Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012 | Permalink
Η νοσταλγική ματιά του Λ.Παπαστάθη
Είναι σχεδόν αδύνατον για κάποιον που παρακολουθεί την συγγραφική διαδρομή του Λάκη Παπαστάθη (ε.γ.1943) αυτή την δεκαετία που δημοσιεύει αραιά και που τα μικρά του διηγήματα, να την αποσυνδέσει (και να την αυτονομήσει) από την εξαιρετική σκηνοθετική του πορεία, είτε στο σινεμά (με ταινίες άλλοτε πολύ καλές, άλλοτε μέτριες αλλά πάντα ενδιαφέρουσες), είτε στην τηλεόραση (με το εξαιρετικό «Παρασκήνιο»). Η πλέον πρόσφατη λοιπόν, συλλογή διηγημάτων του με (τον ωραίο) τίτλο, «ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΘΑ ΠΑΙΞΕΙ ΤΗΝ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ», (Εκδ.Πόλις, σελ.200), εντάσσεται σε ένα καλλιτεχνικό ταξίδι που πραγματοποιεί ο δημιουργός όλα αυτά τα χρόνια με συνέπεια, ήθος και χαμηλούς τόνους.
«…Σαν να υπάρχει εντός μας ο οδηγός, για το τι μπορούμε να κάνουμε στη ζωή.»
Τα διηγήματα της συλλογής, 19 τον αριθμό, μικρά μέχρι δέκα σελίδες το καθένα, (εκτός από το ομώνυμο διήγημα, που είναι 30 σελίδες) θυμίζουν κινηματογραφικές στιγμές, μικρές εικόνες λες και βγαίνουν από ταινίες, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις από ανθρώπους, συνομιλίες, θεατρικές παραστάσεις. Ορισμένα έχουν έντονο σινεφίλ κλίμα – αλβανίδες στο ρεπό τους βλέπουν το Pretty woman στο σινεμά και κλαίνε, ένα αφιέρωμα στον Ουέλς, το βλέμμα πάνω σε πίνακες ζωγραφικής, άλλα μιλάνε για τον κόσμου του θεάτρου, ηθοποιούς χαμένους, ηθοποιούς σε πρόβες, ερασιτέχνες στην Μυτιλήνη, στιγμές από το «Ελεύθερο θέατρο» την εποχή της ακμής του, κάποια για ανθρώπους που γνώρισε ο συγγραφέας και τον έχουν σημαδέψει, τον Χατζηδάκι στον Μαγεμένο Αυλό, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ένα γύρισμα στο Κύτταρο στα χρόνια της Χούντας.
«Πίστευε πως όταν νιώθεις την παράδοση νεκρή πρέπει να την ξαναζωντανέψεις. Αλλά πως; Έβλεπε γύρω της μόνο τη χαρά της καταστροφής, όλοι «έκαναν επιτέλους ό,τι ήθελαν». Αυτή όμως προβληματιζόταν για τη σχέση του ηθοποιού με το κείμενο, για το καινούργιο στην τέχνη της και το τι σημαίνει το «κάνω ότι θέλω», τι σημαίνει ελευθερία. Δεν μπορούσε να το διατυπώσει με ακρίβεια αλλά ένιωθε πως η ελευθερία ήταν πνευματικής τάξης αίτημα κι όχι απλώς κάνω του κεφαλιού μου.»
Με εξαιρετικά (λυρικά) επιγράμματα στην αρχή κάθε ιστορίας, ο Παπαστάθης δίνει τον ελεγειακό τόνο που κυριαρχεί στην συλλογή του. Παιχνίδια με την μνήμη, η συνομιλία με ένα έργο τέχνης, ένας ξεχασμένος υπερρεαλιστής ποιητής που ξανάρχεται στο μυαλό ενός φανατικού βιβλιόφιλου (κυριολεκτικά) θαμμένου στα βιβλία του, κείμενα που θα στέκονταν άνετα ως ταινίες μικρού μήκους, «Ο μπερές», «Ήθελε να γίνει μακιγιέρ», «το φιλί της Σόνιας» (που με συγκίνησε), «Την έτρωγε η σκέψη», τα κείμενα μιλάνε για χαμένα όνειρα, απογοητεύσεις, ψευδαισθήσεις, χαμένες προσδοκίες, στιγμές που πέρασαν και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Είναι η πιο προσωπική και αυτοαναφορική συλλογή του Λ.Παπαστάθη. Ένα επίπεδο πιο κάτω από τις έξοχες παλαιότερες του, «Η νυχτερίδα πέταξε»(2002) και «Η Ήσυχη και άλλα διηγήματα»(2005), τα διηγήματα της «Κλυταιμνήστρας…» συγκινούν με την αμεσότητά τους και η τρυφερή (σαν να χαϊδεύει) και λεπτομερής ματιά του συγγραφέα μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μια Ελλάδα διαφορετική, τον κάνουν κοινωνό μιας ζωής πλούσιας και τόσο ενδιαφέρουσας που διατρέχοντας τις σελίδες της συλλογής και νιώθοντας την «αύρα» των ανθρώπων που αναφέρονται μέσα τους, δεν γίνεται να μη νιώσεις το «τσίμπημα» της ζήλιας να σε διαπερνάει.
«Δηλαδή, δεν είναι πολύ αυθαίρετο να πει κανείς πως, για κάποιο λόγο, ό,τι καλό έχουμε στην Ελλάδα μοιάζει να είναι τρελλό, φτωχό, εξορισμένο και μόνο.»
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ - Η μελαγχολία της ευτυχίας
«…Σαν να υπάρχει εντός μας ο οδηγός, για το τι μπορούμε να κάνουμε στη ζωή.»
Τα διηγήματα της συλλογής, 19 τον αριθμό, μικρά μέχρι δέκα σελίδες το καθένα, (εκτός από το ομώνυμο διήγημα, που είναι 30 σελίδες) θυμίζουν κινηματογραφικές στιγμές, μικρές εικόνες λες και βγαίνουν από ταινίες, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις από ανθρώπους, συνομιλίες, θεατρικές παραστάσεις. Ορισμένα έχουν έντονο σινεφίλ κλίμα – αλβανίδες στο ρεπό τους βλέπουν το Pretty woman στο σινεμά και κλαίνε, ένα αφιέρωμα στον Ουέλς, το βλέμμα πάνω σε πίνακες ζωγραφικής, άλλα μιλάνε για τον κόσμου του θεάτρου, ηθοποιούς χαμένους, ηθοποιούς σε πρόβες, ερασιτέχνες στην Μυτιλήνη, στιγμές από το «Ελεύθερο θέατρο» την εποχή της ακμής του, κάποια για ανθρώπους που γνώρισε ο συγγραφέας και τον έχουν σημαδέψει, τον Χατζηδάκι στον Μαγεμένο Αυλό, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ένα γύρισμα στο Κύτταρο στα χρόνια της Χούντας.
«Πίστευε πως όταν νιώθεις την παράδοση νεκρή πρέπει να την ξαναζωντανέψεις. Αλλά πως; Έβλεπε γύρω της μόνο τη χαρά της καταστροφής, όλοι «έκαναν επιτέλους ό,τι ήθελαν». Αυτή όμως προβληματιζόταν για τη σχέση του ηθοποιού με το κείμενο, για το καινούργιο στην τέχνη της και το τι σημαίνει το «κάνω ότι θέλω», τι σημαίνει ελευθερία. Δεν μπορούσε να το διατυπώσει με ακρίβεια αλλά ένιωθε πως η ελευθερία ήταν πνευματικής τάξης αίτημα κι όχι απλώς κάνω του κεφαλιού μου.»
Με εξαιρετικά (λυρικά) επιγράμματα στην αρχή κάθε ιστορίας, ο Παπαστάθης δίνει τον ελεγειακό τόνο που κυριαρχεί στην συλλογή του. Παιχνίδια με την μνήμη, η συνομιλία με ένα έργο τέχνης, ένας ξεχασμένος υπερρεαλιστής ποιητής που ξανάρχεται στο μυαλό ενός φανατικού βιβλιόφιλου (κυριολεκτικά) θαμμένου στα βιβλία του, κείμενα που θα στέκονταν άνετα ως ταινίες μικρού μήκους, «Ο μπερές», «Ήθελε να γίνει μακιγιέρ», «το φιλί της Σόνιας» (που με συγκίνησε), «Την έτρωγε η σκέψη», τα κείμενα μιλάνε για χαμένα όνειρα, απογοητεύσεις, ψευδαισθήσεις, χαμένες προσδοκίες, στιγμές που πέρασαν και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Είναι η πιο προσωπική και αυτοαναφορική συλλογή του Λ.Παπαστάθη. Ένα επίπεδο πιο κάτω από τις έξοχες παλαιότερες του, «Η νυχτερίδα πέταξε»(2002) και «Η Ήσυχη και άλλα διηγήματα»(2005), τα διηγήματα της «Κλυταιμνήστρας…» συγκινούν με την αμεσότητά τους και η τρυφερή (σαν να χαϊδεύει) και λεπτομερής ματιά του συγγραφέα μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μια Ελλάδα διαφορετική, τον κάνουν κοινωνό μιας ζωής πλούσιας και τόσο ενδιαφέρουσας που διατρέχοντας τις σελίδες της συλλογής και νιώθοντας την «αύρα» των ανθρώπων που αναφέρονται μέσα τους, δεν γίνεται να μη νιώσεις το «τσίμπημα» της ζήλιας να σε διαπερνάει.
«Δηλαδή, δεν είναι πολύ αυθαίρετο να πει κανείς πως, για κάποιο λόγο, ό,τι καλό έχουμε στην Ελλάδα μοιάζει να είναι τρελλό, φτωχό, εξορισμένο και μόνο.»
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ - Η μελαγχολία της ευτυχίας
Δημοσίευση σχολίου