Τετάρτη, Μαρτίου 04, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 04, 2020 | Permalink
Μαύρο νερό

Ένας πατέρας και ο ανάπηρος γιος του, προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο σε ένα έρημο κι απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου, στην εξαιρετική νουβέλα «ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ», του συγγραφέα και (έξοχου) μεταφραστή Μιχάλη Μακρόπουλου (Αθήνα, 1965) - (εκδ. Κίχλη, σελ. 77), ενός πολυεπίπεδου βιβλίου που εντυπωσιάζει από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης, με την πυκνότητα του ύφους και την λυρικότητα της γλώσσας, αλλά και με την δύναμη της ιστορίας που αφηγείται ο πολύπειρος συγγραφέας.


Δεν έχουν μείνει πάνω από 12 άνθρωποι σε ένα απομονωμένο χωριό της Ηπείρου, ένα τόπο κατεστραμμένο πλέον, από παλιές εξορύξεις υδρογονανθράκων, που τον έχουν καταστήσει μια «έρημη γη», που δεν μπορεί να επιβιώσει κανείς. Μαγαζιά δεν υπάρχουν, και ούτε παπάς στην μοναδική εκκλησία - μόνο ο ψάλτης κι αυτός τυφλός έχει μείνει. Ο Πατέρας και ο γιός του, Χριστόφορος είναι δύο από τους λιγοστούς κατοίκους που παραμένουν πεισματικά στο χωριό αρνούμενοι να το εγκαταλείψουν. Ο Χριστόφορος γεννήθηκε ανάπηρος, με την μάνα του να πεθαίνει όταν ήταν μωρό, όπως έσβησαν και οι υπόλοιποι πλην ελαχίστων, κάτοικοι του χωριού, από το μολυσμένο νερό. Ο Πατέρας τον κουβαλάει στις πλάτες του, τον πλένει με μοναδική τρυφερότητα, τον φροντίζει, όταν μπορεί στις επισκέψεις του στα Γιάννενα για ψώνια, του αγοράζει κάποιο βιβλιαράκι γιατί ο Χριστόφορος λατρεύει το διάβασμα.

«Στη στάση περίμεναν αυτός και άλλοι τρεις: ο Γιάννης Τσάτσας, ο Κώστας Μυριούνης, η Λένη του Γκέρτσου. Ο Γιάννης και η Λένη ήταν γέροι▪ ο Κώστας ήταν γερασμένος πρόωρα, όπως αυτός, ο Πατέρας. Και η Λένη ήταν η μία από τις τρεις γυναίκες πού’ χαν απομείνει στο χωριό. Σε τούτο, όπως και σε τόσα άλλα, ο κόσμος είχε αναποδογυρίσει. Οι γυναίκες ήταν εκείνες που αρρώσταιναν πιο συχνά και πέθαιναν.
Είχαν κι οι τρεις εκείνη την κλειστή και άδεια όψη, σαν των σπιτιών. Τα μάτια τους στέκονταν για πολλή ώρα σ’ ένα σημείο δίχως να το βλέπουν. Τα χέρια τους είχαν μια αφύσικη ακινησία▪ ήταν βουβά χέρια, που είχαν χάσει τη γλώσσα των νοημάτων, όπως είχαν χαθεί από τη λαλιά τους οι πιο πολλές λέξεις, γιατί ήταν άχρηστες και σ’ αχρησία. Αυτός όμως διέφερε, γιατί ‘χε τον Χριστόφορο να μιλά, και γιατί του Φόρη του άρεσαν τα βιβλία▪ έτσι στο σπιτικό τους οι λέξεις παρέμεναν ζωντανές.»

Οι εννέα άντρες και οι τρεις γυναίκες, οι μοναδικοί κάτοικοι ενός μέρους που ουσιαστικά δεν υπάρχει πια στον χάρτη, ανεφοδιάζονται κάθε εβδομάδα, παίρνοντας το λεωφορείο που πραγματοποιεί το εβδομαδιαίο δρομολόγιο, αλλά τα νέα δεν είναι καλά. Είναι υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν άμεσα τα σπίτια τους, το κράτος τους έχει έτοιμα κάποια νεόκτιστα διαμερίσματα έξω από τα Γιάννενα και συν τοις άλλοις, διακόπτει το δρομολόγιο του λεωφορείου ενώ περικόπτει και το μηνιαίο επίδομα και την ηλεκτροδότηση σε όσους παραμείνουν αρνούμενοι να υπακούσουν.

Κάποιοι δέχονται, οι περισσότεροι όμως αρνούνται να φύγουν. Ανάμεσά τους, ο Πατέρας και ο Χριστόφορος που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Η κατάσταση όσο πάει και γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Δεν φτάνουν πια οι λεηλασίες των ερειπωμένων σπιτιών από τον Πατέρα - κάτι που έκανε καιρό τώρα. Γύρω τους, οι εναπομείναντες αυτοκτονούν, τρελαίνονται, ένας συγχωριανός δολοφονεί έναν κρατικό υπάλληλο που ήρθε για να τους πείσει να φύγουν, το σκάει για τα βουνά με την βοήθεια του Πατέρα. Τι μέλλον μπορεί να υπάρξει για τους δύο ήρωες του βιβλίου;

«Το ήθελε αλλά δεν μπορούσε να πάει, ένας μόνος του, σ’ εκείνα τα άδεια σπίτια που είχαν μέσα τα πάντα, αλλά στις καινούργιες τους καρέκλες δεν καθόταν κανένα φάντασμα ούτε έτρωγε στα καινούργια τους τραπέζια ούτε πηγαινόφερνε τα αθόρυβα βήματά του στα πατώματα. Ως και στα πιο ερειπωμένα σπίτια του χωριού ζούσαν ακόμα φαντάσματα, κοιμόνταν στα μουχλιασμένα στρώματα, ψηλαφούσαν με άυλα δάχτυλα τις παλιές φωτογραφίες πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι▪ τα σαπισμένα σανίδια έτριζαν άηχα κάτω από τα βήματά τους. Ως και στα χαλάσματα ακόμα: στο σπίτι του Θοδωρή Ντεμίρη, που ήταν από τους πρώτους που έφυγαν, κι έπειτα έπεσε η σκεπή και ρήμαξαν όλα μέσα▪ ως και στης Ρίνας του Λιάπη, και στων Μπαδημαίων, που μονάχα λιθοσουριές είχαν μείνει από τους τοίχους τους, ζούσε ένα απομεινάρι από τα φαντάσματα, μια αχνή πνοή, στις γκρεμισμένες πέτρες. Όταν με την αφή της μνήμης το χέρι άγγιζε την κρύα πέτρα, τα φαντάσματα τη ζέσταιναν με το νεκρό τους χνότο. Τα παλιόξυλα γίνονταν ξανά κάσες και γρεντιές, με το πισωγύρισμα του χρόνου ξεμπούκωνε το τζάκι από τα χώματα και τα κλαριά, μια φωτιά έκαιγε ξανά και ίσκιοι νεκρών σκιρτούσαν στους τοίχους. Δανείζονταν από τον άνεμο φωνή και καβγάδιζαν, φίλιωναν, λυπόνταν, χαίρονταν. Με το κουρασάνι της μνήμης οι ίσκιοι των νεκρών έστηναν τη μία πέτρα πάνω στην άλλη, και τα χαλάσματα γίνονταν σπίτια ξανά.»

Το μεστό και καίριο αυτό βιβλίο (με το υπέροχο εξώφυλλο), αν και μικρό σε έκταση (ουσιαστικά 65 σελίδες), έχει πολλά επίπεδα. Ο διάλογος περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, και ο συγγραφέας δημιουργεί εικόνες δυνατές που μένουν χαραγμένες. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε μια ιστορία επιβίωσης σε ένα τόπο ρημαγμένο, ένα ελληνικό γουέστερν με πρόσωπα σκληρά και μέρη που δεν πατάει κανείς, με καραμπίνες και μαχαίρια, όπως και ντεσπεράντος που δημιουργούν συμμορίες και εμφανίζονται από το πουθενά.
Ο Πατέρας και ο Χριστόφορος, είναι άνθρωποι (όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού), που έχουν χάσει τα πάντα και προσπαθούν να μείνουν στον τόπο τους, που γι’ αυτούς σημαίνει περισσότερο από ένα σπίτι ή ένα καταφύγιο, είναι η ύπαρξή τους και η ταυτότητά τους, αυτό που τους καθορίζει στη ζωή, είναι τα ξωκλήσια που επισκέπτονται στις μικρές εκδρομές τους, όπου ο πατέρας κουβαλάει στη πλάτη του τον γιο, σε μια άδολη χειρονομία που σημαίνει πολλά περισσότερα από μια βοήθεια στη μετακίνηση. Οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από τον μοναχικό τους αγώνα, βρίσκονται αντιμέτωποι πρώτα με τον εαυτό τους και μετά με τις εξωτερικές συνθήκες.

Η ιστορία που έχει κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, όπως και έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, είναι κι ένας διάλογος μεταξύ νεκρών και ζωντανών, έχουμε ένα χωριό όπου οι νεκροί στο νεκροταφείο είναι περισσότεροι από αυτούς που έχουν απομείνει. Η ατμόσφαιρα του βιβλίου φέρνει στο μυαλό ταινίες και βιβλία, όπως το «ΣΤΑΛΚΕΡ» του Αντρέι Ταρκόφσκι αλλά και την εμφανή επιρροή του αριστουργήματος του Juan Rulfo «ΠΕΔΡΟ ΠΑΡΑΜΟ», ενώ οι εικόνες της ερήμωσης και της οικολογικής καταστροφής, τον «ΔΡΟΜΟ» του Κόρμακ ΜακΚάρθι – οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες νιώθουν σαν να είναι οι τελευταίοι επιζώντες και είναι υποχρεωμένοι να παλέψουν για την επιβίωσή τους, όπως ακριβώς στο εκπληκτικό μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα. Η νουβέλα όμως του Μακρόπουλου, δεν συνδιαλέγεται μόνο με αυτά τα δύο γνωστά κι αγαπημένα μυθιστορήματα, είναι συγγενής και με τις ιστορίες της Φλάνερι Ο’ Κόνορ, μιας ιδιαίτερης συγγραφέως του Αμερικανικού Νότου αλλά και με το εντυπωσιακό μυθιστόρημα του Ισπανού Χεσούς Καράσκο, «Άγρια ερημιά» κυρίως όσον αφορά την δημιουργία ατμόσφαιρας που είναι σχεδόν ίδια.

Λιτό και περιεκτικό και ταυτόχρονα λυρικό και συγκινητικό χωρίς να εκβιάζει συναισθήματα, το «Μαύρο νερό», αποτελεί το καλύτερο λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα μέσα από μια μεστή διαδρομή, αλλά και μια σημαντική στιγμή για τα ελληνικά γράμματα. Η αλληγορική δυστοπία του Μιχάλη Μακρόπουλου, με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, και με εικόνες που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο για το οποίο θα μιλάμε για αρκετά χρόνια.

Βαθμολογία 84 / 100






 



1 Comments:


At 9/3/20 13:11, Blogger Stathis

Χωρίς να το έχω διαβάσει, από την περιγραφή σας και μόνο, μου θυμίζει αρκετά την "Κίτρινη Βροχή" του Julio Llamazares. Ακόμα και ο τίτλος Μαύρο νερο / Κίτρινη βροχή.
Θα το διαβάσω οπωσδήποτε.

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home