Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2014 | Permalink
Play bouzouki gia mena
Άργησε
πολύ να επανεμφανιστεί ο Σαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Γκόζης (έ.γ.1970), στην
ελληνική πεζογραφία. 12 χρόνια μετά τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής του, με
τίτλο «Ο νυχτερινός στο βάθος» (Εκδ.Νεφέλη), κυκλοφόρησε αυτή τη χρονιά τη
δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ» (Εκδ.Πόλις, σελ.210).
Το
«ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ» είναι μια ευφυέστατη συλλογή 18+1 ολιγοσέλιδων
ιστοριών ως επί το πλείστον ανελέητης σάτιρας με αλησμόνητους χαρακτήρες
με τους οποίους γελάς μέχρι δακρύων, συγκινείσαι, συμπάσχεις μαζί τους. Ο
Γκόζης στα διηγήματα του, περιγράφει την
ελληνική ιλαροτραγωδία, το γελοίο και ταυτόχρονα δραματικό πρόσωπο αυτής της
χώρας. Με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και κάποια σημεία της Βόρειας Ελλάδας, απλώνει
τις ιστορίες του και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.
Ιστορίες
για τη Θεσσαλονίκη, αναμνήσεις της εφηβείας από το σχολείο, από την πόλη, από
τις φιλίες που καταλαμβάνουν πάνω από το 1/3 του βιβλίου, ιστορίες για
επίδοξους συγγραφείς, είτε με τη μορφή
σατιρικών συνταγών μαγειρικής, είτε με κωμικοτραγικά γεγονότα που συμβαίνουν σε
μια επίδοξη συγγραφέα που αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής
γραφής. Ιστορίες για την τηλεόραση και το διαδίκτυο, για τη στρατιωτική θητεία,
για την πολιτική εξουσία, για τα καλοκαιρινά μπάνια με πούλμαν.
Ο
συγγραφέας διακωμωδεί με τη γραφή και το ύφος του, τα πάντα. Με ειρωνία και
χιούμορ παραθέτει στίχους από τραγουδάκια – χιτ εποχής των δεκαετιών 70 και 80,
Τέρη Χρυσό, Ραφαέλα Καρά, Μπαρυ Γουάιτ, Λίτσα Διαμάντη – play
bouzouki gia mena…,
σκηνές από ελληνικές ταινίες όπου διαβάζοντας τες ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια,
φράσεις που έχουν μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο και που όταν τις βλέπεις
στο χαρτί, συνειδητοποιείς τη γελοιότητα
τους αλλά και τη δική σου γελοιότητα καθώς θυμάσαι τον εαυτό σου να τις
επαναλαμβάνει σε ανύποπτες στιγμές.
«Με
μια κουταλιά κονιάκ, κορίτσια, συνεχίζουμε στο Βήτα.
Οι
τζίτζικες δίνουν ρεσιτάλ στο ανεπανάληπτο ελληνικό καλοκαίρι της ταινίας
εκείνης. Κάθε μεσημέρι ανελλιπώς και περί ώρα τετάρτη μεσημβρινή νταν, ο κύριος
Βεργής, το Βήτα των υλικών μας, πηδάει ανελλιπώς.
«Μίστερ
Βεργής; Ρωτάει η Έλενα Ναθαναήλ τον Άγγελο Αντωνόπουλο, χτυπώντας το κουδούνι
της καμπάνας του.
«Γιές;»
απαντά εκείνος και, παρόλο που πρόκειται για απάντηση, εντούτοις υπάρχει κι ένα
ερωτηματικό στο τέλος.
«Τζένη»,
το τζ παχύ, αποκρίνεται με ψευδώνυμο εκείνη.
«Καμίν»,
το «περάστε» στα ελληνικά, αλλά και ενδεικτικό της σαν καμίνι ζέστης του Ιούλη
της ταινίας, ενώ ταυτόχρονα εκείνος παραμερίζει και την ξεναγεί στο εσωτερικό
του φτωχικού του.
«Ξέρεις,
δεν έχω πολύ χρόνο. Εμπρός λοιπόν δείξε μου τι ξέρεις να κάνεις», της δίνει
εντολή ξαπλωμένος στον καναπέ, υπονοώντας τι να τον φιλέψει άραγε εκείνο το
μεσημέρι;»
Δημοσιογράφοι,
εκκλησία, Δημόσιοι φορείς, νεόπλουτοι επιδειξίες, φορείς της εξουσίας που δεν
γλυτώνουν από το διαβρωτικό και άναρχο χιούμορ του Γκόζη, ενώ από την άλλη ο
συγγραφέας χαϊδεύει με το βλέμμα του, τους λαϊκούς τύπους, τους ντελιβεράδες με
τις χαλασμένες εξατμίσεις, τους τσιγγάνους πωλητές γυαλιών, τα γκαρσόνια, τους τζαμπατζήδες των καλοκαιρινών συναυλιών
στο Σέιχ Σου.
Ο
Μάκης ο μπουλντού, η κυρά-Σμαρώ με τις διαφορετικές συνταγές μαγειρικής για το
πώς φτιάχνεις ένα κείμενο, η Λάουρα Χειμερινού, ο Άκης ο Αερομπέλ, ο Ανδροκλής
Αμπέου των «Τηλεκηδειών live”, o
Λεμονής – σερβιτόρος/σταρ του μικρού Θασιώτικου ζαχαροπλαστείου με τους
ξακουστούς λουκουμάδες, ο «κύριος Υπουργέ», ο «αυτόπτης μάρτυς», οι επιβάτες
του πούλμαν για μπάνια, είναι τύποι που λες και βγήκαν από την πινακοθήκη
χαρακτήρων του Τσιφόρου, ευδιάκριτοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τους
προσέχουμε ή τους προσπερνάμε και που συνήθως οι συμπεριφορές τους
αντιπροσωπεύουν αυτό που αποκαλείται «το μεγαλείον της φυλής».
Στο
χιούμορ του βιβλίου υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ γελοίου και τραγικού, αυτού
του «τραγέλαφου» που χαρακτηρίζει την ελληνική καθημερινότητα, ενώ σε κάποιες
από τις ιστορίες είναι έντονος ο αυτοβιογραφικός τόνος. Οι «παράλληλοι
μονόλογοι» που χαρακτηρίζουν τις τηλεοπτικές συζητήσεις με την φράση-κλισέ που
θα ακουστεί πάντα σε ένα πάνελ, σε ένα τηλεοπτικό τραπέζι, «αφήστε με να
ολοκληρώσω». Τα διηγήματα στη συλλογή μπορεί να είναι τυπικά 18 αλλά υπάρχει
και το ακροτελεύτιο (ή πρώτο) διήγημα του οπισθόφυλλου που περιγράφει ακριβώς
αυτή την παθογένεια των τηλεπαραθύρων.
Δεν
είναι όλες οι ιστορίες του Γκόζη, στο ίδιο ύψος. Υπάρχουν κάποιες εξαιρετικές
(«Έκθεση Ιδεών», «Συνταγή μαγειρικής:Διηγήματα ρολάκι», «Αποκοπή χαλινού», «Ως
ευ παρέστητε», «Θεράπων Υπουργός», «Play Bouzouki»),
αρκετές αξιόλογες και δυο-τρείς που δεν προσθέτουν τίποτα στη συλλογή, ενώ
υπάρχει μια τάση προς προς ηθικολογία, η οποία μάλλον χαλάει τις εντυπώσεις.
Το
βιβλίο εν πρώτοις, κερδίζει τον αναγνώστη ήδη από το ευρηματικό εξώφυλλο με τη φωτογραφία
του Alfred Eisenstaedt που απεικονίζει έκπληκτα
παιδικά πρόσωπα στο τέλος της δεκαετίας του ’40 κάπου στη Γαλλία. Η γενικότερη
αίσθηση βέβαια, που αποκομίζεις διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, είναι της
πυκνότητας του λόγου, της ικανότητας για πλοκή (που θα μπορούσε να αποτελέσει
ένα δυνατό στοιχείο για να γράψει ο συγγραφέας ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα),
και της δημιουργικής σάτιρας που δεν αφήνεται σε ευκολίες – κάτι που έχει
ανάγκη η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Δημοσίευση σχολίου