Τρίτη, Ιουλίου 29, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 29, 2014 | Permalink
Τα πορφυρά πανιά
Το λες και μαγεία, αυτό που σου συμβαίνει όταν πιάνεις ένα βιβλίο, του οποίου το θέμα ελάχιστα σε αφορά και το είδος μάλλον σε απωθεί (αν και η συζήτηση γύρω από το τι ακριβώς είναι μάλλον σε ιντριγκάρει), και παρ'όλα αυτά, εκείνο σε πιάνει από την πρώτη σελίδα, από την πρώτη πρόταση και σε αιχμαλωτίζει μη μπορώντας να το αφήσεις από τα χέρια σου. Αυτό μου συνέβη με την αριστουργηματική νουβέλα "ΤΑ ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΑΝΙΑ" ("ALYE PARUSA"), του σπουδαίου Αλεξάντρ Γκριν (Ρωσία, 1880-1932), (Εκδ. Κίχλη, μετάφρ. Ι.Καμμένου, σελ.205), ένα βιβλίο που (εάν είσαι έμπειρος αναγνώστης άρα με "διαβρωμένο" βλέμμα), θα πρέπει να υπερβείς το αδιέξοδο της έμφυτης τάσης που έχουμε όλοι μας για κατηγοριοποιήσεις και για εύκολα συμπεράσματα και να μη το δείς ως "παραμύθι" όπως αρχικά φαίνεται (που δεν είναι λανθασμένος ο όρος) αλλά ως ένα στιβαρό λογοτεχνικό έργο - συνδυασμός πολλών λογοτεχνικών ειδών και τάσεων.

Η ιστορία είναι τοποθετημένη σε μια φανταστική χώρα και οι ήρωες είναι δύο νέοι διαφορετικοί, απομονωμένοι από τον περίγυρό τους, των οποίων οι ιστορίες εξελίσσονται παράλληλα ακολουθώντας μια προφητεία. Απο τη μια λοιπόν είναι η Ασσόλ, ένα κορίτσι που ορφανεύει  από μωρό όταν η μητέρα του πεθαίνει από την σκληρότητα και την απανθρωπιά των κατοίκων του ταπεινού ψαροχωριού. Ο πατέρας της, ο ναυτικός Λόγκρεν παρατάει τη θάλασσα για να θρέψει τη μικρή και φτιάχνει χειροποίητα παιχνιδάκια. Ζουν μοναχικά κάτω από την αποδοκιμασία των κατοίκων του χωριού, που τους θεωρούν (λίγο ή πολύ) σαλούς.

Ένα πρωινό που η Ασσόλ πηγαίνει στην πόλη να παραδώσει ένα καραβάκι με πορφυρά πανιά που έφτιαξε ο πατέρας της, δεν χάνει την ευκαιρία να το βάλει μέσα σε ένα ποτάμι και να το παρακολουθεί καθώς πλέει. Κάποια στιγμή όμως το χάνει και το βρίσκει στα χέρια ενός γέροντα που το περιεργάζεται. Ο ιδιόρρυθμος και στην εμφάνιση και στα λόγια ταξιδιώτης, αυτοσυστήνεται ως "μάγος" και το καραβάκι με τα εντυπωσιακά χρώματα στα πανιά του δίνει την αφορμή για μια προφητεία:

"...Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα περάσουν, αλλά μια μέρα στην Καπέρνα θα ανθίσει ένα παραμύθι και θα μείνει στη μνήμη των ανθρώπων για πολύ καιρό. Εσύ, Ασσόλ, θα έχεις μεγαλώσει. Ένα πρωινό, στα βάθη του ορίζοντα, θα λάμψουν κάτω από τον ήλιο τα πορφυρά πανιά. Πελώρια και αστραφτερά πάνω στο λευκό πλοίο, θα κινούνται κατευθείαν προς εσένα, σκίζοντας τα κύματα. Αυτό το θαυμάσιο πλοίο θα πλέει γαλήνια, χωρίς φωνές και ομοβροντίες. Στην ακτή θα συγκεντρωθεί πολύς κόσμος, που έκπληκτος θα βγάζει επιφωνήματα θαυμασμού - θα είσαι κι εσύ εκεί. Το πλοίο θα πλησιάσει μεγαλόπρεπα στην ακτή, υπό τους ήχους μιας εξαίσιας μουσικής. Μια κομψή και γρήγορη βάρκα, μέσα στα χαλιά, στο χρυσό και στα χρώματα, θα αποπλεύσει απ'αυτό. "Για ποιό λόγο ήρθατε; Ποιόν γυρεύετε;" θα ρωτήσουν οι άνθρωποι στην ακτή. Τότε θα δείς έναν γενναίο και όμορφο πρίγκιπα. Θα στέκεται και θα τείνει τα χέρια του προς εσένα. "Γειά σου, Ασσόλ!" θα σου πεί. "Σ'ένα μέρος που βρίσκεται πολύ μακριά από δω σ'ονειρεύτηκα και ήρθα να σε πάρω για πάντα στο βασίλειό μου. Θα ζήσεις εκεί μαζί μου σε μια βαθιά κοιλάδα σπαρμένη με ρόδα. Θα έχεις όλα όσα επιθυμείς. Η ζωή μας θα είναι τόσο αρμονική και χαρούμενη, που η ψυχή σου δεν θα γνωρίσει ποτέ θλίψη και δάκρυα". Στη συνέχεια θα σε καθίσει στη βάρκα, θα σε οδηγήσει στο πλοίο και θα φύγεις για πάντα για τη λαμπερή αυτή χώρα, όπου ο ήλιος θα ανατείλει και τα αστέρια θα κατέβουν από τον ουρανό για να χαιρετίσουν την άφιξή σου."

Από την άλλη έχουμε τον Γκρέυ (καμμία σχέση με τον ομώνυμο ήρωα των "50 σκοτεινών αποχρώσεων" βέβαια), ένα παιδί αριστοκρατικής οικογένειας που μεγαλώνει με το όνειρο να ταξιδέψει σε θάλασσες μακρινές. Τίποτα δεν τον ικανοποιεί παρά η εκπλήρωση της επιθυμίας του, και έρχεται σε κόντρα με την οικογένειά του σκάζοντάς το από το σπίτι για να μπαρκάρει σε μια σκούνα. Νέος ακόμα καταφέρνει να αποκτήσει το δικό του πλοίο, να το κουμαντάρει επιτυχημένα πάντα όμως ψάχνοντας κάτι, μη βρίσκοντας ικανοποίηση στα γήινα και στα καθημερινά. Έτσι λοιπόν,  σ'ενα ταξίδι που τον φέρνει στα μέρη της Ασσόλ, (που έχει μεγαλώσει πια με το όνειρο της προφητείας), βλέπει την πανέμορφη νεαρά να κοιμάται σε ένα λιβάδι και μαγεύεται. Η προφητεία δεν θα αργήσει να εκπληρωθεί με τον πιο ονειρικό τρόπο.

Η αφήγηση του Γκριν μαγεύει τον αναγνώστη. Κινούμενος μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, αιχμαλωτίζεσαι από τον ρυθμό και την λυρικότητα της γλώσσας του μεγάλου συγγραφέα. Η ποίηση συναντάει την πεζογραφία με τον δημιουργικότερο τρόπο και οι δύο νέοι που παρακολουθούμε τις περιπέτειές τους σε παράλληλη τροχιά, έρχονται σε αντίθεση με την κοινωνία, μοχθηρή και απάνθρωπη, μίζερη και αλλοτριωμένη. Από τη μια είναι η αγνότητα από την άλλη είναι η κακία. Είναι το όραμα της αγάπης που θα θριαμβεύσει, που θα ενώσει, που θα καθηλώσει χωρίς την παρέμβαση εξωγενών παραγόντων, φυσικά και απλά όπως (πρέπει να) είναι ο αληθινός έρωτας του οποίου αποθέωση αποτελεί η νουβέλα αυτή.

Στο βιβλίο δεν υπάρχει χρονικό πλαίσιο, βρισκόμαστε σε ένα κόσμο φαντασίας, σαν κι αυτόν που έγινε της μόδας στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα και αγαπάνε να διαβάζουν αναγνώστες κάθε ηλικίας και πολιτιστικού υπόβαθρου. Οι αισθήσεις είναι καθαρές, η φύση παίζει κυρίαρχο ρόλο στη δομή και τα νιάτα είναι πιο αγνά και δεν διακατέχονται από την πεζότητα και την κακία των μεγαλυτέρων.
Ο Γκριν χρησιμοποιεί εποικοδομητικά τον ρομαντισμό και τον νατουραλισμό του λαϊκού παραμυθιού και της παραδοσιακής προφορικής αφήγησης ενσωματώνοντάς τα στο κείμενο του με ένα μοντέρνο και ευφάνταστο τρόπο, το οποίο είναι δομημένο αρχιτεκτονικά με σχέδιο και ροή υψηλού λογοτεχνικού ύφους και στυλ.

Νομίζω ότι ένας νέος αναγνώστης θα εκτιμήσει περισσότερο τη δύναμη και την γοητεία αυτού του αριστουργήματος. Θεωρώ ότι βιβλία σαν "Τα Πορφυρά πανιά" πρέπει να προσεγγίζονται με τη δύναμη των αισθήσεων και οι πολλές αναλύσεις δεν βοηθάνε - περισσότερο φορτώνουν και μπουκώνουν (με άχρηστες εν πολλοίς κρίσεις) τον αναγνώστη, ο οποίος καλύτερα, να προσέρχεται αγνός και  να αφήνεται χαλαρός στην απόλαυση του εξαίσιου κειμένου.

Εξάλλου από την ημέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο στα ελληνικά έχουν γραφτεί υπέροχα κείμενα για το βιβλίο από γνωστούς κριτικούς και μη, από bloggers και απλούς αναγνώστες, (και με πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα), οπότε να προσθέσω κι εγώ κάποια χιλιοειπωμένα, θα είναι πλεονασμός. Είναι εξαιρετικό το επίμετρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, που συνοδεύει το βιβλίο και δίνει χρήσιμα στοιχεία για τον συγγραφέα και την εποχή που γράφτηκε το μνημειώδες αυτό έργο, το οποίο υπηρετείται με τον ιδανικότερο τρόπο από την έξοχη έκδοση της Κίχλης.


 
Τρίτη, Ιουλίου 22, 2014
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 22, 2014 | Permalink
Ο Καλός Κλέφτης
Το συναρπαστικό μυθιστόρημα, "Ο ΚΑΛΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ" ("The Good Thief"), (Εκδ.Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.404) , της Αμερικανίδας συγγραφέως Hannah Tinti (Βοστώνη, 1972), κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας για ενήλικες και λογοτεχνίας για εφήβους (ή νεανικής λογοτεχνίας), δηλαδή μέσα σ'αυτό το δυσδιάκριτο πλαίσιο που τοποθετείται ένα βιβλίο (συνήθως περιπέτειας) το οποίο μπορεί να διαβαστεί από ένα κοινό νεανικό που θέλει να προχωρήσει ένα στάδιο παραπέρα από τις "περιπέτειες του Χάρι Πότερ". Αυτή βέβαια είναι απλά μια διαπίστωση, χωρίς  να μειώνεται η αξία του ως βιβλίου.


Ο «Καλός κλέφτης»,πολυβραβευμένο και εντυπωσιακό ντεμπούτο στη μυθιστοριογραφία για την (περισσότερο γνωστή ως συγγραφέα διηγημάτων) συγγραφέα, με μια χορταστική ιστορία δράσης και συναισθημάτων, εξιστορεί τις περιπέτειες ενός μονόχειρα ορφανού, του δωδεκάχρονου Ρεν, ο οποίος αφέθηκε βρέφος σε ένα μοναστήρι της Νέας Αγγλίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Στο μοναστήρι έρχονται από καιρού εις καιρόν διάφοροι έμποροι, άκληρες οικογένειες κλπ για να διαλέξουν ορφανά να υιοθετήσουν αλλά προς απογοήτευση του Ρεν, η απουσία του ενός χεριού αποτελεί ανασταλτικό στοιχείο για να μπορέσει να φύγει με αυτόν τον τρόπο από εκεί μέσα.

«Έρχονταν συχνά στο μοναστήρι άνδρες που ζητούσαν παιδιά. Άλλοτε τα ήθελαν για φτηνά εργατικά χέρια, άλλοτε ως καλή πράξη. Οι αδελφοί του Αγίου Αντωνίου έβαζαν τα ορφανά στη σειρά, και οι άνδρες περνούσαν από μπροστά τους και τα επιθεωρούσαν. Εύκολα καταλάβαινες τι ζητούσαν, ανάλογα με το που πήγαινε το μάτι τους. Συνήθως κοιτούσαν αγόρια σχεδόν δεκατεσσάρων χρονών, τα πιο μεγαλόσωμα, τα πιο άτακτα, τα πιο γεροδεμένα. Έπειτα το μάτι τους πήγαινε χαμηλά, σ’εκείνα που είχαν μόλις αρχίσει να μπουσουλάνε, στα δίχρονα που καλά καλά δεν περπατούσαν – όσα ήταν ακόμα άσπιλα και δροσερά. Κι έτσι απέμεναν τα ενδιάμεσα – εκείνα που είχαν χάσει τις μπούκλες και τη μωρουδιακή τους στρουμπουλάδα, αλλά δεν ήταν ακόμα αρκετά μεγάλα για να βοηθάνε. Τα παιδιά αυτά ήταν συνήθως κακότροπα και δεν είχαν να προσφέρουν παρά μόνο το άδειό τους στομάχι και μπόλικες ψείρες. Ένα τέτοιο παιδί ήταν κι ο Ρεν.
Δεν θυμόταν καμιά απαρχή – ούτε μητέρα ούτε πατέρα ούτε αδελφό ούτε αδελφή. Η ζωή του ήταν, πολύ απλά, εκεί, στο ορφανοτροφείο του Αγίου Αντωνίου, και οι μνήμες του ξεκινούσαν από τη μέση των πραγμάτων: η μυρωδιά των βρασμένων σεντονιών και της αλισίβας· η γεύση του νερουλού χυλού από βρώμη·  η αίσθηση του να πετάς ένα τούβλο πάνω στην πέτρα, να παρακολουθείς τα κόκκινα κομμάτια να τινάζονται, και μετά να χρησιμοποιείς τα θρύψαλα για να γράψεις στον τοίχο του μοναστηριού και να τρως χαστούκι γι’αυτό και να σε βάζουν να καθαρίσεις με ένα βρεγμένο, κρύο πανί.»

Η απουσία όμως του χεριού λειτουργεί και ως ένα θαυμάσιο κάλυμμα για να επιδίδεται το μικρό ορφανό σε κλοπές κάθε είδους με μεγάλη επιτυχία. Ωσπου μια μέρα, εμφανίζεται ένας ιδιόρρυθμος τύπος, ο Μπέντζαμιν Ναμπ, ο οποίος λέγοντας μια θεότρελη ιστορία παρουσιάζεται ως ο χαμένος του αδερφός και τον παίρνει μαζί του.

Γρήγορα ο Ρεν (καθώς διασχίζουν την ύπαιθρο της Μασαχουσέτης επιδιδόμενοι σε μικροκλοπές) αντιλαμβάνεται ότι ο Ναμπ, δεν έχει καμία σχέση μαζί του αλλά τον χρειάζεται για να βοηθάει αυτόν και τον συνεργάτη του στις κομπίνες που ετοιμάζουν – έχει δε ένα ταλέντο στην επινόηση και την κατασκευή της πιο απίστευτης ιστορίας και ένα τρόπο να γίνεται πιστευτός. Ο Ρεν εισάγεται σε ένα κόσμο μαγικό από τη μια, τελείως αβέβαιο όμως από την άλλη.

Σύντομα προτείνεται στους απατεώνες με τους οποίους είναι μαζί μια προσοδοφόρα αλλά και με μεγάλο βαθμό δυσκολίας κομπίνα, η οποία είναι αυτή της εκταφής νεκρών, προσφάτως θανόντων και η πώληση των πτωμάτων σε ένα γιατρό στην πόλη του Νορθ Άμπρετζ, μια πόλη που πριν χρόνια πέρασε μια μεγάλη τραγωδία και πλέον είναι γεμάτη χήρες και ορφανά και καταδυναστεύεται από τον ΜακΓκίντυ, που  έχει το μοναδικό εργοστάσιο της περιοχής και ο οποίος δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις δραστηριότητες των νεοφερμένων τυμβωρύχων, οι οποίοι διαπράττουν το μεγάλο λάθος να ξεθάψουν το πτώμα της αδερφής του μεταξύ άλλων.

Στη φαντεζί και ιδιαιτέρως υπερβολική σαν κινηματογραφική ταινία του Χόλιγουντ ιστορία της Τίντι, ο μικρός Ρεν έρχεται αντιμέτωπος με ένα νάνο που κατεβαίνει από μια καμινάδα, με ένα τύπο σαν το «Τέρας του Φρανκεστάιν» που ξεθάβουν και είναι ακόμα ζωντανός, με μια γρια σπιτονοικοκυρά που είναι κουφή, με μια σέξι κοπέλα με λαγόχειλο, με μαυροντυμένους καβαλάρηδες εκτελεστές, με σατανικούς γιατρούς που τρελαίνονται να τεμαχίζουν πτώματα, ενώ η παρέα των κομπιναδόρων, ο εφευρετικός Ναμπ και ο φίλος του ο Τομ δεν πάνε πίσω σε παλληκαριά αλλά και σε γκάφες. Η πινακοθήκη των χαρακτήρων της συγγραφέως, θυμίζει Ντίκενς, Τουέιν, Πόε, Ρ.Λ.Στήβενσον, ακόμα και Ρόουλινγκ, σε ένα μίγμα διασκεδαστικό μεν, αρκετά επιφανειακό δε. Προσωπικά με εντυπωσίασε περισσότερο η γραφή της συγγραφέως στις «ήρεμες» σκηνές (δείγμα του ταλέντου της),  παρά στις σελίδες που γίνεται ο κακός χαμός όσο προσεγμένες και να είναι αυτές.

Το μυθιστόρημα έχει ζωντάνια και δράση, είναι καλοκουρδισμένο και αποπνέει φρεσκάδα, χιούμορ ενώ εντυπωσιάζουν οι πολύ γρήγοροι ρυθμοί του (οι ανατροπές και το ιδιαίτερα ευρηματικό φινάλε),  καθώς και οι  αλησμόνητοι χαρακτήρες (κυρίως ο μικρός Ρεν είναι αφοπλιστικός), θα ήταν δε,  μια χαρά για κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά, ενώ μπορεί να διαβαστεί από κάθε είδους και γούστου αναγνώστη οπουδήποτε. Είναι ένα αξιόλογο «λαϊκό» ανάγνωσμα χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις (και αν το προσεγγίσει κανείς έτσι θα το απολαύσει), που βαδίζει στα πλαίσια του καλού περιπετειώδους μυθιστορήματος για το ευρύ κοινό που είναι πάντα καλοδεχούμενο και αναγκαίο για τις απαραίτητες αναγνωστικές ανάσες.





 
Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουλίου 17, 2014 | Permalink
"It was the best of times, it was the worst of times"
Πριν από πολλά χρόνια (περίπου μια 15ετία) είχα διαβάσει τον "Λυτρωτή πόνο", το πρώτο μυθιστόρημα του (παντελώς άγνωστού μου τότε) Βρετανού συγγραφέα Andrew Miller (Μπρίστολ, 1960), το οποίο θεωρώ αριστούργημα και δεν δίσταζα να συστήνω σε κάθε ευκαιρία. Τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα που βγήκαν στα ελληνικά δεν ήταν του ίδιου επιπέδου, αλλά τώρα με το τελευταίο του ιστορικό μυθιστόρημα "ΟΙ ΑΓΝΟΙ" ("Pure"), (Εκδ. Μεταίχμιο, (ωραία) μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ. 395), ο Μίλερ επανέρχεται με ένα εξαιρετικό βιβλίο που, σε "αιχμαλωτίζει" με την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, την καλοκουρδισμένη αφήγηση και την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, που μπορεί να μην "απογειώνεται" αλλά δεν παύει να είναι αφοπλιστική.

Βρισκόμαστε στο 1785 και η Γαλλία ζει τα τελευταία ανέμελά της χρόνια πριν την σαρωτική επανάσταση. Η πρώτη μεγάλη δουλειά του νεαρού επαρχιώτη Μηχανικού, Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ δεν είναι από τις πιο συνηθισμένες και ελκυστικές που μπορεί να ακούσει κανείς. Ο Υπουργός του Βασιλιά Λουδοβίκου 16ου του αναθέτει μια αποστολή που θα του αλλάξει τη ζωή. Να ανασκάψει το κοιμητήριο των "Αγίων Αθώων Νηπίων" που βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού δίπλα από την αγορά των Αλ.


"Κανείς δεν θυμάται πια από πότε καταπίνει τα πτώματα του Παρισιού. Πάει πίσω στις μέρες της αρχαιότητας, τότε που η πόλη δεν εκτεινόταν πολύ πέρα από τα νησιά του Σηκουάνα. Εκείνο τον καιρό πρέπει να ήταν υποφερτό. Ένα κομμάτι γης χωρίς τίποτα γύρω του ή με ελάχιστα πράγματα. Η πόλη όμως απλώθηκε. Το αγκάλιασε η πόλη. Χτίστηκε μια εκκλησία. Χτίστηκε τοίχος γύρω από τον χώρο ταφής. Κι έξω από το τοίχο, σπίτια, μαγαζιά, καπηλειά. Όλα τα της ζωής. Το κοιμητήριο έγινε ξακουστό, διάσημο, τόπος προσκυνήματος. Η Μητέρα Εκκλησία πλούτισε από τα τέλη της ταφής. Τόσα για να ταφείς μέσα στον ναό, κάτι λιγότερο για τις στοές απέξω. Οι λάκκοι ήταν φυσικά δωρεάν. Δεν μπορείς να ζητήσεις να πληρώσει κάποιος για να στοιβαχτεί η σορός του πάνω από άλλες σαν να ήταν μια φέτα μπέικον.
Μου λένε ότι σε ένα μόνο ξέσπασμα της πανούκλας θάφτηκαν στο κοιμητήριο των Νηπίων πενήντα χιλιάδες πτώματα μέσα σε λιγότερο από μήνα. Κι αυτό συνεχίστηκε, το ένα πτώμα διαδεχόταν το άλλο, με τα κάρα να σχηματίζουν ουρά στην οδό Σαιν-Ντενί. Μέχρι και νύχτα τους έθαβαν με το φως των δαυλών. Το ένα πτώμα μετά το άλλο. Ανυπολόγιστος αριθμός. Μέγα πλήθος στοιβάχτηκε σε μια σταλιά έδαφος που δεν ήταν μεγαλύτερο από πατατοχώραφο. Κανένας ωστόσο δεν φάνηκε να ενοχλείται. Δεν υπήρξαν διαμαρτυρίες ούτε εκδηλώσεις δυσφορίας. Μπορεί μέχρι και να τους φαινόταν φυσιολογικό. Ώσπου, πριν απο μια γενιά περίπου, αρχίσαμε να γινόμαστε παραλήπτες παραπόνων. Μερικοί από τους περιοίκους άρχισαν να θεωρούν δυσάρεστη τη γειτνίαση με το κοιμητήριο. Τα τρόφιμα δεν διατηρούνταν. Τα κεριά έσβηναν σαν να τα είχαν πιάσει αόρατα δάχτυλα. Άνθρωποι που κατέβαιναν το πρωί τα σκαλοπάτια του σπιτιού τους λιποθυμούσαν. Σημειώθηκαν και κάποιες ανωμαλίες ηθικής φύσεως εκ μέρους νεαρών κυρίως ατόμων, νέων αντρών και γυναικών που μέχρι τότε διήγαν βίο άμεμπτο..."

Όπως έγραφε ο Ντίκενς, "είναι οι χειρότεροι καιροί, είναι οι καλύτεροι καιροί". Ο Ζαν-Μπατίστ αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες αλλά βλέπει την τεράστια προοπτική, οικονομική και επαγγελματική που ανοίγεται μπροστά του. Εμποτισμένος με τις ιδέες του Βολταίρου και του κινήματος των Διαφωτιστών, είναι ένας άνθρωπος της "Νέας Εποχής" - σκέφτεται (μέσα στην ανασφάλεια που τον κυριεύει), ότι του δίνεται η ευκαιρία να υλοποιήσει μερικά από τα ουτοπικά σχέδια που είχε στο μυαλό του. Το εγχείρημα πάντως αποδεικνύεται σχεδόν ακατόρθωτο. Στην αρχή κινείται με μυστικότητα για να μη σοκάρει τους κατοίκους της περιοχής, σχετίζεται φιλικά με τον οργανίστα της εκκλησίας, τον Αρμάν, ο οποίος τον εισάγει σε ένα κόσμο διασκέδασης και ανεμελιάς από τη μια, πολιτικοποίησης από την άλλη καθώς τον παίρνει μαζί του σε μια νυχτερινή βόλτα αναγραφής αντι-βασιλικών συνθημάτων στους τοίχους των σπιτιών της συνοικίας. Του δίνουν δε το ψευδώνυμο "Ο Τσάπας" που εμφανίζεται από τότε συχνά-πυκνά στα ανατρεπτικά συνθήματα χωρίς εκείνος να έχει σχέση, δημιουργώντας έναν θρύλο γύρω από το ποιός πραγματικά είναι.

Καθώς τα σχέδια προχωράνε, ο Ζαν-Μπατίστ, εκμεταλλευόμενος την αδερφική του φιλία με τον Λεκέρ που είναι εργοδηγός στα ανθρακωρυχεία της Βαλανσιέν, φέρνει εργάτες από εκεί (που θεωρείται ότι έχουν συνηθίσει σε απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες), να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της εκσκαφής των λειψάνων και της πλήρους ισοπέδωσης της περιοχής. Την μεγαλύτερη όμως αντίδραση στα σχέδιά του, ο Μηχανικός την αντιμετωπίζει μέσα στο σπίτι που τον φιλοξενεί, όταν η νεαρή κόρη της οικογένειας Μονάρ, η ωραιότατη και ελαφρώς αλαφροΐσκιωτη Ζιγκέτ, του επιτίθεται στον ύπνο του, και τον τραυματίζει σοβαρά στο κεφάλι, από το θανάσιμο τραύμα θα τον σώσει ο γιατρός Γκιγιοτέν, ο οποίος βρίσκεται καθημερινά στον χώρο εργασιών και περισυλλέγει οστά (και το όνομα του οποίου θα μείνει στην ιστορία λόγω της γνωστής λαιμητόμου). Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα ζόφου, τους εργάτες που σπάνε σιγά-σιγά ή αρρωσταίνουν από τις αναθυμιάσεις, τα ατυχήματα, τον Λεκέρ που τρελαίνεται μην αντέχοντας τις συνθήκες, τον Ζαν-Μπατίστ θα τον σώσει ο έρωτας για την ιδιόρρυθμη και φανατική αναγνώστρια, πόρνη της περιοχής, την Ελοΐζ, η οποία θα δεχτεί προς έκπληξη των πάντων να συγκατοικήσει μαζί του.

"Οι Αγνοί" είναι ένα πολύ ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα με στοιχεία ιστορικά αλλά και θριλερίστικη κατασκευή. Ο νεαρός μηχανικός που θεωρεί τον εαυτό του σκεπτόμενο και μοντέρνο, οπαδός του Βολταίρου και του Ντιντερό βλέπει την αποστολή του ως ευκαιρία να εφαρμόσει τις ιδέες του, να βοηθήσει την πόλη να μπει σε μια νέα εποχή - βγαίνει από τον κόσμο των βιβλίων, αλλά παρασύρεται από την δύσκολη καθημερινότητα και βυθίζεται σε μια κόλαση, αρχίζει να συναναστρέφεται "κάθε καρυδιάς, καρύδι" και να βλέπει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και όχι όπως εκείνος τον είχε φανταστεί.

Ο συγγραφέας ασχολείται περισσότερο με την αγωνία του άγνωστου και τη ζοφερότητα των ευρημάτων, τις προκαταλήψεις και τους φόβους του απλού ανθρώπου μπροστά στον θάνατο και στο σκοτάδι. Μια σπουδή πάνω στο θάνατο και πως αυτός επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Με φανερούς συμβολισμούς (ακόμα και στην επιλογή των ονομάτων των κεντρικών χαρακτήρων), να υπάρχουν στις σελίδες της αφήγησης που ακολουθεί έναν υπνωτιστικό ρυθμό τονίζει τη διαφορά φωτός και σκότους, παλαιάς και νέας εποχής που έρχεται και δεν μπορεί να την ανακόψει κανείς. Ο Ζαν-Μπατίστ είναι ένας άνθρωπος ήπιος και μειλίχιος που φέρει τις νέες ιδέες, οραματίζεται πράγματα και καταστάσεις που έρχονται σε αντίθεση με τον κόσμο της περιοχής που έχει προσδώσει στο παλιό νεκροταφείο μεταφυσικές διαστάσεις.


Βιασμοί, αυτοκτονίες, επιθέσεις, λογομαχίες περιγράφονται πολύ ζωντανά από τον Μίλερ. Το Παρίσι του είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό που περιγράφει ο Ντίκενς στην περίφημη "Ιστορία δύο πόλεων", ενώ ο ίδιος σοφά ποιών δεν τοποθετεί κανέναν συμπατριώτη του στην ιστορία που αφηγείται. Εκεί όμως που το βιβλίο (που θα μπορούσες να το πεις και "μυθιστόρημα μαθητείας") πάει να απογειωθεί, σαν κάτι να το κρατάει κάτω στο έδαφος και τα γεγονότα μένουν μετέωρα, μαζί και οι αναγνωστικές απορίες.

Κυριαρχεί και εντυπωσιάζει η εκπληκτική ατμόσφαιρα, οι μυρωδιές (ένας από τους λόγους που μάλλον συγκρίνεται με το "Άρωμα" του Ζίσκιντ), οι ζωντανοί διάλογοι και το φιλοσοφικό υπόβαθρο σε ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα που είναι κάτι περισσότερο από ιστορικό και κάτι λιγότερο (απ'ότι ίσως θα ήθελε) από πολιτικό που απέσπασε το βραβείο Costa του 2011.


 
Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 09, 2014 | Permalink
"Το κορίτσι λεγόταν Νίκη"...
"Τώρα που είμαι πια νεκρή, σαβανωμένη μες στο φέρετρο, ντυμένη με το καλό μου λευκό φόρεμα (εγώ το είχα διαλέξει και το'χα στείλει στο καθαριστήριο μια εβδομάδα πριν μπω για τελευταία φορά στο νοσοκομείο), τώρα που βρίσκομαι στο ψυγείο του νεκροθαλάμου και περιμένω να ξημερώσει η μέρα της κηδείας μου, τώρα που έχω πάρει την άγουσα για τον τόπο όπου δεν υπάρχει - όπως λένε - οδύνη, λύπη και στεναγμός, τώρα νιώθω πιο ελεύθερη από ποτέ. Ελεύθερη να τριγυρίσω τα εβδομήντα χρόνια της ζωής μου. Να πάω εμπρός και πίσω, να σταθώ σε γεγονότα - σταθμούς, κρίσιμες αποφάσεις που πήρα εγώ ή που έλαβαν άλλοι για μένα, να τα αντικρίσω όλα σφαιρικά και πεντακάθαρα. Να μεγεθύνω επίσης και να εξετάσω τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες, να ξεχωρίσω τις πιο αδιόρατες αποχρώσεις, οι οποίες ίσως τελικά και να'καναν τη διαφορά. Ποιά διαφορά; Εκείνη που με ξεχώρισε όχι απ' τους άλλους ανθρώπους, μα από τις άπειρες εκδοχές του εαυτού μου, τις οποίες κουβαλούσα εν σπέρματι μέσα μου, ούτε όμως άνθισαν ούτε και κάρπισαν ποτέ. Τη διαφορά που με οδήγησε σε εκείνο που ήμουν και όχι σε ό,τι θα μπορούσα να έχω γίνει."

Από τους πολυγραφότερους (και πιο ενδιαφέροντες) συγγραφείς της γενιάς του, ο Χρήστος Χωμενίδης (Αθήνα,1966) επανέρχεται δυναμικά στην λογοτεχνική επικαιρότητα με ένα (ίσως το καλύτερό του μετά το "Σοφό παιδί") βιβλίο - σκιαγράφηση της οικογενειακής του ιστορίας μέσα από τη ζωή της μητέρας του. Η έξοχη "ΝΙΚΗ" (Εκδ. Πατάκη, σελ.492), δεν είναι απλά η ιστορία μιας γυναίκας και του οικογενειακού της περιβάλλοντος αλλά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνάει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας από την Μικρασιατική καταστροφή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄50.


Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που γεννήθηκε σε μια ασυνήθιστη οικογένεια και έζησε σε ταραγμένους και ενδιαφέροντες καιρούς (ευχή και κατάρα αυτό για έναν άνθρωπο). Γεννημένη λίγο πριν τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, η Νίκη Αρμάου, κόρη μεγαλοστελέχους του Κ.Κ.Ε. και βουλευτή του κόμματος πριν την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, είναι ένα κορίτσι που βιώνει από βρέφος ακόμα το κυνηγητό της εξουσίας από τη μία αλλά και την προσήλωση προς ένα σκοπό, την αφοσίωση σε μια ιδεολογία που έμπαινε πάνω από οτιδήποτε άλλο.

Ο Χωμενίδης επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην ιστορία. Η Νίκη αφηγείται τη ζωή της και μέσα από αυτήν παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας της. Ο βίαιος ερχομός από την Κων/λη του πτωχευμένου παππού της και ο αγώνας του ίδιου, της συζύγου του και των παιδιών του για επιβίωση. Η ανέλιξη του πατέρα της, που αξιοποιώντας την ωραία του εμφάνιση, την γλυκύτητα του χαρακτήρα του και την εργατικότητά του, καταφέρνει να εκλεγεί σε νεαρότατη ηλικία βουλευτής του Κ.Κ.Ε, και να θεωρείται μία από τις μεγάλες ελπίδες του. Η ζωή της οικογένειας στην Κατοχή και οι γάμοι των δύο θείων της (αδερφών του πατέρα της) με δωσίλογους (διαφορετικής κλίμακας και προσωπικότητας βέβαια ο μεν από τον δε, αλλά συνεργάτες των κατακτητών εν πολλοίς),  η επιστροφή των δύο γονιών (χαμένων μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του πολέμου), η απομάκρυνση από τον στενό κομματικό πυρήνα του πατέρα,  η περίοδος της απελεύθερωσης, ο εμφύλιος και μετά ο "εγκλεισμός".

Η Νίκη θα ακολουθήσει  τους γονείς της σε μια ιδιόμορφη αυτοεξορία σε ένα συγκλονιστικό κομμάτι του βιβλίου, ένα μέρος της ζωής της που θα καθορίσει και θα διαμορφώσει την προσωπικότητά της. Ο πατέρας της, μη μπορώντας να πάει "στο βουνό" (το Κόμμα τον είχε διαγράψει), ούτε να διαφύγει στο εξωτερικό και για να αποφύγει τη σύλληψη και την εκτέλεση, αποφασίζει να κρυφτεί κάπου στην Αθήνα για να αποφύγει τα χειρότερα. Η αρχική εντύπωση ότι θα είναι για λίγο καιρό, διαψεύδεται από τα γεγονότα και ο εγκλεισμός σε ένα σπίτι "αυλή των θαυμάτων" όπου ζουν διάφορες οικογένειες θα διαρκέσει επτά έτη. Η Νίκη θα ζήσει εκεί με διαφορετικό όνομα, και υποχρεωμένη να βγαίνει σε μια ασφαλή περίμετρο για να κάνει τα βασικά ψώνια της οικογένειας από τα 10  έως τα 17 της,  χωρίς να πηγαίνει σχολείο και με μοναδική έξοδο στον έξω κόσμο, μια βόλτα κάθε βδομάδα με τη θεία της που περνούσε να την πάει βόλτα με το αυτοκίνητο.

Το 1955 με τα πρώτα δημοκρατικά ανοίγματα της τότε κυβέρνησης, η οικογένεια βγαίνει από την κρυψώνα της και η Νίκη αρχίζει να ζει πρώτη φορά στη ζωή της ως ελεύθερος άνθρωπος. Θα πιάσει δουλειά, θα έρθουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, ο πρώτος μεγάλος και πανίσχυρος έρωτας, οι προστριβές με την οικογένεια.

Η ροή της ιστορίας που αφηγείται με απλό και κατανοητό αλλά και πολύ ζωντανό τρόπο ο Χωμενίδης σε αφοπλίζει,  και το βιβλίο κυλάει σαν νερό παρά τα βαριά ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται στις σελίδες του. Οι έντονες εικόνες κάποιων σκηνών μένουν χαραγμένες στη μνήμη. Ο πρόσφυγας παππούς να σέρνει το καρότσι του στη Συγγρού και να μαζεύει γόπες και προφυλακτικά, οι πρώτες αναμνήσεις από τη ζωή στα νησιά, οι σκηνές της Κατοχής, η φυγή των δωσιλόγων για την Αυστρία και η συνάθροισή τους στο καμπαρέ "Μαύρος Γάτος", οι ημέρες και οι νύχτες στο διαμέρισμα/φυλακή και μετά το ξεπέταγμα, η έφηβη που γίνεται γυναίκα, το χαστούκι του πατέρα, το γεύμα με την οικογένεια και τον αγαπημένο που δεν γίνεται αποδεκτός.

Προσεκτική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων χωρίς ακρότητες και με σεβασμό στα πρόσωπα, εξαιρετική διαχείριση του ογκώδους υλικού χαρακτηρίζουν το βιβλίο. Ο Χωμενίδης διατρέχει την κοινωνικοπολιτική ιστορία της χώρας και στο μυθιστόρημα του (γιατί ας μη ξεχνάμε ότι πάνω απ'όλα είναι μυθοπλασία, δεν είναι ιστορική καταγραφή), οι χαρακτήρες του διακρίνονται από την αντιφατικότητα και τις πολυσχιδείς πλευρές που υπάρχουν στον καθένα μας. Τα ονόματα των ηρώων είναι αλλαγμένα και ορισμένα περιστατικά δεν περιγράφονται όπως ακριβώς έγιναν αλλά υπάρχει μυθοπλαστική παρέμβαση, ο συγγραφέας όπως αναφέρει στην εισαγωγή του, προσπάθησε να μείνει πιστός στο "πνεύμα της ιστορίας" και το κατάφερε.

Η "ΝΙΚΗ" είναι ένα μυθιστόρημα χορταστικό, όπου εναλλάσσονται οι σκηνές δράματος με σκηνές γεμάτες χιούμορ, οι χαρακτήρες είναι τρομερά ενδιαφέροντες (ακόμα και οι πιο δευτερεύοντες) ενώ δεν ενοχλεί το κάποιες φορές γλίστρημα (ηθελημένο σίγουρα) προς μια πιο γκροτέσκα απεικόνιση κάποιων γεγονότων. Η παράθεση των ιστορικών γεγονότων δεν είναι στείρα και αδιέξοδη αλλά αποτελεί ένα σχόλιο για τη γενικότερη ιστορική πορεία της χώρας. Η ηρωίδα, η θαυμάσια Νίκη προβάλλει ως ένας ολοζώντανος και υπέροχος μυθιστορηματικός χαρακτήρας (πόσο ταιριαστή η εικόνα του εξωφύλλου με το περιεχόμενο!), που σου μένει αξέχαστος κυριαρχεί στο βιβλίο και σ'ακολουθεί παντού, όχι μόνο όταν το διαβάζεις αλλά και για αρκετό καιρό μετά. Νομίζω ότι θα ήταν υπερήφανη για το βιβλίο που της αφιερώνει ο γιός της.

Υ.Γ. Η δεύτερη φωτογραφία προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα και πρωτοδημοσιεύθηκε στο site iefimerida.gr, εδώ.
 ___________________________________________________________


Παρακολουθήστε την συζήτηση με τον Χρήστο Χωμενίδη για τη ΝΙΚΗ και όχι μόνο στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 5/7. Η κουβέντα μας με τον συγγραφέα, αρχίζει γύρω στο 45' και κρατάει για 1 ώρα περίπου. Καλή ακρόαση.



 
Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2014 | Permalink
"Μια χαρά" ή μήπως όχι;
Με 6 ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ΜΙΑ ΧΑΡΑ», (Εκδ. Πατάκη, σελ.119), κάνει τη πρώτη του εμφάνιση στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή, ο νέος συγγραφέας Χρίστος Κυθρεώτης (Λευκωσία,1979). Ιστορίες, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις,  που οι περισσότερες έχουν μια ένταση και ένα θυμό υπόγειο που καλύπτεται κάτω από μια επιφανειακή ηρεμία.

Ο Κυθρεώτης μιλάει στα διηγήματά του για ανθρώπους θυμωμένους, καταπιεσμένους, που άλλα ονειρεύτηκαν κι αλλού πήγαν, οι περισσότεροι αποπροσανατολισμένοι και αλλοτριωμένοι που ψάχνουν ένα κέντρο, ένα στόχο στη ζωή τους. 4 άνδρες και 2 γυναίκες αφηγούνται στις 6 ιστορίες του τόμου, η πλειονότητα των οποίων είναι σε πάρα πολύ καλό επίπεδο. Από το εξώφυλλο του βιβλίου, ο αναγνώστης μπαίνει κατευθείαν στη καρδιά της θεματικής του συγγραφέα. Κουδούνια πολυκατοικίας, χωρίς ονόματα – η εικόνα της μεγαλούπολης και της φθοράς σε ανθρώπους και πράγματα.

Στην πρώτη ιστορία, «Σκόνη από κιμωλία», ένας νεαρός χούλιγκαν μιλάει για τον «κολλητό» του που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο έπειτα από μια συμπλοκή με αντίπαλους οπαδούς και αργά-αργά ξετυλίγει το μυστικό που κρατούσε κρυμμένο ο φίλος του, ότι δηλαδή ήταν Αλβανός, ο οποίος στη προσπάθειά του να ενσωματωθεί στην ομάδα των φανατικών της εξέδρας, δεν δίσταζε να συμμετέχει σε ρατσιστικές πράξεις εναντίον συμπατριωτών του. Πέραν των εμφανών στοιχείων (ρατσισμός, βία, επιθετικότητα), ο συγγραφέας δείχνει και μια καλή γνώση των τεκταινομένων στο εσωτερικό των συνδέσμων φιλάθλων των ομάδων και των ανθρώπων που συμμετέχουν στα επεισόδια που γίνονται όχι μόνο κάθε Κυριακή αλλά σχεδόν καθημερινά. Ζωντανή γλώσσα, «γηπεδική» (όπως χαρακτηρίζεται), σε ένα διήγημα από τα καλύτερα της συλλογής πολύ δυναμικό, που αποπνέει φρεσκάδα.

Στο δεύτερο διήγημα με τίτλο «Το ραντεβού»  (με εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία όπως παραδέχεται ο ίδιος ο συγγραφέας), ένας νεαρός ερωτεύεται μια πανέμορφη κοπέλα που βλέπει καθημερινά στη σχολή του, την ακολουθεί, γίνεται σκιά της, ώσπου με αφορμή τα μαθήματα της σχολής, κανονίζουν να συναντηθούν σε ένα καφέ. Εκείνος άνθρωπος μοναχικός που αισθάνεται άσχημα για την εμφάνισή του και προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος, διαπιστώνει ότι και εκείνη, με το αψεγάδιαστο πρόσωπο, έχει ένα ελάττωμα: τραυλίζει… Στο "ραντεβού" που θα κανονίσουν για λόγους σχετικά με τα μαθήματα, ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος με τις φοβίες και τις ανασφάλειες για την εμφάνισή του και θα αντιδράσει με έναν περίεργο και μάλλον κωμικό τρόπο.
Χιούμορ και αυτοσαρκασμός, κυριαρχούν στο διήγημα αυτό, που αποπνέει νεανικότητα, ειρωνία και κάτι από Χόλντεν Σκόφιλντ (τον ήρωα στο αριστούργημα του Salinger "Catcher in the Rye").

Στο τρίτο διήγημα, το «Μια χαρά» που έχει δώσει τον τίτλο του στη συλλογή, η ηρωίδα είναι ένα νεαρό κορίτσι που σπουδάζει σε κάποιο ΙΕΚ και παρακολουθούμε την ημερολογιακή καταγραφή αυτών που της συμβαίνουν κάποια Χριστούγεννα, όταν το μόνο που την απασχολεί εκείνες τις μέρες είναι να αγοράσει ένα φόρεμα στη μητέρα της – η οποία έχει εγκαταλείψει την οικογένεια και ζει μόνη της στην άλλη άκρη της πόλης – και να της το πάει για δώρο. Μέσα από την περιγραφή της νεαράς παρακολουθούμε την καθημερινότητά της, τις ερωτικές ανησυχίες, τις ανασφάλειές της και τις αγωνίες της. Η γλώσσα του Κυθρεώτη σ’αυτό το διήγημα, μετατρέπεται σε αφελή και απλουστευτική, ιδιαίτερα ζωντανή και σύγχρονη και η ιστορία που σε πρώτο επίπεδο δείχνει άχρωμη και επίπεδη, ουσιαστικά κουβαλάει μια τεράστια δυναμική καθώς βλέπουμε την συνειδητοποίηση και την απότομη (τρόπον τινά) ενηλικίωση του κοριτσιού μέσα από τα γεγονότα.

Στην τέταρτη ιστορία του βιβλίου με τίτλο «Σημάδι στο μπράτσο», παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός νεαρού άνδρα να βγάλει άκρη με τις αρχές του νεκροταφείου όταν πηγαίνει για την εκταφή της σωρού της γιαγιάς του, η οποία όμως δεν έχει λιώσει. Η γιαγιά ήταν το μοναδικό σημείο αναφοράς που τον ένωνε με την Κύπρο και τα καλοκαίρια που πέρναγε εκεί μικρός, στη γη της πατρίδας του που ποτέ δεν την ένιωσε έτσι πραγματικά. Το ατελείωτο μπλέξιμο με την ελληνική γραφειοκρατία, σε συνδυασμό με την ζέστη και το αδιέξοδο του προβλήματος μετατρέπουν την τυπική (εν πολλοίς) διαδικασία σε εφιάλτη αλλά και ταξίδι στο παρελθόν. Σπαρακτικό και φιλοσοφικό το διήγημα αυτό, μπορεί να δείχνει παράταιρο στη συλλογή αλλά λειτουργεί εξαιρετικά στο σύνολο.

Στο πέμπτο διήγημα «Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί» (και πιο πολυσέλιδο της συλλογής), ένας 30άρης διηγείται τη φάση της ζωής του στο παρελθόν  που φαινομενικά τα είχε όλα, μια καλή δουλειά και την άμεση προοπτική μιας δυνατής προαγωγής, ένας καλός γάμος με την κοπέλα του. Εκείνος όμως δεν ικανοποιείτο με τίποτα, μισούσε την δουλειά του, βαριόταν θανάσιμα με την κοπέλα του, αντιμετώπιζε με έκδηλη δυσφορία την ασθένεια του πατέρα της. Το μόνο που τον ικανοποιούσε ήταν η παρακολούθηση μιας πορνοταινίας με τίτλο «Σ’αγαπώ με όλους τους τρόπους» που είχε νοικιάσει από το βιντεοκλαμπ που εσύχναζε και την οποία αρνείτο επίμονα να επιστρέψει – κάθε βράδυ έβαζε την βιντεοταινία και αυνανιζόταν. Κάποια στιγμή θα αντιδράσει και θα κάνει την επανάστασή του, θα αλλάξει τη ζωή του – πλέον όπως περιγράφει ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής του…
Το διήγημα αυτό, απλό και ουσιαστικό,  υπαρξιακό και με πολύ χιούμορ αλλά και βαθύ υπόβαθρο, εκφράζει απόλυτα τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του Κυθρεώτη.

Η συλλογή κλείνει με το υπέροχο (και ίσως καλύτερο) διήγημα, με τίτλο «Απλά ο χρόνος που κυλάει». Σ’αυτή την ιστορία, ο συγγραφέας αποτυπώνει εξαιρετικά τον γυναικείο λόγο. Μια ώριμη (κοντά στα 40 χρόνια της) γυναίκα, βρίσκεται ενώπιον της μοναξιάς της καθώς συνειδητοποιεί ότι είναι τελείως μόνη σ’αυτή τη ζωή κατόπιν των καθοριστικών επιλογών που έκανε. Η προσγείωση στην πραγματικότητα, η βεβαιότητα ότι η ζωή της έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Μια ιστορία ωριμότητας (έχει γραφτεί λίγο πριν κυκλοφορήσει η συλλογή),  που δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες του συγγραφέα για κάτι πολύ ουσιαστικό και καίριο.

«Εξάλλου, το θέμα είναι να μη σου προξενούν πια έκπληξη όλα αυτά. Να μη σε φοβίζουν. Το θέμα είναι να πάρεις χαμπάρι ότι είσαι αυτός που μένει απέξω σε μια διαδικασία συνειδητής επιλογής. Τα υπέρ και τα κατά μπήκαν στη ζυγαριά κι εσύ βγήκες νούλα, καμένο χαρτί. Χαμένη υπόθεση. Ούτε στη φυλακή δεν παίζεται. Αυτό είναι το θέμα. Να καταλάβεις ότι σε έχουν παρατήσει. Να σταματήσεις να παρακαλάς. Να σταματήσεις να λες: Πάρε τουλάχιστον τα μισά, ρε φίλε. Πάρε όσα θέλεις. Σου δίνω δέκα, πάρε πέντε. Πάρε δύο. Όμως δεν γίνεται. Όταν ήμουν είκοσι χρονών, κάποιος μου είπε, στην αγάπη δεν υπάρχει λίγο και πολύ. Ήταν ένας απ’τους τύπους στους οποίους δεν έδινα σημασία. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Ή νομίζω πως καταλαβαίνω. Εννοούσε: Το λίγο δεν περιέχεται στο πολύ. Τα πέντε δεν περιέχονται στα δέκα. Ή όλα ή τίποτα. Πρέπει να φας όλο το φαΐ σου. Έτσι κι ο Κώστας. Μαζί μου είχε τα πάντα. Με τη διαφορά ότι δεν τα ήθελε. Και πρώτα απ’όλα: Σεξ χωρίς συνέπειες. Που θα το ξαναβρείς αυτό, ρε μαλάκα. Κακομοίρη. Ούτε χάπια, ούτε σπιράλ, ούτε δώσε αυτή καρπόν κοιλίας. Η θεία μου η Σοφία ήταν η πρώτη διδάξασα. Κάτω το ταμπού της αναπαραγωγής. Για χρόνια έβλεπα τα μάτια να χαμηλώνουν όταν αναφερόταν τ’όνομά  της. Ήμουν δέκα χρονών. Λέξεις παγόβουνα, που μόνο η κορυφή τους επιτρεπόταν να φτάσει ως εμένα. Βιοψία. Αφαίρεση. Ολική αφαίρεση. Ναι, αλλά ποιού πράγματος; Και μετά, όταν μπήκα στην εφηβεία, άρχισε να μου μιλάει. Τι σήμαινε ο καρκίνος για εκείνη. Πως την απελευθέρωσε. Πως έπαιζε με τους άντρες. Και οι άντρες; Κι αυτοί πρέπει να παίζουν με σένα, χρυσό μου. Είμαι παιχνίδι; Μου έλεγε πολλά. Πως τη διασκέδαζε να τους αποκαλύπτει την αλήθεια την ώρα της πράξης. Τους τίναζε τα μυαλά στον αέρα. Φυσικά τη λυπόμουν. Τότε τη λυπόμουν. Η στειρότητα ως φετίχ. Θλίψη. Ποιος να μου το’λεγε; Λίγα χρόνια μετά, εγώ στην ίδια θέση. Ή περίπου. Τέλος πάντων, ξεφύγαμε.»   

Το «Μια χαρά», είναι κάτι παραπάνω από μια απλή συλλογή διηγημάτων ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Σίγουρα παρουσιάζει μια ανομοιογένεια στο ύφος, αποτέλεσμα της γραφής των ιστοριών σε διάφορες χρονικές περιόδους, και κάποιες φορές η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αφαιρεί την απόσταση από κάποιες από τις ιστορίες. Κυριαρχούν όμως οι εσωτερικές αγωνίες, τα άγχη, η μοναξιά, τα μυστικά και τα ψέμματα που λέμε για να καλύψουμε την αλήθεια που συνήθως κρύβεται κάτω από το χαλί.

Ο Κυθρεώτης τονίζει και επισημαίνει ακριβώς αυτό που εκφράζει ο τίτλος του βιβλίου. Την  εύθραυστη επιφανειακή ηρεμία, εκεί που όλα δείχνουν να πηγαίνουν «μια χαρά» και χαλαρά, που όμως δεν είναι έτσι, κάτι πάντα παραμονεύει από κάτω από την ιλουστρασιόν καθημερινότητα. Εμφανείς οι επιρροές από τους Αμερικανούς συγγραφείς, μικρές προτάσεις, προσεγμένη γραφή και ένα συγγραφικό μέλλον που δείχνει ευοίωνο διακρίνεται στο νεαρό συγγραφέα.

__________________________________________________________


Παρακολουθήστε την συζήτηση που είχα με τον συγγραφέα στα πλαίσια της εκπομπής "Booktalks at Amagi radio" γύρω από το βιβλίο του κι όχι μόνο. Η συζήτηση αρχίζει μετά την 1η ώρα της εκπομπής και διαρκεί 55 λεπτά περίπου. Το link είναι εδώ.