Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2021 | Permalink
Ένα μυθιστόρημα για την Παρισινή Κομμούνα ("Στον ίσκιο της πυρκαγιάς")
«Ξέρει
(…), ότι κάποιες μελλοντικές γενιές θα μάθουν ίσως ότι υπήρξε για δύο μήνες στο
Παρίσι, την άνοιξη του 1871, μια ελπίδα τόσο ωραία, που κάποιοι άνθρωποι ήταν
έτοιμοι να πεθάνουν για να την υπερασπιστούν.»
Περισσότερο ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία νουάρ, παρά το αντίθετο, είναι το τελευταίο βιβλίο του εξαίρετου Γάλλου συγγραφέα Herve Le Corre (1955, Bordeaux), με τίτλο «ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ» («Dans l’ ombre du brasier») – (Εκδόσεις του 21ου, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ. 517). Ένα μυθιστόρημα που αντίθετα από τα προηγούμενά του, που εκτυλίσσονται στην περιοχή του Μπορντώ, (γενέθλιας πόλης του συγγραφέα) και έχουν αστυνομική υφή με έντονο κοινωνικό σχόλιο, το συγκεκριμένο εστιάζει στις ημέρες της Κομμούνας του Παρισιού, δίνοντας έμφαση στους αγώνες των Κομμουνάρων, χρησιμοποιώντας την αστυνομική ιστορία που συνοδεύει την δράση, περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως επίκεντρο της μυθοπλασίας.
Ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται στην (και για την) Παρισινή Κομμούνα λοιπόν. Πόσα όμως γνωρίζουμε γι’ αυτό το σημαντικό γεγονός, εκτός από κάποια γενικά στοιχεία; Διαβάζοντας το βιβλίο, και παρά τις καλές ιστορικές μου γνώσεις, έπιασα τον εαυτό μου «αδιάβαστο» σε πολλά σημεία – ένα παράδειγμα είναι, ότι πίστευα πώς, διήρκεσε περισσότερο καιρό κι όχι μόνο 72 ημέρες! Η ιστορία της Κομμούνας έχει σχεδόν λησμονηθεί πλέον, μια ιστορία δραματική όσο και υπέροχη, που άφησε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες ή και χιλιάδες εκτοπισμένους στις εξορίες, και που η επίδρασή της στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν τεράστια.
Προτού αναλύσουμε το βιβλίο του Le Corre, είναι απαραίτητη μια συνοπτική περιγραφή των γεγονότων, όχι μόνο γι’ αυτούς που αγνοούν την ιστορία, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που έχουν μια πολύ γενική γνώση αυτής.
Η Κομμούνα του Παρισιού, ήταν η επαναστατική κυβέρνηση, που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι, μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και διήρκεσε για λίγο παραπάνω από δύο μήνες, από το τέλος Μαρτίου 1871 έως το τέλος Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (1870-1871 όπου η Γαλλία συνετρίβη), το Παρίσι βρισκόταν ουσιαστικά υπό Πρωσική (Γερμανική) κατοχή, κάτι που δεν μπορούσαν να δεχτούν οι κάτοικοι της πόλης (που ήταν ήδη πάνω από τους μισούς βιομηχανικοί εργάτες), οι οποίοι είχαν αντέξει την πολιορκία της πόλης για έξι μήνες. Ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τιέρ (Θιέρσιος) είχε διατάξει την Εθνοφρουρά να παραδώσει τα όπλα, φοβούμενος μια εργατική εξέγερση. Διέταξε τον στρατό να εισβάλλει στην πόλη και να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, οι διοικητές της όμως αρνήθηκαν και ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες. Η νέα δημοτική αρχή του Παρισιού με πρόεδρο τον Ογκίστ Μπλανκί (που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση), στο τέλος Μαρτίου, ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα, αντικαθιστώντας την Εθνοφυλακή με την Πολιτοφυλακή, αποτελούμενη από τους Πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν.
Από τις 2 Απριλίου, το (ουσιαστικά αυτόνομο) Παρίσι βομβαρδιζόταν ανελέητα από τις κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη των Πρώσων, ενώ όποιος συλλαμβάνονταν εκτελείτο χωρίς δίκη. Ο στρατός εισέβαλλε στην πόλη, παραβιάζοντας το τείχος στις 21 Μαΐου, αλλά οι ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού, αντιστέκονταν ακόμα και ακολούθησε μια πραγματική σφαγή, που έμεινε στην ιστορία ως η «ματωμένη εβδομάδα» («La semaine sanglante») με τις απώλειες να ανέρχονται στον αριθμό των 30.000 ανθρώπων (αντίστοιχα οι κυβερνητικοί που πέθαναν ήταν περίπου 1.000).
Η
Κομμούνα στο βραχύ διάστημα που κυβέρνησε, προχώρησε στον χωρισμό Κράτους και
Εκκλησίας, καθιέρωσε την δωρεάν Παιδεία, εξίσωσε τους μισθούς και πάγωσε τα
ενοίκια. Το Παρίσι γνώρισε μεγάλες καταστροφές λόγω των συνεχόμενων
βομβαρδισμών και βίωσε έναν πραγματικό Εμφύλιο πόλεμο με ανυπολόγιστες
συνέπειες.
«Ξέρει ότι ανήκει σε άλλο είδος, και ίσως σε άλλη εποχή. Έχει μερικές φορές την εντύπωση ότι ανήκει σ’ ένα μέλλον που το φαντάζεται χλιδάτο και βάρβαρο, γεμάτο μοντέρνες βαρβαρότητες και απάνθρωπες προόδους. Όλα θ’ αλλάξουν, εκτός από τον άνθρωπο που θα παραμείνει δουλικός, χυδαίος, υποταγμένος, γεμάτος μίσος, έτοιμος για ομαδικό κυνήγι ή για αγελαία φυγή. Που θα του αξίζει μόνο η περιφρόνηση κι η τιμωρία. Το αίμα και τα δάκρυα.»
Ο Le Corre εστιάζει την δράση του μυθιστορήματός του, στις 10 τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Με τις βόμβες να πέφτουν στα τυφλά, και τους πολιτοφύλακες να βρίσκονται διαρκώς στα χαρακώματα, ή, σε μάχες εκ του συστάδην με τους στρατιώτες των Βερσαλιών, η κατάσταση στο Παρίσι είναι χαώδης και ασφυκτική.
Τρεις
άνθρωποι που αγωνίζονται για την Κομμούνα αλλά και για την επιβίωσή τους, είναι
οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Αντουάν Ροκ, ένας βιβλιοδέτης, που του έχει
ανατεθεί το πόστο του Επιτρόπου για την Ασφάλεια, ως ο «πιο συνετός και
γνωστικός» - μια ειρωνεία της τύχης γι’ αυτόν που ανέκαθεν σιχαινόταν τις αστυνομικές
μεθόδους. Τώρα βέβαια, η αποστολή του είναι κυρίως να εντοπίζει κατασκόπους και
πεμπτοφαλαγγίτες των Βερσαλιών που κινούνται μέσα στον όχλο. Και δεν είναι
λίγοι αυτοί, καθώς αρκετοί υποστηρικτές του παλιού καθεστώτος και της Μοναρχίας,
βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο κέντρο του Παρισιού, ανυπομονώντας να λήξει αυτή η
περίοδος της «αναρχίας» (όπως την αποκαλούν). Ο Αντουάν Ροκ βρίσκεται
αντιμέτωπος με μια περίεργη ιστορία εξαφάνισης νεαρών γυναικών, που απάγονται
καθημερινά από τους δρόμους της πόλης, από κάποιους που επιβαίνουν σε μια άμαξα
που εμφανίζεται και εξαφανίζεται γρήγορα στα γεμάτα με κόσμο στενά.
Μια υπόθεση «τράφικινγκ» λοιπόν, όπως είναι ο σύγχρονος όρος. Από την αρχή του βιβλίου παρακολουθούμε, ποιοι είναι οι πρωτεργάτες αυτής της ιστορίας. Ένας φωτογράφος πορνογραφικών ενσταντανέ και ο συνεργός του, αλλά και ο οδηγός της άμαξας (ένας πολύ ενδιαφέρων μυθιστορηματικός χαρακτήρας). Παρασύρουν νεαρά κορίτσια με κάποιο αντίτιμο ή απλά τα απάγουν, τις ποτίζουν με λάβδανο και τις απεικονίζουν σε πρόστυχες πόζες (που προορίζονται για μελλοντική χρήση, «όταν ανοίξει η αγορά») και αργότερα πουλάνε τα ναρκωμένα κορίτσια, σε προαγωγούς με τους οποίους συνεργάζονται και βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης.
Στην ιστορία εμπλέκονται άθελά τους και οι άλλοι δύο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Η νοσοκόμα Καρολίν, που νυχθημερόν φροντίζει τους τραυματίες των μαχών στο νοσοκομείο, είναι μια από τις κοπέλες που για κακή της τύχη, θα αρπάξει η φονική άμαξα, μέρα μεσημέρι από τον δρόμο και θα την φυλακίσουν για «μελλοντική χρήση». Την Καρολίν αναζητάει ο αρραβωνιαστικός της, Νικολά Μπελέκ, ένας από τους πιο συνεπείς και μαχητικούς αγωνιστές, που ηγείται μιας μικρής ομάδας Κομμουνάρων, και μέσα από συμπλοκές και την προσπάθεια να συμβάλλει στην άμυνα της πόλης, διαπιστώνει την εξαφάνισή της και ο αγώνας του αποκτάει πιο προσωπική χροιά.
Γύρω τους, μια πινακοθήκη χαρακτήρων, από τους απλούς και ρομαντικούς αγωνιστές που μάχονται στα χαρακώματα, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο αφοσιωμένοι στην ιδέα της Κομμούνας αλλά όλοι έτοιμοι να θυσιαστούν, μέχρι τους εγκληματίες που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας προβαίνουν σε φρικιαστικές πράξεις. Ο Le Corre περιγράφει με έντονα χρώματα και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια, τα γεγονότα, καθηλώνοντας τον αναγνώστη με την δύναμη του λόγου του.
«Ξέρει πως η εξέγερση θα ηττηθεί, πως αυτή η ανέλπιστη παρένθεση θα κλείσει σε λίγο. Δεν έχει σημασία. Αυτή η πόλη έχει το μοναδικό χάρισμα της εξέγερσης και της επανάστασης. Την καταδίκασαν στην πείνα, τη βομβάρδισαν, την ταπείνωσαν, κι όταν οι σπουδαίοι την πίστευαν πεθαμένη, ορθώθηκε, αντάρτισσα, γενναιόδωρη, προκαλώντας τον παλιό κόσμο και κηρύσσοντας, περ’ από τα πολιορκημένα τείχη της, την κοινή σωτηρία και την οικουμενική δημοκρατία. Ο Ροκ αφήνει να γυρίζουν στη σκέψη του τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλες ιδέες, κι αυτό το καρουζέλ, γρήγορο, νεανικό, του κάνει καλό. Αποκλείεται ν’ αφήσει αυτή την πόλη που κουβαλάει μέσα της όλο αυτό το αύριο, ειδικά αυτή τη στιγμή. Αν το έκανε, θα έμοιαζε μ’ αυτά τα καθάρματα που παρατούν τις γυναίκες τους όταν είναι γκαστρωμένες ή ετοιμόγεννες. Δεν ξέρει τι θα γεννήσει η Κομμούνα. Δεν ξέρει ποια τέκνα θ’ αφήσει στην Ιστορία όταν συντριβεί. Όμως αυτός οφείλει να είν’ εκεί. Με το Παρίσι. Ίσως επειδή μόνο αυτή η πόλη μπορεί να επιτελέσει ένα τέτοιο θαύμα: να δείξει στον εργαζόμενο κόσμο των ταπεινών και των καταπιεσμένων που πρέπει ν’ ακολουθήσουν. Ν’ αφήσει ίσως πίσω της κόκκινα τέκνα που θα κάνουν αυτή την κληρονομιά να καρποφορήσει.»
Εστιάζοντας στην ατμόσφαιρα των ημερών, ο Le Corre, έγραψε ένα ρέκβιεμ για τις τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Το βιβλίο λειτουργεί ως ένας πίνακας που θυμίζει ζωγράφους της εποχής, όπου αναπαρίστανται σε διαφορετικά σημεία του, μάχες, χαρακώματα, άνθρωποι να στήνονται σε έναν τοίχο και να εκτελούνται, μάχες σώμα με σώμα, νεαροί γαβριάδες να περιφέρονται πετώντας πέτρες ή ότι βρουν, άνθρωποι να κατακλύζουν τους δρόμους. Το χάος που επικρατούσε στους δρόμους του Παρισιού περιγράφεται τόσο ζωντανά, που ο αναγνώστης νιώθει ότι βρίσκεται εντός του, ότι συμμετέχει στις μάχες, ιδρώνει και ματώνει με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Μυρίζουμε το μπαρούτι, νιώθουμε το αίμα στα χέρια μας, πονάμε με τους πληγωμένους, ζαλιζόμαστε από την ένταση της ιστορίας. Θίγει την επαναστατική ορμή κάποιων, τον καιροσκοπισμό αρκετών, την αφέλεια των περισσότερων.
Έξοχο ως ιστορικό μυθιστόρημα, μέτριο ως αστυνομικό όμως. Εξαρτάται από την διάθεση του αναγνώστη, πως θα εκτιμήσει αυτό το σαγηνευτικό αλλά ακαθόριστο βιβλίο. Αν τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα, θα «μπει μέσα του», εάν όχι, μάλλον θα το βρει φλύαρο και χαοτικό. Ο Le Corre, αποδίδει φόρο τιμής στους ανώνυμους ανθρώπους που πολέμησαν για αξίες όπως «ισότητα» και «αδελφοσύνη», στους αφελείς ρομαντικούς της Ιστορίας, σε ένα ζοφερό και πολύ σκοτεινό βιβλίο που βαδίζει στα αχνάρια των «Αθλίων» του Ουγκό (χωρίς να φτάνει στο ύψος του), συγκινεί και συναρπάζει αν και δεν βρίσκεται στα επίπεδα των άλλων μυθιστορημάτων του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα.
Βαθμολογία 80 / 100
Υ.Γ. Ωραία και περιεκτικά κείμενα για την Κομμούνα του Παρισιού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ.
Περισσότερο ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία νουάρ, παρά το αντίθετο, είναι το τελευταίο βιβλίο του εξαίρετου Γάλλου συγγραφέα Herve Le Corre (1955, Bordeaux), με τίτλο «ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ» («Dans l’ ombre du brasier») – (Εκδόσεις του 21ου, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ. 517). Ένα μυθιστόρημα που αντίθετα από τα προηγούμενά του, που εκτυλίσσονται στην περιοχή του Μπορντώ, (γενέθλιας πόλης του συγγραφέα) και έχουν αστυνομική υφή με έντονο κοινωνικό σχόλιο, το συγκεκριμένο εστιάζει στις ημέρες της Κομμούνας του Παρισιού, δίνοντας έμφαση στους αγώνες των Κομμουνάρων, χρησιμοποιώντας την αστυνομική ιστορία που συνοδεύει την δράση, περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως επίκεντρο της μυθοπλασίας.
Ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται στην (και για την) Παρισινή Κομμούνα λοιπόν. Πόσα όμως γνωρίζουμε γι’ αυτό το σημαντικό γεγονός, εκτός από κάποια γενικά στοιχεία; Διαβάζοντας το βιβλίο, και παρά τις καλές ιστορικές μου γνώσεις, έπιασα τον εαυτό μου «αδιάβαστο» σε πολλά σημεία – ένα παράδειγμα είναι, ότι πίστευα πώς, διήρκεσε περισσότερο καιρό κι όχι μόνο 72 ημέρες! Η ιστορία της Κομμούνας έχει σχεδόν λησμονηθεί πλέον, μια ιστορία δραματική όσο και υπέροχη, που άφησε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες ή και χιλιάδες εκτοπισμένους στις εξορίες, και που η επίδρασή της στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν τεράστια.
Προτού αναλύσουμε το βιβλίο του Le Corre, είναι απαραίτητη μια συνοπτική περιγραφή των γεγονότων, όχι μόνο γι’ αυτούς που αγνοούν την ιστορία, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που έχουν μια πολύ γενική γνώση αυτής.
Η Κομμούνα του Παρισιού, ήταν η επαναστατική κυβέρνηση, που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι, μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και διήρκεσε για λίγο παραπάνω από δύο μήνες, από το τέλος Μαρτίου 1871 έως το τέλος Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (1870-1871 όπου η Γαλλία συνετρίβη), το Παρίσι βρισκόταν ουσιαστικά υπό Πρωσική (Γερμανική) κατοχή, κάτι που δεν μπορούσαν να δεχτούν οι κάτοικοι της πόλης (που ήταν ήδη πάνω από τους μισούς βιομηχανικοί εργάτες), οι οποίοι είχαν αντέξει την πολιορκία της πόλης για έξι μήνες. Ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τιέρ (Θιέρσιος) είχε διατάξει την Εθνοφρουρά να παραδώσει τα όπλα, φοβούμενος μια εργατική εξέγερση. Διέταξε τον στρατό να εισβάλλει στην πόλη και να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, οι διοικητές της όμως αρνήθηκαν και ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες. Η νέα δημοτική αρχή του Παρισιού με πρόεδρο τον Ογκίστ Μπλανκί (που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση), στο τέλος Μαρτίου, ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα, αντικαθιστώντας την Εθνοφυλακή με την Πολιτοφυλακή, αποτελούμενη από τους Πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν.
Από τις 2 Απριλίου, το (ουσιαστικά αυτόνομο) Παρίσι βομβαρδιζόταν ανελέητα από τις κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη των Πρώσων, ενώ όποιος συλλαμβάνονταν εκτελείτο χωρίς δίκη. Ο στρατός εισέβαλλε στην πόλη, παραβιάζοντας το τείχος στις 21 Μαΐου, αλλά οι ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού, αντιστέκονταν ακόμα και ακολούθησε μια πραγματική σφαγή, που έμεινε στην ιστορία ως η «ματωμένη εβδομάδα» («La semaine sanglante») με τις απώλειες να ανέρχονται στον αριθμό των 30.000 ανθρώπων (αντίστοιχα οι κυβερνητικοί που πέθαναν ήταν περίπου 1.000).
«Ξέρει ότι ανήκει σε άλλο είδος, και ίσως σε άλλη εποχή. Έχει μερικές φορές την εντύπωση ότι ανήκει σ’ ένα μέλλον που το φαντάζεται χλιδάτο και βάρβαρο, γεμάτο μοντέρνες βαρβαρότητες και απάνθρωπες προόδους. Όλα θ’ αλλάξουν, εκτός από τον άνθρωπο που θα παραμείνει δουλικός, χυδαίος, υποταγμένος, γεμάτος μίσος, έτοιμος για ομαδικό κυνήγι ή για αγελαία φυγή. Που θα του αξίζει μόνο η περιφρόνηση κι η τιμωρία. Το αίμα και τα δάκρυα.»
Ο Le Corre εστιάζει την δράση του μυθιστορήματός του, στις 10 τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Με τις βόμβες να πέφτουν στα τυφλά, και τους πολιτοφύλακες να βρίσκονται διαρκώς στα χαρακώματα, ή, σε μάχες εκ του συστάδην με τους στρατιώτες των Βερσαλιών, η κατάσταση στο Παρίσι είναι χαώδης και ασφυκτική.
Μια υπόθεση «τράφικινγκ» λοιπόν, όπως είναι ο σύγχρονος όρος. Από την αρχή του βιβλίου παρακολουθούμε, ποιοι είναι οι πρωτεργάτες αυτής της ιστορίας. Ένας φωτογράφος πορνογραφικών ενσταντανέ και ο συνεργός του, αλλά και ο οδηγός της άμαξας (ένας πολύ ενδιαφέρων μυθιστορηματικός χαρακτήρας). Παρασύρουν νεαρά κορίτσια με κάποιο αντίτιμο ή απλά τα απάγουν, τις ποτίζουν με λάβδανο και τις απεικονίζουν σε πρόστυχες πόζες (που προορίζονται για μελλοντική χρήση, «όταν ανοίξει η αγορά») και αργότερα πουλάνε τα ναρκωμένα κορίτσια, σε προαγωγούς με τους οποίους συνεργάζονται και βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης.
Στην ιστορία εμπλέκονται άθελά τους και οι άλλοι δύο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Η νοσοκόμα Καρολίν, που νυχθημερόν φροντίζει τους τραυματίες των μαχών στο νοσοκομείο, είναι μια από τις κοπέλες που για κακή της τύχη, θα αρπάξει η φονική άμαξα, μέρα μεσημέρι από τον δρόμο και θα την φυλακίσουν για «μελλοντική χρήση». Την Καρολίν αναζητάει ο αρραβωνιαστικός της, Νικολά Μπελέκ, ένας από τους πιο συνεπείς και μαχητικούς αγωνιστές, που ηγείται μιας μικρής ομάδας Κομμουνάρων, και μέσα από συμπλοκές και την προσπάθεια να συμβάλλει στην άμυνα της πόλης, διαπιστώνει την εξαφάνισή της και ο αγώνας του αποκτάει πιο προσωπική χροιά.
Γύρω τους, μια πινακοθήκη χαρακτήρων, από τους απλούς και ρομαντικούς αγωνιστές που μάχονται στα χαρακώματα, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο αφοσιωμένοι στην ιδέα της Κομμούνας αλλά όλοι έτοιμοι να θυσιαστούν, μέχρι τους εγκληματίες που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας προβαίνουν σε φρικιαστικές πράξεις. Ο Le Corre περιγράφει με έντονα χρώματα και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια, τα γεγονότα, καθηλώνοντας τον αναγνώστη με την δύναμη του λόγου του.
«Ξέρει πως η εξέγερση θα ηττηθεί, πως αυτή η ανέλπιστη παρένθεση θα κλείσει σε λίγο. Δεν έχει σημασία. Αυτή η πόλη έχει το μοναδικό χάρισμα της εξέγερσης και της επανάστασης. Την καταδίκασαν στην πείνα, τη βομβάρδισαν, την ταπείνωσαν, κι όταν οι σπουδαίοι την πίστευαν πεθαμένη, ορθώθηκε, αντάρτισσα, γενναιόδωρη, προκαλώντας τον παλιό κόσμο και κηρύσσοντας, περ’ από τα πολιορκημένα τείχη της, την κοινή σωτηρία και την οικουμενική δημοκρατία. Ο Ροκ αφήνει να γυρίζουν στη σκέψη του τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλες ιδέες, κι αυτό το καρουζέλ, γρήγορο, νεανικό, του κάνει καλό. Αποκλείεται ν’ αφήσει αυτή την πόλη που κουβαλάει μέσα της όλο αυτό το αύριο, ειδικά αυτή τη στιγμή. Αν το έκανε, θα έμοιαζε μ’ αυτά τα καθάρματα που παρατούν τις γυναίκες τους όταν είναι γκαστρωμένες ή ετοιμόγεννες. Δεν ξέρει τι θα γεννήσει η Κομμούνα. Δεν ξέρει ποια τέκνα θ’ αφήσει στην Ιστορία όταν συντριβεί. Όμως αυτός οφείλει να είν’ εκεί. Με το Παρίσι. Ίσως επειδή μόνο αυτή η πόλη μπορεί να επιτελέσει ένα τέτοιο θαύμα: να δείξει στον εργαζόμενο κόσμο των ταπεινών και των καταπιεσμένων που πρέπει ν’ ακολουθήσουν. Ν’ αφήσει ίσως πίσω της κόκκινα τέκνα που θα κάνουν αυτή την κληρονομιά να καρποφορήσει.»
Εστιάζοντας στην ατμόσφαιρα των ημερών, ο Le Corre, έγραψε ένα ρέκβιεμ για τις τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Το βιβλίο λειτουργεί ως ένας πίνακας που θυμίζει ζωγράφους της εποχής, όπου αναπαρίστανται σε διαφορετικά σημεία του, μάχες, χαρακώματα, άνθρωποι να στήνονται σε έναν τοίχο και να εκτελούνται, μάχες σώμα με σώμα, νεαροί γαβριάδες να περιφέρονται πετώντας πέτρες ή ότι βρουν, άνθρωποι να κατακλύζουν τους δρόμους. Το χάος που επικρατούσε στους δρόμους του Παρισιού περιγράφεται τόσο ζωντανά, που ο αναγνώστης νιώθει ότι βρίσκεται εντός του, ότι συμμετέχει στις μάχες, ιδρώνει και ματώνει με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Μυρίζουμε το μπαρούτι, νιώθουμε το αίμα στα χέρια μας, πονάμε με τους πληγωμένους, ζαλιζόμαστε από την ένταση της ιστορίας. Θίγει την επαναστατική ορμή κάποιων, τον καιροσκοπισμό αρκετών, την αφέλεια των περισσότερων.
Έξοχο ως ιστορικό μυθιστόρημα, μέτριο ως αστυνομικό όμως. Εξαρτάται από την διάθεση του αναγνώστη, πως θα εκτιμήσει αυτό το σαγηνευτικό αλλά ακαθόριστο βιβλίο. Αν τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα, θα «μπει μέσα του», εάν όχι, μάλλον θα το βρει φλύαρο και χαοτικό. Ο Le Corre, αποδίδει φόρο τιμής στους ανώνυμους ανθρώπους που πολέμησαν για αξίες όπως «ισότητα» και «αδελφοσύνη», στους αφελείς ρομαντικούς της Ιστορίας, σε ένα ζοφερό και πολύ σκοτεινό βιβλίο που βαδίζει στα αχνάρια των «Αθλίων» του Ουγκό (χωρίς να φτάνει στο ύψος του), συγκινεί και συναρπάζει αν και δεν βρίσκεται στα επίπεδα των άλλων μυθιστορημάτων του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα.
Βαθμολογία 80 / 100
Υ.Γ. Ωραία και περιεκτικά κείμενα για την Κομμούνα του Παρισιού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ.
Δημοσίευση σχολίου