Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2020 | Permalink
"Οι ακρωτηριασμένοι"

 

Ο Τσέχος Hermann Ungar (1893, Boscovice – 1929, Πράγα) είναι μια ιδιότυπη περίπτωση ελάσσονα συγγραφέα του Μεσοπολέμου, που στο όνομά του δεν πρόκειται να σταθεί ιδιαίτερα ο ιστορικός της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ίσως κι ο υποτιμημένος Robert Walser (άλλος ένας σημαντικός συγγραφέας αυτής της περιόδου). Ο Ούνγκαρ ήταν εβραϊκής καταγωγής, από εύπορη οικογένεια που έγραφε στα γερμανικά και ο σύντομος θάνατός του σε ηλικία μόλις 36 ετών από περιτονίτιδα, στέρησε το λογοτεχνικό σύμπαν από έναν συγγραφέα που σίγουρα θα πρόσφερε πολλά. Έχοντας «πέσει πάνω» σε ιερά τέρατα της εποχής (Φραντς Κάφκα, Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ, Ρόμπερτ Μούζιλ και άλλους) ξεχάστηκε γρήγορα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε (και δεν είναι) ένας πολύ σημαντικός δημιουργός που προκάλεσε πολλές συζητήσεις την εποχή του για τα βιβλία του. Μόνο δύο μυθιστορήματα πρόλαβε να γράψει ο Ούνγκαρ, τους «ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΥΣ» το 1923 και την «ΤΑΞΗ» το 1927, ενώ είχε εμφανιστεί στη λογοτεχνική σκηνή με μια συλλογή διηγημάτων το 1920 και κάποια διηγήματά του εκδόθηκαν μετά θάνατο. Είχε γράψει επίσης και δύο θεατρικά έργα και ένα δοκίμιο.
 
Με το έργο του Ungar, είχα έρθει σε επαφή πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νεφέλη «Η Τάξη» σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, ένα πολύ εντυπωσιακό μεταφορικό μυθιστόρημα για την εξουσία και την παράνοια, που είναι μάλλον εξαντλημένο. Την χρονιά που φεύγει, είχαμε την πολύ ωραία έκδοση από τις εκδόσεις Ροές, του πρώτου (χρονολογικά) μυθιστορήματος του Hermann Ungar, με τίτλο «ΟΙ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΙ» («Die Verstummelten»), σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα και (ωραίο) επίμετρο της Πελ. Τσινάρη (σελ. 255), ενός βιβλίου που γνώρισε στον περισσότερο κόσμο (και σε νέες γενιές αναγνωστών) τον συγγραφέα, προκαλώντας ενδιαφέρον και για την «Τάξη» (που είναι το πιο γνωστό βιβλίο του).
 


«Οι Ακρωτηριασμένοι», είναι ένα έξοχο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, που έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο Φραντς Πόλτσερ, ένας άχρωμος και αδιάφορος υπάλληλος τραπέζης που περνάει απαρατήρητος και κανείς δεν αναρωτιέται ποτέ γι’ αυτόν. Ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα, τα δεκαεπτά χρόνια που δουλεύει στην τράπεζα, στο ίδιο πόστο, την ίδια διαδρομή, τις ίδιες ώρες ύπνου, τις ίδιες βόλτες τις Κυριακές που δεν εργάζεται.
 
Μεγαλωμένος σε μια καταπιεστική οικογένεια, με πολύ ξύλο από τον πατέρα του που μάλλον διατηρούσε ερωτική σχέση με την ίδια του την αδερφή, η οποία είχε έρθει να μείνει μαζί τους μετά τον θάνατο της μητέρας του Φραντς, ο ήρωας φοβάται τα πάντα, τον εξωτερικό κόσμο, τις γυναίκες, την οποιαδήποτε αλλαγή στη ρουτίνα του. Στο μυαλό του έχει μόνο πώς θα διατηρηθεί η τάξη των πάντων και πως θα αποφύγει τις ανατροπές στη ζωή του.
 
Ο μοναδικός του φίλος ήταν ο Εβραίος Καρλ Φάντα, γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας, που ο πατέρας του είχε βοηθήσει τον Φραντς να βρει τη θέση στην τράπεζα που δούλευε. Ο Καρλ ήταν παντρεμένος και είχε έναν γιο, αλλά μια άγνωστη και οδυνηρή ασθένεια τον είχε καθηλώσει στην αναπηρική καρέκλα, ακρωτηριασμένο – από το σώμα του είχαν απομείνει μόνο ο κορμός και το ένα χέρι. Καθηλωμένος ο Καρλ ζηλεύει αφόρητα την σύζυγό του και ζει απομονωμένος με τους εφιάλτες του σε ένα δωμάτιο.
 
«Ο πατέρας του τον έδερνε συχνά, ενώ η θεία τον κρατούσε ακίνητο. Όποτε ο Πόλτσερ τύχαινε να τον ονειρευτεί τη νύχτα, ένιωθε απέραντο τρόμο στη θέα των λεκιασμένων ρούχων του και του κατακόκκινου, ανέκφραστου προσώπου του, πίσω από το οποίο έστεκε η θεία που τον παρακινούσε να τον χτυπήσει και να τον βασανίσει. Μα το επόμενο πρωί, όταν συναντούσε τον πατέρα του, ο Πόλτσερ ευχόταν κρυφά να τον ξαναχτυπήσει. Ήθελε να δει το όνειρό του να ζωντανεύει, και μαζί μ’ αυτό να ζωντανέψει και το μίσος για τον πατέρα, καθώς εκείνος θα ανεβοκατέβαζε τις δυνατές γροθιές στην πλάτη του γιου. Καταλάβαινε βέβαια την ίδια στιγμή ότι είχε πια μεγαλώσει, ωστόσο ήξερε πως ήταν πιο αδύναμος, πολύ πιο αδύναμος από τον πατέρα του.»
 


Ο Φραντς Πόλτσερ, νοικιάζει για χρόνια ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας χήρας, της κυρίας Κλάρας Πόργκες. Κάποια στιγμή, θα υποκύψει στην πολιορκία αυτής της σεξουαλικά αχόρταγης γυναίκας, η οποία θα τον αναγκάσει να αλλάξει τους ρυθμούς του, να πηγαίνει μαζί του στο καφέ που σύχναζε για χρόνια μόνος παρατηρώντας τους άλλους, να τον συνοδεύει στους προγραμματισμένους περιπάτους του, να την συστήσει στον Καρλ και στην οικογένειά του. Ο Καρλ μπορεί να κυριεύεται από σεξουαλικές φαντασιώσεις και να κάνει σκηνές ζηλοτυπίας στη σύζυγό του, θα χρειαστεί όμως και νοσοκομειακή φροντίδα, την οποία θα του παρέχει, ένας σωματώδης τύπος, πρώην κρεοπώλης, τελείως ψυχάκιας με την θρησκεία, που κουβαλάει πάντα πάνω του ένα τεράστιο μαχαίρι με το οποίο έσφαζε τα κρέατα όταν δούλευε στο χασάπικό του, ενώ συνηθίζει να φοράει την αιματοβαμμένη ποδιά του, όταν επιδίδεται στις θρησκευτικές του συνήθειες.
 
Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, και ο παρανοϊκός πλέον Καρλ, μετακομίζει στη πανσιόν της Κλάρας Πόργκες νοικιάζοντας ένα δωμάτιο, όπου διαμένει με τον πάντα άυπνο και σε διαρκή εγρήγορση χασάπη/νοσοκόμο του, ενώ ο Φραντς Πόλτσερ που προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα μεταξύ του φίλου του και της συζύγου του που την υποψιάζεται για τα πάντα, βλέπει την ξεσαλωμένη χήρα να του κάνει τη ζωή κόλαση, απαιτώντας όλο και περισσότερο σεξ σε αντάλλαγμα για τη διαμονή του. Ο κλοιός στενεύει και γίνεται περισσότερο ασφυκτικός, ενώ η τάξη στη ζωή του ήρωα έχει διασαλευτεί τελείως με απρόβλεπτες συνέπειες.
 
«Η τάξη έχει διασαλευτεί, σκέφτηκε. Καθόταν στο παγκάκι και κοιτούσε το πλατύ ποτάμι. Πρέπει να αποκατασταθεί η τάξη για να μην γκρεμιστούν τα πάντα. Δεν είναι δεισιδαιμονία αυτό, όπως λέει ο Καρλ. Μπορεί όμως να είναι φόβος Θεού. Επειδή ο Θεός είναι γαλήνη, βεβαιότητα και τάξη.»
 
Γραμμένο με ψυχρό και αποστασιοποιημένο ύφος, το μυθιστόρημα του Ούνγκαρ, μεταφέρει την εφιαλτική και ζοφερή ατμόσφαιρα σήψης και παρακμής του ήρωά του, σε αυτήν την κάθοδο προς την κόλαση. Ο Φραντς Πόλτσερ είναι ένας ουσιαστικά ακρωτηριασμένος ως προς τα συναισθήματα και τον εσωτερικό του κόσμο άνθρωπος, που μέσα του κυριαρχεί ο Φόβος ενώ ο αδερφικός του φίλος, ο Καρλ Φάντα είναι ένας τυπικά και ουσιαστικά ακρωτηριασμένος άνθρωπος, που βυθίζεται στην παράνοια παρασύροντας όποιον έχει δίπλα του σε αυτήν. Γύρω και δίπλα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους που είναι ουσιαστικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επικρατεί το πανηγύρι των τρελών, ένα «freak show», μια παράλογη κατάσταση, ανθρώπων αριβιστών και κομπιναδόρων, εκμεταλλευτών και μοχθηρών. Και όλα αυτά σε ένα ήρεμο σκηνικό μιας άχρωμης και απρόσωπης πόλης που οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς αλλαγή.
 
Η βία μεταξύ των χαρακτήρων του μυθιστορήματος, είναι διάχυτη στο βιβλίο και κλιμακώνεται αργά αλλά σταθερά, για να φτάσουμε σε ένα διφορούμενο και συγκλονιστικό φινάλε που αφήνει τα πάντα ανοιχτά και τον αναγνώστη άφωνο. Ο συγγραφέας περιγράφει χωρίς συναισθηματισμό τις περιπέτειες του ήρωά του, την αυτοκαταστροφή του και τον ξεπεσμό του. Μεταπολεμικά τραύματα και μαύρα χρώματα κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Είναι πλεονασμός να περιγράψουμε την ατμόσφαιρα του βιβλίου ως «Καφκική» - αυτό φαίνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες και ο ζόφος απλώνεται όσο προχωράμε στην ανάγνωση του.
 
Υπέροχο μυθιστόρημα, με μια ιδιαίτερη δύναμη το «Οι Ακρωτηριασμένοι», είναι ένα από τα πιο δυνατά βιβλία που διάβασα τη χρονιά που φεύγει. Είναι ένα βιβλίο που έλκει και απωθεί, γοητεύεσαι και αηδιάζεις ταυτόχρονα. Ίσως γι’ αυτό εκφράστηκαν τόσο βίαια απέναντί του, μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Τόμας Μαν «ένα φρικτό βιβλίο, μια σεξουαλική κόλαση γεμάτη βρομιά» κλπ και ο Στέφαν Τσβάιχ που έγραψε πως ο συγγραφέας έχει «μια φριχτή προτίμηση για τη δυσωδία, τα μιάσματα της ψυχής , για πνιγηρές λουσμένες στον ιδρώτα, βρόμικες καταστάσεις» κλπ. Ο χρόνος όμως είναι σύμμαχος αυτού του πολύτιμου βιβλίου που πρέπει να διαβαστεί από όποιον ενδιαφέρεται για την καλή λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home