Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012 | Permalink
Αδιέξοδα στην Ουάσινγκτον
Οι ιστορίες του εξαιρετικού ΕλληνοΑμερικανού συγγραφέα, George Pelecanos (γεν.1957), έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Οι φτωχογειτονιές της Ουάσινγκτον, ουσιαστικά «η πίσω πόρτα» της λουστραρισμένης πρωτεύουσας των Η.Π.Α.(η πόλη αυτή γενικότερα χαρακτηρίζει τον συγγραφέα), η διακίνηση ναρκωτικών, τα φυλετικά προβλήματα, οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, έντονη χρήση της μουσικής, τα τζουκ μποξ στα μπαρ, τα diners, τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι αντιφάσεις των χαρακτήρων, η επίδραση της οικογένειας στη διαμόρφωση των χαρακτήρων, η έντονη βία αλλά και η χορταστική δράση.
Σε δύο από τα μυθιστορήματά του που κυκλοφόρησαν εδώ και λίγο καιρό στην ελληνική αγορά, βρίσκουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία αλλά και μερικά ακόμα χαρακτηριστικά, σημάδια της λογοτεχνικής ωρίμανσης της γραφής του συγγραφέα, που διακρίνονται ευκρινέστερα στο πλέον πρόσφατο, «ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ» («The turnaround»-2008), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.372), ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ και το υπέροχο και πολυεπίπεδο θρίλερ, «Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» («The night gardener»-2006), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.458), δεν υστερεί σε αξία, απλώς έχει περισσότερη αστυνομική υφή, είναι δηλαδή εγγύτερα στο στυλ που έχουν συνηθίσει τον Πελεκάνος οι θαυμαστές του.
Ας δούμε όμως τα δύο βιβλία αναλυτικότερα: Στο «Αδιέξοδο», ένα τυχαίο γεγονός που συμβαίνει στην εφηβική ηλικία κάποιων ανθρώπων διαφορετικού κοινωνικού γίγνεσθαι, καθορίζει το υπόλοιπο της ζωής τους. Ό Άλεξ Πάπας ήταν στα 16 του το ’72, ένα απλό και ευχάριστο παιδί με πολλά όνειρα για τη ζωή του. Δούλευε τα καλοκαίρια στο απλό αλλά τίμιο, diner του πατέρα του, γούσταρε τις ωραίες γυναίκες που κυκλοφορούσαν στις κεντρικές λεωφόρους της Ουάσινγκτον, είχε όρεξη να κάνει πράγματα. Μπαίνοντας για μια βόλτα με το Gran Torino του πατέρα ενός εκ των δύο (όχι τόσο κολλητών) φίλων του, του (προβληματικού) Μπίλλυ και του (απόμακρου και είρωνα) Πιτ, δεν φανταζόταν την εξέλιξη της βραδιάς. Αφού ήπιανε πολλές μπίρες ο καθένας, αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο Χίθροου Χάιτς, μια μικρή συνοικία κοντά στο κέντρο, που ζούσαν μόνο μαύροι – κάτι σαν γκέτο, και οι λευκοί (κυρίως όταν σκοτείνιαζε) δεν περνούσαν συχνά. Από την άλλη πλευρά, μια παρέα μαύρων παιδιών κάθονται έξω από ένα μαγαζάκι και τα λένε. Τα αδέρφια Μονρόε, ο Τζέιμς και ο Ρέυμοντ, δεν είχαν την ίδια ηλικία, αλλά στην εμφάνιση ήταν σαν δίδυμοι, ο μεγαλύτερος Τζέιμς, υπεύθυνο παιδί και προστατευτικό προς τον μικρότερο Ρέυμοντ, έχει αγοράσει παράνομα ένα όπλο, το οποίο το κλέβει ο μικρός εκείνο το βράδυ για να το δείξει στους φίλους του, τον Λάρρυ και τον νταή της παρέας (πάντα έτοιμο για καυγάδες) Τσαρλς.
Οι τρεις νεαροί με το δυνατό αυτοκίνητο μπαίνουν στην επικίνδυνη συνοικία με ταχύτητα, ουρλιάζοντας.. Έχουν ήδη αγοράσει μια κερασόπιτα και μόλις βλέπουν την παρέα των μαύρων παιδιών, ο Μπίλλυ που οδηγεί τους βρίζει και ο συνοδηγός Πιτ, τους πετάει την πίτα. Ο Άλεξ, στο πίσω κάθισμα, ψιλοζαλισμένος από τις μπίρες μένει αδρανής. Όπως φεύγουν με το αμάξι σπινιάροντας, διαπιστώνουν ότι ο δρόμος που έχουν μπει είναι αδιέξοδο, μοιραία κάνουν αναστροφή και βλέπουν στο βάθος του δρόμου, να τους περιμένουν παραταγμένοι σε όλο το πλάτος, η παρέα των μαύρων παιδιών. Ο Πίτ, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Μπίλυ προχωράει αργά με το αυτοκίνητο…
«Ο Μπίλλυ σταμάτησε την Torino και έβαλε νεκρά, πενήντα μέτρα περίπου από τους νεαρούς. Βγήκε από το αυτοκίνητο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Ο Αλεξ τον παρακολουθούσε να περπατάει προς το μέρος τους κι εκείνοι να τον περικυκλώνουν στη μέση του δρόμου. Άκουσε τον Μπίλλυ να λέει φιλικά: «Δεν μπορούμε να τα βρούμε, ρε παιδιά;». Τον είδε ν’ανεβάζει τα χέρια του ψηλά σαν να παραδίδεται. Ένας από τους ημίγυμνους νεαρούς του ρίχνει ένα δεξί μπουκέτο-αστραπή και το κεφάλι του Μπίλλυ τινάχτηκε προς τα πίσω. Παραπάτησε και έβαλε το χέρι στο στόμα του. Όταν το κατέβασε, ήταν γεμάτο αίματα. Ο Μπίλλυ έφτυσε αίμα και σάλια.
«Μου’σπασες τα δόντια» είπε. «Ικανοποιήθηκες τώρα;»
Ο Μπίλλυ γύρισε και με το χέρι έκανε μια κίνηση προς τον Άλεξ, που καθόταν ακόμα στο πίσω κάθισμα της Torino.
«Κοπάνα τη, ρε!» φώναξε ο Μπίλλυ με το πρόσωπο γεμάτο αίμα και με μια γκριμάτσα αγωνίας.
Ο Άλεξ έσπρωξε την πλάτη της θέσης του οδηγού προς τα μπρος και βγήκε από το αυτοκίνητο. Με το που ακούμπησαν τα πόδια του στην άσφαλτο, έκανε να τρέξει. Κάποιος τον άρπαξε από πίσω, τον έσπρωξε με δύναμη και ο Άλεξ έπεσε στα τέσσερα στο δρόμο. Άκουσε βήματα πίσω του κι αμέσως μια δυνατή κλοτσιά τον βρήκε στ’αχαμνά και τον τίναξε στον αέρα. Το χτύπημα του έκοψε την ανάσα. Όταν κατάφερε πάλι ν’αναπνεύσει, άρχισε να ξερνάει μπίρα και χολή. Σπαρταρούσε κι έβλεπε τον εμετό του να εξατμίζεται πάνω στην καυτή άσφαλτο. Έπεσε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ένα πόδι να έρχεται με ταχύτητα προς το πρόσωπό του. Ένιωσε σαν να τον χτύπησαν με σφυρί.
«Ρίξ’του, του καριόλη».
«Όχι,ρε»
«Ρίξ’του!»
«Όχι, ρε συ».
«Ρίξ’του, βρε μαλάκα!»
Ο Άλεξ δέχτηκε ένα χτύπημα, κάτι σαν να ράγισε. Ένιωσε λες και το ένα του μάτι χαλάρωσε από την κόγχη και πετάχτηκε έξω.
Το πρόσωπο μου, το διαλύσαν. Μπαμπά…
Ο πυροβολισμός αντήχησε στους δρόμους του Χίθροου Χάιτς.»
35 χρόνια μετά, ο Άλεξ με το παραμορφωμένο πρόσωπο δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ στο diner που είχε φτιάξει ο (πεθαμένος πλέον) πατέρας του. Έχει κρατήσει την ταμπέλα που λέει «Πάπας και Υιοί», αν και ο πληθυντικός είναι πλέον περιττός αφού ο ένας του γιός έχει πεθάνει υπηρετώντας ως πεζοναύτης την πατρίδα στο Ιράκ, μόνο ο άλλος γιος σπουδάζει και βοηθάει στο μαγαζί. Ζει μια ήρεμη, οικογενειακή ζωή και τα προβλήματα της εφηβείας τα έχει αφήσει πίσω του νομίζει οριστικά. Μόνο που το παρελθόν τον επισκέπτεται ξανά, καθώς μια μέρα μπαίνει στο μαγαζί του, ο Ρέυμοντ, ο μικρός της παρέας των μαύρων παιδιών που ενεπλάκησαν στον καυγά, φυσιοθεραπευτής πλέον στο στρατιωτικό νοσοκομείο και αυτός με γιό να υπηρετεί στο Αφγανιστάν. Το παρελθόν είναι εδώ και οι εφιάλτες ζωντανεύουν ξανά – για κάποιους θα είναι λυτρωτικό, για άλλους θα είναι δραματικό.
Το «Αδιέξοδο» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μαθητείας. Αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία του Πελεκάνος, περισσότερο προσωπικό και με κοινωνικό περιεχόμενο παρά αστυνομικό, αφού η ιστορία αν και εκτυλίσσεται σε παρόντα χρόνο (το 2007), στην Αμερική του G.W.Bush, με τους στρατιώτες να γυρίζουν κομματιασμένοι από τις βόμβες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, πρωταγωνιστής είναι ένα επεισόδιο που συνέβη το 1972 – ένα επεισόδιο ίσως σύνηθες για τα δεδομένα της εποχής, με τσαμπουκάδες λευκών (όχι ακριβώς αλλά σε σχέση με τους μαύρους) πλουσιόπαιδων με μαύρους κατοίκους της συνοικίας. Στο μυθιστόρημα δεν θίγονται μόνο οι διαφυλετικές σχέσεις αλλά και οι διαφορές μεταξύ των μελών της ίδιας παρέας. Ο Πιτ από προτεσταντική οικογένεια, που έχει σαφείς στόχους να πάει στο πανεπιστήμιο, να γίνει πλούσιος και επιτυχημένος – και το καταφέρνει, ο Μπίλλυ, από προβληματική οικογένεια με βίαιη συμπεριφορά αλλά που προσπαθεί να σώσει τον Άλεξ. Και πάνω απ’όλους ο Άλεξ, δειλός και άπραγος, θεατής μια ζωή, ωριμάζει και βλέπει τη ζωή διαφορετικά όταν του στραπατσάρουν τη μούρη. Τώρα μεσήλικας πια, πρέπει να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, να αφήσει τον δικό του γιό να πετάξει. Από την άλλη, ο συγγραφέας με ακρίβεια εντομολόγου εξετάζει και τις σχέσεις μεταξύ των μαύρων παιδιών που πλήρωσαν ο καθένας διαφορετικά για την μοιραία ενέργειά τους. Ο Ρέυμοντ και ο Τζέημς, παιδιά με ευαισθησίες που η ζωή τα χτύπησε. Και αν για τον Τζέημς φαίνονται όλα χαμένα, αφού ήταν εκείνος που πλήρωσε περισσότερο απ’όλους για τον φόνο του Μπίλλυ, για τον Ρέυμοντ έρχεται η ευκαιρία να κλείσει τις πληγές του παρελθόντος. Ο άλλος της παρέας των μαύρων, ο Τσαρλς Μπέηκερ, εγκληματική φυσιογνωμία, παιδί κακοποιημένο, που με τη σειρά του όταν μεγαλώσει κακοποιεί τους άλλους – ένα θέμα που απασχολεί τον Πελεκάνο και στον «Κηπουρό της νύχτας» όπως θα δούμε παρακάτω - θα είναι ο «ιδανικός» κακός της ιστορίας, αυτός που θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από τα γεγονότα.
Η ιδέα της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο που είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά. Ο Πελεκάνος πιστεύει ότι η θεραπεία για τις ρατσιστικές συμπεριφορές, για την φυλετική αντιπαλότητα είναι η πρόσμιξη και η συνεργασία των ανθρώπων. Οι ήρωες του βιβλίου επιτέλους επικοινωνούν όταν ανακαλύπτουν μέσα από το διάλογο ότι έχουν ελάχιστες ή ίσως και καμμία διαφορές αλλά περισσότερα κοινά, την αγάπη για την σόουλ μουσική, το μπάσκετ, ένα μπουκάλι μπίρα – πράγματα κοινά ίσως και περιφρονημένα, αλλά που τους πάνε κατευθείαν στην παιδική τους ηλικία, τότε που έπαιζαν στους δρόμους, τότε που ανακάλυπταν τους εαυτούς τους. Η συγγνώμη του ενός προς τον άλλον θα έρθει αυθόρμητα, αυτόματα όταν διαπιστώνουν ότι μπορούν να παλαίψουν για ένα καλύτερο αύριο, χέρι με χέρι – έτσι κι αλλιώς ότι χάσανε, χάσανε τόσα χρόνια πριν, καιρός να κοιτάξουνε το αύριο.
«Ο κηπουρός της νύχτας» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Καθαρά αστυνομικής υφής, το βιβλίο είναι περισσότερο συγγενές με το γνώριμο ύφος που καθιέρωσε τον συγγραφέα –ενώ και εδώ κυριαρχεί το θέμα της συγχώρεσης και της συγγνώμης.
Βρισκόμαστε στο 2005 και σε ένα δημοτικό πάρκο μιας τελείως υποβαθμισμένης περιοχής της Ουάσινγκτον βρίσκεται το πτώμα ενός εφήβου. Όλα τα στοιχεία, από τον τρόπο του θανάτου του, μέχρι το όνομά του (Άσα), οδηγούν τον αστυνομικό Γκας Ραμόουν στο συμπέρασμα, ότι ένας «serial killer» που έδρασε στην περιοχή και στο ίδιο πάρκο πριν από 20 ακριβώς χρόνια με τρείς φόνους παιδιών έχει εμφανιστεί ξανά…
«Το όνομα του θύματος ήταν Άννα Ντρέικ. Τον προηγούμενο χρόνο δύο άλλα μαύρα παιδιά, που και τα δύο ζούσαν στις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλης, είχαν δολοφονηθεί και τα σώματά τους είχαν εγκαταλειφτεί με τον ίδιο τρόπο – και τα δύο είχαν ανακαλυφτεί λίγο προτού ξημερώσει. Τα θύματα ονομάζονταν Όττο Γουίλιαμς και Άβα Σίμμονς. Τα ονόματα αυτών των παιδιών, όπως και της Ντρέικ, το Άννα, διαβάζονταν με τον ίδιο τρόπο τόσο από δεξιά προς τ’αριστερά όσο και αντίστροφα. Ο Τύπος είχε κάνει αυτή την ανακάλυψη και γι’αυτό τους βάφτισε Οι φόνοι με τα καρκινικά ονόματα. Στο δε Αστυνομικό Τμήμα μερικοί αστυφύλακες είχαν αρχίσει ν’αποκαλούν το δολοφόνο Κηπουρό της νύχτας.»
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και δύο άνθρωποι σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Ο Τι Σι Κουκ, πρώην αστυνομικός επιθεωρητής, συνταξιούχος πλέον, με ένα εγκεφαλικό να του έχει αφήσει αρκετά κουσούρια και με το έμφραγμα να παραμονεύει σε κάθε του βήμα. Διατηρεί ακόμα το αρχείο από τότε, τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει δεν έγιναν αποδεκτά από τις Αρχές της εποχής, κανείς δεν συνελήφθη για τους φόνους, αλλά αυτός περιμένει ακόμα παρακολουθώντας τον ύποπτό του. Ο φόνος αυτός για εκείνον είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι ο «Κηπουρός…» έχει επιστρέψει. Από την άλλη, είναι ο Νταν Χολιντέυ, παλιός αστυνομικός και νυν σωφέρ που έχει δύο λιμουζίνες για μεταφορές στελεχών εταιριών κυρίως από και προς το αεροδρόμιο και ο οποίος ζει μια δυστυχισμένη και μοναχική ζωή ψαρεύοντας γυναίκες στα μπαρ αφού πρώτα έχει γίνει λιώμα. Ο Χολιντέυ παραιτήθηκε από το σώμα προτού μπλέξει σε περιπέτειες αφού ο πρώην παρτενέρ του Γκας Ραμόουν – που υπηρετούσε τότε στο τμήμα «εσωτερικών υποθέσεων», τον υποπτευόταν για ύποπτες συναλλαγές με εμπόρους ναρκωτικών και πόρνες. Ο Χολιντέυ βρίσκεται κατά σύμπτωση κοντά στον τόπο και στην ώρα που γίνεται το έγκλημα στο πάρκο και μάλιστα ειδοποιεί ανώνυμα την αστυνομία για το πτώμα. Έχει προλάβει και έχει δει την ταυτότητα του θύματος, που του φέρνει στο μυαλό τις παλιές υποθέσεις του «Κηπουρού», θυμάται και τον αστυνομικό που προσπαθούσε να επιλύσει την όλη ιστορία του σήριαλ κίλερ, τον Τι Σι Κουκ, τον βρίσκει και μαζί οι δυό τους ενώνουν τις δυνάμεις τους να λύσουν την υπόθεση, ο καθένας για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Αναγκαστικά όμως πρέπει να συνεργαστούν με τον Γκας Ραμόουν, που έχει αναλάβει προσωπικά την ιστορία αφού ο δολοφονημένος έφηβος ήταν γνωστός του γιού του. Η υπόθεση θα φέρει στην επιφάνεια ξεχασμένες (ή μη) ιστορίες του παρελθόντος και την ώρα για ένα τελικό ξεκαθάρισμα πάνω σε παρεξηγήσεις και ασυμφωνίες χαρακτήρων και μεθόδων, ενώ η αναζήτηση του δολοφόνου οδηγεί σε περίεργα και αναπάντεχα μονοπάτια, για την ιστορία του «Κηπουρού» αλλά και για τον έφηβο που βρέθηκε νεκρός στο πάρκο.
Το θέμα της κακοποίησης παιδιών είναι ένα από τα (πολλά) ενδιαφέροντα θέματα που θίγονται σ’αυτό το ωραίο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Όπως προανέφερα και για το «Αδιέξοδο», ο συγγραφέας θεωρεί ότι ενδοοικογενειακή κακοποίηση κάνει ένα κύκλο και συντελεί στην διαιώνιση του κακού. Το κακοποιημένο παιδί είναι πολύ πιθανό να κάνει τα ίδια όταν μεγαλώσει, στο δικό του ή σε άλλα παιδιά. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της ιστορίας που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο. Δεν είναι τόσο το κυνήγι του «κατά συρροή» δολοφόνου – εξάλλου δεν είμαστε σίγουροι μέχρι το τέλος ποιος είναι, ενώ η έκπληξη του φινάλε αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά – όσο, για το κυρίαρχο θέμα του μυθιστορήματος αυτό δεν είναι άλλο από την σχέση μεταξύ των δύο πρώην συναδέλφων αστυνομικών, του τυπικού και συντηρητικού Γκας Ραμόουν και του αντιφατικού και παρορμητικού Νταν Χολιντέυ. Μια σχέση με συνεχείς παρεξηγήσεις λόγω του αντίθετου των δύο χαρακτήρων, που όμως είχε δραματικές συνέπειες για τη ζωή του δεύτερου. Τουλάχιστον η συνεργασία τους τώρα, όχι μόνο θα τους συμφιλιώσει αλλά θα δείξει και ότι πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν.
Και στα 2 ωραία μυθιστορήματα, πέραν του δυναμισμού και της ζωντάνιας της γραφής, του εκπληκτικού ρεαλιστικού ύφους (πόσο καλό του έχει κάνει το Wire…), κυριαρχεί η μουσική. Μόνο στον Χόρνμπυ (από τους σύγχρονους συγγραφείς) έχω ξανασυναντήσει τόσο έντονη χρήση της μουσικής με μερικές υπέροχες σελίδες που ακόμα και κάποιος που δεν πολυγουστάρει την πλοκή των ιστοριών του Πελεκάνος, μπορεί να βουλιάξει μέσα τους. Τραγούδια και τραγουδιστές, κυρίως από την δεκαετία του ’70 – εποχή της εφηβείας του συγγραφέα, πετάγονται ακόμα και εν μέσω της αγωνίας για τη συνέχεια της ιστορίας, αποφορτίζοντας το κλίμα και δίνοντας τον τόνο ενός ιδανικού soundtrack (όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν για προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα).
«Οι αναμνήσεις του από εκείνη την περίοδο ήταν συγκεχυμένες, όπως ήταν και το ίδιο το συμβάν στη μνήμη του. Δεν είχε πάει στην κηδεία του Μπίλλυ Καχόρις. Όταν έγινε η κηδεία, ο Άλεξ ήταν στο νοσοκομείο, στο Χόλυ Κρος, και κατόπιν, το φθινόπωρο, υπεβλήθη στις δύο πλαστικές εγχειρήσεις. Η παραμονή του στο νοσοκομείο ήταν σαν νάρκωση: η μια επίπονη μέρα μετά την άλλη, το σώμα του με ορό που περιείχε κοκτέιλ κατασταλτικών, και η μόνη του διασκέδαση η τηλεόραση, κρεμασμένη στον τοίχο, που του κούραζε το καλό του μάτι, και το ραδιόφωνο ξυπνητήρι που του είχαν φέρει οι γονείς του από το σπίτι. Άκουγε το σταθμό Top 40, επειδή δεν μπορούσε να πιάσει σταθμούς που έπαιζαν πιο προοδευτική μουσική, αυτούς που προτιμούσε ν’ακούει στο δωμάτιο του σπιτιού του – το δε πλέιλιστ του σταθμού ήταν κάτι ξενέρωτες μπαλάντες του συρμού, λες και τις έβαζαν μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν: «Rocket man», «Black and White», «Precious and Few». Τραγούδια που ακούγονταν και στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τη μοιραία ημέρα. Τραγούδια με τα οποία έκαναν χαβαλέ λίγες ώρες μόνο προτού σκοτωθεί ο Μπίλλυ. Ο ντιτζέι του σταθμού PGC έλεγε κάθε φορά που παρουσίαζε το κάθε τραγούδι: «1972, αυτό είναι το σάουντρακ της ζωής σας!». Κι ο Άλεξ σκεφτόταν: Τι ειρωνία.
Όπως οι περισσότεροι έφηβοι που είχαν μπλέξει άσχημα, έτσι κι αυτός ένιωθε ότι ο ήλιος δε θα φώτιζε ποτέ ξανά στο δρόμο του. Όταν γύρισε στο σπίτι, άκουγε το δίσκο των Blue Oyster Cult μετά μανίας – έπαιζε συνέχεια το τραγούδι «Then came the last days of May», ξανά και ξανά. Οι στίχοι του έμοιαζαν να έχουν γραφτεί γι’αυτόν και τους φίλους του: Τρεις κολλητοί, γελούσαν και κάπνιζαν / Στο πίσω κάθισμα της νοικιασμένης Ford / Που να ήξεραν ότι δε θα πήγαιναν μακριά.»
BLUE OYSTER CULT – Then came the last days of May
Σε δύο από τα μυθιστορήματά του που κυκλοφόρησαν εδώ και λίγο καιρό στην ελληνική αγορά, βρίσκουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία αλλά και μερικά ακόμα χαρακτηριστικά, σημάδια της λογοτεχνικής ωρίμανσης της γραφής του συγγραφέα, που διακρίνονται ευκρινέστερα στο πλέον πρόσφατο, «ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ» («The turnaround»-2008), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.372), ένα θαυμάσιο λογοτεχνικό έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ και το υπέροχο και πολυεπίπεδο θρίλερ, «Ο ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» («The night gardener»-2006), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Θ.Γιαννακόπουλος, σελ.458), δεν υστερεί σε αξία, απλώς έχει περισσότερη αστυνομική υφή, είναι δηλαδή εγγύτερα στο στυλ που έχουν συνηθίσει τον Πελεκάνος οι θαυμαστές του.
Ας δούμε όμως τα δύο βιβλία αναλυτικότερα: Στο «Αδιέξοδο», ένα τυχαίο γεγονός που συμβαίνει στην εφηβική ηλικία κάποιων ανθρώπων διαφορετικού κοινωνικού γίγνεσθαι, καθορίζει το υπόλοιπο της ζωής τους. Ό Άλεξ Πάπας ήταν στα 16 του το ’72, ένα απλό και ευχάριστο παιδί με πολλά όνειρα για τη ζωή του. Δούλευε τα καλοκαίρια στο απλό αλλά τίμιο, diner του πατέρα του, γούσταρε τις ωραίες γυναίκες που κυκλοφορούσαν στις κεντρικές λεωφόρους της Ουάσινγκτον, είχε όρεξη να κάνει πράγματα. Μπαίνοντας για μια βόλτα με το Gran Torino του πατέρα ενός εκ των δύο (όχι τόσο κολλητών) φίλων του, του (προβληματικού) Μπίλλυ και του (απόμακρου και είρωνα) Πιτ, δεν φανταζόταν την εξέλιξη της βραδιάς. Αφού ήπιανε πολλές μπίρες ο καθένας, αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο Χίθροου Χάιτς, μια μικρή συνοικία κοντά στο κέντρο, που ζούσαν μόνο μαύροι – κάτι σαν γκέτο, και οι λευκοί (κυρίως όταν σκοτείνιαζε) δεν περνούσαν συχνά. Από την άλλη πλευρά, μια παρέα μαύρων παιδιών κάθονται έξω από ένα μαγαζάκι και τα λένε. Τα αδέρφια Μονρόε, ο Τζέιμς και ο Ρέυμοντ, δεν είχαν την ίδια ηλικία, αλλά στην εμφάνιση ήταν σαν δίδυμοι, ο μεγαλύτερος Τζέιμς, υπεύθυνο παιδί και προστατευτικό προς τον μικρότερο Ρέυμοντ, έχει αγοράσει παράνομα ένα όπλο, το οποίο το κλέβει ο μικρός εκείνο το βράδυ για να το δείξει στους φίλους του, τον Λάρρυ και τον νταή της παρέας (πάντα έτοιμο για καυγάδες) Τσαρλς.
Οι τρεις νεαροί με το δυνατό αυτοκίνητο μπαίνουν στην επικίνδυνη συνοικία με ταχύτητα, ουρλιάζοντας.. Έχουν ήδη αγοράσει μια κερασόπιτα και μόλις βλέπουν την παρέα των μαύρων παιδιών, ο Μπίλλυ που οδηγεί τους βρίζει και ο συνοδηγός Πιτ, τους πετάει την πίτα. Ο Άλεξ, στο πίσω κάθισμα, ψιλοζαλισμένος από τις μπίρες μένει αδρανής. Όπως φεύγουν με το αμάξι σπινιάροντας, διαπιστώνουν ότι ο δρόμος που έχουν μπει είναι αδιέξοδο, μοιραία κάνουν αναστροφή και βλέπουν στο βάθος του δρόμου, να τους περιμένουν παραταγμένοι σε όλο το πλάτος, η παρέα των μαύρων παιδιών. Ο Πίτ, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Μπίλυ προχωράει αργά με το αυτοκίνητο…
«Ο Μπίλλυ σταμάτησε την Torino και έβαλε νεκρά, πενήντα μέτρα περίπου από τους νεαρούς. Βγήκε από το αυτοκίνητο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Ο Αλεξ τον παρακολουθούσε να περπατάει προς το μέρος τους κι εκείνοι να τον περικυκλώνουν στη μέση του δρόμου. Άκουσε τον Μπίλλυ να λέει φιλικά: «Δεν μπορούμε να τα βρούμε, ρε παιδιά;». Τον είδε ν’ανεβάζει τα χέρια του ψηλά σαν να παραδίδεται. Ένας από τους ημίγυμνους νεαρούς του ρίχνει ένα δεξί μπουκέτο-αστραπή και το κεφάλι του Μπίλλυ τινάχτηκε προς τα πίσω. Παραπάτησε και έβαλε το χέρι στο στόμα του. Όταν το κατέβασε, ήταν γεμάτο αίματα. Ο Μπίλλυ έφτυσε αίμα και σάλια.
«Μου’σπασες τα δόντια» είπε. «Ικανοποιήθηκες τώρα;»
Ο Μπίλλυ γύρισε και με το χέρι έκανε μια κίνηση προς τον Άλεξ, που καθόταν ακόμα στο πίσω κάθισμα της Torino.
«Κοπάνα τη, ρε!» φώναξε ο Μπίλλυ με το πρόσωπο γεμάτο αίμα και με μια γκριμάτσα αγωνίας.
Ο Άλεξ έσπρωξε την πλάτη της θέσης του οδηγού προς τα μπρος και βγήκε από το αυτοκίνητο. Με το που ακούμπησαν τα πόδια του στην άσφαλτο, έκανε να τρέξει. Κάποιος τον άρπαξε από πίσω, τον έσπρωξε με δύναμη και ο Άλεξ έπεσε στα τέσσερα στο δρόμο. Άκουσε βήματα πίσω του κι αμέσως μια δυνατή κλοτσιά τον βρήκε στ’αχαμνά και τον τίναξε στον αέρα. Το χτύπημα του έκοψε την ανάσα. Όταν κατάφερε πάλι ν’αναπνεύσει, άρχισε να ξερνάει μπίρα και χολή. Σπαρταρούσε κι έβλεπε τον εμετό του να εξατμίζεται πάνω στην καυτή άσφαλτο. Έπεσε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ένα πόδι να έρχεται με ταχύτητα προς το πρόσωπό του. Ένιωσε σαν να τον χτύπησαν με σφυρί.
«Ρίξ’του, του καριόλη».
«Όχι,ρε»
«Ρίξ’του!»
«Όχι, ρε συ».
«Ρίξ’του, βρε μαλάκα!»
Ο Άλεξ δέχτηκε ένα χτύπημα, κάτι σαν να ράγισε. Ένιωσε λες και το ένα του μάτι χαλάρωσε από την κόγχη και πετάχτηκε έξω.
Το πρόσωπο μου, το διαλύσαν. Μπαμπά…
Ο πυροβολισμός αντήχησε στους δρόμους του Χίθροου Χάιτς.»
35 χρόνια μετά, ο Άλεξ με το παραμορφωμένο πρόσωπο δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ στο diner που είχε φτιάξει ο (πεθαμένος πλέον) πατέρας του. Έχει κρατήσει την ταμπέλα που λέει «Πάπας και Υιοί», αν και ο πληθυντικός είναι πλέον περιττός αφού ο ένας του γιός έχει πεθάνει υπηρετώντας ως πεζοναύτης την πατρίδα στο Ιράκ, μόνο ο άλλος γιος σπουδάζει και βοηθάει στο μαγαζί. Ζει μια ήρεμη, οικογενειακή ζωή και τα προβλήματα της εφηβείας τα έχει αφήσει πίσω του νομίζει οριστικά. Μόνο που το παρελθόν τον επισκέπτεται ξανά, καθώς μια μέρα μπαίνει στο μαγαζί του, ο Ρέυμοντ, ο μικρός της παρέας των μαύρων παιδιών που ενεπλάκησαν στον καυγά, φυσιοθεραπευτής πλέον στο στρατιωτικό νοσοκομείο και αυτός με γιό να υπηρετεί στο Αφγανιστάν. Το παρελθόν είναι εδώ και οι εφιάλτες ζωντανεύουν ξανά – για κάποιους θα είναι λυτρωτικό, για άλλους θα είναι δραματικό.
Το «Αδιέξοδο» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μαθητείας. Αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα βιβλία του Πελεκάνος, περισσότερο προσωπικό και με κοινωνικό περιεχόμενο παρά αστυνομικό, αφού η ιστορία αν και εκτυλίσσεται σε παρόντα χρόνο (το 2007), στην Αμερική του G.W.Bush, με τους στρατιώτες να γυρίζουν κομματιασμένοι από τις βόμβες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, πρωταγωνιστής είναι ένα επεισόδιο που συνέβη το 1972 – ένα επεισόδιο ίσως σύνηθες για τα δεδομένα της εποχής, με τσαμπουκάδες λευκών (όχι ακριβώς αλλά σε σχέση με τους μαύρους) πλουσιόπαιδων με μαύρους κατοίκους της συνοικίας. Στο μυθιστόρημα δεν θίγονται μόνο οι διαφυλετικές σχέσεις αλλά και οι διαφορές μεταξύ των μελών της ίδιας παρέας. Ο Πιτ από προτεσταντική οικογένεια, που έχει σαφείς στόχους να πάει στο πανεπιστήμιο, να γίνει πλούσιος και επιτυχημένος – και το καταφέρνει, ο Μπίλλυ, από προβληματική οικογένεια με βίαιη συμπεριφορά αλλά που προσπαθεί να σώσει τον Άλεξ. Και πάνω απ’όλους ο Άλεξ, δειλός και άπραγος, θεατής μια ζωή, ωριμάζει και βλέπει τη ζωή διαφορετικά όταν του στραπατσάρουν τη μούρη. Τώρα μεσήλικας πια, πρέπει να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν, να αφήσει τον δικό του γιό να πετάξει. Από την άλλη, ο συγγραφέας με ακρίβεια εντομολόγου εξετάζει και τις σχέσεις μεταξύ των μαύρων παιδιών που πλήρωσαν ο καθένας διαφορετικά για την μοιραία ενέργειά τους. Ο Ρέυμοντ και ο Τζέημς, παιδιά με ευαισθησίες που η ζωή τα χτύπησε. Και αν για τον Τζέημς φαίνονται όλα χαμένα, αφού ήταν εκείνος που πλήρωσε περισσότερο απ’όλους για τον φόνο του Μπίλλυ, για τον Ρέυμοντ έρχεται η ευκαιρία να κλείσει τις πληγές του παρελθόντος. Ο άλλος της παρέας των μαύρων, ο Τσαρλς Μπέηκερ, εγκληματική φυσιογνωμία, παιδί κακοποιημένο, που με τη σειρά του όταν μεγαλώσει κακοποιεί τους άλλους – ένα θέμα που απασχολεί τον Πελεκάνο και στον «Κηπουρό της νύχτας» όπως θα δούμε παρακάτω - θα είναι ο «ιδανικός» κακός της ιστορίας, αυτός που θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από τα γεγονότα.
Η ιδέα της συγχώρεσης και της συμφιλίωσης κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο που είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά. Ο Πελεκάνος πιστεύει ότι η θεραπεία για τις ρατσιστικές συμπεριφορές, για την φυλετική αντιπαλότητα είναι η πρόσμιξη και η συνεργασία των ανθρώπων. Οι ήρωες του βιβλίου επιτέλους επικοινωνούν όταν ανακαλύπτουν μέσα από το διάλογο ότι έχουν ελάχιστες ή ίσως και καμμία διαφορές αλλά περισσότερα κοινά, την αγάπη για την σόουλ μουσική, το μπάσκετ, ένα μπουκάλι μπίρα – πράγματα κοινά ίσως και περιφρονημένα, αλλά που τους πάνε κατευθείαν στην παιδική τους ηλικία, τότε που έπαιζαν στους δρόμους, τότε που ανακάλυπταν τους εαυτούς τους. Η συγγνώμη του ενός προς τον άλλον θα έρθει αυθόρμητα, αυτόματα όταν διαπιστώνουν ότι μπορούν να παλαίψουν για ένα καλύτερο αύριο, χέρι με χέρι – έτσι κι αλλιώς ότι χάσανε, χάσανε τόσα χρόνια πριν, καιρός να κοιτάξουνε το αύριο.
«Ο κηπουρός της νύχτας» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Καθαρά αστυνομικής υφής, το βιβλίο είναι περισσότερο συγγενές με το γνώριμο ύφος που καθιέρωσε τον συγγραφέα –ενώ και εδώ κυριαρχεί το θέμα της συγχώρεσης και της συγγνώμης.
Βρισκόμαστε στο 2005 και σε ένα δημοτικό πάρκο μιας τελείως υποβαθμισμένης περιοχής της Ουάσινγκτον βρίσκεται το πτώμα ενός εφήβου. Όλα τα στοιχεία, από τον τρόπο του θανάτου του, μέχρι το όνομά του (Άσα), οδηγούν τον αστυνομικό Γκας Ραμόουν στο συμπέρασμα, ότι ένας «serial killer» που έδρασε στην περιοχή και στο ίδιο πάρκο πριν από 20 ακριβώς χρόνια με τρείς φόνους παιδιών έχει εμφανιστεί ξανά…
«Το όνομα του θύματος ήταν Άννα Ντρέικ. Τον προηγούμενο χρόνο δύο άλλα μαύρα παιδιά, που και τα δύο ζούσαν στις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλης, είχαν δολοφονηθεί και τα σώματά τους είχαν εγκαταλειφτεί με τον ίδιο τρόπο – και τα δύο είχαν ανακαλυφτεί λίγο προτού ξημερώσει. Τα θύματα ονομάζονταν Όττο Γουίλιαμς και Άβα Σίμμονς. Τα ονόματα αυτών των παιδιών, όπως και της Ντρέικ, το Άννα, διαβάζονταν με τον ίδιο τρόπο τόσο από δεξιά προς τ’αριστερά όσο και αντίστροφα. Ο Τύπος είχε κάνει αυτή την ανακάλυψη και γι’αυτό τους βάφτισε Οι φόνοι με τα καρκινικά ονόματα. Στο δε Αστυνομικό Τμήμα μερικοί αστυφύλακες είχαν αρχίσει ν’αποκαλούν το δολοφόνο Κηπουρό της νύχτας.»
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και δύο άνθρωποι σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Ο Τι Σι Κουκ, πρώην αστυνομικός επιθεωρητής, συνταξιούχος πλέον, με ένα εγκεφαλικό να του έχει αφήσει αρκετά κουσούρια και με το έμφραγμα να παραμονεύει σε κάθε του βήμα. Διατηρεί ακόμα το αρχείο από τότε, τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει δεν έγιναν αποδεκτά από τις Αρχές της εποχής, κανείς δεν συνελήφθη για τους φόνους, αλλά αυτός περιμένει ακόμα παρακολουθώντας τον ύποπτό του. Ο φόνος αυτός για εκείνον είναι ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι ο «Κηπουρός…» έχει επιστρέψει. Από την άλλη, είναι ο Νταν Χολιντέυ, παλιός αστυνομικός και νυν σωφέρ που έχει δύο λιμουζίνες για μεταφορές στελεχών εταιριών κυρίως από και προς το αεροδρόμιο και ο οποίος ζει μια δυστυχισμένη και μοναχική ζωή ψαρεύοντας γυναίκες στα μπαρ αφού πρώτα έχει γίνει λιώμα. Ο Χολιντέυ παραιτήθηκε από το σώμα προτού μπλέξει σε περιπέτειες αφού ο πρώην παρτενέρ του Γκας Ραμόουν – που υπηρετούσε τότε στο τμήμα «εσωτερικών υποθέσεων», τον υποπτευόταν για ύποπτες συναλλαγές με εμπόρους ναρκωτικών και πόρνες. Ο Χολιντέυ βρίσκεται κατά σύμπτωση κοντά στον τόπο και στην ώρα που γίνεται το έγκλημα στο πάρκο και μάλιστα ειδοποιεί ανώνυμα την αστυνομία για το πτώμα. Έχει προλάβει και έχει δει την ταυτότητα του θύματος, που του φέρνει στο μυαλό τις παλιές υποθέσεις του «Κηπουρού», θυμάται και τον αστυνομικό που προσπαθούσε να επιλύσει την όλη ιστορία του σήριαλ κίλερ, τον Τι Σι Κουκ, τον βρίσκει και μαζί οι δυό τους ενώνουν τις δυνάμεις τους να λύσουν την υπόθεση, ο καθένας για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Αναγκαστικά όμως πρέπει να συνεργαστούν με τον Γκας Ραμόουν, που έχει αναλάβει προσωπικά την ιστορία αφού ο δολοφονημένος έφηβος ήταν γνωστός του γιού του. Η υπόθεση θα φέρει στην επιφάνεια ξεχασμένες (ή μη) ιστορίες του παρελθόντος και την ώρα για ένα τελικό ξεκαθάρισμα πάνω σε παρεξηγήσεις και ασυμφωνίες χαρακτήρων και μεθόδων, ενώ η αναζήτηση του δολοφόνου οδηγεί σε περίεργα και αναπάντεχα μονοπάτια, για την ιστορία του «Κηπουρού» αλλά και για τον έφηβο που βρέθηκε νεκρός στο πάρκο.
Το θέμα της κακοποίησης παιδιών είναι ένα από τα (πολλά) ενδιαφέροντα θέματα που θίγονται σ’αυτό το ωραίο μυθιστόρημα του Πελεκάνος. Όπως προανέφερα και για το «Αδιέξοδο», ο συγγραφέας θεωρεί ότι ενδοοικογενειακή κακοποίηση κάνει ένα κύκλο και συντελεί στην διαιώνιση του κακού. Το κακοποιημένο παιδί είναι πολύ πιθανό να κάνει τα ίδια όταν μεγαλώσει, στο δικό του ή σε άλλα παιδιά. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της ιστορίας που ξεδιπλώνεται στο βιβλίο. Δεν είναι τόσο το κυνήγι του «κατά συρροή» δολοφόνου – εξάλλου δεν είμαστε σίγουροι μέχρι το τέλος ποιος είναι, ενώ η έκπληξη του φινάλε αφήνει πολλά πράγματα ανοιχτά – όσο, για το κυρίαρχο θέμα του μυθιστορήματος αυτό δεν είναι άλλο από την σχέση μεταξύ των δύο πρώην συναδέλφων αστυνομικών, του τυπικού και συντηρητικού Γκας Ραμόουν και του αντιφατικού και παρορμητικού Νταν Χολιντέυ. Μια σχέση με συνεχείς παρεξηγήσεις λόγω του αντίθετου των δύο χαρακτήρων, που όμως είχε δραματικές συνέπειες για τη ζωή του δεύτερου. Τουλάχιστον η συνεργασία τους τώρα, όχι μόνο θα τους συμφιλιώσει αλλά θα δείξει και ότι πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν.
Και στα 2 ωραία μυθιστορήματα, πέραν του δυναμισμού και της ζωντάνιας της γραφής, του εκπληκτικού ρεαλιστικού ύφους (πόσο καλό του έχει κάνει το Wire…), κυριαρχεί η μουσική. Μόνο στον Χόρνμπυ (από τους σύγχρονους συγγραφείς) έχω ξανασυναντήσει τόσο έντονη χρήση της μουσικής με μερικές υπέροχες σελίδες που ακόμα και κάποιος που δεν πολυγουστάρει την πλοκή των ιστοριών του Πελεκάνος, μπορεί να βουλιάξει μέσα τους. Τραγούδια και τραγουδιστές, κυρίως από την δεκαετία του ’70 – εποχή της εφηβείας του συγγραφέα, πετάγονται ακόμα και εν μέσω της αγωνίας για τη συνέχεια της ιστορίας, αποφορτίζοντας το κλίμα και δίνοντας τον τόνο ενός ιδανικού soundtrack (όπως έχω ξαναγράψει στο παρελθόν για προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα).
«Οι αναμνήσεις του από εκείνη την περίοδο ήταν συγκεχυμένες, όπως ήταν και το ίδιο το συμβάν στη μνήμη του. Δεν είχε πάει στην κηδεία του Μπίλλυ Καχόρις. Όταν έγινε η κηδεία, ο Άλεξ ήταν στο νοσοκομείο, στο Χόλυ Κρος, και κατόπιν, το φθινόπωρο, υπεβλήθη στις δύο πλαστικές εγχειρήσεις. Η παραμονή του στο νοσοκομείο ήταν σαν νάρκωση: η μια επίπονη μέρα μετά την άλλη, το σώμα του με ορό που περιείχε κοκτέιλ κατασταλτικών, και η μόνη του διασκέδαση η τηλεόραση, κρεμασμένη στον τοίχο, που του κούραζε το καλό του μάτι, και το ραδιόφωνο ξυπνητήρι που του είχαν φέρει οι γονείς του από το σπίτι. Άκουγε το σταθμό Top 40, επειδή δεν μπορούσε να πιάσει σταθμούς που έπαιζαν πιο προοδευτική μουσική, αυτούς που προτιμούσε ν’ακούει στο δωμάτιο του σπιτιού του – το δε πλέιλιστ του σταθμού ήταν κάτι ξενέρωτες μπαλάντες του συρμού, λες και τις έβαζαν μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν: «Rocket man», «Black and White», «Precious and Few». Τραγούδια που ακούγονταν και στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τη μοιραία ημέρα. Τραγούδια με τα οποία έκαναν χαβαλέ λίγες ώρες μόνο προτού σκοτωθεί ο Μπίλλυ. Ο ντιτζέι του σταθμού PGC έλεγε κάθε φορά που παρουσίαζε το κάθε τραγούδι: «1972, αυτό είναι το σάουντρακ της ζωής σας!». Κι ο Άλεξ σκεφτόταν: Τι ειρωνία.
Όπως οι περισσότεροι έφηβοι που είχαν μπλέξει άσχημα, έτσι κι αυτός ένιωθε ότι ο ήλιος δε θα φώτιζε ποτέ ξανά στο δρόμο του. Όταν γύρισε στο σπίτι, άκουγε το δίσκο των Blue Oyster Cult μετά μανίας – έπαιζε συνέχεια το τραγούδι «Then came the last days of May», ξανά και ξανά. Οι στίχοι του έμοιαζαν να έχουν γραφτεί γι’αυτόν και τους φίλους του: Τρεις κολλητοί, γελούσαν και κάπνιζαν / Στο πίσω κάθισμα της νοικιασμένης Ford / Που να ήξεραν ότι δε θα πήγαιναν μακριά.»
BLUE OYSTER CULT – Then came the last days of May
Δημοσίευση σχολίου