Παρακολουθώντας τον συγγραφέα από το πρώτο του βήμα με τους υπέροχους ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ είχα παρατηρήσει ότι παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου γιά το στυλ του και τον τρόπο γραφής του,τις μεταπτώσεις του και την ροπή του προς την κοσμικότητα παρουσίαζε λογοτεχνικές αρετές και υποσχόταν πολλά (βέβαια όταν «υπόσχεσαι» γιά πάνω από 2-3 χρόνια,τότε κάτι δεν πάει καλά,αλλά τέλος πάντων...).Με το τελευταίο του βιβλίο ο πανέξυπνος συγγραφέας συνεχίζει μία πορεία που δείχνει να τον εκφράζει .
Κατά την άποψή μου το πολυδιαφημισμένο,ευπώλητο έργο του Τατσόπουλου έχει τα εξής στοιχεία:
• Είναι καλογραμμένο
• Διαβάζεται άνετα
• Έχει χιούμορ,που σε κάποιους μπορεί ν’αρέσει πολύ
• Είναι αυτοσαρκαστικό
• Παρουσιάζει με ικανοποιητικό τρόπο το προσωπικό του θέμα χωρίς να το κάνει «μελό»
• Οταν αναφέρεται στο «καυτό» θέμα της υιοθεσίας έχει ενδιαφέρον.
Από την άλλη παρουσιάζει τα εξής συμπτώματα:
• Είναι εξυπνακίστικο
• Είναι απίστευτα βαρετό
• Τραβάει σε μάκρος άνευ λόγου
• Τα ευφυολογήματα του συγγραφέα είναι μπανάλ «Σαν χαρακτήρας η μάνα μας ήταν φτυστή ο Κατέλης» και άλλα παρόμοια...
• Είναι ανούσιο
• Είναι γεμάτο κοινοτοπίες
• Ο συγγραφέας ναρκισσεύεται (αλλά το κάνει σε όλα τα βιβλία του,δεν μου κάνει εντύπωση πλέον).
• Σου δίνει την αίσθηση ενός καλογραμμένου μακροσκελούς άρθρου σε κάποιο περιοδικό ποικίλης ύλης.
Το ερώτημα που προκύπτει μετά την ανάγνωση του βιβλίου,είναι κατά πόσον είναι λογοτεχνία αυτό το πράγμα...Ο (μάλλον ιδανικός γιά columnist σε κάποια μεγάλη εφημερίδα αλλά όχι μυθιστοριογράφος)Τατσόπουλος εμπλουτίζει την προσωπική του ιστορία (που θα μπορούσε να δώσει ένα υπέροχο μυθιστόρημα) ,με σχόλια γιά συναδέλφους του,με «πιπεράτες ιστοριούλες»,με παρεϊστικη ατμόσφαιρα,με ειρωνίες γιά Coelho (ώπα ρε μεγάλε),με «καταγγελίες»,με όσα τέλος πάντων θεωρεί ότι μπορεί να ενδιαφέρουν το αναγνωστικό του κοινό.Αποκορύφωμα όλων αυτών αποτελεί το μακροσκελές κεφάλαιο όπου γιά να δικαιολογήσει την ουσιαστική ιδέα του βιβλίου του,ότι το αίμα δεν μετράει τόσο,όσο η καρδιά,αναλύει επί μακρόν την χολυγουντιανή μπαλαφάρα «The next best thing» με την Μαντόνα και τον Ρ.Έβερετ-κάπου εκεί παρέδωσα το πνεύμα και με δυσκολία παρακολουθούσα την συνέχεια.
Είναι όμως όλα αυτά ικανά να συστήσουν ένα λογοτεχνικό έργο?Οι πωλήσεις του βιβλίου δείχνουν ότι στον κόσμο αρέσει το «λίγο απ’όλα»,το «tutti-frutti»...Εάν είναι αυτό το ζητούμενο,no problem,εάν όμως κοιτάμε λίγο την λογοτεχνική πλευρά των πραγμάτων εκεί έχουμε πρόβλημα.
Απεναντίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα την αυτοβιογραφία του Ν.Οικονομάκου «ΣΕΒΑΧ Ο ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» (Εκδ.Εστία).Με θαυμαστή οικονομία λόγου (μεστός και άμεσος) ο συγγραφέας περιγράφει μια ζωή αγώνων και ταλαιπωρίας.
Ο Ν.Οικονομάκος έγινε αριστερός εμπειρικά,η ίδια η ζωή τον διαμόρφωσε.Από μικρός μπάρκαρε σε καράβια όπου μυήθηκε στην κομμουνιστική ιδεολογία,με το που ξεσπάει ο πόλεμος πάει στην Μ.Ανατολή και την Β.Αφρική και κατατάσσεται στις Ελληνικές μεραρχίες,πνεύμα ανεξάρτητο και επαναστατικό,διακρίνεται στις μάχες,οργανώνει θεατρικές ομάδες,δεν «κολώνει» πουθενά.Γυρίζει στην εμφυλιακή μεταπολεμική Ελλάδα όπου δουλεύει γιά τον παράνομο μηχανισμο του ΚΚΕ.Φυλακίζεται,καταδικάζεται σε θάνατο αλλά την γλυτώνει,περνάει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του στις φυλακές (Κέρκυρα,Ακροναυπλία,Αίγινα,Κρήτη) και λίγο πριν από την Χούντα αποφυλακίζεται.Πάει στο Παρίσι όπου εκεί παλεύει γιά την πτώση των συνταγματαρχών μπαινοβγαίνοντας στην Ελλάδα παράνομα.Μετά την μεταπολίτευση αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης αλλά ως γνήσιος πονηρούλης Έλληνας βρίσκει την άκρη και με διάφορες αργομισθίες βγάζει τα προς το ζειν σε Βρυξέλλες (δουλεύοντας γιά την Ευρωπαϊκή κοινότητα) και στην Ελληνική πρεσβεία της Βενεζουέλας.
Με υλικό που θα γέμιζε τουλάχιστον 3 βιβλία (Μ.Ανατολή,Φυλακίσεις,η ζωή του στο εξωτερικό από το 67 και μετά),ο Οικονομάκος δεν προτάσσει ούτε στιγμή το εγώ του και με ιδιαίτερη σεμνότητα αφηγείται συγκλονιστικές στιγμές της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας.Η αφήγησή του δεν έχει «αγκυλώσεις» ούτε διδακτισμό,αναγνωρίζει τα λάθη του κινήματος και τα προσωπικά του.
Καταφερτζής,πολυμήχανος,τετραπέρατος με ελάχιστη μόρφωση τα βγάζει πέρα με όλες τις καταστάσεις.Οι περιγραφές του έχουν χιούμορ,είναι αυτοσαρκαστικός και σπαρακτικός ταυτόχρονα,ενώ οι τελευταίες σελίδες από τις περιπέτειες του στην Λ.Αμερική είναι σπαρταριστές.
Εν κατακλείδι,ένα βιβλίο που σε αφήνει με την γλυκειά γεύση της αγάπης γιά την ζωή και τον άνθρωπο.Ο συγγραφέας γεννημένος το 1923 ζεί μεταξύ Αίγινας και Αθήνας και μιά ωραία συνέντευξή του γιά την εκπομπή «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα» μπορείτε να διαβάσετε εδώ.