Τρίτη, Αυγούστου 22, 2017
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 22, 2017 | Permalink
Το χρώμα της σκιάς
Ένα
αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα γεμάτο
εικόνες και νοσταλγία,
είναι το θαυμάσιο βιβλίο του Γερμανού
ζωγράφου αλλά και βραβευμένου συγγραφέα
Gerrit Bekker (Αμβούργο,
1943), με τίτλο “ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ”
(“Farbe der Schatten”), που
κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από
τις (πάντοτε καλαίσθητες και προσεγμένες)
εκδόσεις Περισπωμένη, σε ωραία μετάφραση
της Έλενας Σταγκουράκη (σελ. 298).
Η
μεταπολεμική Γερμανία, που χτίζεται
μέσα από τα χαλάσματα, η σιωπηλή Ελληνίδα
μητέρα που δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στον τόπο της, ο βίαιος Γερμανός
πατέρας, η τρυφερή θεία που τους φροντίζει
όλους, η εξοικείωση με την φρίκη του
πολέμου, των τραυματιών, των νεκρών, των
ερειπίων, η μανία με την ζωγραφική, οι
πρώτες σεξουαλικές ανησυχίες, το ταξίδι
στην μητρική γη, τόσο διαφορετική από
την πατρική, όπου όλα φαίνονται πρωτόγονα
και τόσο ελκυστικά, οι συνήθειες των
Ελλήνων, το φως που τα δείχνει όλα
διαφορετικά, η επιστροφή στην πατρίδα,
το χάσμα με τον πατέρα, οι τσακωμοί, η
ανεξαρτησία, το όνειρο που πρέπει να
υλοποιηθεί.
"Σχεδίασα
εκείνον, έτσι όπως κοίταζε επίμονα το
έργο του, και είχα την αίσθηση πως
βρισκόμουν μόνος στον χώρο. Το πρόσωπο
είναι μόνο ένα μέρος αυτού που ο καθένας
μας γνωρίζει πως τον χαρακτηρίζει.
Γύρισε τότε το κεφάλι, και τα βλέμματά
μας διασταυρώθηκαν. Παρατήρησα πως οι
σκιές του προσώπου είχαν στέρεη μορφή,
όπως και το φως, και πως είναι αυτό το
είδος μορφής και οι διαβαθμίσεις της
που καθορίζουν την αναγνωρισιμότητα,
το περίγραμμα και τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά. Σχεδίαζα. Επιφάνεια
και βάθος, πρώτο πλάνο και φόντο. Έγραψα
στο χαρτί: “Η μορφή υπάρχει για να
αιχμαλωτίζει το παιχνίδι της σκιάς και
του φωτός”. Κι έμεινα να κοιτάζω τα
χέρια μου, που ήταν σαν να κινούνταν από
μόνα τους και τα μάτια απλώς να ακολουθούσαν
την κίνησή τους.”
Η
αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, και το
βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη.
Στο πρώτο μέρος (το οποίο εκτείνεται ως
την μέση του βιβλίου), ο συγγραφέας
αφηγείται την παιδική του ηλικία στο
Αμβούργο. Γερμανία βομβαρδισμένη και
ηττημένη μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο,
σκηνές στους δρόμους και στο σπίτι, όπου
ο πατέρας είναι διαρκώς απών και όποτε
έρχεται, φέρεται αυστηρά και σκληρά
στον μικρό γιο, η μητέρα με μια ραπτομηχανή
δίπλα στο παράθυρο, να κοιτάει τον γκρίζο
ουρανό. Δίπλα στον μικρό συνεχώς η θεία
Φρίντα που ζει μαζί τους. Οι πρώτες
απόπειρες ζωγραφικής, το ταλέντο που
ήδη διαφαίνεται, οι παρέες, το παιχνίδι
στα χαλάσματα, οι εικόνες φρίκης που
ζωγραφίζει και επιφέρουν τιμωρίες στο
σχολείο αλλά και η γνωριμία με έναν
απομονωμένο καλλιτέχνη μέσω ενός (κατά
τ' άλλα αυστηρού) δασκάλου που διείδε
το ταλέντο του παιδιού.
Σκηνές
σκληρές από την γειτονιά, από την θολή
και ρευστή κοινωνικοπολιτική κατάσταση
της χώρας, σκηνές λυρισμού και ποίησης
μέσα από τα μάτια ενός ευαίσθητου παιδιού
που δημιουργεί τον δικό του κόσμο. Ο
πατέρας που πάει να δουλέψει στην
Φραγκφούρτη και η μητέρα φοβισμένη και
πάντα σιωπηλή κουβαλώντας τον τρόμο
που βίωσε στους βομβαρδισμούς της πόλης,
όταν οι γείτονες, δεν την άφηναν να μπει
στο καταφύγιο επειδή δεν ήταν Γερμανίδα.
Στο
δεύτερο μέρος, ο αφηγητής,
έφηβος πλέον, πηγαίνει με την μητέρα
του στην Ελλάδα. Η μητέρα θα φιλοξενηθεί
στο πατρικό της, στην Ελευσίνα. Από την
Γερμανία της δεκαετίας του 50, στην
μεταπολεμική Ελλάδα που προσπαθεί κι
αυτή να αναστηλωθεί. Όλα φαίνονται
εξωτικά και περίεργα στο αγόρι που δεν
θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στη νέα
πραγματικότητα. Σκηνές
της καθημερινότητας σε ένα περιβάλλον
που θυμίζει χωριό παρ' ότι βρίσκεται
μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της
Αθήνας. Οι εικόνες κι εδώ εκπληκτικές.
Τα τραπεζώματα, η σφαγή του αμνού για
το Πάσχα, η βόλτα με τον θείο-ταξιτζή
στην Αθήνα και η επίσκεψη στο πορνείο,
το τριήμερο σε ένα μοναστήρι ψάχνοντας
έναν αγιογράφο ιερέα. Οι
θείοι του, ο παππούς και η γιαγιά, η φύση
διαρκώς παρούσα, η θάλασσα, το ψάρεμα,
τα νέα ήθη κι έθιμα. Ο πρώτος έρωτας στο
πρόσωπο της ξαδέρφης του Ειρήνης που
φέρνει και την ένταση μέσα στην οικογένεια.
Η μητέρα του όμως δεν θα επιστρέψει ποτέ
στη Γερμανία. Έχει αποφασίσει να μείνει
για πάντα στην πατρίδα της, χωρίζοντας
τον Γερμανό της σύζυγο. Ο αφηγητής
θα γυρίσει στη Γερμανία
Το
τρίτο μέρος, το μικρότερο από τα υπόλοιπα,
απεικονίζει την επιστροφή στο Αμβούργο,
την άρνηση του αφηγητή να συνεχίσει στο
σχολείο, την επιθυμία του να εργαστεί,
τις αιώνιες συγκρούσεις με τον πατέρα,
την επιθυμία του να ασχοληθεί με την
ζωγραφική, να ακολουθήσει την καλλιτεχνική
του φύση άσχετα από οποιοδήποτε κόστος
και αποδεχόμενος τον μοναχικό του δρόμο.
"Ότι
και να με περίμενε στο μέλλον φάνταζε
μακρινό. Σαν ένα βιβλίο που οι σελίδες
του μόλις και μετά βίας συγκρατιούνται
μαζί.”
Το
“Χρώμα της σκιάς”, είναι ένα υπέροχο
βιβλίο, γραμμένο με εξαιρετικό στυλ, με
έντονες εικόνες και με υπέροχο αφηγηματικό
ρυθμό. Είναι ένας φόρος τιμής στην
παιδική και εφηβική ηλικία του συγγραφέα
και στην μορφή της μητέρας, η οποία
δεσπόζει ως διακριτική και σιωπηλή
παρουσία καθ' όλη τη διάρκεια του βιβλίου.
Το έντονα αυτοβιογραφικό αφήγημα του
Μπέκερ αποτελεί όμως και ένα κοινωνικό
σχόλιο για την μεταπολεμική κοινωνία
της εποχής, για την ηττημένη του πολέμου
Γερμανία, αλλά και για την μικροκοινωνία
της Ελευσίνας όπου ο νεαρός αφηγητής
θα περάσει ένα μικρό αλλά σημαντικό για
τη ζωή του, διάστημα. Γεμάτο χρώματα και
εικόνες, το σαγηνευτικό μυθιστόρημα
του Μπέκερ διαβάζεται πολύ ευχάριστα
και χαρίζει μερικές ώρες γνήσιας
απόλαυσης.
Ο
(εν πολλοίς άγνωστός μας)
Γκέριτ Μπέκερ είναι ένας αναγνωρισμένος
και σημαντικός καλλιτέχνης, ο οποίος
έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις
τόσο στον λογοτεχνικό χώρο (πεζογραφία
και ποίηση), όσο και στη
ζωγραφική με συνεχείς εκθέσεις. Το
“Χρώμα της σκιάς” τιμήθηκε με το βραβείο
Mara Cassens, το
1993. Η εξαιρετική έκδοση
της Περισπωμένης, με τον υπέροχο πίνακα
του καλλιτέχνη στο εξώφυλλο, είχε την
οικονομική υποστήριξη της “Εταιρείας
Φίλων του Συγγραφέα”
“ ΘΑΜΠΩΜΕΝΟΣ
Πάντοτε σαν έβγαινε η μητέρα μου
είτε
ήτανε νωρίς -
είτε
ήτανε αργά -
σάλευαν
οι κουρτίνες
στα
γειτονικά διαμερίσματα
και
τα φώτα έσβηναν
για
να επιστρέψουνε στο βλέμμα
να
συνεχίσει να την ατενίζει
στον
δρόμο.
Να,
εκεί, περνάει -
Μυστικοτηρητής
κι εγώ
στα
κρυφά τη χαζεύω
θαμπωμένος,
κι
αφότου ακόμη περάσει -
την
όμορφη, τη ζωηρή μελαχρινή -
πως
τα μαλλιά της στο διάβα τινάζει
ή
το πόδι προτάσσει -
σαν
διάφανο νερό που γλείφει βότσαλα λευκά.
Κι
εμείς ακόμη, της οικογένειας, τη χαζεύαμε
να περνά -
ψιθυρίζοντας:
Κοιτάξτε
-
νά
τη! Περνά - “
Βαθμολογία:
79/100
Δημοσίευση σχολίου