Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020 | Permalink
Δύο δυστοπικές νουβέλες ("Θάλασσα" και "Γυμνός")
 Δύο έξοχες νουβέλες, δύο βιβλία από τα καλύτερα της εγχώριας παραγωγής παρουσιάζονται σήμερα στο blog. Δύο δυστοπίες διαφορετικού ύφους, από συγγραφείς που με κάθε καινούργια τους δουλειά έχουν να πουν πολλά και να μας προσφέρουν μοναδικές λογοτεχνικές στιγμές. «Η ΘΑΛΑΣΣΑ» του Μιχάλη Μακρόπουλου (Αθήνα, 1965) – (εκδ. Κίχλη, σελ.73), έρχεται να συμπληρώσει αριστοτεχνικά, το έξοχο περσινό του βιβλίο «ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ», και ο «ΓΥΜΝΟΣ» του Χρήστου Χρηστίδη (Αθήνα, 1953) – (εκδ. Εντευκτηρίου, σελ. 153), που κάνει νέα δυναμική εμφάνιση μετά το εντυπωσιακό «ΑΝΑΠΟΔΟΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ», με ένα τελείως διαφορετικό βιβλίο.
Ας τα δούμε αναλυτικότερα, τονίζοντας το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της εξαίρετης καλλιτεχνικής δουλειάς των δύο εκδοτικών οίκων (Κίχλη και Εντευκτήριο).
 


Στην υπέροχη «Θάλασσα» του Μιχάλη Μακρόπουλου, ο χρόνος είναι άχρονος. Η οικολογική καταστροφή έχει συντελεστεί. Οι πάγοι έχουν λιώσει και ένας αρχαίος μετεωρίτης έχει φανερωθεί, σκορπώντας έναν θανατηφόρο ιό στη γη. Τα πάντα έχουν ερημώσει και οι μόνοι επιζώντες είναι όσοι έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό, την μετάλλαξη μιας σειράς γονιδίων. Οι επιζώντες ζουν υπό την γη σε υπόγειες πόλεις και δεν βγαίνουν καθόλου στην επιφάνειά της.
 
«Μια σκηνή από μια ταινία που είδα μού θύμισε πάλι τον πατέρα μου. Αντίθετα από τη μητέρα μου, που στο μυαλό μου την είχα σαν κάτι στέρεο, με περίγραμμα τόσο καθαρό ώστε, εκτός από την ίδια, δύσκολα χωρούσε μέσα του η εικόνα άλλης γυναίκας, ο πατέρας μου μπορούσε να παίρνει στη μνήμη μου τη μορφή άλλων αντρών που του ‘μοιαζαν ή κάτι πάνω τους μού τον θύμιζε. Ο πατέρας είχε μεταμορφωθεί με τα χρόνια σε ιδέα, ενώ η μητέρα παρέμενε πρόσωπο.»

 
Η ηρωίδα του βιβλίου είναι μια κοπέλα που ζούσε με τους γονείς της σε ένα απομακρυσμένο χωριό και είναι «υποχρεωμένη» να τους εγκαταλείψει για να επιβιώσει. Εκείνοι είναι προορισμένοι να πεθάνουν, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του μικρού χωριού που ζουν. Όταν συμβαίνει αυτό, είναι δέκα χρονών, ακούει για την θάλασσα αλλά δεν την έχει δει ποτέ – παρά μόνο μια υπόσχεση του πατέρα, που έμεινε ανεκπλήρωτη. Είκοσι χρόνια μετά, οι μνήμες παραμένουν και επανέρχονται διαρκώς. Η ζωή στην υπόγεια πόλη κυλάει με ασφάλεια αλλά μονότονα, και η νοσταλγία για έναν κόσμο που χάθηκε, για μια οικογένεια που αναρωτιέται πως ήταν άραγε οι τελευταίες της στιγμές, επιμένει να βασανίζει το μυαλό της. Αποφασίζει με την βοήθεια μιας φίλης της να «ανέβουν» στην επιφάνεια της γης. Προορισμός: η θάλασσα που ποτέ δεν γνώρισε, και το χωριό που εγκατέλειψε.
 
Ο όρος «δυστοπία», ίσως είναι αδύνατο να περιγράψει τα συναισθήματα που καταλαμβάνουν τον αναγνώστη καθώς διατρέχει τις σελίδες, αυτής της λυρικής και ελεγειακής νουβέλας. Οι αβάσταχτες λεπτομέρειες της μνήμης, με πράγματα ή γεγονότα φαινομενικά ασήμαντα που παραμένουν ζωντανά στο μυαλό της ηρωίδας, η ενηλικίωση – διότι το βιβλίο είναι και ένα «μυθιστόρημα ενηλικίωσης» -η δύναμη για ζωή, η αναζήτηση του εαυτού πάνω απ’ όλα, η επιμονή, η απόλυτη καταστροφή αλλά και η (αναπόφευκτη – μετά από κάθε καταστροφή) αναγέννηση που έρχεται,  είναι τα στοιχεία που καθορίζουν αυτό το μικρό αλλά πολύτιμο βιβλίο.
 


«Εκείνες τις μέρες, που το νερό ανέβαινε ολοένα, καθόμασταν κάθε βράδυ και βλέπαμε τις εικόνες στην τηλεόραση. Ήταν λίγο ως πολύ ίδιες, καθώς η μονοτονία της θάλασσας σκέπαζε όλο και μεγαλύτερες περιοχές και χανόταν ό,τι ξεχώριζε για τους ανθρώπους το ένα σημείο της γης από τ’ άλλο. Κι άλλες εικόνες, πάλι, ήταν μαζί παράλογες και συγκινητικές. Σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό που είχε εγκαταλειφθεί, ένας γέρος αρνήθηκε ν’ αφήσει το σπίτι του κι ας είχε βυθιστεί το μισό. Τώρα, άμα άνοιγε το παράθυρό του στον πάνω όροφο, βρισκόταν τριάντα εκατοστά πάνω από το νερό▪ έτσι, έδενε μια μικρή βάρκα στο στήριγμα του παντζουριού. Για να προμηθεύεται τα χρειώδη, κατέβαινε απ’ το περβάζι στη βάρκα του και πήγαινε ως εκεί που ήταν τώρα ή ακροθαλασσιά.»
 
Όπως και στο εκπληκτικό «Μαύρο νερό», η ατμόσφαιρα από τις ταινίες του Ταρκόφσκι, κατακλύζει την «Θάλασσα» - μόνο που εδώ έχουμε το θηλυκό στοιχείο να πρωταγωνιστεί. Εικόνες έντονες και (με το χαρακτηριστικό ύφος του συγγραφέα) ολοζώντανες περνάνε από τα μάτια του αναγνώστη, σιωπές που υπονοούνται, λιτός και υπαινικτικός λόγος (εδώ, διαφαίνεται η επιρροή από τις μεταφράσεις των Αγγλοσαξώνων συγγραφέων, με τις οποίες ασχολείται με μεγάλη ικανότητα ο συγγραφέας), και τα σύμβολα που τοποθετούνται στο βιβλίο ως μέρη μιας τεράστιας ταπετσαρίας, συνθέτουν μια νουβέλα μεγάλης αξίας.
 
Δυστοπία έχουμε και στην θαυμάσια νουβέλα του Χρήστου Χρηστίδη «Γυμνός». Εδώ όμως μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό, θεματικά αλλά και  υφολογικά. Δύο άνδρες, αναγκάζονται λόγω της υποχρεωτικής στάσης του αεροπλάνου που επέβαιναν, να αποβιβαστούν στο αεροδρόμιο μιας άγνωστης χώρας. Ο ένας – ο πρωταγωνιστής της ιστορίας - είναι μεσήλικας (;) που συνοδεύει τον άλλον, έναν ηλικιωμένο με εμφανή προβλήματα υγείας που αναγκάζεται να χρησιμοποιεί αναπηρικό καροτσάκι. Ποια είναι η σχέση των δύο ανθρώπων; Και σε τι χρησιμεύει το πιστόλι που υπάρχει στις αποσκευές του μεσήλικα, οι οποίες χάνονται μόλις αποβιβάζονται σε αυτή την παράξενη πόλη;
 


Οι δύο άνδρες σύντομα διαπιστώνουν, ότι όλα λειτουργούν διαφορετικά εδώ. Συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου το μυαλό τους και οι αισθήσεις τους δοκιμάζονται διαρκώς. Τα ξενοδοχεία δεν λειτουργούν, ούτε οι υπηρεσίες του αεροδρομίου ή της πόλης, ρολόγια δεν υπάρχουν, στα εστιατόρια είτε έχει τελειώσει το φαγητό, είτε δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, ενώ αστυνομία δεν  υπάρχει και όποιος θέλει ενδύεται και παριστάνει το όργανο της τάξης. Αντικρουόμενες πληροφορίες, άνθρωποι περίεργοι που παραπέμπουν σε άλλους ανθρώπους για απαντήσεις (ακόμα και τις πιο απλές – που μπορούμε να μείνουμε; Πουθενά!, πότε μπορούμε να φύγουμε από εδώ; Ποτέ!), είναι εγκλωβισμένοι σε ένα τόπο και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς. Στην αρχή του βιβλίου, στον αναγνώστη υπάρχει η αίσθηση από τον στίχο του τραγουδιού των Eagles, «Hotel California», «You can check out any time you like, but you can never leave»…
 
«Συνέχισε να περιπλανιέται σε μια πόλη που δεν ήξερε αν τον έδιωχνε μακριά της ή αν προσπαθούσε να τον κρατήσει για πάντα μέσα της.
Προχωρούσε και είχε την αίσθηση πως τα κτίρια έκλειναν γύρω του σαν τσιμεντένιες σαγόνες, την ώρα που στο μυαλό του στριμώχνονταν και πάλι άγριες εικόνες:
Βλέπει ότι βαδίζει αφηρημένος σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Αίφνης, συνειδητοποιεί ότι όλοι όσοι διασταυρώνονται μαζί του στρέφουν το κεφάλι και τον κοιτάζουν με διάπλατα μάτια. Απορεί. Δεν θυμάται να είναι άρρωστος, να έχει κάποια παραμόρφωση. Κοντοστέκεται σε μια βιτρίνα. Κοιτάζει το τζάμι. Ανακαλύπτει ότι κυκλοφορεί ολόγυμνος στην πόλη…
Βλέπει ότι βγαίνει από το σπίτι. Πρωί χωρίς ήλιο, ούτε όμως και σύννεφα. Η πόλη είναι βουτηγμένη σε χλωμό φως. Μπαίνει σε ένα έρημο, αδιέξοδο στενό. Ξαφνικά, από τους τοίχους τριγύρω αρχίζουν να αποκολλώνται ανθρώπινες μορφές. Τον πλησιάζουν και έκπληκτος ανακαλύπτει ότι πρόκειται για σωσίες του. Ανοίγει το βήμα. Τον ακολουθούν κατά πόδας. Αρχίζει να τρέχει. Αισθάνεται τα χνότα τους στον σβέρκο του. Ο δρόμος τελειώνει…
Όλες αυτές οι εικόνες περιστρέφονται στο μυαλό του άναρχες, ασύνδετες, κοντινές και συγχρόνως απόμακρες, δημιουργώντας του το δίλημμα αν πρόκειται για δικούς του εφιάλτες ή μήπως είναι μνήμες σε ξένο σώμα.»
 
Η επικοινωνία μοιάζει αδύνατη σε αυτό το καθεστώς παραλόγου, των ασυνάρτητων απαντήσεων και των ιδιόρρυθμων ανθρώπων που συναντάει αυτό το αταίριαστο εκ πρώτης εμφάνισης δίδυμο. Σύντομα όμως, τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις, καθώς ο γηραιός άρρωστος, ακούγοντας τις ιστορίες των κατοίκων τις συνδυάζει με δικές του μνήμες από το παρελθόν και καθώς το τέλος του έρχεται πιο κοντά, αυτές (οι μνήμες) γίνονται ακόμα εντονότερες.
 
Η ατμόσφαιρα στη πόλη είναι θολή, σαν ομίχλη και οι άνθρωποι κινούνται σαν σκιές. Στον δρόμο τους κάποια στιγμή συναντούν έναν σκηνοθέτη που τούς λέει ότι όλη η πόλη αποτελεί το σκηνικό μιας ταινίας εν εξελίξει, ενώ σε κάποια άλλη συνάντηση, ένας άνθρωπος τούς εξομολογείται ότι «είμαστε όλοι νεκροί». Ο χώρος και ο χρόνος ανατρέπεται διαρκώς, οι μνήμες επανέρχονται και ο αναγνώστης αναρωτιέται, ποια η σχέση μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων ή μήπως δεν είναι δύο, αλλά ουσιαστικά ένας…
 


Σαγηνευτική νουβέλα, που καλεί τον αναγνώστη να αφεθεί στην ροή, στον ρυθμό της. Μικρά κεφάλαια που λειτουργούν και ως ανεξάρτητα μεταξύ τους, παρότι είναι πολύ στενά συνδεδεμένα. Ο Χρηστίδης τολμάει κάτι πολύ διαφορετικό από το έξοχο προηγούμενό του βιβλίο «Ο αναποδογεννημένος» μερικά χρόνια πριν, με μια νουβέλα που κινείται μεταξύ σουρεαλισμού, παραλόγου και δυστοπίας, γεμάτης χιούμορ και φαντασίας, λυρικότητας και μελαγχολίας. Η δύσκολη ισορροπία επιτυγχάνεται με τέτοια απλότητα και καθαρότητα που ξαφνιάζουν, δείχνοντας την γερή σκευή του συγγραφέα, που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ένα είδος που σπανίζει στην εγχώρια λογοτεχνία.
 
«-Όταν ήσουν μικρός, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
-Να ξεφύγω από τους εφιάλτες μου. Δεν με ενδιέφερε κανένα επάγγελμα, καμιά ασχολία.»
 
Ο θάνατος και η παρακμή, το αναπόφευκτο τέλος της ζωής κυριαρχούν ως έννοιες σε αυτή την υπέροχη νουβέλα. Επιρροές από το αριστουργηματικό «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο, από Καχτίτση και Γονατά, πολύς Μπέκετ around,  δεξιοτεχνία στη γλώσσα, προσοχή στις λεπτομέρειες, θεατρικότητα στην αφήγηση και οι Μπορχεσικοί καθρέφτες να πρωταγωνιστούν σε πολλές σκηνές (κάτι που γινόταν και στον «Αναποδογεννημένο»), είναι εμφανείς στον «Γυμνό», ένα βιβλίο που σίγουρα αξίζει να διαβαστεί δυο και τρεις φορές, για να μπεις στο κλίμα και στον ρυθμό του.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 83 /100


 
 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home