοριών του, που θα διαβάζονται και θα επανεξετάζονται όλες τις εποχές, όσο υπάρχουν αναγνώστες που ψάχνουν. Ο Μέλβιλ, μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό για το επικό του αριστούργημα, «Μόμπυ Ντικ» (ένα βιβλίο που όλοι μιλάνε γι’αυτό αλλά λίγοι το έχουν διαβάσει ολόκληρο), αλλά θεωρώ ότι το πλέον μεστό του έργο και αυτό που έχει επηρεάσει πολλούς μεγάλους δημιουργούς είναι η νουβέλα του, με τίτλο «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς» («Bartleby, the Scrivener»). Σχετικά πρόσφατα λοιπόν είχαμε μια «γερή δόση» από τη συγκεκριμένη νουβέλα/διήγημα, στην ελληνική αγορά, την επανέκδοση των μεταφράσεων του Μ.Κουμανταρέα (που με αυτό το βιβλίο θα ασχοληθώ σ’αυτό το κείμενο),οι οποίες είχαν πρωτοκυκλοφορήσει το 1984, αυτή τη φορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «ΤΡΕΙΣ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ», όπου εκτός του «Μπάρτλεμπυ…» περιλαμβάνονται δύο διηγήματα, «Ο βιολιστής» και «Τζίμυ Ρόουζ», (σελ.155), και η έκδοση της Άγρας σε μετάφραση της (πάντα καλής) Α.Δημητριάδου, όπου αλλάζει λίγο ο τίτλος «ΜΠΑΡΤΛΜΠΥ, Ο ΓΡΑΦΕΑΣ», χρησιμοποιείται και ο υπότιτλος στο εξώφυλλο («Μια ιστορία της Ουώλλ στρητ») και συνοδεύεται από ένα επίμετρο-δοκίμιο του Ζ.Ντελέζ, (σελ. 176).
Τι το ιδιαίτερο έχει, αυτός ο Μπάρτλεμπυ (χρησιμοποιώ την μάλλον λανθασμένη εκφορά του ονόματος, για να αποφεύγονται «τα στραμπουλήγματα» της γλώσσας), που προκαλεί τόσες συζητήσεις σε όλο τον λογοτεχνικό κόσμο; Ας μη ξεχνάμε και το πολύ σημαντικό (και εξαιρετικό) βιβλίο του πολύ καλού Ισπανού συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας «Μπάρτλεμπυ και Σια», το οποίο έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Κατ’αρχήν είναι μια ιστορία την οποία κανείς εδώ και περίπου 160 χρόνια (γράφτηκε το 1853) δεν έχει αποσαφηνίσει εντελώς – και δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι έχει επιλύσει τον γρίφο της. Ο ήρωας, ο Μπάρτλεμπυ, είναι ένας αινιγματικός χαρακτήρας, άκρως συμβολικός και τόσο ανοιχτός σε ερμηνείες και παραπομπές, τόσο γοητευτικά μπερδεμένος, που ότι και να πεις, σε όποιο συμπέρασμα και να καταλήξεις μετά την ανάγνωση της ιστορίας, πολύ έξω δεν θα πέσεις.
Όταν ο Μπάρτλεμπυ προσλαμβάνεται στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο (του οποίου, ο ιδιοκτήτης είναι ο αφηγητής του έργου), του ανατίθεται η δουλειά του Γραφέα – ουσιαστικά αντιγραφέα δικογράφων. Λόγω φόρτου εργασίας του γραφείου, στην αρχή δεν ασχολείται κανείς ιδιαίτερα μαζί του, δεν δίνει κι’αυτός αφορμές διεκπεραιώνοντας στην εντέλεια ότι του δίνουν. Όταν όμως του ζητάνε να τους βοηθήσει σε κάτι παραπέρα από την βασική του εργασία, μια απλή παραβολή αντιγράφων, εκείνος αρνείται λέγοντας: «Θα προτιμούσα όχι». Το ίδιο απαντάει μονότονα κάθε μέρα, σε όποια εργασία του ζητάνε να κάνει πέραν των συνηθισμένων.
Σε λίγες μέρες, το αφεντικό του παρατηρεί ότι ο Μπάρτλεμπυ τρέφεται με ελάχιστα, ενώ κάποια Κυριακή πρωί που πέρασε από το γραφείο να πάρει κάποιο έγγραφο, βρήκε τον Μπάρτλεμπυ μέσα να κοιμάται, έχοντας μετατρέψει το γραφείο σε τόπο κατοικίας– δείγμα της απόλυτης φτώχειας του. Ο δικηγόρος/συμβολαιογράφος βρίσκεται προ ενός μεγάλου διλήμματος – ο υπάλληλός του εκπληρώνει στην εντέλεια τις αρμοδιότητες του, αλλά αρνείται να κάνει το παραμικρό και από την άλλη έχει τους συναδέλφους του αλλά και τους υπόλοιπους υπαλλήλους να του λένε να τον διώξει από το γραφείο κλωτσηδόν. Ο Μπάρτλεμπυ αρνείται να απαντήσει ακόμα και στην απλούστερη ερώτηση και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη όταν αρνείται να εκπληρώσει ακόμα και τα βασικά του καθήκοντα, στέκοντας όρθιος μπροστά σε ένα παράθυρο όλη την ημέρα. Ο δικηγόρος του προσφέρει επιπλέον χρήματα για να φύγει, φτάνει ακόμα και σε σημείο να μετακομίσει τα γραφεία του, αλλά ο Μπάρτλεμπυ δεν κουνιέται από εκεί, αρνούμενος να δώσει την παραμικρή εξήγηση για τις πράξεις του.
Η νουβέλα σιγά-σιγά βυθίζεται μέσα σε ένα παράλογο και σκοτεινό κλίμα. Ο αφηγητής είναι ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος που προσπαθεί (χριστιανικά) να βρει λύση, να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί αυτόν τον καημένο άνθρωπο, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο αλλά «βρίσκει τοίχο», θεωρεί ότι αυτός ο περίεργος τύπος είναι το ριζικό του, η μοίρα του καθώς η ιστορία οδηγείται στην δραματική της κορύφωση, ο Μπάρτλεμπυ αρνείται κάθε επικοινωνία, κάθε προσπάθεια και αφήνεται να βουλιάξει, να τον «ρουφήξει» ένας κόσμος σκληρός και ανάλγητος.
Η παραδοσιακή σχέση «αφεντικού-υπαλλήλου» διαταράσσεται σ’αυτήν την κωμικοτραγική ιστορία. Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Η σιωπή του Μπάρτλεμπυ φοβίζει, η στάση του προβληματίζει ακόμα και τον πιο αδιάφορο. Ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» που ζει έγκλειστος και πεθαίνει έγκλειστος, κατ’επιλογήν; Ή μήπως αντιδρά, διαμαρτύρεται με τον τρόπο του; Ο «γραφιάς» βγαίνει από τα συνηθισμένα, από τα «αναμενόμενα», είναι απαθής, ένας «ξένος» ή μήπως ένας σχιζοφρενής;
«Υπαρξιστικό» πριν τους Υπαρξιστές, «Καφκικό» πριν την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, «Παράλογο» πριν τον Ιονέσκο, το διήγημα/νουβέλα του Μέλβιλ είναι μια δυνατή και ανθρώπινη δημιουργία που συγκινεί και συγκλονίζει καθώς βυθιζόμαστε στην ανάγνωσή της και παρακολουθούμε τα –χωρίς λογική- δρώμενα που με απαράμιλλο ύφος και μαεστρία παραθέτει ο συγγραφέας, εναλάσσοντας το ύφος από κωμικό και γκροτέσκο στην αρχή σε δραματικό και σκοτεινό (που φέρνει στον νου τον Πόε) καθώς προχωρούμε στην ολοκλήρωση της νουβέλας και τα «τείχη» έρχονται όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ασφυκτικά. Οι μελετητές της Λογοτεχνίας έχουν δει φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις, ενώ γενικότερα κυριαρχεί η τάση να θεωρείται ο Μπάρτλεμπυ, ένα κείμενο με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά.
Στους «Τρεις απόκληρους» υπάρχουν ακόμα δύο ιστορίες, μικρότερου μεγέθους, εξαιρετικές και αυτές, «Ο βιολιστής», μια ιστορία ενός ταλέντου – ενός «παιδιού-θαύματος» που χάθηκε από την ιλιγγιώδη και απαιτητική επικαιρότητα και ζει πλέον ικανοποιημένος και ήρεμος στην αφάνεια, ενώ το «Τζίμυ Ρόουζ» είναι ένα υπέροχο ελεγειακό αφήγημα, της πτώσης ενός πάμπλουτου μπον-βιβέρ, γέροντα (πλέον) που το παλιό αριστοκρατικό του σπίτι έχει περάσει στην κατοχή ενός παλιού του γνωστού, ο οποίος αναπολεί την εποχή που θριάμβευε ο παλιός του ιδιοκτήτης. Ο καινούργιος ένοικος της παρηκμασμένης έπαυλης στοχάζεται προσέχοντας την τέχνη των ταπετσαριών και των αντικειμένων του σπιτιού και την φινέτσα τους, που έρχονται σε αντιδιαστολή με την τωρινή κατάντια του πρώην παντοδύναμου και αρεστού απ’όλους Τζίμυ Ρόουζ.
Κλείνοντας, παραθέτω ένα κατατοπιστικότατο κομμάτι από την (εξαιρετική) εισαγωγή του Μένη Κουμανταρέα στους «Τρεις απόκληρους»:
«Άραγε τι ενώνει αυτές τις τρεις ιστορίες; Μία παράμετρος είναι σίγουρα η σκληρότητα και η αναλγησία της κοινωνίας απέναντι στους απόκληρους της ζωής. Κι εάν στο «Μπάρτλεμπυ» είναι η ματιά και η φωνή του ηλικιωμένου δικηγόρου που απονέμουν μια κάποια δικαιοσύνη στον ανέστιο γραφιά, στον «Βιολιστή» υπάρχει η αναγνώριση της ωριμότητας και η δικαίωση της ανωνυμίας στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας. Ένας παρηγορητικός μύθος και μια εύγλωττη αλληγορία για την όποια αποθέωση γνωρίζουν «οι επώνυμοι». Όσο για τον άλλοτε πλούσιο και σήμερα πένητα Τζίμυ Ρόουζ, στο στωικό χαμόγελο που επιμένει να διατηρεί, σε πείσμα κάθε καταδρομής της μοίρας, είνα αυτό που τον σώζει και τον διατηρεί στα κακά γεράματά του.
Και οι τρεις αυτές ιστορίες έχουν για σκηνικό τη Νέα Υόρκη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια μεγαλούπολη όπου η λάμψη της Πέμπτης Λεωφόρου, το αλόγιστο ύψος στους ουρανοξύστες και η λάμψη του χρήματος σκιάζονται από την τύχη τριών απόκληρων μέσα σε μια κοινωνία που μεταλλάσσεται και όπου οι παλιές αξίες της δοκιμάζονται τραγικά.»
AMERICA – Lonely people
Τι το ιδιαίτερο έχει, αυτός ο Μπάρτλεμπυ (χρησιμοποιώ την μάλλον λανθασμένη εκφορά του ονόματος, για να αποφεύγονται «τα στραμπουλήγματα» της γλώσσας), που προκαλεί τόσες συζητήσεις σε όλο τον λογοτεχνικό κόσμο; Ας μη ξεχνάμε και το πολύ σημαντικό (και εξαιρετικό) βιβλίο του πολύ καλού Ισπανού συγγραφέα Ενρίκε Βίλα-Μάτας «Μπάρτλεμπυ και Σια», το οποίο έκανε ιδιαίτερη αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Κατ’αρχήν είναι μια ιστορία την οποία κανείς εδώ και περίπου 160 χρόνια (γράφτηκε το 1853) δεν έχει αποσαφηνίσει εντελώς – και δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι έχει επιλύσει τον γρίφο της. Ο ήρωας, ο Μπάρτλεμπυ, είναι ένας αινιγματικός χαρακτήρας, άκρως συμβολικός και τόσο ανοιχτός σε ερμηνείες και παραπομπές, τόσο γοητευτικά μπερδεμένος, που ότι και να πεις, σε όποιο συμπέρασμα και να καταλήξεις μετά την ανάγνωση της ιστορίας, πολύ έξω δεν θα πέσεις.
Όταν ο Μπάρτλεμπυ προσλαμβάνεται στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο (του οποίου, ο ιδιοκτήτης είναι ο αφηγητής του έργου), του ανατίθεται η δουλειά του Γραφέα – ουσιαστικά αντιγραφέα δικογράφων. Λόγω φόρτου εργασίας του γραφείου, στην αρχή δεν ασχολείται κανείς ιδιαίτερα μαζί του, δεν δίνει κι’αυτός αφορμές διεκπεραιώνοντας στην εντέλεια ότι του δίνουν. Όταν όμως του ζητάνε να τους βοηθήσει σε κάτι παραπέρα από την βασική του εργασία, μια απλή παραβολή αντιγράφων, εκείνος αρνείται λέγοντας: «Θα προτιμούσα όχι». Το ίδιο απαντάει μονότονα κάθε μέρα, σε όποια εργασία του ζητάνε να κάνει πέραν των συνηθισμένων.
Σε λίγες μέρες, το αφεντικό του παρατηρεί ότι ο Μπάρτλεμπυ τρέφεται με ελάχιστα, ενώ κάποια Κυριακή πρωί που πέρασε από το γραφείο να πάρει κάποιο έγγραφο, βρήκε τον Μπάρτλεμπυ μέσα να κοιμάται, έχοντας μετατρέψει το γραφείο σε τόπο κατοικίας– δείγμα της απόλυτης φτώχειας του. Ο δικηγόρος/συμβολαιογράφος βρίσκεται προ ενός μεγάλου διλήμματος – ο υπάλληλός του εκπληρώνει στην εντέλεια τις αρμοδιότητες του, αλλά αρνείται να κάνει το παραμικρό και από την άλλη έχει τους συναδέλφους του αλλά και τους υπόλοιπους υπαλλήλους να του λένε να τον διώξει από το γραφείο κλωτσηδόν. Ο Μπάρτλεμπυ αρνείται να απαντήσει ακόμα και στην απλούστερη ερώτηση και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο αδιέξοδη όταν αρνείται να εκπληρώσει ακόμα και τα βασικά του καθήκοντα, στέκοντας όρθιος μπροστά σε ένα παράθυρο όλη την ημέρα. Ο δικηγόρος του προσφέρει επιπλέον χρήματα για να φύγει, φτάνει ακόμα και σε σημείο να μετακομίσει τα γραφεία του, αλλά ο Μπάρτλεμπυ δεν κουνιέται από εκεί, αρνούμενος να δώσει την παραμικρή εξήγηση για τις πράξεις του.
Η νουβέλα σιγά-σιγά βυθίζεται μέσα σε ένα παράλογο και σκοτεινό κλίμα. Ο αφηγητής είναι ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος που προσπαθεί (χριστιανικά) να βρει λύση, να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί αυτόν τον καημένο άνθρωπο, προσπαθεί να λύσει το μυστήριο αλλά «βρίσκει τοίχο», θεωρεί ότι αυτός ο περίεργος τύπος είναι το ριζικό του, η μοίρα του καθώς η ιστορία οδηγείται στην δραματική της κορύφωση, ο Μπάρτλεμπυ αρνείται κάθε επικοινωνία, κάθε προσπάθεια και αφήνεται να βουλιάξει, να τον «ρουφήξει» ένας κόσμος σκληρός και ανάλγητος.
Η παραδοσιακή σχέση «αφεντικού-υπαλλήλου» διαταράσσεται σ’αυτήν την κωμικοτραγική ιστορία. Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Η σιωπή του Μπάρτλεμπυ φοβίζει, η στάση του προβληματίζει ακόμα και τον πιο αδιάφορο. Ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» που ζει έγκλειστος και πεθαίνει έγκλειστος, κατ’επιλογήν; Ή μήπως αντιδρά, διαμαρτύρεται με τον τρόπο του; Ο «γραφιάς» βγαίνει από τα συνηθισμένα, από τα «αναμενόμενα», είναι απαθής, ένας «ξένος» ή μήπως ένας σχιζοφρενής;
«Υπαρξιστικό» πριν τους Υπαρξιστές, «Καφκικό» πριν την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, «Παράλογο» πριν τον Ιονέσκο, το διήγημα/νουβέλα του Μέλβιλ είναι μια δυνατή και ανθρώπινη δημιουργία που συγκινεί και συγκλονίζει καθώς βυθιζόμαστε στην ανάγνωσή της και παρακολουθούμε τα –χωρίς λογική- δρώμενα που με απαράμιλλο ύφος και μαεστρία παραθέτει ο συγγραφέας, εναλάσσοντας το ύφος από κωμικό και γκροτέσκο στην αρχή σε δραματικό και σκοτεινό (που φέρνει στον νου τον Πόε) καθώς προχωρούμε στην ολοκλήρωση της νουβέλας και τα «τείχη» έρχονται όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ασφυκτικά. Οι μελετητές της Λογοτεχνίας έχουν δει φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις, ενώ γενικότερα κυριαρχεί η τάση να θεωρείται ο Μπάρτλεμπυ, ένα κείμενο με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφικά.
Στους «Τρεις απόκληρους» υπάρχουν ακόμα δύο ιστορίες, μικρότερου μεγέθους, εξαιρετικές και αυτές, «Ο βιολιστής», μια ιστορία ενός ταλέντου – ενός «παιδιού-θαύματος» που χάθηκε από την ιλιγγιώδη και απαιτητική επικαιρότητα και ζει πλέον ικανοποιημένος και ήρεμος στην αφάνεια, ενώ το «Τζίμυ Ρόουζ» είναι ένα υπέροχο ελεγειακό αφήγημα, της πτώσης ενός πάμπλουτου μπον-βιβέρ, γέροντα (πλέον) που το παλιό αριστοκρατικό του σπίτι έχει περάσει στην κατοχή ενός παλιού του γνωστού, ο οποίος αναπολεί την εποχή που θριάμβευε ο παλιός του ιδιοκτήτης. Ο καινούργιος ένοικος της παρηκμασμένης έπαυλης στοχάζεται προσέχοντας την τέχνη των ταπετσαριών και των αντικειμένων του σπιτιού και την φινέτσα τους, που έρχονται σε αντιδιαστολή με την τωρινή κατάντια του πρώην παντοδύναμου και αρεστού απ’όλους Τζίμυ Ρόουζ.
Κλείνοντας, παραθέτω ένα κατατοπιστικότατο κομμάτι από την (εξαιρετική) εισαγωγή του Μένη Κουμανταρέα στους «Τρεις απόκληρους»:
«Άραγε τι ενώνει αυτές τις τρεις ιστορίες; Μία παράμετρος είναι σίγουρα η σκληρότητα και η αναλγησία της κοινωνίας απέναντι στους απόκληρους της ζωής. Κι εάν στο «Μπάρτλεμπυ» είναι η ματιά και η φωνή του ηλικιωμένου δικηγόρου που απονέμουν μια κάποια δικαιοσύνη στον ανέστιο γραφιά, στον «Βιολιστή» υπάρχει η αναγνώριση της ωριμότητας και η δικαίωση της ανωνυμίας στην οποία έχει περιέλθει ο ήρωας. Ένας παρηγορητικός μύθος και μια εύγλωττη αλληγορία για την όποια αποθέωση γνωρίζουν «οι επώνυμοι». Όσο για τον άλλοτε πλούσιο και σήμερα πένητα Τζίμυ Ρόουζ, στο στωικό χαμόγελο που επιμένει να διατηρεί, σε πείσμα κάθε καταδρομής της μοίρας, είνα αυτό που τον σώζει και τον διατηρεί στα κακά γεράματά του.
Και οι τρεις αυτές ιστορίες έχουν για σκηνικό τη Νέα Υόρκη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια μεγαλούπολη όπου η λάμψη της Πέμπτης Λεωφόρου, το αλόγιστο ύψος στους ουρανοξύστες και η λάμψη του χρήματος σκιάζονται από την τύχη τριών απόκληρων μέσα σε μια κοινωνία που μεταλλάσσεται και όπου οι παλιές αξίες της δοκιμάζονται τραγικά.»
AMERICA – Lonely people
Δημοσίευση σχολίου