Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2021 | Permalink
Paz ("ΠΑΣ - ΕΙΡΗΝΗ")
Ο πολυγραφότατος Γάλλος συγγραφέας αστυνομικών (περισσότερο polar παρά noir) ιστοριών Caryl Ferey (Καέν, 1967), είναι ένας μάλλον άνισος δημιουργός. Υπάρχουν βιβλία του που είναι εξαιρετικά, υπάρχουν βιβλία του που είναι μέτρια▪ όλα όμως έχουν ενδιαφέρον και τα περισσότερα παρουσιάζουν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό περιπέτειας και κοινωνικού σχολίου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ferey, είναι ότι τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματά του εκτυλίσσονται σε διαφορετικές χώρες, που έχουν όλες ένα βίαιο και σκοτεινό παρελθόν, και ένα παρόν που προσπαθεί να αλλάξει τις παλιές καταστάσεις. Από το «Χάκα» του 1998, που αναφέρεται στη Νέα Ζηλανδία έως το «ΠΑΣ» του 2019, σε αυτή την εικοσαετία, ο Ferey, ανατέμνει με εργαστηριακή ακρίβεια, τα μυστήρια και τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, όπου το παρελθόν συναντιέται με το παρόν σε page-turner ιστορίες με έντονο ψυχολογικό και πολιτικό υπόβαθρο.
 

Το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του,
«ΠΑΣ, ΕΙΡΗΝΗ» («Paz») – (εκδόσεις Άγρα, μετάφρ. Αργ. Μακάρωφ, σελ. 565), ευτυχώς ανήκει στην κατηγορία των καλύτερων (μέχρι τώρα) βιβλίων του και κλείνει (;) με τον ιδανικότερο τρόπο μια άτυπη τριλογία της Λατινικής Αμερικής, που ξεκίνησε με το έξοχο «ΜΑΠΟΥΤΣΕ» το 2012, που εκτυλίσσεται στην Αργεντινή και συνεχίστηκε με το αρκετά ενδιαφέρον «ΚΟΝΔΩΡ», που διαδραματίζεται στην Χιλή. Μια αστυνομική ιστορία που τοποθετείται στην σύγχρονη Κολομβία, που περιέργως δεν έχει στο επίκεντρό της τα ναρκωτικά, αλλά είναι ένα βίαιο και ματοβαμένο οικογενειακό δράμα, που θυμίζει αρχαιοελληνική και Σαιξπηρική τραγωδία. Μια ιστορία για δύο γιους που προσπαθούν να ξεφύγουν από την πατρική εξουσία, μέσα σε ένα πλαίσιο φόνων και διαπλοκής, σε ένα βιβλίο ιδιαίτερα σαγηνευτικό με τον τρόπο που μόνο ένας σπουδαίος δημιουργός μπορεί να γράψει.

 Η Κολομβία, είναι η πρώτη χώρα της αμερικανικής ηπείρου που επιβιβάστηκαν οι Ευρωπαίοι, για να φέρουν τα φώτα του «πολιτισμού». Η Κολομβία είναι μια πανέμορφη χώρα (κάποιοι ισχυρίζονται ότι είναι η ωραιότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής), όπου συνδυάζεται η οροσειρά των Άνδεων, με τα δάση του Αμαζονίου και το τροπικό κλίμα των πόλεων του Βορρά. Η Κολομβία όμως είναι (με διαφορά) η χώρα που παρουσιάζει την πιο βίαιη ιστορία απ’ όλα τα Λατινοαμερικάνικα κράτη (που κι’ αυτά έχουν τα θέματά τους με την βία). Ένας αιματηρός εμφύλιος που κράτησε τυπικά 10 χρόνια αλλά ουσιαστικά δεν σταμάτησε παρά μόνο στο τέλος του 20ου αιώνα, σημάδεψε τη χώρα. Ο πόλεμος αυτός, που ξεκίνησε από την πολιτική αντιπαράθεση «Συντηρητικών» και «Φιλελευθέρων», ονομάστηκε «La Violencia» («Λα Βιολένσια – Η βία») και είχε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, ανελέητες σφαγές (πάντα οι αδερφοκτόνοι πόλεμοι είναι οι πιο βίαιοι), ερήμωση της υπαίθρου, και άλλα. Οι χωρικοί για να προστατευτούν από την βία του στρατού, κατέφυγαν στο αντάρτικο κίνημα, που γιγαντώθηκε φτιάχνοντας την οργάνωση FARC, κάνοντας για 50 χρόνια έναν ανταρτοπόλεμο, όπου ανάμεσα στις δυνάμεις της εξουσίας και τους αντάρτες, χώθηκαν οι παραστρατιωτικοί της οργάνωσης AURC, που πρωτοστάτησαν σε μαζικές σφαγές χωριών (περίπου εξήντα χιλιάδες δολοφονίες) – με μεθόδους όπως τεμαχισμούς με αλυσοπρίονο, διαμελισμούς, αποκεφαλισμούς, κρεματόρια. 

Μετά από όλον αυτόν τον χαμό, μια συμφωνία ειρήνης είναι πλέον έτοιμη να εφαρμοστεί. Το FARC και οι υπόλοιπες αντάρτικες ομάδες έχουν καταθέσει τα όπλα, με αντάλλαγμα την αμνηστία, οι ναρκέμποροι και η κυβέρνηση έχουν κάνει ήδη συμφωνία, όλα δείχνουν ότι βαδίζουν προς μια ομαλοποίηση της κατάστασης. Μια σειρά όμως εγκλημάτων που θυμίζουν τις χειρότερες μέρες της «La Violencia», έρχεται να διαταράξει το καλό κλίμα, την διάχυτη αισιοδοξία για ειρήνη. Διαμελισμένα πτώματα γυναικών βρίσκονται σε πλατείες της Μπογκοτά και όλα κινδυνεύουν να τιναχθούν στον αέρα. Τις δολοφονίες αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ο αρχηγός της αστυνομίας, ο ήρωας (ή ο απόλυτος φονιάς – ανάλογα όπως το βλέπει κανείς) του αγώνα κατά της FARC, Λαουτάρο Μπαγκαδέρ, ένας μοναχικός σαραντάρης με βλέμμα λύκου, γιος του πανίσχυρου εισαγγελέα Σαούλ Μπαγκαδέρ, ενός Μακιαβελικού συντηρητικού πολιτικού που ήταν το δεξί χέρι του προέδρου Ουρίμπε και ένας εκ των βασικών συνεργατών του, στο θέμα της συμφωνίας ειρήνης, και ο οποίος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον για να πετύχει τον σκοπό του για απόλυτη εξουσία. 

 «Ο Λαουτάρο Μπαγκαδέρ είχε καταπνίξει κάθε αμφισβήτηση αυτών που δήθεν σ’ επαινούν και σ’ τη φέρνουν πισώπλατα, είχε βουλώσει το στόμα των δημοσιογράφων, των σκεπτικών, των άνανδρων, των κλαψιάρηδων. Το ενενήντα τοις εκατό των εγκλημάτων δεν είχε ποτέ διαλευκανθεί στην Κολομβία: Ο Λαουτάρο είχε περάσει από κόσκινο όλους τους μπάτσους που του προμήθευσε ο πατέρας του για να στήσει τη δική του ομάδα των επιλέκτων, είχε φέρει ασφάλεια σε γειτονιές ολόκληρες, είχε καθαρίσει τα κατώφλια των πολιτικών απ’ όσους θα μπορούσαν να του δυσκολέψουν τη ζωή, είχε βάλει ανθρώπους στο χέρι του με την ίδια ευκολία που χώνεις το χέρι στην τσέπη, είχε πατάξει το χάος, καθάρισε τους δρόμους της Μπογκοτά από τα ανθρώπινα αποβράσματα, χωρίς αναστολές ούτε έλεος. Τον έλεγαν κυνικό, ρατσιστή, βίαιο, σεξιστή, αμείλικτο, πονηρό. Είχε μια ομάδα αποτελεσματική, καταρτισμένη, που εφάρμοζε αμφίβολα αποτελέσματα στην ούτως ή άλλως γενικευμένη διαφθορά. Είχε διώξει όλους τους ανίκανους που το έπαιζαν αετοί, όλα τα τεμπελόσκυλα, ενθάρρυνε τις κοπέλες με τσαγανό, στεγανοποίησε τη ναυαρχίδα, ναρκοθέτησε τις τέσσερις γωνιές της πόλης με ένα δίκτυο από πληροφοριοδότες και με κάποιες αυτόνομες οργανώσεις που έδιναν αναφορά μόνο σ’ αυτόν ή στον Ντιούκ, το πιστό του σκυλί.» 



 Η οικογένεια Μπαγκαδέρ όμως είχε κι ένα «μαύρο πρόβατο» στους κόλπους της. Ο μικρότερος γιος, ο Άνχελ Μπαγκαδέρ είχε εξαφανιστεί πριν από καμιά εικοσαετία – όπως διαδόθηκε αιχμαλωτίστηκε από τους αντάρτες, αλλά το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, η αλήθεια όμως ήταν, ότι ο Άνχελ έφυγε για να καταταχτεί στη FARC και να πολεμήσει τον στρατό και τους παραστρατιωτικούς, φτάνοντας μέχρι τις υψηλές θέσεις του κινήματος. Πλέον με άλλο όνομα, αποφυλακίστηκε και ζει σε ένα ψαροχώρι στις ακτές της Καραϊβικής, προσπαθώντας να περάσει όσο γίνεται πιο απαρατήρητος. Όταν όμως η θάλασσα ξεβράζει το κεφάλι ενός πτώματος, αντιλαμβάνεται ότι η αποκάλυψη της ταυτότητάς του δεν πρόκειται να αργήσει, διότι το κεφάλι ανήκει σε ένα σώμα που βρέθηκε κάπου αλλού (για την ακρίβεια οι φονιάδες πετούσαν τα κομμάτια του πτώματος από ένα αεροπλάνο, όπως έκαναν οι πρωτεργάτες του στυλ αυτού, Αργεντίνοι συνάδελφοί τους), και είναι η υπόθεση που προσπαθεί να εξιχνιάσει ο μεγάλος του αδερφός, με τον οποίον ήταν πάντοτε σε κόντρα.

 Η οικογένεια Μπαγκαδέρ, ο δαιμονικός πατέρας Σαούλ που κινεί τα νήματα της εξουσίας, ο φιλόδοξος και ακαταπόνητος Λαουτάρο, με την εγγενή βία που τον διακατέχει, που προσπαθεί να αποδείξει στον πατέρα του ότι είναι άξιος συνεχιστής του έργου του και ο Άνχελ – αναμφίβολα ο μόνος από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας, που είναι συμπαθής -, που θέλει να ξεχάσει και να ξεχαστεί είναι οι ήρωες αυτού του δράματος, που πέρα από τους φόνους και την βία, εμπεριέχει και τα παιχνίδια εξουσίας που παίζονται. Στην ιστορία όμως εμπλέκεται και μια ανεξάρτητη και ικανότατη δημοσιογράφος, η Ντιάνα Ντουσάν που μόνη της καθώς είναι χρησιμοποιεί το Tinder για να βρίσκει ερωτικούς συντρόφους χωρίς δεσμεύσεις. Την εφαρμογή όμως χρησιμοποιεί και ο Λαουτάρο Μπαγκαδέρ, που κι αυτός δεν θέλει μπλεξίματα. Μετά από μια ερωτική νύχτα, όπου ο Λαουτάρο φεύγει βιαστικά, η Ντιάνα από τη μια προσβεβλημένη από το φέρσιμο του εραστή της, από την άλλη τρομερά περίεργη, ψάχνει την αληθινή ταυτότητα του ερωτικού της παρτενέρ και δεν αργεί να την βρει. Σοκαρισμένη από την εξέλιξη των φόνων, αρχίζει να σκαλίζει το παρελθόν του αρχηγού της αστυνομίας και εισέρχεται σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο που την ρουφάει μέσα του.

 Τα πτώματα που δεν τελειώνουν ποτέ, η φρίκη και η βία που συνεχίζονται αμείωτες, προσφέρουν την δυνατότητα στον Ferey, να μιλήσει για την ιστορία της χώρας, να αναλύσει το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της χώρας, να μιλήσει για τον απλό άνθρωπο, τον Ινδιάνο, τον αγρότη, τον ψαρά που βρίσκεται στη μέση της διαμάχης. Κορίτσια που απάγονται για να χρησιμεύσουν στο εμπόριο πορνείας, τα ναρκωτικά που είναι πάντα μέσα στο παιχνίδι με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, μοναχικοί αντάρτες που αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα, τρελαμένοι μαφιόζοι που από τη μια παζαρεύουν αμνηστεία κι από την άλλη συνωμοτούν, μικρά ανήλικα παιδιά που στρατολογούνται για ένα κομμάτι ψωμί.

 Πάνω απ’ όλα όμως είναι η οικογενειακή σφαγή. Οι σχέσεις μεταξύ των τριών ανδρών, που κυριαρχούν στην ιστορία που αφηγείται υπέροχα ο Ferey, με ρυθμό χορταστικού Ελισαβετιανού δράματος, ρεαλιστικά και με επικό ύφος. Οι ρήξεις μέσα στην οικογένεια, ο συνεχής πόλεμος με υπόγεια ένταση που θα ξεσπάσει βίαια στο τέλος, οδηγεί την ιστορία σε ένα λουτρό αίματος, όπου δεν θα σταματήσουμε να μετράμε πτώματα. Προδοσίες ενδοοικογενειακές πέρα από κάθε φαντασία, προβάλλουν καθώς προχωράει το βιβλίο που υποχρεώνει τον αναγνώστη να μη μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του. 

 Η αφήγηση του Ferey, ωριμότερη από ποτέ, εναλλάσσει την άκρατη βία, με στιγμές λυρισμού σε αυτό τον άγριο (και πολύ ελκυστικό) χορό για την εξουσία και την δύναμη, την κυριαρχία και την ισοπέδωση του αντιπάλου. Ηρωικές και ανυστερόβουλες πράξεις διαδέχονται σκηνές απόλυτου κυνισμού και βαρβαρότητας, η τρυφερότητα και η αγάπη δίνουν τη θέση τους στην αηδία και τον ανθρώπινο εξευτελισμό. Γεμάτο δυναμισμό και ζωντάνια, το «ΠΑΣ – ΕΙΡΗΝΗ», είναι ένα άγριο αλλά θαυμάσιο και έξοχα καθηλωτικό polar μυθιστόρημα, γεμάτο ένταση, που μαζί με το «Μαπούτσε» είναι τα δύο καλύτερα του ευφυέστατου συγγραφέα. 

 Βαθμολογία 85 / 100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home