Τρίτη, Μαρτίου 09, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 09, 2021 | Permalink
"Αύριο θα μας λένε αλλιώς"
Τα
τελευταία χρόνια ίσως και να βλέπουμε περισσότερες ταινίες για τις ερωτικές
σχέσεις απ’ όσες μπορούμε να αντέξουμε, πραγματικός καταιγισμός απεικόνισης του
πως διαλύεται μια σχέση, του πως μεγεθύνονται τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Είχα αποφύγει να διαβάζω μυθιστορήματα που επικεντρώνονται πάνω σ’ αυτό το
θέμα, ίσως ως μια άμυνα του οργανισμού απέναντι στην δυναμική της εικόνας. Πριν
λίγους μήνες διαβάζοντας το συμπαθητικό «Ιδού εγώ» του Safran
Foer – ένα βιβλίο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό,
διαπίστωσα τη δυσκολία του εγχειρήματος να μιλήσεις για την διάλυση μιας
μακροχρόνιας σχέσης και να κρατήσεις αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Το
ίδιο πρόβλημα – ίσως περισσότερο έντονο – παρουσιάζεται και στο πολύ ενδιαφέρον,
αλλά και ιδιαίτερα άνισο, βραβευμένο (βραβείο «Alfaguara»
2019), μυθιστόρημα «ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΑΛΛΙΩΣ» («Manana
tendremos otros
nombres»), του Αργεντίνου συγγραφέα, κριτικού
Λογοτεχνίας και Ακαδημαϊκού Patricio Pron (1975, Rosario)
που ζει και εργάζεται στη Μαδρίτη – (εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφρ. Μ.
Παλαιολόγου, σελ.310).
Οι
δύο ανώνυμοι ήρωες του βιβλίου, είναι Εκείνος κι Εκείνη που ζουν στη Μαδρίτη
και που μετά από πενταετή «αρμονική» συμβίωση, χωρίζουν. Εκείνη είναι
αρχιτέκτων που δουλεύει σε μια εταιρεία, φανερά δυσαρεστημένη από το πώς παρεμβαίνουν
οι ανώτεροί της, στα έργα που παραδίδει, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι πάντα
διαφορετικό από αυτό που οραματίσθηκε και σχεδίασε. Εκείνος είναι συγγραφέας,
δοκιμιογράφος με σχετική επιτυχία, που βλέπει τα νέα μέσα να κυριαρχούν στη
δουλειά του, ενώ ως φανερά ανασφαλής άνθρωπος, δεν είναι σίγουρος για τίποτα. Είναι
σαραντάρηδες, ζουν μαζί στο ασφαλές τους περιβάλλον, όπου οικονομικά προβλήματα
δεν υπάρχουν, ούτε εντάσεις στη σχέση τους που κυλάει ήρεμα.
Μια
μέρα με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, Εκείνη του λέει να χωρίσουν
χρησιμοποιώντας το πρόσχημα, ότι έχει εραστή. Φεύγει από το σπίτι, και
φιλοξενείται σε μια φίλη της. Όταν περνάνε οι ώρες, οι μέρες, αναρωτιέται γιατί
προέβη σ’ αυτή τη κίνηση, τι την ώθησε – ότι η σχέση τους λίμναζε; Ότι
αισθανόταν εγκλωβισμένη σε αυτή τη σχέση; Ότι Εκείνος δεν ήθελε να κάνουν
παιδιά; Ευρισκόμενη μόνη με τον εαυτό της, συνειδητοποιεί ότι ίσως το τελευταίο
να ήταν ένας ισχυρός παράγων, αλλά άξιζε για να διαλύσει τα πάντα;
Εκείνος
συγκλονίζεται και παθαίνει τεράστιο σοκ. Το να μείνει μόνος ξανά μετά από τόσα
χρόνια, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του, και τώρα τον βιώνει. Δίπλα του στέκεται
η ατζέντισά του, που προσπαθεί να του τονώσει το ενδιαφέρον για ζωή ξανά αλλά η
απουσία Εκείνης, είναι πιο έντονη από την παρουσία της. Ο πόνος και η οδύνη
κυριαρχεί στα συναισθήματά του.
«Δεν
ήξερε γιατί είχαν χωρίσει▪ πράγματι, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο
δύσκολο του φαινόταν να πει τι είχε συμβεί. Ίσως Εκείνη να είχε πάρει την
απόφαση κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού, οποιαδήποτε από τις μέρες που
είχε γυρίσει στο διαμέρισμα και του είχε διηγηθεί πώς πέρασε στη δουλειά, τον
είχε ρωτήσει για τη δική του, είχαν μαγειρέψει μαζί, είχαν μαλώσει για το ποιος
απ’ τους δύο είχε ξεχάσει ν’ αγοράσει το ένα και το άλλο, είχαν γελάσει, ύστερα
είχαν δει μια ταινία ή είχαν καθίσει να διαβάσουν, ο ένας δίπλα στον άλλο, στο
κρεβάτι ή στον καναπέ του σαλονιού, είχαν κοιτάξει για τελευταία φορά μέσα στη
μέρα τα κοινωνικά τους δίκτυα – στο τηλέφωνο, βιαστικά -, είχαν βουρτσίσει τα
δόντια τους στο μπάνιο, χρησιμοποιώντας εναλλάξ την ηλεκτρική οδοντόβουρτσα, το
στοματικό διάλυμα, τον νιπτήρα, είχαν ξαπλώσει, κι Εκείνος, όπως πάντα, είχε
κοιμηθεί πρώτος αφήνοντας Εκείνη στον κόσμο της ημέρας – και στις δυσκολίες
του. Ίσως – συνέχιζε Εκείνος – να είχαν συμβεί όλα μια τέτοια μέρα, δίχως
γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας, ούτε κάποια υπόσχεση πως θα συνέβαιναν την
επόμενη μέρα. Ίσως το μοναδικό που είχε συμβεί να ήταν πως Εκείνη είχε
καταλάβει – όπως το είχε καταλάβει Εκείνος καιρό πριν – πως δεν υπήρχε, ούτε
επρόκειτο να υπάρξει κάτι περισσότερο απ’ αυτό, από την επανάληψη κάτι εντελώς
τετριμμένου και πως δεν άξιζε να επαναλαμβάνεται, μονάχα που το εξευγένιζε
εξομοιώνοντάς το με την ιδέα πως αυτό ήταν η ευτυχία και πως ήταν έτσι όπως
ήταν ή όπως εκδηλωνόταν αυτό.»
Οι
νέες γνωριμίες που αναπόφευκτα θα προκύψουν, δεν προσθέτουν κάτι, ούτε βοηθάνε
ιδιαίτερα να ξεπεράσει ο ένας τον άλλον. Διαπιστώνουν ότι ο κόσμος γύρω τους έχει
αλλάξει αυτά τα χρόνια. Οι σχέσεις πλέον δημιουργούνται μέσα από τις εφαρμογές,
πανεύκολα γνωρίζεις και διαγράφεις τον άλλον μέσα από το πάτημα ενός κουμπιού,
ενώ η επικοινωνία σε κάθε νέα γνωριμία, γίνεται όλο και πιο δύσκολη μέσα από
παράλληλους μονολόγους.
Ο
Προν ευφυώς επιλέγει να δομήσει το βιβλίο του σε μικρά κεφάλαια, εναλλάσσοντας
το κέντρο βάρους από Εκείνη σ’ Εκείνον, με χρονικές ενότητες που ποικίλλουν (24
ώρες, μια εβδομάδα, 5 χρόνια κλπ), το πριν, το μετά, κατά την διάρκεια της σχέσης.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση που λειτουργεί αποστασιοποιημένα για τον αναγνώστη,
χρησιμοποιώντας τους ανώνυμους ήρωές της ή δίνοντας αρχικά (η Μ., η Α., η Ντ.,
κ.ο.κ.), στα φιλικά τους πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν, με τρόπο που δεν σε
αφήνει να ταυτιστείς με τα πρόσωπα ή τις ενέργειές τους, πυκνογραμμένο ύφος που
μοιάζει περισσότερο με δοκιμιακό παρά με μυθοπλαστικό, ανατέμνοντας την
διαδικασία της σχέσης – αυτή την ένωση που αποκαλείται «ζευγάρι» -, την καθημερινότητα.
Στο
επίκεντρο όμως του βιβλίου, βρίσκονται οι σημερινές ερωτικές σχέσεις. Πως έχουν
αλλάξει με τα κοινωνικά δίκτυα και τις εφαρμογές, το απρόσωπο και αδιάφορο σεξ
που προσφέρεται χωρίς περιορισμούς, το εφήμερο των γνωριμιών, η ανάγκη για
επαφή και ουσία που απουσιάζει. Στην αφήγηση του Προν, περιγράφονται με
σαφήνεια τα συναισθηματικά στάδια που ακολουθούν όταν μια σχέση διαλύεται, ενώ είναι
διάχυτη η νοσταλγία για το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν, όπου οι σχέσεις
ήταν δομημένες διαφορετικά, και η επιθυμία να μείνεις με κάποιον για μεγάλο
χρονικό διάστημα κοντράρει την ταχύτητα της σημερινής πραγματικότητας με τις γρήγορες
εναλλαγές συντρόφων – ουσιαστικά καταναλωτικών προϊόντων.
«Ποτέ
δεν διαλέγουμε (…) μονάχα ζούμε σ’ αυτό που είναι. Αυτό που δεν είναι υπάρχει
μονάχα ως ιδέα και, όπως κάθε ιδέα, δεν μπορεί να κατοικηθεί. Παραμένει σε
αναμονή όσο νομίζουμε πως αποφασίζουμε κάτι.»
Μυθιστόρημα
ιδεών, γεμάτο θραύσματα με υπερβολική ανάλυση που κουράζει, αλλά από την άλλη
σε υποχρεώνει να σκεφτείς, να συμμετέχεις ενεργά στην ιστορία που παρατίθεται
μπροστά σου. Τα συνειδησιακά προβλήματα που τίθενται γύρω από την διάλυση της σχέσης,
που ίσως δεν είχε προλάβει να διανύσει πολύ χρόνο, τα γιατί και τα πώς
προβάλλουν διαρκώς και επαναλαμβάνονται καθ’ όλο το βιβλίο που μπορεί να
αποτελεί την επιτομή της λογοτεχνικής φλυαρίας, αλλά δεν χάνει το ενδιαφέρον
του, ούτε στιγμή.
Αξιανάγνωστο
και με ουσία, το «Αύριο θα μας λένε αλλιώς», είναι ένα πυκνογραμμένο φιλοσοφικό
μυθιστόρημα, που παρουσιάζει καλειδοσκοπικά την αποξένωση και τον κυνισμό των
σχέσεων στον 21ο αιώνα. Η ιστορία δεν ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου τον
συγγραφέα του, απλά χρησιμοποιείται ως αφορμή για όλα αυτά που αναφέρω
παραπάνω. Γι' αυτό λοιπόν, δεν καταλαβαίνω (και εδώ είναι η μεγαλύτερη ένστασή
μου), γιατί τραβάει τόσο πολύ, εξαντλώντας και τα τελευταία αποθέματα
αναγνωστικής υπομονής που μπορεί κάποιος να διαθέτει. Τελικά, ίσως να μην
ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου, αλλά δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι
έχει «ζουμί» και θέτει πολλά διλήμματα στον αναγνώστη προκαλώντας τον.
Βαθμολογία
76 / 100
Δημοσίευση σχολίου