Είναι
απορίας άξιο, ότι «Η ΡΟΥΦΗΧΤΡΑ» («La Voragine»), του Κολομβιανού
συγγραφέα, δικηγόρου και ανώτατου δημοσίου υπαλλήλου, Jose Eustasio
Rivera
(1888 Neiva, Κολομβία – 1928, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.), ένα από τα
εμβληματικότερα μυθιστορήματα της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, που
κυκλοφόρησε το 1924, δεν είχε μέχρι τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά! Σε μια
γλώσσα που μεταφράζονται χιλιάδες σημαντικών και ασήμαντων λογοτεχνικών έργων
όλων των ειδών, τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνουμε διαρκώς ότι υπάρχει μια
πληθώρα κλασσικών βιβλίων που παραμένουν αμετάφραστα ∙ οι λόγοι, πολλοί και
σύνθετοι και δεν είναι της παρούσης, να αναλυθούν σε αυτό το κείμενο.
Λίγο
πριν το κλείσιμο του 2021, είχαμε στα χέρια μας, επιτέλους, την «Ρουφήχτρα» στη γλώσσα μας, από τις εκδόσεις Στιγμός/Ευρασία (σελ. 364), σε
εξαιρετική μετάφραση, σημειώσεις και
επίμετρο της Δήμητρας Παπαβασιλείου
(μια μετάφραση που υπήρχε χρόνια αλλά δεν εκδιδόταν από κανέναν εκδότη – αλλά
και αυτό δεν είναι της παρούσης), σε μια καλαίσθητη έκδοση, όπως αρμόζει σε
αυτό το εκπληκτικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει πολλά είδη, παρά την εξωτερικά
εμφανή καταγγελτική του μορφή.
Η
ιστορία που ξετυλίγεται στις σελίδες της «Ρουφήχτρας»,
φαίνεται εν πρώτοις σχετικά απλή, αλλά τον αναγνώστη, τον περιμένουν μια σειρά
από εκπλήξεις και ανατροπές, που μετακινούν το κέντρο βάρους του βιβλίου από το
(κάτι σαν) γουέστερν του πρώτου μέρους σε μια δραματική περιπέτεια στα βάθη της
ζούγκλας στο δεύτερο και τρίτο μέρος. Το μυθιστόρημα του Ριβέρα, ξεκινάει με
την απαγωγή της νεαρής και άβγαλτης Αλίσια από τον ποιητή Αρτούρο Κόβα – τον
ήρωα του βιβλίου. Η πλούσια και ισχυρή οικογένεια της Αλίσια την προόριζε για
σύζυγο ενός γηραιού γαιοκτήμονα, ο Αρτούρο Κόβα ήταν γνωστός για τις ερωτικές
του περιπέτειες και την άστατη φύση του, οπότε η φυγή του ζεύγους από την
Μπογκοτά ήταν μονόδρομος. Το ζευγάρι για να γλυτώσει, πάει στις απομακρυσμένες
πεδιάδες της χώρας, στις παρυφές της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στη διαδρομή,
διαπιστώνουμε ότι ο Αρτούρο Κόβα, δεν έτρεφε κανένα βαθύ αίσθημα για την
Αλίσια, περισσότερο ήταν η υπερηφάνεια και η «κατάκτηση ενός τροπαίου» (που αντιπροσώπευε
η Αλίσια) που καθοδηγούσε τις κινήσεις του.
Περιπλανώμενοι
στις αχανείς εκτάσεις της Κολομβίας, ο Αρτούρο Κόβα και η Αλίσια, διαπιστώνουν
από χωρικούς και άλλους περίεργους τύπους που συναντούν στο δρόμο τους, ότι η
ιστορία τους έχει γίνει γνωστή μέσα από τις εφημερίδες της πρωτεύουσας και ο
ίδιος κινδυνεύει με μακροχρόνια φυλάκιση ως απαγωγέας. Με τη βοήθεια ενός
οικογενειακού γνωστού του Αρτούρο Κόβα, το ζευγάρι οδηγείται σε μια αγροικία σε
μια επικίνδυνη πόλη της ερήμου, όπου φιλοξενείται από τον Φράνκο και την
Γκρισέλδα, μια δυναμική και γοητευτική μελαχρινή που από τη μια προσπαθεί να
γοητεύσει τον ποιητή – που μόνο αδιάφορος δεν είναι στην παρουσία της, από την
άλλη γίνεται φίλη με την Αλίσια.
«Το κανό, σαν πλωτό
φέρετρο, ακολουθούσε το ρεύμα του ποταμού, την ώρα που το απόγευμα μακραίνει
τις σκιές. Από τη ράχη του νερού διακρίναμε τις παράλληλες όχθες, με τη σκιερή
βλάστηση και τα επικίνδυνα περάσματα. Εκείνο το ποτάμι το δίχως κυματισμούς,
δίχως αφρό, ήταν βουβό, καταθλιπτικά βουβό σαν κακό προμήνυμα, κι έδινε την εντύπωση
ενός σκοτεινού δρόμου που κινούταν προς τη δίνη τού τίποτα.»
Ο
Αρτούρο Κόβα, σχεδόν αμέσως διαπιστώνει ότι στην περιοχή κυριαρχεί ένας άνδρας,
ο Μπαρρέρα που με τους βοηθούς του, έχει αναλάβει να βρει εργάτες για τις εταιρείες
εξόρυξης καουτσούκ στον Αμαζόνιο, υποσχόμενος αρκετά χρήματα και ανώτερο
βιοτικό επίπεδο στους ντόπιους. Ακόμα και ο Φράνκο με την Γκρισέλδα το
σκέπτονται να δουλέψουν για τον Μπαρρέρα, ο οποίος δείχνει αδίστακτος. Σύντομα,
ο Αρτούρο Κόβα μετά από διάφορες εντάσεις, θα έρθει σε σύγκρουση με τον
Μπαρρέρα, ο οποίος πολιορκεί την Αλίσια (που είναι ήδη έγκυος) και την
Γκρισέλδα, και μετά από μια βραδιά όπου βγαίνουν μαχαίρια, τις παίρνει μαζί
του, απάγοντάς τες (όπου εδώ ο συγγραφέας
αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της απαγωγής, υποχρεώνει τον αναγνώστη να σκεφτεί την
εθελούσια φυγή των δύο γυναικών με τον σκληρό και δυναμικό Μπαρρέρα). Ο
Αρτούρο Κόβα και ο Φράνκο αποφασίζουν να τις βρουν, μπαίνοντας μέσα στη
ζούγκλα, και τις όχθες του Αμαζόνιου που είναι γεμάτες με φυτείες καουτσούκ και
πολλούς απρόσμενους κινδύνους.
Οι
δύο άντρες και η πρόχειρα διαμορφωμένη ομάδα τους, καθώς εισέρχονται όλο και
πιο βαθειά στη ζούγκλα, αναγκάζονται να πολεμήσουν για να επιβιώσουν. Ο Αρτούρο
Κόβα γίνεται όλο και πιο σκληρός και απάνθρωπος, ενώ σκέψεις αυτοκτονίας και
ματαιότητας τον βασανίζουν. Ενημερώνονται στο δρόμο, ότι ο Μπαρρέρα συνηθίζει
να πουλάει τις γυναίκες που πιάνει, σε πλούσιους Βραζιλιάνους γαιοκτήμονες και
επιχειρηματίες και η απελπισία τους κυριεύει. Ο Αρτούρο Κόβα, από τη μια
βασανίζεται από παραισθήσεις μετά από πυρετό, από την άλλη θέλει να συνεχίσει
την προσπάθειά του, έχοντας βέβαια στο μυαλό του και την προοπτική πλουτισμού
μέσω των επαφών που κάνει με το εμπόριο καουτσούκ. Στον δρόμο τους, θα βρουν
τον Κλεμέντε Σίλβα, έναν γηραιό αγρότη που έχει ενημερωθεί μετά από πολύχρονο
ψάξιμο, ότι ο γιος του που δούλευε στο καουτσούκ είναι νεκρός και αναζητά το
πτώμα του. Ο Κλεμέντε Σίλβα, έχει μια τρομακτική ικανότητα να βρίσκει δρόμους
στη ζούγκλα, και προσπαθεί κι αυτός να ξεφύγει από τους διώκτες του. Θα
συμπράξει με τον Αρτούρο Κόβα, οδηγώντας τον, όλο και πιο βαθειά στον Αμαζόνιο,
σε μια επίγεια κόλαση που κρύβει πολλές παγίδες κι ανατροπές.
«…η ζούγκλα
αποτρελαίνει τον άνθρωπο, καλλιεργώντας τα πιο απάνθρωπα ένστικτά του: η
σκληρότητα κυριεύει τις ψυχές σαν θεριεμένη βάτος και η απληστία καίει όπως ο
πυρετός. Ο πόθος για πλούτη στηρίζει το εξασθενημένο πια κορμί, και η μυρωδιά
του καουτσούκ προκαλεί την τρέλα των εκατομμυρίων. Ο εργάτης δουλεύει και
υποφέρει με τη λαχτάρα να γίνει επιχειρηματίας και να μπορέσει να πάει μια μέρα
στις πρωτεύουσες για να σπαταλήσει το καουτσούκ που έχει μαζέψει, ν’ απολαύσει
λευκές γυναίκες και να μεθοκοπά για μήνες ολόκληρους, με τη βεβαιότητα ότι στα
δάση υπάρχουν ένας σωρός σκλάβοι, που δίνουν τη ζωή τους για να του
εξασφαλίσουν αυτές τις ηδονές, όπως έκανε κι εκείνος πρωτύτερα για τον αφέντη
του. Μόνο που η πραγματικότητα προχωρά πιο αργά από τη φιλοδοξία και το
μπέρι-μπέρι είναι κακός σύμβουλος. Στην εγκατάλειψη κοιλάδων και μονοπατιών
πολλοί πεθαίνουν απ’ τον πυρετό, αγκαλιάζοντας το δέντρο που στάζει γάλα,
κολλώντας στον φλοιό του τ’ άπληστο στόμα τους, για να σβήσουν την κάψα με υγρό
καουτσούκ, αφού δεν έχουν νερό ∙ κι εκεί σαπίζουν όπως τα φύλλα και τους
κατατρώνε οι ποντικοί και τα μυρμήγκια, τα μοναδικά εκατομμύρια που αξιώνονται
να λάβουν – κι αυτά πεθαίνοντας.»
Το
πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ριβέρα, είναι σε πρώτο επίπεδο ένα βιβλίο κοινωνικής
καταγγελίας για τις συνθήκες ζωής των εργατών καουτσούκ στη ζούγκλα του Αμαζονίου,
τις συνθήκες δουλοπαροικίας και εκμετάλλευσης των ανθρώπων, επηρεασμένο από το
ύφος της «Ζούγκλας» του σπουδαίου
Αμερικανικού μυθιστορήματος του Upton Sinclair, που κυκλοφόρησε
το 1906, για τις συνθήκες εργασίας (και ζωής) των εργατών του Σικάγο στις
Η.Π.Α. Όμως η «Ρουφήχτρα» δεν είναι
μόνο αυτό που φαίνεται, είναι πολλά άλλα μαζί.
Θα
μπορούσε να δει κανείς την «Ρουφήχτρα»
και ως ένα σπαρακτικό υπαρξιακό δράμα και μια αναζήτηση εαυτού. Ο Αρτούρο Κόβα,
μεταβάλλεται διαρκώς κατά την διάρκεια του μυθιστορήματος που έχοντας στοιχεία
πικαρέσκου του 18ου αιώνα που συνδυάζεται με το έντονο γκροτέσκο
στοιχείο των περιγραφών της ζούγκλας, μετατρέπουν την αφήγηση σε μια εφιαλτική
κάθοδο προς την κόλαση, φέρνοντας στο μυαλό την «Καρδιά του Σκότους» του Joseph Conrad, με τον ρυθμό και τον σουρεαλισμό που εναλλάσσεται με
τον βίαιο ρεαλισμό και τον νατουραλισμό όσο εισερχόμαστε όλο και πιο βαθειά
μέσα στη ζούγκλα – όπου ακόμα και τα δέντρα αποκτούν απειλητική μορφή και ζωή,
απειλώντας τους «παραβάτες».
Άλλη
μια ανάγνωση του πολυεπίπεδου μυθιστορήματος του Ριβέρα, είναι, και ως μια
ιλιγγιώδη ιστορία καταδίωξης, όπου το πρώτο μέρος έχει όλα τα τυπικά στοιχεία
ενός γουέστερν στο ύφος που καθιέρωσε ο Cormac McCarthy με τον «Ματωμένο μεσημβρινό» του. Ο Αμερικανός
μεταφραστής του βιβλίου (που στα Αγγλικά κυκλοφορεί ως «Vortex» - το θεωρώ ως τον καταλληλότερο τίτλο γι' αυτή την ιστορία), βρίσκει στοιχεία της ιδεολογίας του Far West στο πρώτο μέρος,
μέσω της θεωρίας τού «Regeneration
through Violence» («Αναγέννηση μέσω της Βίας») που
κυριάρχησε στην κατάκτηση της Αμερικάνικης Δύσης τον 19ο αιώνα,
αποδίδοντας τον όρο «gauchos» σε «cowboys» στη μετάφραση του βιβλίου,
ουσιαστικά θεωρώντας ότι η ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους ομοιάζει περισσότερο σε
μια περιπέτεια που εκτυλίσσεται στις πεδιάδες της Δύσης, παρά σε ένα
Νοτιοαμερικανικό μυθιστόρημα.
Η
μανία για εκδίκηση του ήρωα του βιβλίου Αρτούρο Κόβα, μετατρέπεται στο δεύτερο
και τρίτο μέρος σε μια στιβαρή καταγγελία, αλλά και ένα δυνατό κοινωνικό
σχόλιο, εκεί όμως είναι, που αναδεικνύεται η ζούγκλα, και σε μια προέκταση ο γηραιός
Κλεμέντε Σίλβα ως η φωνή της και η ανθρώπινη ενσάρκωσή της, σε έτερο ισοβαρή
πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος. Αυτή η αλλαγή, που παρατηρούμε στην περιγραφή
της ζούγκλας, ως κάτι αφιλόξενο και τρομακτικό με υπερφυσικές διαστάσεις,
αντανακλάται και στην αλλαγή της συναισθηματικής και διανοητικής κατάστασης του
αφηγητή.
«Το διαρκές
έγκλημα, ωστόσο δεν διαπράττεται στα δάση αλλά στα βιβλία. Αν η Εξοχότητά του
τα άνοιγε, θα έβρισκε πολύ περισσότερα να διαβάσει στις Οφειλές απ’ ότι στα
Έσοδα. Θα ανακάλυπτε στοιχεία που φανερώνουν την αδικία: εργάτες που παραδίδουν
κιλά καουτσούκ για πέντε σεντάβος και παίρνουν φανέλες για είκοσι πέσος ∙
Ινδιάνοι που δουλεύουν εδώ και έξι χρόνια κι εμφανίζονται να χρωστούν ακόμη το
μανιόκο του πρώτου μήνα ∙ παιδιά που κληρονομούν τεράστια χρέη, τα οποία
προέρχονται από τον πατέρα τους, που τον σκότωσαν, από τη μάνα, ακόμη κι απ’
τις αδερφές τους, που τις βίασαν – χρέη τα οποία δεν θα μπορέσουν να
ξεπληρώσουν ώσπου να πεθάνουν, γιατί, μόλις φτάσουν στην εφηβεία, τα έξοδα της
παιδικής τους ηλικίας και μόνο θα ισοδυναμούν με μισό αιώνα σκλαβιάς.»
Κι
εδώ πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτού του μοναδικού
λογοτεχνικού ήρωα, του Αρτούρο Κόβα. Καταρχάς επιβάλλεται να τονισθεί ότι το
βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή ντοκουμέντου – ο συγγραφέας παρουσιάζεται ως
ο επιμελητής των γραπτών του εξαφανισμένου στη ζούγκλα ήρωα στην αρχή της
ιστορίας, προϊδεάζοντάς μας για το τέλος της (άσχετα αν ουσιαστικά αυτό δεν
παίζει κανένα ρόλο).
Ο
Αρτούρο Κόβα, παραμένει από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας, μια
προσωπικότητα αινιγματική, μυστηριώδης και εντελώς αντιφατική. Παρουσιάζει ένα
ρομαντικό συνδυασμό «Βυρωνικού»
ποιητή και μαχητή, ανθρώπου των λέξεων και των όπλων. Είναι συναισθηματικά
άστατος, έχει μια macho περιφρόνηση προς
τις γυναίκες, είναι φιλόδοξος, ναρκισσευόμενος και εγωπαθής, που ονειρεύεται να
επιστρέψει πλούσιος, με δόξα και τιμές στη Μπογκοτά. Πολύ σύντομα όμως, στην
πορεία της ιστορίας, η εικόνα του Αρτούρο Κόβα, απομυθοποιείται. Ο συγγραφέας
(με το ύφος του) σχολιάζει την αρρενωπή εικόνα μιας νοοτροπίας που εκφράζει ο
ήρωας, που θέλει τον άνδρα θαρραλέο και πάντα έτοιμο να πέσει στη μάχη,
προστατεύοντας τη τιμή του∙ εικόνα που καταρρίφθηκε με τον αιματηρό Α παγκόσμιο
πόλεμο και τον μεγάλο αριθμό νεκρών.
Η
«Ρουφήχτρα», βιβλίο πλέον κλασσικό
για την λογοτεχνία όχι μόνο της Κολομβίας (είναι ενδεικτικό ότι αποτελεί μέρος
της διδακτέας ύλης στη σχολική εκπαίδευση), αλλά και ολόκληρης της
Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, που σε κάποια
στοιχεία δείχνει την ηλικία του, αλλά παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρο όχι μόνο για
το στοιχείο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, αλλά και για το στοιχείο της
οικολογικής καταστροφής του Αμαζονίου, που συνεχίζεται. Είναι ένα μυθιστόρημα «μεγάλης πνοής», που παρά τον σχετικά
(για λογοτεχνικό έργο τέτοιας εμβέλειας) μικρό όγκο του, που επηρέασε τους
συγγραφείς όχι μόνο της χώρας – στοιχεία του σουρεαλιστικού του στοιχείου,
υπάρχουν στον «μαγικό ρεαλισμό» του Γκ.Γκ.Μάρκες
και άλλων, ενώ είναι και μια ενδελεχής και ευδιάκριτη περιγραφή της
Λατινοαμερικανικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Μπορεί
να αργήσαμε να το ανακαλύψουμε, αλλά η ανταμοιβή μας είναι μεγάλη, καθώς η
μεταφράστρια Δήμητρα Παπαβασιλείου,
κυριολεκτικά έκανε θαύματα, όχι μόνο στη μετάφραση του βιβλίου, αλλά και στις
εξαιρετικές σημειώσεις της, που βοηθάνε στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας,
στο έξοχο επίμετρο αλλά και στο λεπτομερές βιογραφικό του συγγραφέα – απ’ όπου
παρατίθενται παρακάτω τα κυριότερα στοιχεία.
Ο
Jose Eustasio Rivera (μαθητής ακόμα, άλλαξε τη γραφή του
επιθέτου από Eustacio σε Eustasio,
όπως προφέρεται στη Νότια Αμερική, για να απογαλακτισθεί από τις Ισπανικές
ρίζες), γεννήθηκε το 1888 στην αγροτική πόλη Νεΐβα στο νότο της Κολομβίας και
καταγόταν από πολυμελή οικογένεια γαιοκτημόνων και σπούδασε στην Παιδαγωγική
σχολή της Μπογκοτά και μετά από λίγα χρόνια στη Νομική σχολή της πόλης, απ’
όπου αποφοίτησε το 1917. Ως Δικηγόρος, είχε εργαστεί για ένα κτηματία του
Κασανάρε, όπου διαδραματίζεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Εκεί ακούει
και την ιστορία του φίλου του Luis Franco Zapata, ο οποίος το 1912,
μερικά χρόνια πριν, είχε απαγάγει την ερωμένη του Alicia
Hernandez Carranza
και το είχαν σκάσει στη ζούγκλα του Αμαζονίου περνώντας ένα διάστημα με τους
εργάτες καουτσούκ. Το 1922 ξεκίνησε να γράφει τη «Ρουφήχτρα», ενώ διορίζεται γραμματέας – νομικός σύμβουλος της
Επιτροπής Συνοριακών Ζητημάτων Κολομβίας και Βενεζουέλας. Αυτό του δίνει τη
δυνατότητα να δει από κοντά τις συνθήκες εργασίας στο εμπόριο καουτσούκ, όπως
και να περιπλανηθεί στα παρθένα δάση του Αμαζονίου. Διαρκώς όμως προσβάλλεται από
την ελονοσία που ταλαιπωρεί τον οργανισμό του. Η «Ρουφήχτρα» εκδίδεται το 1924 και ένα χρόνο μετά διορίζεται
επικεφαλής μιας επιτροπής έρευνας σχετικά με τις παρατυπίες στον δημόσιο τομέα,
και ειδικότερα στον γραφειοκρατικό μηχανισμό, ενώ το 1926 εκδίδεται η
αναθεωρημένη εκδοχή της «Ρουφήχτρας».
Το 1928 ενώ ξεκινά το δεύτερο βιβλίο
του, με τίτλο «Μελανή κηλίδα» («La mancha negra»), που το
χειρόγραφό του δεν θα βρεθεί ποτέ, πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για να σχεδιάσει την
αγγλική μετάφραση της «Ρουφήχτρας»
όπως και μια ενδεχόμενη μεταφορά της στον κινηματογράφο. Όμως στα τέλη
Νοεμβρίου, θα εισαχθεί σε νοσοκομείο της Ν.Υόρκης σε κωματώδη κατάσταση λόγω
μιας εγκεφαλικής αιμορραγίας, που προήλθε από την ελονοσία, που ουδέποτε είχε
αποθεραπευτεί. Θα πεθάνει την 1 Δεκεμβρίου, στα 40 του χρόνια και η σορός του
θα μεταφερθεί στη Μπογκοτά τον Ιανουάριο του 1929, όπου τέθηκε σε λαϊκό
προσκύνημα κι όπου προσήλθαν δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι.
Υ.Γ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ του Σ/Κ, στις 9/4/22
Βαθμολογία: 87 / 100