Τρίτη, Νοεμβρίου 23, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 23, 2021 | Permalink
Ένα διαφορετικό "τέρας" ("Το τέρας των Χόκλαϊν")
 Το τι ακριβώς είναι, «ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΧΟΚΛΑΪΝ» («The Hawkline monster») – (σελ. 188), περιγράφεται ακριβώς στον υπότιτλο της Αμερικάνικης έκδοσης: «A Gothic Western» και όχι όπως το θέλει ο Έλληνας εκδότης στον υπότιτλο της ελληνικής έκδοσης: «Ένα γουέστερν τρόμου και αγωνίας» - διότι μάλλον «φοβήθηκε» τον χαρακτηρισμό «Gothic», που όμως αποδίδει με σαφήνεια το είδος του βιβλίου. Η νέα ωραία μετάφραση στα ελληνικά (μετά από δεκαετίες, από την πρώτη έκδοση από τα «Γράμματα»), από τον Αλέξη Καλοφωλιά, του εμβληματικού για την δεκαετία του 70, μυθιστορήματος του Αμερικανού ιδιόρρυθμου συγγραφέα (και ενός εκ των τελευταίων «μπίτνικ») Richard Brautigan (1935 Tacoma, Washington – 1984 Bolinas, California), από τις καινούριες εκδόσεις «Κυψέλη», έρχεται ως επακόλουθο των δημοσιευμάτων πριν λίγα χρόνια για την επιθυμία του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου να μεταφέρει αυτό το τελείως ξεχασμένο μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη – project που μάλλον έχει ναυαγήσει, όπως και οι απόπειρες των Hal Ashby και Tim Burton παλαιότερα.


Είναι άδικο βέβαια, να περνάει στη λήθη του χρόνου, ένα βιβλίο σαν το «Το τέρας των Χόκλαϊν», όχι τόσο για την λογοτεχνική του αξία, όσο για τη μοναδικότητά του. Το αντισυμβατικό, κάτι σαν γουέστερν μυθιστόρημα του Μπρότιγκαν – ιδανικό, εδώ που τα λέμε, για κινηματογραφική μεταφορά, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί, διότι «παίζει» με διάφορα είδη.
 
Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας είναι οι αρχές του 20ου αιώνα, στην Άγρια Δύση, όταν δύο επαγγελματίες πιστολάδες, ο Κάμερον και ο Γκριρ, λίγο ελεεινοί, λίγο αισθηματίες, αρκετά ιδιόρρυθμοι και όχι και τόσο ψυχροί δολοφόνοι, προσλαμβάνονται από μια όμορφη νεαρά που είναι ντυμένη ως Ινδιάνα, η οποία, τους συστήνεται ως το «Μαγικό Παιδί» και τους προσφέρει ένα μεγάλο ποσό για να την ακολουθήσουν ως τα βάθη του Όρεγκον, να εκτελέσουν ένα συμβόλαιο. Λεπτομέρειες θα μάθουν κατά την άφιξή τους από την δεσποινίδα Χόκλαϊν που τους περιμένει στον μοναχικό κι επιβλητικό πύργο της.
 
«Η δεσποινίς Χόκλαϊν σκεφτόταν τον Γκριρ και τον Κάμερον, αν και δεν τους είχε γνωρίσει, ούτε ακουστά δεν τους είχε. Όμως τους περίμενε από πάντα να έρθουν, όπως κι εκείνο ήταν από πάντα γραφτό να πάνε, γιατί η δεσποινίς Χόκλαϊν αποτελούσε κομμάτι του μυστηριώδους πεπρωμένου τους.»
 
Φτάνοντας στο αρχοντικό, οι δύο άνδρες, βρίσκονται προ της πρώτης εκπλήξεως, η δεσποινίς Χόκλαϊν είναι η δίδυμη αδερφή του «Μαγικού παιδιού», που δεν είναι πλέον ντυμένη ως Ινδιάνα, αλλά με ρούχα της εποχής, ίδια με της αδερφής της. Το τοπίο γύρω από το σπίτι δεν είναι ίδιο με της υπόλοιπης περιοχής. Είναι Ιούλιος και ενώ γενικότερα επικρατεί πολλή ζέστη, γύρω από το σπίτι η θερμοκρασία είναι παγωμένη σαν να είναι βαρύς χειμώνας. Οι δύο δίδυμες (που ζουν με τον γηραιό υπηρέτη τους), ζητάνε από τους πιστολάδες, να εξολοθρεύσουν ένα τέρας που βρίσκεται στα υπόγεια του σπιτιού, και που εξαφάνισε τον πατέρα τους, όταν εκείνος χρησιμοποιούσε το υπόγειο για τα χημικά του πειράματα, ενώ τώρα απειλεί να καταβροχθίσει κι εκείνες. Στο υπόγειο υπάρχουν παγοσπηλιές και ένα εργαστήριο απ’ όπου ακούγονται ουρλιαχτά και θόρυβοι.
 
«…«Έχετε ένα τέρας στο υπόγειο. Σωστά; Και πρέπει να πεθάνει».
«Όχι στο υπόγειο», είπε η δεσποινίς Χόκλαϊν. «Στις παγοσπηλιές».
«Αυτό είναι το υπόγειο», είπε ο Κάμερον. «Πείτε μας κι άλλα γι’ αυτό το καταραμένο πλάσμα. Έπειτα θα πάμε κάτω και θα του τινάξουμε τα γαμημένα τα μυαλά στον αέρα».»
 
Υπάρχει όμως το Τέρας ή είναι κάτι άυλο που εισβάλλει στο μυαλό των ενοίκων του Πύργου; Τι είναι αυτοί οι θόρυβοι και γιατί ο γιγαντόσωμος υπηρέτης, αίφνης συρρικνώνεται; Έχει μεταμορφωθεί ο πατέρας των δίδυμων δεσποινίδων σε αντικείμενο;
Με το που ενημερώνονται οι δύο άνδρες για το τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο σπίτι, τα περίεργα ξεκινούν. Οι δύο γυναίκες τους παρασύρουν στις κρεβατοκάμαρές τους για σεξουαλικές απολαύσεις που δεν είχαν νιώσει ποτέ, ενώ γίνεται γρήγορα αντιληπτό, ότι το Τέρας δεν είναι παρά ένα πνεύμα που ίσως να έχει μια διπλή προσωπικότητα που συνοδεύεται από μια μοχθηρή σκιά παίρνοντας διάφορες μορφές, απειλώντας να εξολοθρεύσει τους πάντες.
 
«Το τέρας των Χόκλαϊν είχε επιστρέψει στη γυάλα του με τα χημικά που υπήρχε στο εργαστήριο. Ξάπλωσε να ξεκουραστεί… παράξενα υποσύνολα φωτός που έμεναν ασάλευτα. Αυτά τα χημικά, το μακροχρόνιο και κοπιαστικό έργο του καθηγητή Χόκλαϊν, ήταν η πηγή απ’ την οποία το τέρας των Χόκλαϊν αντλούσε ενέργεια και αναζωογονούνταν, και ταυτόχρονα ήταν ο χώρος όπου κοιμόταν όταν ήταν κουρασμένο ▪ όσο το τέρας κοιμόταν, τα Χημικά του ξανάδιναν τις δυνάμεις του.
Η σκιά του τέρατος του Χόκλαϊν κοιμόταν εκεί κοντά. Η σκιά ονειρευόταν. Ονειρευόταν ότι ήταν το τέρας και ότι το τέρας ήταν εκείνη. Ήταν ένα πολύ ευχάριστο όνειρο για τη σκιά.»
 
Ο σουρεαλισμός και η αίσθηση του παραλόγου, κυριαρχούν στο μυθιστόρημα του Μπρότιγκαν. Σίγουρα, η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη, θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι το βασικό θέμα του βιβλίου, εμπνέεται από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ ή/και τον «Φράνκεστάιν» της Σέλλεϋ, αλλά ο ιδιοφυής συγγραφέας, χρησιμοποιεί ως βάση αυτά τα δύο εμβληματικά λογοτεχνικά έργα για να συνθέσει μια υπέροχη γκροτέσκα αλληγορία, η οποία ισορροπεί μεταξύ κωμωδίας και θρίλερ. Το βιβλίο βέβαια έχει τη δομή ενός gothic μυθιστορήματος, του μέσου του 19ου αιώνα, αλλά με τα απαραίτητα twists (και σίγουρα το πολύ σεξ) που το διαφοροποιούν, του δίνουν άλλον αέρα και αυτή την συνεχή αίσθηση του αναπάντεχου που το διαπερνάει σε όλο του το σώμα.


Ο (αυτόχειρας μετά από λίγα χρόνια) Μπρότιγκαν χρησιμοποιεί την «απογειωμένη» ιστορία του, για να δώσει έμφαση στα θέματα, της αλόγιστης ανάπτυξης της επιστήμης, για την παρέμβαση στη φύση, για την κλιματική αλλαγή, για την γενοκτονία των Ινδιάνων (τι άλλο είναι η ενδυματική επιλογή της μιας αδερφής, να παρουσιαστεί ως Ινδιάνα;). Κυκλοφορώντας σε μια εποχή (στις αρχές της δεκαετίας του ’70) επαναστατική, το μυθιστόρημα έχει την ανατρεπτική χροιά διακωμώδησης και αποδόμησης ειδών και θεωριών, μεταφέρει το αναρχικό πνεύμα που ισοπεδώνει τα πάντα.
 
Γραμμένο με ωραίο στυλ, σε μικρά κεφάλαια, με δυναμισμό και πολύ χιούμορ, το «Τέρας των Χόκλαϊν», ζητάει από τον αναγνώστη του, να μη πάρει πολύ στα σοβαρά τις λεπτομέρειες της εξωφρενικής ιστορίας που είναι γεμάτη απιθανότητες και περίεργες καταστάσεις. Όλα τα είδη και οι συμβάσεις απομυθοποιούνται, το γέλιο εναλλάσσεται με τον τρόμο, και η διαρκής αλληγορία της ιστορίας ωθεί σε προβληματισμούς και ερωτήματα. Είναι ένα βιβλίο ασεβές και ανατρεπτικό, που χρησιμοποιεί τα λογοτεχνικά είδη για να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσά τους, αλλά κυρίως είναι ένα μυθιστόρημα με το οποίο ο υποψιασμένος (και όχι αυτός που περιμένει ένα τυπικό γουέστερν) αναγνώστης, θα περάσει καλά, και αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 
Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2021 | Permalink
Η Αν πέρα από τον Σαίξπηρ ("Άμνετ")

 

Ας ξεκινήσουμε με τα γεγονότα. Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ στα 18 του, παντρεύτηκε την μεγαλύτερη του Αν Χαθαγουέι (που ήταν τότε περίπου 25 ετών), γόνο εύπορης αγροτικής οικογένειας. Όταν παντρεύτηκαν, εκείνος ήταν καθηγητής Λατινικών και βοηθούσε τον πατέρα του, που έφτιαχνε γάντια, εκείνη ασχολείτο με τις αγροτικές εργασίες. Εκείνη έμεινε έγκυος πριν τον γάμο και μετά από έξι μήνες γέννησε την πρώτη κόρη της, την Σουζάνα. Μετά από μια διετία, γεννήθηκαν τα δίδυμα, ο Άμνετ και η Τζούντιθ. Ο Άμνετ όμως πέθανε το 1596, στην ηλικία των 11 ετών από άγνωστο λόγο.
 
Παίρνοντας αφορμή από τον θάνατο του μοναδικού γιου του Σαίξπηρ, η πολύ καλή Βορειοιρλανδή συγγραφέας Maggie OFarell (1972,Coleraine Northern Ireland), εμπνεύσθηκε από το γεγονός αυτό, για να γράψει το «ΑΜΝΕΤ» («Hamnet»), ένα έξοχο μυθιστόρημα 382 σελίδων, που βραβεύτηκε την προηγούμενη χρονιά με το Womens Prize for Fiction και κυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε ρέουσα μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.


Το όνομα «Άμνετ» που ο Σαίξπηρ και η σύζυγός του βάφτισαν τον γιο τους, όπως και της δίδυμης αδελφής του Τζούντιθ, δόθηκαν προς τιμή των δυο φίλων του ζευγαριού, του Άμνετ και της Τζούντιθ Σάντλερ. Μετά από τρία χρόνια από τον θάνατο του γιου του, ο Σαίξπηρ έγραψε μια από τις πιο φημισμένες τραγωδίες του, την οποία ονόμασε «Άμλετ», έργο που τον καθιέρωσε οριστικά. Το όνομα «Άμνετ», όπως αναφέρει ο μελετητής του μεγάλου δραματουργού και σπουδαίος δοκιμιογράφος Stephen Greenblatt, στο άρθρο του «The death of Hamnet and the Making of Hamlet», και το όνομα «Άμλετ», είναι μορφές του ίδιου ονόματος όπως αναφέρουν τα ληξιαρχικά έγγραφα του Στράτφορντ της εποχής. Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί ο Σαίξπηρ έδωσε το όνομα του γιου του σε ένα θεατρικό έργο, που εμπνεύστηκε από έναν αρχαίο Σαξωνικό μύθο;
 
Μπορεί ο τίτλος του βιβλίου να είναι το όνομα του πρόωρα χαμένου παιδιού, μπορεί επίσης ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ να είναι το κύριο πρόσωπο ενδιαφέροντος στην ιστορία, αλλά η ευφυής συγγραφέας στέκεται στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της γυναίκας που είναι γνωστή ως Αν Χαθαγουέι αλλά σε έγγραφα της εποχής (όπως στην διαθήκη του πατέρα της) ονομάζεται Άγκνες – κι εδώ όπως στην περίπτωση του Άμνετ/Άμλετ, έχουμε μια παραφθορά του ίδιου ονόματος Αν/Άγκνες. Η Άγκνες λοιπόν, είναι ουσιαστικά η ηρωίδα του μυθιστορήματος, αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα γύρω από τον οποίον περιστρέφεται η πλοκή του βιβλίου.
 
«Στα μέρη τούτα έλεγαν παλιά μια ιστορία για μια κοπέλα που ζούσε στις παρυφές ενός δάσους.
Οι άνθρωποι αντάλλασσαν τα λόγια αυτά αναμεταξύ τους: «Έχεις ακουστά την κοπέλα που ζούσε στην άκρη του δάσους;» όπως κάθονταν τη νύχτα γύρω απ’ τη φωτιά, την ώρα που ζύμωναν, ή έξαιναν μαλλί για κλώσιμο. Τέτοιες ιστορίες, βέβαια, κάνουν τη νύχτα να κυλάει πιο εύκολα, πραΰνουν ένα δύστροπο παιδί, σε κάνουν να ξεχνάς τις έγνοιες σου.
Στην άκρη του δάσους, μια κοπέλα.»
 
Η σκιά του θανάτου του Άμνετ, ακολουθεί τον αναγνώστη σε όλο το μυθιστόρημα, που ξεκινάει με τον μικρό να φροντίζει την άρρωστη δίδυμη αδελφή του, που παρουσιάζει συμπτώματα πανώλης, και πανικόβλητος να διασχίζει το Στράτφορντ αναζητώντας πρώτα την μητέρα του και μετά έναν γιατρό.
Η Ο’Φάρελ μετατοπίζει το βάρος της ιστορίας όμως αργά, πιάνοντας το νήμα από την αρχή. Την γνωριμία της Άγκνες με τον Σαίξπηρ (που ποτέ δεν κατονομάζεται στο βιβλίο, απλά αναφέρεται ως «ο καθηγητής των Λατινικών», ο «σύζυγος», ο «πατέρας»), πόσο εντυπωσιάζεται εκείνος από αυτή την αγρότισσα με την τρομερή φήμη στη πόλη, ότι είναι ατίθαση, ότι είναι περίεργη, και στην οποία τρέχουν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών για να γιατρευτούν από τα μαντζούνια της. Μεταξύ τους υπάρχει μια ακαταμάχητη έλξη, στην οποία δεν μπορούν να αντισταθούν, η εκκεντρικότητα και η άγρια ομορφιά της, αιχμαλωτίζουν τον ρομαντικό Σαίξπηρ. Σύντομα η Άγκνες, διαπιστώνοντας ότι η μητέρα της δεν επιθυμεί αυτή την ένωση (ο πατέρας του σπουδαίου βάρδου, είχε χρεοκοπήσει και της χρωστούσε χρήματα) θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της, και θα μείνει έγκυος, φέρνοντας τις δύο οικογένειες προ τετελεσμένου γεγονότος.
 
Η Άγκνες, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει ότι ο γάμος με τον Σαίξπηρ, δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει όσο εκείνος, είναι εγκλωβισμένος στο επαρχιακό και στενό περιβάλλον της μικρής πόλης, και όσο ζουν σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στους γονείς του. Πείθει τον σύζυγό της να πάει στο Λονδίνο, ως αντιπρόσωπος της βιοτεχνίας γαντιών του πατέρα του, αλλά ουσιαστικά γνωρίζοντας ότι εκείνος, που γράφει συνεχώς στο δωμάτιό του, χωρίς κανένας να γνωρίζει τι ακριβώς, θα ακολουθήσει τα όνειρά του. Ο Σαίξπηρ από την ώρα που φεύγει από το σπίτι του Στράτφορντ, θα είναι απών. Η Άγκνες θα γεννήσει τα δίδυμα ουσιαστικά μόνη, θα βιώσει το δράμα του χαμού του Άμνετ, όπου ο Σαίξπηρ δεν θα προλάβει ούτε να της παρασταθεί. Ο γάμος τους, παρά την οικονομική άνθηση, που γνωρίζει η οικογένεια, καθώς ο Σαίξπηρ έχει ήδη γίνει διάσημος και πλούσιος, θα δοκιμαστεί.


« «Πως λέγεται», ρωτάει η Τζούντιθ τη μητέρα της, «αυτός που ήταν δίδυμος αλλά δεν είναι πια;»
Η μάνα της που βυθίζει ένα λυγισμένο, διπλό φιτίλι σε ζεσταμένο στέαρ, μένει ακίνητη μα δε γυρίζει το κεφάλι.
«Αν είσαι γυναίκα», εξακολουθεί η Τζούντιθ, «και πεθαίνει ο άντρας σου, λέγεσαι «χήρα». Κι αν πεθάνουν οι γονείς του, το παιδί γίνεται «ορφανό». Αλλά πως λέγεται αυτό που είμαι εγώ;»
«Δεν ξέρω» λέει η μητέρα της.
Η Τζούντιθ παρατηρεί το υγρό που στάζει απ’ τις άκρες των φιτιλιών, και πέφτει στη γαβάθα.
«Μπορεί να μην υπάρχει λέξη», λέει διστακτικά.
«Μπορεί να μην υπάρχει», λέει η μητέρα της.»
 
Η Ο’Φάρελ, έχοντας την Άγκνες στο κέντρο της ιστορίας, απογειώνει το μυθιστόρημά της. Η σύζυγος του Σαίξπηρ περιγράφεται ως μια γυναίκα δυναμική και στιβαρή, σοφή και ταυτόχρονα αφελής, με άπειρες ιατρικές γνώσεις γύρω από τα βότανα που της μετέφερε η πρόωρα χαμένη μητέρα της, με γνώσεις για το δάσος, για τα ζώα, τα έντομα. Η συγγραφέας τής δίνει μια σύγχρονη διάσταση, ως μια γυναίκα που πρέπει να φροντίσει για όλους και για όλα, με τον σύζυγο διαρκώς απόντα, να ανέρχεται επαγγελματικά και να «φέρνει χρήματα» στο σπίτι. Η Άγκνες δεν έχει ιδέα για το πόσο σπουδαίος θεωρείται ο Σαίξπηρ, εκείνη βλέπει, έναν άνθρωπο που αποξενώνεται σιγά-σιγά από το οικογενειακό περιβάλλον και από εκείνη και που κουβαλάει έντονα τις ενοχές του, έναν σύζυγο που ήταν απών από το νεκροκρέβατο του γιου του. Οι εκπληκτικές τελευταίες σελίδες του βιβλίου, που η Άγκνες θα ταξιδέψει στο Λονδίνο και θα δει το «Άμλετ», επιτέλους κατανοώντας το βαθύτερο είναι του συζύγου της, θα μετατρέψουν την κατάσταση εντός της.


Είναι εξαιρετικό το όγδοο μυθιστόρημα της πολυβραβευμένης Ό’Φάρελ. Ο σπαραγμός, η θλίψη, η οδύνη μεταφέρονται με τόση ζωντάνια, που διαπερνούν τον αναγνώστη. Η συγγραφέας πήρε ένα γνωστό ιστορικό γεγονός και το μετέτρεψε σε ένα μοντέρνο και γεμάτο δυναμισμό μυθιστόρημα, πήρε μια γυναίκα που βρίσκεται στο περιθώριο και στη σκιά του διάσημου συζύγου της και την μετέτρεψε σε ηρωίδα ολκής. Το μεγάλο όμως πλεονέκτημα του βιβλίου, πέραν της ηρωίδας, είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας. Ο κόσμος του τέλους του 16 αιώνα, περιγράφεται τόσο έντονα και τόσο ζωντανά, που νομίζεις ότι βλέπεις έναν ωραίο πίνακα, ενώ το κεφάλαιο με την μεταφορά της πανώλης από λιμάνι σε λιμάνι, είναι τόσο ευφυές που ξαφνιάζει.
 
Το «Άμνετ», είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα, για τον ρόλο της γυναίκας την εποχή εκείνη, για την απώλεια και τον θάνατο, το πένθος και τον σπαραγμό, την δημιουργία και την έμπνευση, τον έρωτα και τις σχέσεις. Το βιβλίο που ξεκίνησε να γράφει η Ο’Φάρελ πριν από τριάντα χρόνια, το παράτησε και ευτυχώς το ξεκίνησε ξανά, για να το διαβάσουμε την εποχή του κορονοϊού, που άνθρωποι πεθαίνουν αβοήθητοι δίπλα μας, καθιστώντας το, εξαιρετικά επίκαιρο και στις μέρες μας. Θέλει μεγάλη συγγραφική αυτοπεποίθηση να γράψεις ένα βιβλίο, όπου ένας από τους ήρωες είναι ο αν όχι ο μεγαλύτερος, ένας από τους επιδραστικότερους συγγραφείς όλων των εποχών και να μη τον βάλεις στο κέντρο του, αλλά η Ιρλανδή συγγραφέας το κατάφερε και μάλιστα ιδανικά!

Υ.Γ. Το κείμενο δημοσιεύεται και στο Βιβλιοδρόμιο των Νέων, της 13/11/21
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2021 | Permalink
Αναζήτηση εαυτού ("Μόνιμοι κάτοικοι" + "Τα δύο δώρα")
Τον Γιώργο Μητά και την Σοφία Μπραϊμάκου, τους χωρίζει ηλικιακά μια δεκαετία, αλλά τα λογοτεχνικά τους χαρακτηριστικά είναι αρκετά όμοια. Και οι δύο είναι ολιγογράφοι (τρία βιβλία από το 2011 που πρωτοεμφανίστηκε ο πρώτος, δύο βιβλία από το 2018 που πρωτοεμφανίστηκε η δεύτερη), ξεκίνησαν την πορεία τους, με συλλογές διηγημάτων που όμως είχαν ένα κέντρο στην αφήγησή τους (την πόλη του Χαλ ο Μητάς στις «Ιστορίες του Χαλ», το φαγητό η Μπραϊμάκου στο «Ματάμπρε»), δεν ήταν δηλαδή, απλώς συλλογές ιστοριών από διάφορες δημοσιεύσεις. Και οι δύο «βασανίζουν» την κάθε πρόταση, την γλώσσα για να επιτύχουν το αποτέλεσμα που θέλουν, και οι δύο προτάσσουν το ύφος έναντι της πλοκής – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν τους ενδιαφέρει η τελευταία.
 
Οι δύο (ιδιαίτερα διακριτικοί ως άνθρωποι) συγγραφείς, εξέδωσαν μέσα στη χρονιά που φεύγει νουβέλες που εντυπωσιάζουν για την ατμόσφαιρά τους (αυτό είναι και το μεγάλο προσόν των βιβλίων τους) και το ύφος τους. Με το «ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ» - (εκδ. Νεφέλη, σελ.137), η Σοφία Μπραϊμάκου (1976, Αθήνα), περιγράφει μια ιστορία γεμάτη ρευστότητα και εσωτερικότητα, που εντυπωσιάζει με την δύναμή της, ενώ ο Γιώργος Μητάς (1966, Λιβαδειά) με το «ΤΑ ΔΥΟ ΔΩΡΑ» - (εκδ. Στερέωμα, σελ. 116), με υπαινικτικό και ιδιαίτερα φροντισμένο ύφος, περιγράφει μια ιστορία για τις πληγές του έρωτα και την αναζήτηση ταυτότητας.


 
Το «ΜΟΝΙΜΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ» εκτυλίσσεται στην σημερινή Αθήνα. Ένα νέο ζευγάρι κληρονομεί μια παλιά μονοκατοικία στο Μετς και αποφασίζει να μετακομίσει εκεί. Το σπίτι όμως ήταν ακατοίκητο για χρόνια και χρειάζεται πολλές επισκευές, χωρίς να εγγυάται κανείς ότι ακόμα και μετά την ανακαίνιση θα είναι πλήρως κατοικήσιμο. Παρακολουθούμε την ιστορία από την πλευρά της ηρωίδας της Ζωής, που από την αρχή κάτι δεν της κάθεται καλά σχετικά με το σπίτι, το οποίο, δείχνει να αντιστέκεται στις προσπάθειες των νέων ενοίκων του, δείχνει να έχει μια «προσωπικότητα» που δεν επιθυμεί την διατάραξη της «ησυχίας του» τόσα χρόνια.
 
«Καλά καλά δεν έχουμε συνηθίσει ακόμα τα βράδια στο νέο μας σπίτι, αν και εδώ ο όρος «νέο» χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά. Πόσο νέο θα μπορούσε, άραγε, να είναι ένα σπίτι που λιάστηκε κάτω απ’ τον ήλιο των παλιών ανθρώπων; Πόσο φρέσκος θεωρείται ένας τοίχος που για να βάψεις πάνω του πρέπει να ξύσεις μέχρι τον πρώτο ασβέστη; Πόσο καινούργιο είναι ένα παρκέ που πατήθηκε από τις σόλες αμέτρητων περαστικών;»


 
Μετά τις πρώτες σελίδες, διαπιστώνουμε ότι η ψυχοσύνθεση της ηρωίδας μεταβάλλεται. Δεν είναι ήρεμη, ανασυνθέτει μέσα από αναμνήσεις το παρελθόν, δεν κοιμάται, απομακρύνεται από τον σύντροφό της. Μια ατυχής εγκυμοσύνη του πρόσφατου παρελθόντος, και τα ψυχολογικά προβλήματα που της προκάλεσε, δείχνουν να επανέρχονται. Τα γεγονότα που αφηγείται, δεν γνωρίζουμε αν όντως συνέβησαν ή είναι όλα μπερδεμένα μέσα στο ταραγμένο μυαλό της. Η μοιραία μετακόμιση, την υποχρεώνει να κοιτάξει βαθιά μέσα της, με ότι αυτό συνεπάγεται.
 
Όλα κινούνται μέσα σε μια ρευστότητα, που η ζωντανή γραφή της Μπραϊμάκου, μεταφέρει στον αναγνώστη, θέτοντάς τον διαρκώς μπροστά στο ερώτημα αν η κατάσταση (που μοιάζει εφιαλτική), θα εξελιχθεί σε θρίλερ (κάτι σαν «Το μωρό της Ρόζμαρι»), ή βρισκόμαστε μέσα σε ένα όνειρο που αφηγείται η Ζωή (μήπως «a dream within a dream» του Πόε;). Δίνοντας έμφαση στην ατμόσφαιρα, η συγγραφέας βγάζει τον αναγνώστη από την «άνεση» και την «ασφάλειά του», προβληματίζοντάς τον για την ανεύρεση του κλειδιού αυτού της (φαινομενικά απλής) νουβέλας με την βαθιά εσωτερικότητα. Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται να αποκρυπτογραφηθεί από τον αναγνώστη που «κινδυνεύει» μετά από κάθε σελίδα, να βρεθεί εκτός κλίματος (γι’ αυτό προτείνεται η non-stop ανάγνωσή του, άλλωστε είναι μικρό σε έκταση).


 
«Από τη μικρή χαραμάδα της ανοιχτής πόρτας της ντουλάπας κρυφοκοιτάζω τη μητέρα να μπαίνει στο δωμάτιο, ανήσυχη, κάθιδρη, σαν να κρύβεται κι εκείνη, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι, κι αναρωτιέμαι μήπως φταίω εγώ, μήπως δεν έφαγα όλο το φαΐ μου, μήπως δεν έκανα σωστά τις αναπνοές μου για τον βήχα, μήπως δεν την άκουσα όταν μου έλεγε, «πλύσου, ντύσου, χτενίσου, πιες το γάλα σου να πας στο σχολείο», και ύστερα τον πατέρα να μπαίνει κι αυτός κλείνοντας αποφασιστικά την πόρτα του δωματίου και να την πλησιάζει αργά από πίσω, να τη γραπώνει και να της ασφαλίζει το στόμα, όπως γραπώνει ο κακός λύκος το μικρό, άτακτο γουρουνάκι που ήθελε, ναι, στ’ αλήθεια, ήθελε να συμμορφωθεί, μα όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να αλλάξει.»
 
Το «Μόνιμοι κάτοικοι», αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ικανότατη συγγραφέα και μια ωραία «είσοδο» στη μεγαλύτερη φόρμα που φαίνεται ότι την κατέχει με άνεση. Ωραίο ύφος, δυναμισμός στη γραφή, έμφαση στη γλώσσα, πυκνότητα και ρυθμός, σε ένα βιβλίο αναζήτησης εαυτού, που διαφέρει πολύ από το ιδιαίτερα αξιόλογο «Ματάμπρε» και υπόσχεται πολλά για τη συνέχεια.
 
Η αναζήτηση εαυτού, βρίσκεται και στην βάση του σαγηνευτικού μυθιστορήματος, «ΤΑ ΔΥΟ ΔΩΡΑ». Ο ήρωας, στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Μητά, είναι ο Αντρέας, ένας νεαρός βιολόγος με ειδικότητα στην έρευνα της Αλιείας, που συμμετέχει σε ένα συνέδριο που γίνεται στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης. Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι οι αρχές του 21ου αιώνα, και ο Αντρέας είναι ένας επιτυχημένος στον τομέα του νέος επιστήμων, μονήρης και εσωστρεφής, με ιδιαίτερη αγάπη στη λογοτεχνία.
 
Η τυχαία συνάντησή του με την Μύρρα, μια συνάδελφό του από άλλο τμήμα του Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών στο οποίο εργάζεται, που συμμετείχε κι εκείνη στο συνέδριο, τον αποσυντονίζει τελείως – το μυαλό του πλέον δεν βρίσκεται στις εισηγήσεις και στα τεκταινόμενα του συνεδρίου, αλλά στην Μύρρα η οποία τον είχε συγκινήσει με την ομορφιά της από την πρώτη στιγμή που την είδε.
 
Ο συγγραφέας με άλλη μια βουτιά στον χρόνο, περιγράφει τον Αντρέα και τις καταστάσεις που οδήγησαν στην μοναχικότητα που τον χαρακτηρίζει, και στον ρομαντισμό που τον διακρίνει. Με ασθενικό σώμα από μικρός ο Αντρέας και μια σοβαρή ασθένεια που τον κράτησε στο σπίτι στην εφηβεία του, ο ήρωας του βιβλίου, μεγαλώνει μέσα στα βιβλία ως πρωταγωνιστής μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Μόνο όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο για σπουδές, άρχισε η «κοινωνικοποίησή» του, και οι γνωριμίες με το αντίθετο φύλο, οι συνήθως αδιέξοδοι έρωτες και οι παρέες.
 
Στο υγρό και ρευστό περιβάλλον της Μπανγκόκ (που αναδεικνύεται μέσα από την ωραία γλώσσα του Μητά ως άλλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου), ο Αντρέας, αιώνιος εραστής της ομορφιάς και του ωραίου, ερωτεύεται την Μύρρα («ο εχθρός εντός των τειχών» όπως αναφέρεται στη νουβέλα), που κινείται ως αερικό μεταξύ των ανδρών που γνωρίζει στα μπαρ και στις αίθουσες του ξενοδοχείου, επιβάλλοντας την παρουσία τους στον Αντρέα που ακολουθεί, εκπλησσόμενος με τα συναισθήματά του και υποψιασμένος γι’ αυτό που θα ακολουθήσει.
 

«Η Μύρρα, ακαταπόνητη κι ενθουσιώδης, έμοιαζε ανεπηρέαστη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα και τη φρικτή ζέστη: μιλούσε, φωτογράφιζε, γελούσε, πόζαρε στον φακό του Αντρέα ενώ μια έκφραση ευαρέσκειας έκανε ακόμα ομορφότερο το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή, κι ενώ πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να γυρίσουν, χάθηκε πίσω από μια στήλη φτιαγμένη λες από ατόφιο χρυσάφι. Για λίγο επικράτησε απόλυτη ησυχία, καθώς οι άλλοι επισκέπτες είχαν ξεμακρύνει. Τότε ο ήλιος πρόβαλε για πρώτη φορά πίσω από τα σύννεφα ▪ ένα αεράκι πέρασε σαν κύμα κι άπλωσε παντού τη δροσιά και τη φρεσκάδα του. Στη στιγμή, τα καμπανάκια της τύχης που κρέμονταν από τα γείσα των μνημείων ζωντάνεψαν: οι χρυσές γλώσσες τους αστραποβόλησαν στο φως, το αργυρόηχο καμπάνισμά τους γέμισε τον χώρο μ’ έναν ευοίωνο ψίθυρο. Στο κέντρο της σκηνής, περιτριγυρισμένος από την ξαφνική καλοσύνη, ο Αντρέας έκλεισε τα μάτια. Δάκρυα μούσκεψαν τα βλέφαρά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, όλα όσα επιθυμούσε έμοιαζαν εφικτά ▪ οι πιο μύχιοι πόθοι του θα μπορούσαν, εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου, να ζωντανέψουν.»
 
Η κοινοτοπία της ιστορίας που αφηγείται ο Μητάς, ισορροπεί με το σαγηνευτικό του ύφος, που «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη και τον καθιστά μέρος του βιβλίου. Με την ατμόσφαιρα της Ασιατικής πόλης, τους ναούς και τις μυρωδιές, την βροχή και την υγρασία να περιγράφονται ολοζώντανα νιώθεις να εισέρχεσαι εντός της και να βαδίζεις με τους ήρωες στους δρόμους της. Τα συναισθήματα του ήρωα ακολουθούν τις γρήγορες μεταβολές του καιρού, όπου την δυνατή βροχή, διαδέχεται μετά από λίγο η ζέστη και η υγρασία. Ο Αντρέας δέχεται τα δώρα του έρωτα και της έμπνευσης στη δημιουργία λογοτεχνικού έργου, μέσα από τον πόνο των συναισθημάτων και την ένταση που τα ζει.
 

Υπάρχουν αρκετές εκφραστικές υπερβολές, αλλά η αναζήτηση της ομορφιάς σε συνδυασμό με την σωματική αδυναμία, το ανέφικτο του έρωτα σε συνδυασμό με την κυνικότητα και τον ρεαλισμό της καθημερινότητας, περιγράφονται θαυμάσια στα «Δύο δώρα», ένα βιβλίο που σε μαγεύει με το στυλ, και την έμφαση στη λεπτομέρεια της κάθε έκφρασης, της κάθε λέξης, που δίνει ο επίμονος συγγραφέας – χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των βιβλίων του. Ωραία υπαινικτική και χαμηλότονη νουβέλα που συγκινεί χωρίς να το απαιτεί, δίνει τροφή για σκέψη χωρίς να κραυγάζει, θέτει ερωτήματα που ωθούν σε προβληματισμούς. Ο Γιώργος Μητάς, στυλίστας από άλλους καιρούς, συνεχίζει τον μοναχικό του αγώνα με συνέπεια και υπομονή.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 80 / 100