Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011 | Permalink
Παρίσι μπλουζ (Το τέλος μιας τριλογίας)
Απόλυτα κινηματογραφικός και ιδιαίτερα νοσταλγικός ο τρόπος που επέλεξε να κλείσει την ωραία μυθιστορηματική τριλογία του ο πολύ καλός Γαλλοαλγερίνος συγγραφέας Maurice Attia με το «ΠΑΡΙΣΙ ΜΠΛΟΥΖ» (Paris Blues), («Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ρ.Κολαϊτη, σελ.536), τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας, μετά τα εξαιρετικά «Το Μαύρο Αλγέρι» και «Η Κόκκινη Μασσαλία» με ήρωα τον Αλγερινοισπανό αστυνομικό Πάκο Μαρτίνεθ.
«Αν ήμασταν οι ήρωες κάποιου μυθιστορήματος, αυτό θα ήταν τριλογία, το Μαύρο Αλγέρι, η Κόκκινη Μασσαλία, το Μπλε Παρίσι…»
Βρισκόμαστε στο 1970 και ο Πάκο έχει μετατεθεί στο Παρίσι। Έχει χωρίσει από τον μεγάλο του έρωτα, την Ιρέν και στο αστυνομικό τμήμα της Βενσέν βαριέται και τη ζωή του। Λόγω της καλής του φήμης και των ενδιαφερόντων του, του ανατίθεται η διελεύκανση ενός περίεργου φόνου στην κινηματογραφική λέσχη του πειραματικού (και πρωτοποριακού) νεοϊδρυθέντος πανεπιστημίου του ομώνυμου προαστείου। Ένας μηχανικός προβολής πεθαίνει από το τσίμπημα μιας μυγαλής (ταραντούλας) και ο μόνος τρόπος να εξιχνιαστεί η υπόθεση είναι να διεισδύσει ο Πάκο στο πανεπιστήμιο υποδυόμενος τον φοιτητή – έτσι κι αλλιώς εξετάσεις δεν χρειάζονταν, ούτε καν απολυτήριο γυμνασίου, οι κλάδοι σπουδών ήταν πρωτοποριακοί, οι ακροαριστερές οργανώσεις ήταν δεκάδες και η αναρχία επικρατούσε. Ο Πάκο θα προσεγγίσει την οργάνωση της «Προλεταριακής Αριστεράς», μια πολιτική ομάδα που ονειρευόταν την Μαοϊκή επανάσταση και θα γίνει δεκτός στις τάξεις της. Η ανεύρεση μιας ερασιτεχνικής πορνογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστή έναν φοιτητή του πανεπιστημίου και μια ωραιότατη νεαρά θα στρέψουν την κατεύθυνση των ερευνών σε άλλα πεδία ξετυλίγοντας μια ιστορία με αρκετές ανατροπές, ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά και αρκετή φλυαρία χωρίς ιδιαίτερο σασπένς που θα απαιτούσε το αστυνομικό μέρος της ιστορίας.
Το 1970 χρονιά αλλαγών για το Παρίσι. Αρχίζει η κατασκευή του Μπωμπούρ στην περιοχή της Αλ (Halles) «διώχνοντας» την κρεαταγορά και αλλάζοντας τελείως την όψη της περιοχής, είναι η χρονιά που πεθαίνει ο Ντε Γκωλ, είναι η χρονιά που τα πρώτα sex-shops κάνουν την εμφάνιση τους στην πόλη. Οι ταραχές του Μάη του ’68 είναι ήδη δύο χρόνια πίσω και τα διάφορα αριστερά και αναρχικά γκρουπούσκουλα κάνουν μικροκλοπές και άλλες μικρού μεγέθους πράξεις περισσότερο για να γίνει τζέρτζελο παρά οτιδήποτε άλλο. Είναι επίσης η χρονιά που ένα τραγικό ατύχημα (μια πυρκαϊά), σε ένα νυχτερινό κέντρο σε μια μικρή πόλη της νότιας Γαλλίας, το Σαιν-Λωράν-ντυ-Πον θα κοστίσει τη ζωή σε πάνω από εκατό νέους ανθρώπους.
Όλα αυτά εντάσσονται αρμονικά στην πλοκή, ενώ η ικανότητα του συγγραφέα (διαπιστωμένη και από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας) να πλάθει ενδιαφέροντες χαρακτήρες φαίνεται σε δύο από τους μοιραίους πρωταγωνιστές του δράματος. Την σαλή Βιρζινί, φανατική μαοϊκή στέλεχος της Προτελαριακής Αριστεράς που νομίζει ότι έχει υπερφυσικές ικανότητες και τον μελαγχολικό και άβουλο Φιλίπ ντ’Ουτρεμόν απομεινάρι μιας αποκρουστικής Γαλλίας, αποικιοκρατικής και μιλιταριστικής αλλά πλέον κατεστραμμένο σε όλους τους τομείς. Οι δύο αυτοί ήρωες, γελοίοι και τραγικοί ταυτόχρονα δίνουν μια άλλη ψυχολογική διάσταση στην ιστορία, της οποίας αυτή η πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την αστυνομική.
Εκείνο όμως που κυριαρχεί στο ενδιαφέρον και γοητευτικό μυθιστόρημα του Ατιά – εμφανώς κατώτερο βέβαια από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας - είναι οι έντονες κινηματογραφικές, μουσικές και βιβλιοφιλικές αναφορές. Το βιβλίο είναι γεμάτο από ταινίες και μουσικές όχι μόνο της εποχής αλλά και παλαιότερες. Τίτλοι κεφαλαίων είναι τίτλοι ταινιών της εποχής («Η μαμά και η πουτάνα», «Μια γυναίκα εξομολογείται», «Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν άλογο» και άλλα), γενικότερα το σινεμά της «νουβέλ-βαγκ» είναι μονίμως παρών στους διαλόγους και στις σκέψεις του Πάκο, οι αναφορές στα βιβλία του Ζωρζ Μπατάϊγ (κυρίως στο «Η μητέρα μου») είναι συνεχείς, ενώ οι μουσικές των Ζακ Μπρελ, του Μπρασένς, του Γκαινσμπούργκ δίνουν το απαραίτητο soundtrack στο σαν κινηματογραφική ταινία μυθιστόρημα.
Η τριλογία κλείνει μελοδραματικά και οι ανοιχτοί λογαριασμοί με το παρελθόν τακτοποιούνται. Ο Πάκο, έξοχος λογοτεχνικός ήρωας, μελαγχολικός και έντονα μοναχικός θα πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής του έχοντας γνωρίσει επιτέλους την αινιγματική μητέρα του και καλύψει τα κενά της δραματικής παιδικής του ηλικίας – σε μια τόσο γοητευτική ιστορία δεν ενδιαφέρεσαι για τις ατέλειες και τις μικρολεπτομέρειες της πλοκής, απλά αφήνεσαι να παρασυρθείς από τους ανθρώπινους χαρακτήρες, το ωραίο στυλ και την υπέροχη ατμόσφαιρα που σε κρατάνε καθηλωμένο.
JACQUES BREL – La chanson des vieux amants
«Αν ήμασταν οι ήρωες κάποιου μυθιστορήματος, αυτό θα ήταν τριλογία, το Μαύρο Αλγέρι, η Κόκκινη Μασσαλία, το Μπλε Παρίσι…»
Βρισκόμαστε στο 1970 και ο Πάκο έχει μετατεθεί στο Παρίσι। Έχει χωρίσει από τον μεγάλο του έρωτα, την Ιρέν και στο αστυνομικό τμήμα της Βενσέν βαριέται και τη ζωή του। Λόγω της καλής του φήμης και των ενδιαφερόντων του, του ανατίθεται η διελεύκανση ενός περίεργου φόνου στην κινηματογραφική λέσχη του πειραματικού (και πρωτοποριακού) νεοϊδρυθέντος πανεπιστημίου του ομώνυμου προαστείου। Ένας μηχανικός προβολής πεθαίνει από το τσίμπημα μιας μυγαλής (ταραντούλας) και ο μόνος τρόπος να εξιχνιαστεί η υπόθεση είναι να διεισδύσει ο Πάκο στο πανεπιστήμιο υποδυόμενος τον φοιτητή – έτσι κι αλλιώς εξετάσεις δεν χρειάζονταν, ούτε καν απολυτήριο γυμνασίου, οι κλάδοι σπουδών ήταν πρωτοποριακοί, οι ακροαριστερές οργανώσεις ήταν δεκάδες και η αναρχία επικρατούσε. Ο Πάκο θα προσεγγίσει την οργάνωση της «Προλεταριακής Αριστεράς», μια πολιτική ομάδα που ονειρευόταν την Μαοϊκή επανάσταση και θα γίνει δεκτός στις τάξεις της. Η ανεύρεση μιας ερασιτεχνικής πορνογραφικής ταινίας με πρωταγωνιστή έναν φοιτητή του πανεπιστημίου και μια ωραιότατη νεαρά θα στρέψουν την κατεύθυνση των ερευνών σε άλλα πεδία ξετυλίγοντας μια ιστορία με αρκετές ανατροπές, ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόβαθρο αλλά και αρκετή φλυαρία χωρίς ιδιαίτερο σασπένς που θα απαιτούσε το αστυνομικό μέρος της ιστορίας.
Το 1970 χρονιά αλλαγών για το Παρίσι. Αρχίζει η κατασκευή του Μπωμπούρ στην περιοχή της Αλ (Halles) «διώχνοντας» την κρεαταγορά και αλλάζοντας τελείως την όψη της περιοχής, είναι η χρονιά που πεθαίνει ο Ντε Γκωλ, είναι η χρονιά που τα πρώτα sex-shops κάνουν την εμφάνιση τους στην πόλη. Οι ταραχές του Μάη του ’68 είναι ήδη δύο χρόνια πίσω και τα διάφορα αριστερά και αναρχικά γκρουπούσκουλα κάνουν μικροκλοπές και άλλες μικρού μεγέθους πράξεις περισσότερο για να γίνει τζέρτζελο παρά οτιδήποτε άλλο. Είναι επίσης η χρονιά που ένα τραγικό ατύχημα (μια πυρκαϊά), σε ένα νυχτερινό κέντρο σε μια μικρή πόλη της νότιας Γαλλίας, το Σαιν-Λωράν-ντυ-Πον θα κοστίσει τη ζωή σε πάνω από εκατό νέους ανθρώπους.
Όλα αυτά εντάσσονται αρμονικά στην πλοκή, ενώ η ικανότητα του συγγραφέα (διαπιστωμένη και από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας) να πλάθει ενδιαφέροντες χαρακτήρες φαίνεται σε δύο από τους μοιραίους πρωταγωνιστές του δράματος. Την σαλή Βιρζινί, φανατική μαοϊκή στέλεχος της Προτελαριακής Αριστεράς που νομίζει ότι έχει υπερφυσικές ικανότητες και τον μελαγχολικό και άβουλο Φιλίπ ντ’Ουτρεμόν απομεινάρι μιας αποκρουστικής Γαλλίας, αποικιοκρατικής και μιλιταριστικής αλλά πλέον κατεστραμμένο σε όλους τους τομείς. Οι δύο αυτοί ήρωες, γελοίοι και τραγικοί ταυτόχρονα δίνουν μια άλλη ψυχολογική διάσταση στην ιστορία, της οποίας αυτή η πλευρά παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την αστυνομική.
Εκείνο όμως που κυριαρχεί στο ενδιαφέρον και γοητευτικό μυθιστόρημα του Ατιά – εμφανώς κατώτερο βέβαια από τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας - είναι οι έντονες κινηματογραφικές, μουσικές και βιβλιοφιλικές αναφορές. Το βιβλίο είναι γεμάτο από ταινίες και μουσικές όχι μόνο της εποχής αλλά και παλαιότερες. Τίτλοι κεφαλαίων είναι τίτλοι ταινιών της εποχής («Η μαμά και η πουτάνα», «Μια γυναίκα εξομολογείται», «Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν άλογο» και άλλα), γενικότερα το σινεμά της «νουβέλ-βαγκ» είναι μονίμως παρών στους διαλόγους και στις σκέψεις του Πάκο, οι αναφορές στα βιβλία του Ζωρζ Μπατάϊγ (κυρίως στο «Η μητέρα μου») είναι συνεχείς, ενώ οι μουσικές των Ζακ Μπρελ, του Μπρασένς, του Γκαινσμπούργκ δίνουν το απαραίτητο soundtrack στο σαν κινηματογραφική ταινία μυθιστόρημα.
Η τριλογία κλείνει μελοδραματικά και οι ανοιχτοί λογαριασμοί με το παρελθόν τακτοποιούνται. Ο Πάκο, έξοχος λογοτεχνικός ήρωας, μελαγχολικός και έντονα μοναχικός θα πάρει τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής του έχοντας γνωρίσει επιτέλους την αινιγματική μητέρα του και καλύψει τα κενά της δραματικής παιδικής του ηλικίας – σε μια τόσο γοητευτική ιστορία δεν ενδιαφέρεσαι για τις ατέλειες και τις μικρολεπτομέρειες της πλοκής, απλά αφήνεσαι να παρασυρθείς από τους ανθρώπινους χαρακτήρες, το ωραίο στυλ και την υπέροχη ατμόσφαιρα που σε κρατάνε καθηλωμένο.
JACQUES BREL – La chanson des vieux amants
Δημοσίευση σχολίου