Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007 | Permalink
Ο Κολυμβητής-μιά βουτιά στην παιδική ηλικία
«Οι αναμνήσεις που είχα από τη μητέρα μου ήταν λιγοστές.Ουσιαστικά την γνώριζα μόνο από φωτογραφίες που φύλαγε ο πατέρας μου σ’ένα μικρό κουτί.Ασπρόμαυρες φωτογραφίες,με φαρδύ άσπρο περίγραμμα.Η μητέρα μου να χορεύει.Η μητέρα μου με κοτσίδες.Η μητέρα μου ξυπόλητη.Η μητέρα να περπατάει μ’ένα μαξιλάρι στο κεφάλι,προσπαθώντας να μην της πέσει.Κοίταζα συχνά τις φωτογραφίες της.Έρχονταν μέρες που δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να της κοιτάω.
...Την εποχή που η μητέρα μου ήταν γιά μένα ακόμα υπαρκτή,μας έλεγε παραμύθια κι ο αδελφός μου πίστευε πως όλ’αυτά ήταν αληθινά.Την πίστευε,όταν έλεγε πως τα μαλλιά της γιαγιάς μας άσπρισαν μέσα σε μιά νύχτα.Αργότερα μας διηγούνταν κι άλλοι αυτή την ιστορία,μόνο που την έλεγαν κάπως διαφορετικά.Την ιστορία της μητέρας μας,που έφυγε από τη χώρα χωρίς να πει λέξη.Και την ιστορία της μητέρας της,που γέρασε ξαφνικά μέσα σε μιά νύχτα.
Η μητέρα μας δεν μας είχε αποχαιρετήσει.Είχε πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό,όπως είχε κάνει και πολλές άλλες φορές.Είχε ανέβει σ’ένα τρένο που πήγαινε προς τη Δύση,προς τη Βιέννη.Ήξερα καλά πόσο σπάνια περνούσαν τα τρένα γιά τη Βιέννη.Η μητέρα μου πρέπει να περίμενε πολλή ώρα.Είχε δηλαδή αρκετό χρόνο γιά ν’αλλάξει γνώμη.Να γυρίσει.Να μας πει αντίο.Να μας ρίξει ακόμα ένα βλέμμα.»

Έτσι αρχίζει το υπέροχο,λιτό μυθιστόρημα της Γερμανίδας συγγραφέως, Ουγγρικής καταγωγής, Ζούζα Μπανκ «Ο ΚΟΛΥΜΒΗΤΗΣ» (Εκδ.Μελάνι,σελ.313) (81).Με σύντομες,κοφτές προτάσεις και στακάτη γραφή,η συγγραφέας μας αφηγείται μιά ιστορία εγκατάλειψης και περιπλάνησης.Ενα ιδιότυπο road-novell που δεν θυμίζει σε τίποτα τα αντίστοιχα αμερικάνικα,καθώς εάν ήταν πίνακας ή κινηματογραφική ταινία,θα ήταν όλο μέσα σε ένα γκρίζο,σκοτεινό χρώμα,όπως ήταν η ζωή στην κομμουνιστική Ουγγαρία μετά την εξέγερση του 56.

Όλο το βιβλίο περνάει μέσα από την αφήγηση (και την ματιά) της μικρής Κάτα,η οποία μαζί με τον μικρότερο αδερφό της Ίστι ακολουθούν τον πατέρα τους σε ένα οδοιπορικό στην Ουγγρική επαρχία αναζητώντας στέγη και διασπαρμένους παντού συγγενείς.
Μετά την μητρική φυγή,το 1956 ο πατέρας περνάει ένα μακρύ στάδιο κατάθλιψης,δεν μπορεί να στεριώσει πουθενά άλλοτε γιά «αντικειμενικούς λόγους» (μιά αποτυχημένη ερωτική περιπέτεια,το κάψιμο ενός σπιτιού) , άλλοτε γιά λόγους «επιβίωσης» (όπως το διάστημα που έμειναν στην Βουδαπέστη).
Τα δύο παιδιά περιέργως δεν πάνε σχολείο,ζουν σαν νομάδες,δίπλα στη φύση και προσπαθούν να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους.Η Κάτα περισσότερο σιωπηλή,μελαγχολική,ευαίσθητη παρακολουθεί τις συζητήσεις «των μεγάλων» χωρίς να τις πολυπιάνει,προσέχει τον «αλαφροϊσκιωτο» μικρό της αδερφό.

Η μητέρα είναι συνεχώς απούσα από το μυθιστόρημα.Μέσα από μιά αφήγηση της γιαγιάς των παιδιών (της μητέρας της Καταλίνα),μαθαίνουμε λίγα πράγματα γιά την απόδραση,την περιπέτεια στην Αυστρία και την εγκατάσταση στη Γερμανία όπου ζει μίζερα και φτωχικά.Είναι όμως παρούσα στις θολές αναμνήσεις και στις αναφορές των δύο παιδιών,τα οποία καρτερικά περιμένουν κάποια κάρτα,κάποιο γράμμα,κάποιο σήμα.
Αυτός ο συνδιασμός της απουσίας της μητέρας με την περιρρέουσα καταθλιπτική ατμόσφαιρα της χώρας δημιουργούν ένα «γκρίζο» στο μυθιστόρημα του οποίου η μονοτονία σπάει από ασήμαντες καθημερινές στιγμές όπως η βόλτα στον σιδ.σταθμό,ένας γάμος,μιά βόλτα με το άλογο που στην μονότονη ζωή τους φαίνεται σαν ένα μεγάλο γεγονός.

Η προσπάθεια επιβίωσης όμως σοκάρει.Φτώχεια και των γονέων.Το καζάνι έχει ελάχιστο φαγητό,η καθημερινότητα είναι σχεδόν εφιαλτική.Η ζωή της ιδιότυπης οικογένειας καλυτερεύει λίγο όταν φιλοξενούνται γιά άγνωστο σ’εμάς χρόνο (βλέπετε η μικρή Κάτα αδυνατεί να συλλάβει την πραγματική διάσταση του χρόνου,μετράει με τις εποχές που αλλάζουν) σε μιά συγγενική οικογένεια οινοπαραγωγών σε ένα σπιτάκι δίπλα σε μιά λίμνη.Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν να κολυμπάνε,ζούνε λίγο πιό ανθρώπινα,και αρχίζουν να χαίρονται (σε κάποιο βαθμό) την παιδική τους ηλικία αντιλαμβανόμενα ότι η ζωή τους μπορεί να έχει και χαμόγελο και ξενοιασιά.

Η φιγούρα του πατέρα ξεχωρίζει στο βιβλίο.Εκείνος διδάσκει κολύμπι στα παιδιά του,δεινός κολυμβητής στα νιάτα του,έχει μάθει γιά τα καλά ότι «η κολύμβηση είναι η τέχνη να επιπλέεις» και αυτό εφαρμόζει σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.Δεν ψάχνει να βρει την γυναίκα του,δεν προσπαθεί να το σκάσει κι’εκείνος γιά τη Δύση,δείχνει υποταγμένος στη μοίρα του-σέρνει μαζί του τα παιδιά σαν αντικείμενα,δεν μιλάει σχεδόν καθόλου,πίνει μέχρι αναισθησίας και «ναρκώνεται» με τα μάτια ανοιχτά.Απρόθυμος να εκφράσει έστω και το μικρότερο των συναισθημάτων του,είναι ένας ιδιόμορφος τουρίστας της ζωής αμέτοχος σε όλα.

Η μεγάλη ικανότητα της συγγραφέως έγκειται στο ότι ενώ έχει γράψει ένα βιβλίο χωρίς πλοκή,ο αναγνώστης μπαίνει στην ατμόσφαιρα και συμπάσχει με τους ήρωες,χαίρεται και λυπάται μαζί τους.Χωρίς ούτε μιά στιγμή να γίνεται μελοδραματικό,το βιβλίο βγάζει δύναμη συναισθημάτων και ανθρωπιάς,γλυκύτητα και σκεπτικισμό.Οι συμβολισμοί είναι απλοί (λίμνη=αμνιακός σάκος,μήτρα) αλλά όχι απλοϊκοί και λειτουργούν έξοχα και υπαινικτικά.

Αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως (έχει αποσπάσει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία) και ευτύχησε στην Ελληνική μεταφορά του με μιά ωραία μετάφραση και μιά προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση.
 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007 | Permalink
Ο ΜΕΣΣΙΑΣ του Βιντάλ (και άφωνος ο αναγνώστης)
Υπάρχει η συνταγή γιά να κατασκευάσεις μιά δημοφιλή θρησκεία,η οποία όχι απλώς θα λειτουργήσει ως σέκτα αλλά θα κυριαρχήσει στον κόσμο?Τι χρειάζεται?Αρκούν ένας τύπος που λέει κοινοτοπίες αλλά κάνει «γκελ» στον κόσμο,μιά ομάδα πανέξυπνων διαφημιστών,ένας ικανότατος κειμενογράφος και μερικές τηλεοπτικές εμφανίσεις στις κατάλληλες χρονικές στιγμές?

Σε όλα αυτά δίνει απαντήσεις ο υπέροχος Αμερικανός συγγραφέας Gore Vidal σε ένα από τα εμβληματικότερα και διεισδυτικότερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.Ο «ΜΕΣΣΙΑΣ» (Εκδ.του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ , σελ.316 ) (90),είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο πριν από 50 χρόνια που ξαφνιάζει (και κάπου «τρομάζει») με την δύναμη και την ζωντάνιά του όταν κάτσεις και σκεφτείς τις καταστάσεις που ζούμε σήμερα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αφηγητής και κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Λούθερ,ιστορικός και συγγραφέας,ο οποίος υπέργηρος πλέον ζει απομονωμένος και με ψεύτικη ταυτότητα στα βάθη της Αιγύπτου.Ο Λούθερ καλείται από μιά μυστηριώδη πάμπλουτη κυρία να μετατρέψει σε ισχυρή θεωρία τον λόγο ενός χλιαρού και αδιάφορου τύπου (πρώην εργολάβου κηδειών) ο οποίος ουσιαστικά διακηρύσσει την ιδέα του «εθελούσιου θανάτου».

Ο Τζων Κέϊβ (JC στα Αγγλικά,οι αναφορές είναι σαφείς...),μαγνητίζει τους πάντες όταν αρχίζει να μιλάει.Κανείς δεν θυμάται τι άκουσε,το μόνο που θυμάται είναι ότι μαγεύτηκε.Βασική ιδέα «ο θάνατος είναι καλό πράγμα και πρέπει να τον επιζητούμε».Απλό μήνυμα κατανοητό απ’όλους.Ο ίδιος είναι παντελώς αδιάφορος σε ότι αφορά τη προσωπική του ζωή .Χλιαρός,βαρετός,με στοιχειώδη μόρφωση-δεν μιλάει πολύ,του αρέσουν τα ταξίδια,το παρελθόν του είναι καθαρό και ψιλοανεξιχνίαστο,σαν να ήταν στην έρημο πολλά-πολλά χρόνια και ξαφνικά να εμφανίστηκε...

«...Η συνήθης έκφρασή του ήταν μία γαλήνια στοχαστικότητα,μιάς αυθεντίας που δείχνει ασφαλής στον εαυτό της,μία έκφραση ευτυχίας πο προσέδιδε επιβλητικότητα ακόμα και στις πρόχειρες συζητήσεις του.Υποπτευόμουν ότι εκείνη η γαλήνια μάσκα έκρυβε μιά σχεδόν απόλυτη διανοητική κενότητα κατά τη συναναστροφή μου μαζί του στις πρώιμες συναντήσεις μας,ακριβώς όπως κι εκείνη την πρώτη φορά.Ωστόσο δεν με ενοχλούσε,γιατί είχα βιώσει τη μοναδική του γοητεία κι είχα ήδη διαβλέψει την προοπτική να κατευθύνω εγώ εκείνη την επιρροή,να χρησιμοποιήσω αυτή τη δύναμη,να τη στρέψω σαν φλόγα από δω κι από κει,δημιουργώντας και καταστρέφοντας,χτίζοντας και γκρεμίζοντας...Θα μπορούσα να πυρπολήσω τον μισό πλανήτη μόνο και μόνο γιά το θάμβος και τη δόξα του πράγματος...»

Η δαιμονική Κλαρίσα ρίχνει δίπλα στον Κέϊβ μιά ήσυχη κοπελιά την Άϊρις,η οποία τον ερωτεύεται και τον ακολουθεί πιστά ζώντας μαζί του . Προσλαμβάνεται ο καλύτερος διαφημιστής,ο καλύτερος επικοινωνιολόγος,φτιάχνεται η εταιρεία,η ομάδα είναι έτοιμη.
Αρκούν λίγος ντόρος στην αρχή,απειροελάχιστες εμφανίσεις σε καλή τηλεοπτική ώρα στο καινούριο δημοφιλές μέσο μαζικής παράκρουσης,την τηλεόραση.Η θεωρία της νέας θρησκείας είναι απλή και κατανοητή,ο λόγος του Κέϊβ μέσα από τα γραπτά του Λούθηρου περιστρέφεται γύρω από την αρχική κεντρική ιδέα «Το να πεθαίνεις είναι η καλύτερη φάση» ανακατεμένος με στοιχεία από αρχαία Ελληνική φιλοσοφία,έ δεν θέλει και πολύ...

Οι πρώτοι πιστοί αρχίζουν να εμφανίζονται,οι πρώτες αυτοκτονίες ταράσσουν τα νερά,η καθολική εκκλησία αντιδρά έντονα,οι αρχές διενεργούν ελέγχους,οι πιστοί νιώθουν σαν τους πρώτους Χριστιανούς.Ο Κέϊβ προσάγεται αλλά οι μισοί δικαστές έχουν ενστερνισθεί το δόγμα και η τηλεοπτική κάλυψη της ανάκρισης στην επιτροπή Αντιαμερικανικών ενεργειών είναι ένας θρίαμβος του νέου «σωτήρα».Μερικές απόπειρες δολοφονίας του Κέϊβ ενισχύουν την εικόνα του στις μάζες . Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα όμως από εκεί που το δόγμα είχε καθιερωθεί ,έπρεπε να περάσει σε ένα νέο στάδιο,της κατάληψης της παγκόσμιας εξουσίας.Ο Κέϊβ δεν χρειαζόταν πλέον,είχαν αναλάβει «οι μυαλοπώληδες»,έπρεπε να πάνε την «ιδέα» ένα βήμα παραπέρα γιά να μπορέσει να «απογειωθεί»,άρα ο «προφήτης» έπρεπε να πεθάνει ενσαρκώνοντας την βασική ιδέα (του εθελούσιου θανάτου) σε πράξη και αυτό γίνεται εύκολα...

Ο Λούθερ βγαίνει τότε από την εικόνα,δεν θέλει να το παρακολουθήσει αυτό-εξάλλου ξέρει ιστορία πάρα πολύ καλά,αυτός τους περιέγραψε πως εγκαθιδρύθηκε και κυριάρχησε ο Χριστιανισμός.Αυτός ασχολήθηκε με τον Ιουλιανό και τον Μέγα Κωνσταντίνο.Αυτός δημιούργησε ουσιαστικά το «τέρας».Απομονωμένος λοιπόν τώρα σε ένα από τα λίγα μέρη του κόσμου που δεν έχει διαδοθεί η «ΙΔΕΑ»,συνειδητοποιεί ότι η «φωτογραφία» του έχει σβυστεί,ότι το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά,ότι δεν «υπήρξε ποτέ»...

Το μυθιστόρημα έχει στοιχεία από το «1984»του Όργουελ,από τον «Θαυμαστό,γενναίο κόσμο» του Χάξλεϋ . Γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του 50,όταν ο κόσμος ισορροπούσε μετά τον καταστροφικό πόλεμο,όταν οι περισσότεροι ψάχνανε να βρούνε κάποιο στήριγμα και οι διάφοροι «προφήτες» είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και ο κόσμος έβλεπε συνέχεια UFO στον ουρανό,ο Βιντάλ θεωρεί ότι το «σκηνικό» είναι έτοιμο γιά μιά νέα θρησκεία.50 χρόνια μετά δεν έχουν αλλάξει σ’αυτό τον τομέα πολύ τα πράγματα.Η τηλεόραση έχει φτάσει στο τελευταίο χωριό του πλανήτη,με το διαδίκτυο υπάρχει μιά συνεχής ροή πληροφοριών (η οποία καταλήγει στην πλήρη απαξίωση της πληροφόρησης ουσιαστικά),η διαφήμιση έχει κυριαρχήσει και οι επικοινωνιολόγοι μπορούν να βγάλουν πρόεδρο ή πρωθυπουργό τον οποιοδήποτε ανόητο.

Διαβάζοντας αυτό το έξοχο δημιούργημα,μπορείς επίσης να σκεφτείς τα θύματα των διάφορων αυτόκλητων «σωτήρων» τα τελευταία χρόνια με τις αυτοκτονίες που προκάλεσαν - μόνο τη μαζική αυτοκτονία των 900 στον ναό του Τζιμ Τζόουνς το 1978 να σκεφτεί κανείς τρελλαίνεται.Μπορείς επίσης να σκεφτείς την εξάπλωση της «σαϊεντολογίας» μετά τη δεκαετία του 90,μη ξεχνάμε ότι η τελευταία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 50...

Ο πρωταγωνιστής του ΜΕΣΣΙΑ , ο Λούθερ σε μιά αποστροφή του λόγου του,λέει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι:
«...Μερικές φορές αυτοακυρώνεται κανείς από τη ροή των λέξεων που επιβάλλει τη δική της κατεύθυνση,και παρασύρεται – διαμαρτυρόμενος – μακριά από την επιθυμητή ακτή,σε μιά terra incognita.Άλλες φορές,στο αποκορύφωμα μιάς εν μέρει εύστοχης αναλογίας,αντιλαμβάνεται κανείς πως,όταν ευτυχούν οι λέξεις,χάνεται το νόημα.Γιά να το θέσω τελικά επακριβέστερα:δεν παραδέχομαι την αυθεντία κανενός σ’ένα πεδίο όπου όλοι ανεξαιρέτως έχουμε άγνοια.Η αρχή και το τέλος της δημιουργίας δεν είναι δική μας υπόθεση.Η έσχατη φύση της ανθρώπινης προσωπικότητας,την οποία έχουμε μέσα στην έπαρσή μας υπεραξιολογήσει σαν να είναι το λαμπρότερο κόσμημα του σύμπαντος,μας είναι άγνωστη,και έτσι θα μείνει,ώσπου να βρούμε τον τρόπο να ανασταίνουμε τους νεκρούς.Ο θεός,όπως θες πές τον,δεν θα ανακαλυφθεί στην απώτατη απόληξη ενός συλλογισμού,όσο λαμπρά κι αν διατυπωθεί ή συλληφθεί αυτός.Είμαστε δεσμώτες της σάρκας μας,ανόητοι μέσα στη θεϊκότητα,όπως θα έλεγαν οι Έλληνες.Κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό,παρ’όλο που βέβαια τα ανθρώπινα όντα μπορούν να πειστούν γιά το οτιδήποτε...»


Ο Γκορ Βιντάλ (ήδη 82 ετών),αποτελεί μιά ιδιόμορφη περίπτωση στην παγκόσμια λογοτεχνία.Ασχολείται με την πολιτική,τον κινηματογράφο,την τηλεόραση.Αντιφατικός και προβοκατόρικος ο λόγος του,δεν αφήνει τίποτα ήσυχο και ασχολίαστο.Εξαιρετικός μυθιστοριογράφος έχει γράψει αριστουργήματα όπως ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ (ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί),η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ,το ΜΑΪΡΑ ΜΠΡΕΚΙΝΡΙΤΖ . Ανήσυχο πνεύμα ,αντιπροσωπεύει την ζωντανή και δημιουργική πλευρά της Αμερικής.
 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007 | Permalink
Ένας σύγχρονος Τζακ ο Αντεροβγάλτης
Άνισο ως μυθιστόρημα, αλλά με αρκετό ενδιαφέρον είναι το βιβλίο της πολυγραφότατης Ρουθ Ρέντελ "ΤΟ ΡΟΤΒΑΪΛΕΡ" (Εκδ.Μεταίχμιο,σελ.483) (72).

Ένας σήριαλ κίλερ αναστατώνει με μιά σειρά δολοφονίες το κεντρικό Λονδίνο.Λόγω του ότι το πρώτο θύμα έχει μιά δαγκωνιά στο λαιμό,οι λονδρέζικες κίτρινες φυλλάδες αποκαλούν τον δολοφόνο «ροτβάϊλερ»,στα επόμενα θύματα δεν έχουμε τις ίδιες ενδείξεις αλλά το προσωνύμιο παραμένει.Το κοινό χαρακτηριστικό των θυμάτων είναι ότι όλα είναι νέες κοπέλλες,οι φόνοι γίνονται σε μιά περίμετρο μερικών χιλιομέτρων από το σταθμό του Πάντιγκτον και από τα θύματα λείπει πάντα κάτι προσωπικό,ένα ρολογάκι,ένα κολιέ κ.ο.κ.

Το μαγαζάκι με τις αντίκες που διατηρεί η Ινέζ Φέρυ,είναι στο επίκεντρο της δράσης του ψυχοπαθούς δολοφόνου.Η Φέρυ νοικιάζει δωμάτια στο ίδιο κτίριο.Οι ενοικιαστές της είναι όλοι περίεργες και αντιφατικές προσωπικότητες.Ο νεαρός Γουίλ έχει μιά ιδιόμορφη ασθένεια στα όρια του αυτισμού.Η ακαθορίστου ηλικίας και υπηκοότητας Λουντμίλα η οποία διατείνεται ότι είναι Ρωσίδα και συζεί με τον πολύ νεώτερό της έγχρωμο κατεργάρη και πλακατζή Φρέντυ.Στο ρετιρέ διαμένει ο σχεδόν άψογος Τζέρεμυ Κουίκ και στο μαγαζί της Ινέζ εργάζεται (ως βοηθός της) η πανέμορφη και ξελογιάστρα Ζέϊναμπ,η οποία εκμεταλλεύεται όλα τα νεόπλουτα αρσενικά της υποβαθμισμένης περιοχής.

Το σκηνικό λοιπόν έχει τεθεί φέρνοντας στο νου μιά «κοσμοπολίτικη» διαφορετική «αυλή των θαυμάτων».Όπως αντιλαμβανόμαστε από τις πρώτες σελίδες,ο δολοφόνος είναι ένας από τους ενοίκους.Η Ρέντελ δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το who-done-it σκέλος του βιβλίου διότι αρκετά πριν από τη μέση,προχωράει στην αποκάλυψη του ενόχου.Περισσότερο βάρος ρίχνει στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων,ο αφελής Γουίλ και η ενοχική θεία του Μπέκυ είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας,η ιδιοκτήτρια Ινέζ ζει με τις αναμνήσεις της,η Ζέϊναμπ προσπαθεί να «πιάσει την καλή».Οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ενοίκων όπου άπαντες υποπτεύονται και κουτσομπολεύουν αλλήλους και όπου η αστυνομία παρουσιάζεται ως παντελώς ανίκανη να καταλάβει τι συμβαίνει, χρησιμεύουν στον κοινωνικό σχολιασμό της πανέξυπνης Ρέντελ,η οποία με ακαταμάχητο χιούμορ παρουσιάζει ένα κατ’εξοχήν «page-turner» μυθιστόρημα.

Ο δολοφόνος είναι ένας διαφορετικός Τζέκυλ και Χάϊντ (θέμα που στοιχειώνει κυριολεκτικά την Αγγλική σχολή).Έχει δύο προσωπικότητες και όπως όλοι οι ψυχοπαθείς δολοφόνοι που σέβονται τον εαυτό τους, ο «ροτβάϊλερ» είναι «κολλημένος» με την μητέρα του...

«Πως ήταν εκείνη η φράση που έλεγαν οι Ιταλοί? Tutte le donne sono pute ecceto mia madre ch’e una santa . Ίσως να μην ήταν ακριβώς έτσι , αλλά το νόημά της ήταν σαφές : όλες οι γυναίκες είναι πόρνες,εκτός από τη μητέρα μου που είναι αγία . «Θα πρέπει να πηγαίνω τώρα» είπε.
Η Ινέζ σήκωσε το βλέμμα της και του χαμογέλασε σφιγμένα.
Κατηφόρισε προς τον σταθμό του Πάντιγκτον ,νιώθοντας να την μισεί.Τι της έδινε το δικαίωμα να πιστεύει ότι μπορούσε να του φέρεται έτσι?Η επόμενη σκέψη του ήταν ν’αναρωτηθεί γιατί δεν σκότωνε γυναίκες σαν κι’αυτήν,γερασμένες,άσχημες, άχρηστες σε όλους . Όχι έπρεπε να διαλέγει τις νεαρές εναντίον των οποίων,απ’όσο ήξερε δεν είχε καμμία προσωπική έχθρα . Συνειδητά μπορεί να μισούσε την Ινέζ και τις όμοιές της,αλλά ασυνείδητα έστρεφε την ενεργητικότητά του εναντίον ενός συγκεκριμένου είδους νεαρών γυναικών . Όχι μόνο δεν ήξερε γιατί το έκανε ,δεν ήξερε ούτε καν γιατί αυτήν και όχι μιάν άλλη. Το γεγονός που στριφογύριζε στη σκέψη του ήταν ότι βρισκόταν πάντα πίσω από τα θύματά του. Ήταν πάντα εκείνες που βρίσκονταν μπροστά του , εκείνες που τα νώτα τους ήταν γυρισμένα προς το μέρος του , τις οποίες σκότωνε ,ποτέ εκείνες που τον πλησίαζαν .»


Το χιούμορ της Ρέντελ δεσπόζει και κυριαρχεί στο μυθιστόρημα,η συγγραφέας όπως προανέφερα δεν πολυστέκεται στο αστυνομικό της υπόθεσης . Περισσότερο σχολιάζει την καθημερινότητα των χαρακτήρων που χρησιμοποιεί ως καμβά στον πίνακά της . Όλοι είναι ηθοποιοί στο σκηνικό ενός «όμορφου κι’αγγελικά πλασμένου κόσμου»,της λαμογιάς και της ρεμούλας,της έλλειψης συναισθημάτων και της διαφθοράς . Ερωτικές σχέσεις δύσκολες, οικονομικοί μετανάστες που προσπαθούν να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο,μεγάλοι και μικροί εκκολαπτόμενοι μαφιόζοι – μόνο η παμπόνηρη Ζέϊναμπ με την διπλή-τριπλή ζωή θριαμβεύει μαζεύοντας δώρα από τους θαυμαστές της τα οποία πουλάει γιά να ζει πολυτελώς με την οικογένειά της.Γιατί?Επειδή είναι όμορφη και σέξυ...Η Ρέντελ σχολιάζει την κοινωνία η οποία δεν μπορεί να αντισταθεί στην εξωτερική εμφάνιση.Δεν έχει σημασία τι λες (και το τι φεύγει από το στόμα της Ζέϊναμπ είναι κορυφαίο...) αλλά το πως είσαι...

Φαρμακερά σχόλια και οξυδερκής κριτική λοιπόν από την γηραιά συγγραφέα αλλά το βιβλίο κάπου κουράζει,νιώθεις ότι κάτι του λείπει παρά την έκτασή του-θα μπορούσε να ήταν το μισό.Θες η επιμονή της Ρέντελ σε πάρα πολλά δευτερεύοντα στοιχεία και χαρακτηριστικά,θες,το κάπως βιαστικό αν και προβλέψιμο τέλος στερούν (κατά την άποψή μου) από το μυθιστόρημα την απόλαυση που υπόσχεται στην αρχή.
 
Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007
posted by Librofilo at Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007 | Permalink
NORMAN MAILER (1923-2007)
Respect ,
Γιά τις ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΜΠΑΡΜΠΑΡΙΑΣ,γιά το ΓΥΜΝΟΙ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΙ...

Τεράστιος!!!

 
Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007 | Permalink
Θεσσαλονίκη,πόλη των φαντασμάτων

Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν στην Θεσσαλονίκη.Είχα να επισκεφθώ την πόλη περίπου 6 μήνες και είναι γεγονός ότι πολύ δύσκολα μπορώ να αντισταθώ στη γοητεία της, παρά την μεγάλη προσπάθεια του κράτους,των τοπικών αρχών και των κατοίκων της να την καταστρέψουν με όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορούν να σκεφτούν.

Λίγο προτού πάω αποφάσισα να διαβάσω (αφού το είχα στην βιβλιοθήκη μου ένα χρόνο περίπου),το μεγαλειώδες βιβλίο του Mark Mazower «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,πόλη των φαντασμάτων» (Εκδ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ,σελ.575 μεγάλου σχήματος). Η επίσκεψη μου στην πόλη ήταν απλά η αφορμή,το βιβλίο θα το διάβαζα έτσι κι’αλλιώς,απλά περίμενα όλο αυτό το διάστημα να «καταλαγιάσει» ο θόρυβος πού ξέσπασε γύρω απ'αυτό και οι αναμενόμενες αντιδράσεις των γνωστών «μακεδονομάχων».

Αυτές τις λίγες μέρες που πέρασα εκεί,δεν έψαξα να βρω μνημεία του παρελθόντος ή γωνιές που αναφέρονται στο βιβλίο-δεν πήγα γιά τουρισμό άλλωστε.Προσπαθούσα να καταλάβω εάν ένας ξένος έφτανε με το αεροπλάνο και έπαιρνε το ταξί να πάει στο κέντρο της πόλης,θα αισθανόταν ότι η πόλη αυτή υπήρξε ένα πολυπολιτισμικό κέντρο?Η απάντηση είναι απλή:ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ...

Η δουλειά του Mazower κανονικά θα έπρεπε να έχει τον τίτλο «Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ»,δυστυχώς γι’αυτόν,τον πρόλαβε ο μέγιστος Γ.Ιωάννου και ονόμασε έτσι την συλλογή διηγημάτων του (από τα απολύτως must ελληνικά βιβλία που θα πρέπει να διαβάσει κάποιος).Ακόμα κι’ετσι όμως ο τίτλος που έδωσε ο Mazower είναι έξοχος και αντικατοπτρίζει απόλυτα αυτό που θέλει να δώσει ο συγγραφέας,την ιστορία αυτής της πόλης που είναι μιά ιστορία ανθρώπων που ήρθαν από κάπου κοντά,από κάπου μακριά και ρίζωσαν εκεί.Μετακινούμενοι πληθυσμοί,πρόσφυγες,στρατοί κατοχής,κατάσκοποι,οικονομικοί μετανάστες-όλοι οι λαοί της γης περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου,από την ιστορία της πόλης.

Βυζαντινό προπύργιο,οθωμανική μητρόπολη,εβραϊκό σημείο αναφοράς,ελληνική «συμπρωτεύουσα»,η Θεσσαλονίκη του Mazower αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τόσο γοητευτική όσο ποτέ άλλοτε.Η μαγκιά του συγγραφέα είναι η λογοτεχνικότητα του.Μακριά από επιστημονικές αναλύσεις,με γλώσσα καθημερινή και απλή,διαβάζεις την ιστορία σαν να διαβάζεις μυθιστόρημα.Ο Μαζάουερ δεν φοβάται να «πετάξει» μέσα στην αφήγηση,απλές καθημερινές ιστορίες,μαρτυρίες ανθρώπων της εποχής,επεισόδια καταγεγραμμένα στην συλλογική μνήμη,στίχους από ρεμπέτικα γιά να καταδείξει το κλίμα της εποχής.

Γιά το βιβλίο έχουν γραφτεί δεκάδες σχόλια,κριτικές,παρουσιάσεις από ειδικούς και μη.Δεν είμαι ιστορικός γιά να το κρίνω,ούτε γνωρίζω τόσα πολλά γιά να κριτικάρω εάν και τι άφησε έξω από την ανάλυσή του ο συγγραφέας.Υπάρχουν όμως μερικά σημεία που τονίζονται ιδιαίτερα από τον Μαζάουερ και καθιστούν σαφή την άποψή του,όπως:

-Η «χαλαρή» διακυβέρνηση των Οθωμανών στα περίπου 500 χρόνια που κατείχαν την πόλη.Το στυλ αυτό οδήγησε στην πολυμορφία της πόλης και την αυτονομία της κάθε εθνικής/θρησκευτικής ομάδας.Οι συνοικίες ήταν καθαρά εθνικές,αλλού οι Εβραίοι,αλλού οι Οθωμανοί,αλλού οι Έλληνες.Το σύστημα δούλεψε καλά γιά πολλά χρόνια.
-Η μαζική άφιξη των Σεφαρδιτών Εβραίων από το 1492 και μετά.Οι Οθωμανοί «άνοιξαν» διάπλατα τις πύλες και εμπορικά απογείωσαν την πόλη.
-Το ότι οι Έλληνες ήταν ουσιαστικά μειονότητα στην πόλη.Γιά πολλά χρόνια ήταν η τρίτη πληθυσμιακά ομάδα,αποτελούμενη κυρίως από εργάτες και λοιπούς μεροκαματιάρηδες.
-Τονίζεται η προσπάθεια κατάκτησης της πόλης κατά την διάρκεια του Α Βαλκανικού πολέμου.Ας μη ξεχνάμε ότι γιά μερικές ώρες,οι Βούλγαροι δεν πρόλαβαν να μπουν πρώτοι στην Θεσσαλονίκη.
-Αναλύεται λεπτομερέστατα η σχέση ελλήνων / εβραίων και τα πολιτικά προβλήματα που κυριάρχησαν της καθημερινής συμβίωσης.
-Η προσπάθεια «Ελληνοποίησης» της πόλης που «διευκολύνθηκε» ιδιαίτερα από την μεγάλη πυρκαϊά του 1917 που σχεδόν κατέστρεψε το κέντρο της πόλης.
-Την δεύτερη μεγάλη «άφιξη προσφύγων» της ιστορίας της πόλης,μετά την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών που επακολούθησε.
-Η εξολόθρευση του Εβραϊκού στοιχείου από τους Ναζί και τον ρόλο των Ελλήνων και αρκετών Εβραίων σ’αυτό.
-Τελευταίο αλλά όχι έσχατο.Η πλήρης ελληνοποίηση της πόλης τα τελευταία 50 χρόνια.

Όλα τα παραπάνω μπορούν να αποτελέσουν σημεία τριβής και μεγάλων συζητήσεων.. «Γιατί είπε αυτό», «γιατί το έγραψε έτσι», «ποιά πλευρά συμπαθεί»..Οι Ελληνολάτρες ιστορικοί και μη,σίγουρα βρίσκουν «πατήματα» στις περιγραφές του Μαζάουερ.Διακρίνεται συμπάθεια στο τρόπο που κυβερνούσαν οι Οθωμανοί,όπως και στο στυλ της ζωής τους γενικότερα.Η περιπέτεια των εβραίων της Θεσσαλονίκης συγκινεί όσο τίποτα άλλο μέσα στο βιβλίο και γενικά τονίζεται ιδιαίτερα η συνεισφορά τους στην ανάπτυξη και στη ζωή της πόλης.Εάν κάτσουμε να σταθούμε σε λεπτομέρειες βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος (είδα αναφορές στο διαδίκτυο ότι δεν τα λέει σωστά γιά το εβραϊκό νεκροταφείο,νομίζω ότι αυτά είναι λεπτομέρειες,η ουσία είναι ότι το νεκροταφείο καταστράφηκε από τις ελληνικές αρχές).

Με το ελληνικό στοιχείο ο συγγραφέας ουσιαστικά ασχολείται από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά ,όταν, με την πίεση του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους στο νότο αρχίζει και εξαπλώνεται η θεωρία του μεγαλοϊδεατισμού.Περιττό βεβαίως να αναφερθεί ότι η ιστορία της Θεσσαλονίκης ελληνοκρατείται από το 1912 και μετά.

Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου δεν μπορείς να μη προσέξεις την ικανοποιητική ανάλυση του Μακεδονικού ζητήματος (αν και δίδεται μεγαλύτερο βάρος στα γεγονότα που συνέβαιναν μέσα στην πόλη ),όπως και την μεταχείριση που επεφύλαξε η κυβέρνηση των Αθηνών στην πόλη που απέκτησε κάπως αναπάντεχα και πιό εύκολα απ’ότι περίμενε.Μεταχείριση που όπως την διαβάζει κανείς καταλαβαίνει από που πηγάζει η αντιπάθεια των βορειοελλαδιτών προς το «αθηνοκεντρικό κράτος».

Το άρωμα του παρελθόντος είναι πολύ έντονο και κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο.Το παρελθόν όμως έχει φύγει και η Θεσσαλονίκη δεν είναι πλέον η πολυπολιτισμική πόλη που ήταν.Το ελληνικό κράτος στην προσπάθεια ενσωμάτωσης της πόλης στον κρατικό ιστό εξαφάνισε τα περισσότερα στοιχεία που συνδέονταν με την ιστορία της πόλης από το 1430 και μετά αναδεικνύοντας τα παλαιότερα αρχαιοελληνικά και βυζαντινά μνημεία γιά να τονίσει την ελληνικότητα της πόλης.


Αυτό που εισπράττουμε τώρα είναι η εικόνα μιάς πόλης εσωστρεφούς και ξενόφοβης η οποία κυριαρχείται από τον φανατισμό και την υποκουλτούρα.Από εκεί που η Θεσσαλονίκη ήταν μιά πόλη που αναδείκνυε κάθε προοδευτική ιδέα και ενσωμάτωνε όλα τα πολιτιστικά ρεύματα,τα τελευταία χρόνια η πόλη χαρακτηρίζεται από ακραίο συντηρητισμό και άκρατο θρησκευτικό φανατισμό.Μόνο πικρή γεύση στο στόμα μπορεί κάτι τέτοιο ν’αφήσει.

Θεωρώ ότι η δουλειά του Μαζάουερ θα μείνει κλασσική και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς γιά όποιον θελήσει να ασχοληθεί με την ιστορία της πόλης.Εξαιρετική η έκδοση της Αλεξάνδρειας και υπέροχη η μετάφραση του έμπειρου μεταφραστή Κώστα Κουρεμένου.Ένα βιβλίο κόσμημα που μπορεί να διαβαστεί και τμηματικά (αν και είναι δύσκολο να αντισταθεί κάποιος στη ροή της αφήγησης του συγγραφέα).