Παρασκευή, Απριλίου 22, 2022
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 22, 2022 | Permalink
Μια αληθινά Πορτογαλική περιπέτεια ("Ο Σενιόρ Βεντούρα")
Συγγραφέας άγνωστος ουσιαστικά στην Ελλάδα, ο Πορτογάλος με το ψευδώνυμο Miguel Torga (1907 Sao Martinho de Anta – 1995 Coimbra), που το πραγματικό του όνομα ήταν Adolfo Correia Rocha και στην «κανονική» του ζωή, ήταν γιατρός, ήταν ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 20ου αιώνα, στην Πορτογαλία. Μέχρι τώρα στη χώρα μας είχαν μεταφραστεί κάποια διηγήματά του, σε περιοδικά της δεκαετίας του ’90, αλλά πλέον απολαμβάνουμε, ένα από τα πρώτα (και πιο γνωστά και δημοφιλή) του έργα, τη νουβέλα «Ο ΣΕΝΙΟΡ ΒΕΝΤΟΥΡΑ» («O Senhor Ventura»), που γράφτηκε το 1943 και επανεκδόθηκε στη χώρα του (ξαναδουλεμένο από τον συγγραφέα) το 1985. Η εξαίρετη Μαρία Παπαδήμα, φρόντισε να μεταφράσει αυτό το αγαπημένο της βιβλίο (όπως γράφει στην εισαγωγή της έκδοσης) με τη συνήθη μαεστρία της, που κυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Στιγμός/Ευρασία (172 σελ.).


«Ο Σενιόρ Βεντούρα»
, παρά το μικρό του μέγεθος, είναι μια νουβέλα, τόσο γεμάτη, που νιώθεις στο τέλος της, ότι διάβασες ένα ογκώδες μυθιστόρημα. Παρακολουθούμε τη ζωή του ήρωα, ενός ανθρώπου, αντιπροσωπευτικού του περιπετειώδους και του «εξερευνητικού» πνεύματος με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του, που καθόρισε τη μοίρα της χώρας του, από την γέννησή του, έως τον θάνατό του. Οι περιπέτειες του  φτωχού και αγράμματου βοσκού από την επαρχία του Αλεντέζο που έφτασε να έχει στα χέρια του μια περιουσία, που απώλεσε για έναν έρωτα, και πέθανε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου σε μια ξένη γη, εκφράζουν το πόσο σύνθετη μπορεί να είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και πόσο απρόβλεπτη η πορεία ενός ανθρώπου.

 
«Κάποια απογεύματα σαν το σημερινό, κουρασμένος να περιμένω ένα θαύμα, αποθαρρυμένος μπροστά στον χάρτη του κόσμου που κρεμασμένος στον τοίχο με προκαλεί από τα παιδικά μου χρόνια, η σκέψη μου πηγαίνει στον Σενιόρ Βεντούρα. Αναπολώντας τον, απαλαίνω για λίγες ώρες τον πόνο που με κατατρώει. Δεν αποδέχομαι την ιδέα ότι είδα το φως σε μια εποχή και σε μια χώρα που για αιώνες ενδιαφερόταν για τις ανακαλύψεις και τη γνώση κι έπειτα αποκοιμήθηκε με τρόπο τραγικό και το μόνο που κάνει είναι να κοιτάζεται στον καθρέφτη ανήμπορη. Μου φαίνεται άδικη τιμωρία της μοίρας και της Ιστορίας. Αλλά καθώς είμαι άνθρωπος που δεν το βάζει κάτω, κάνω ότι μπορώ για να σωθώ. Γεμίζω με τη μαγική ανάμνηση του Σενιόρ Βεντούρα, που τίποτα δεν μπόρεσε να τον εμποδίσει να διατρέξει τις επτά ηπείρους, οι οποίες καλούν μάταια καθέναν μας. Στη μορφή του βάζω την πραγματικότητα αυτού που είμαι και τη νοσταλγία αυτού που θα μπορούσα να είμαι. Στο σχεδίασμα του ονόματός του εναποθέτω όσα η φαντασία μου μού επιβάλλει με όρους απόστασης και κινδύνου. Ζω σ’ αυτόν. Και όσο διαρκεί η ανάμνηση των περιπλανήσεών του, αισθάνομαι τόσο αληθινός, που σχεδόν είμαι ευτυχισμένος.»
 
Ο νεαρός βοσκός και αγρότης Βεντούρα, καλείται από τον στρατό να υπηρετήσει την θητεία του. Είναι 20άρης αγράμματος, και δεν γνωρίζει τίποτα από τον κόσμο μην έχοντας απομακρυνθεί από το χωριό του μέχρι τότε. Υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία, θα ξεχωρίσει για το θράσος και την άγνοια κινδύνου που τον διακατέχει. Θα εμπλακεί σε ένα μαχαίρωμα – θα θεωρηθεί ένοχος χωρίς αποδείξεις και δεν καταδικάζεται, αλλά θα σταλεί στην αποικία του Μακάου, στην Ασία για να συνεχίσει εκεί τη θητεία του. Ο Σενιόρ Βεντούρα όμως, δεν έχει τέτοιους σκοπούς, θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και νιώθει ότι τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Θα έχει μια ερωτική σχέση με την κόρη του γραμματέα της Πρεσβείας, ο οποίος γίνεται έξαλλος όταν το μαθαίνει. Είναι πλέον υπό παρακολούθηση, αλλά ο νεαρός Αλεντέζος δεν πτοείται! Θα το σκάσει και θα κηρυχθεί λιποτάκτης, ξεκινώντας μια νέα ζωή. Θα μπαρκάρει σε ένα πλοίο σαν ναύτης, και εκεί θα επιδίδεται στο λαθρεμπόριο οπίου, ενώ όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, θα πάει στο Πεκίνο και θα συνεταιρισθεί με τον Περέιρα, έναν συμπατριώτη του μάγειρα, ανοίγοντας μαζί μια ταβέρνα με Πορτογαλική κουζίνα, η οποία στην αρχή πάει εξαιρετικά, αλλά θα μπλέξουν σε φασαρίες με κάτι Αμερικάνους στρατιώτες και θα υποχρεωθούν να την κλείσουν.
 
Ο Σενιόρ Βεντούρα όμως, δεν μπορεί να μείνει ήσυχος, ενώ δουλεύει και για το παράρτημα της Ford στην Κίνα. Θα τολμήσει το πιο επικίνδυνο βήμα της τυχοδιωκτικής του καριέρας. Μαζί με τον Περέιρα, που είναι κάτι σαν αδερφός πλέον, θα αναλάβουν να μεταφέρουν 200 φορτηγά μέσα από την έρημο της Μογγολίας που θα συνοδευτεί και από την απαγωγή ενός εκατομμυριούχου Κινέζου. Πάλι φασαρίες, πυροβολισμοί, ενώ ο Σενιόρ Βεντούρα θα αρρωστήσει βαριά και θα τον φροντίσει ο Περέιρα με τους δυο τους να οραματίζονται την επιστροφή τους στην Πορτογαλία όταν τελειώσουν όλα, νιώθοντας αυτή την περίφημη «sodade» που ακούγεται στα fados. Η μοίρα όμως είναι σκληρή για τον Περέιρα που θα πέσει νεκρός μετά από πυροβολισμούς. Ο ήρωάς μας, πάλι θα την γλυτώσει και μετά από λίγο καιρό επιστρέφει στο Πεκίνο, με πολύ χρήμα στη τσέπη και έτοιμος για τη μεγάλη ζωή, που στην αρχή τουλάχιστον θα την απολαύσει, κερδίζοντας εκατομμύρια από τις τυχοδιωκτικές του μπίζνες. Εκεί όμως, θα γνωρίσει μια ελκυστική Ρωσίδα και αυτή θα αποτελέσει τον μεγάλο του έρωτα, που τελικά θα τον παρασύρει στην πτώση του…
 
«Γνωρίζω ότι για εμάς τους Πορτογάλους δεν υπάρχει ανδραγάθημα χωρίς τη μοιραία παρουσία της λίμπιντο, κι εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, καλώς καμωμένα. Επειδή κάθε δεντράκι δίνει τους δικούς του καρπούς, ο κόσμος είναι ποικίλος, απρόσμενος, και το ανθρώπινο άσμα αντηχεί σαν μια τεράστια χορωδία σ’ έναν καθεδρικό ναό. Προφανώς, δεν έχουν όλες οι υπάρξεις την ίδια σημασία. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και οι λιγότερο σημαντικές είναι απαραίτητες για το σύνολο. Το εμπλουτίζουν. Χωρίς αυτές, ορισμένες στιγμές, απλές και μεταβατικές, ταπεινές στην έκφρασή τους, θα παρέμεναν άγνωστες. Και η αρμονία προκύπτει από το όλον, το μικρό και το μεγάλο, που προχωράνε αγκαλιά.»
 
Όταν ο Σενιόρ Βεντούρα γνωρίζει την Τατιάνα, δεν βρισκόμαστε ούτε στη μέση της νουβέλας. Ο Torga, συμπυκνώνει τα γεγονότα τόσο καλά, που ο αναγνώστης νιώθει γεμάτος από δράση και καταιγισμό πληροφοριών. Από τη μέση και μετά, το βιβλίο γίνεται πιο στοχαστικό, περισσότερο υπαρξιακό και σκοτεινό, διατηρώντας βέβαια την περιπετειώδη του μορφή, όπου παρακολουθούμε την προσπάθεια του κάποτε απλοϊκού αγρότη να γίνει κάποιος άλλος, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στο νέο του ρόλο. Θα γίνει πατέρας, θα στροβιλιστεί σε ένα κόσμο που δεν είναι δικός του, θα επιστρέψει στη γενέτειρά του, για να ξαναφύγει και να σβήσει στη μακρινή και αφιλόξενη Ασία.


Μυθιστόρημα μαθητείας, αλλά και αυτογνωσίας, το βιβλίο του Miguel Torga, γραμμένο απλά και με ιλιγγιώδη μυθιστορηματικό ρυθμό, αποτελεί μια απεικόνιση του τυχοδιωκτικού Πορτογαλικού πνεύματος, του εξερευνητή και πολεμιστή, του αδίστακτου αλλά και αισθηματία, του ανθρώπου που δεν γνωρίζει σύνορα, που είναι όμως και λίγο «Δον Κιχώτης», του παθιασμένου και με τεράστια θέληση ανθρώπου που στο τέλος της ζωής του θα συνειδητοποιήσει την ανημπόρια και την μηδαμινότητά του.
 
Όπως γράφει στην ωραία εισαγωγή της, η μεταφράστρια του βιβλίου Μαρία Παπαδήμα, ο συγγραφέας γεννημένος κι αυτός σε αγροτική οικογένεια, που ξενιτεύτηκε στην Βραζιλία για μια καλύτερη ζωή, εργαζόμενος σε μια φυτεία καφέ και αργότερα καταφέρνοντας να σπουδάσει Ιατρική, χρησιμοποίησε αυτές τις εμπειρίες του στο πλούσιο λογοτεχνικό του έργο. Όπως δήλωνε ο ίδιος: «έχω σκαλίσει πολύ χαρτί για να διηγηθώ τις συγκινήσεις αυτής της σωματικής και πνευματικής συμβίωσης χωρίς σύνορα» στα απαρτιζόμενα από δεκαέξι τόμους Ημερολόγιά του («Diario 1941-1994»).
 
Στον υπέροχο «Σενιόρ Βεντούρα» του, ο Torga, χρησιμοποιώντας έναν ήρωα bigger than life, έγραψε μια ιστορία για την τυχοδιωκτική φύση των συμπατριωτών του, για τους ανθρώπους που κινούνται σε μια σφαίρα πέρα από το καλό και το κακό – που πάντα σε όλες τις καταστάσεις είναι σχετικά. Ο ήρωάς του, τυχερός σε όλη του τη πορεία (Ventura=τύχη, μοίρα αλλά και κίνδυνος), αντιπροσωπεύει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, την δύναμη και την αδυναμία της, σε μια νουβέλα, επιφανειακά απλή, αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα σύνθετη στην ανάλυσή της.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
 
Κυριακή, Απριλίου 17, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Απριλίου 17, 2022 | Permalink
Say Nothing ("ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΛΕΞΗ")
Πότε ξεκίνησε αυτή η λυσσαλέα μάχη μεταξύ Βρετανών και Ιρλανδών; Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος τη ρίζα του μίσους. Πάει στους Τιδόρ τον 16ο αιώνα που επέβαλλαν πλήρη κυριαρχία του νησιού στους Άγγλους ή (ίσως ακόμα και περισσότερο) στους εύπορους Προτεστάντες, έναν αιώνα αργότερα που απέκτησαν εδάφη εύφορα, περνώντας από τη Σκωτία και την Αγγλία στο νησί, μετατρέποντας σε κολίγους τους μέχρι τότε Καθολικούς ιδιοκτήτες τους; Η (καταπιεσμένη) αγανάκτηση των Ιρλανδών για τους Άγγλους, ξέσπασε με βίαιο τρόπο το Πάσχα του 1916, όταν στο Δουβλίνο ξεκίνησε η εξέγερση από μια ομάδα επαναστατών, που οδήγησε στην ανακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας στον Νότο του νησιού. Ο Ιρλανδικός πόλεμος της Ανεξαρτησίας, διαχώρισε το νησί στο κράτος του Έιρε ή Δημοκρατία της Ιρλανδίας με τις 26 από τις 32 κομητείες να το απαρτίζουν. Οι υπόλοιπες 6 με πληθυσμό περίπου το 30% του νησιού, παρέμειναν υπό την Βρετανική κυριαρχία, αποκαλούμενες από τους «Ενωτικούς» (τους απογόνους των Άγγλων Προτεσταντών και γενικότερα τους υπέρμαχους της ένωσης με την Αγγλία) ως «Βόρεια Ιρλανδία», κι από τους Ρεπουμπλικάνους Καθολικούς που σχημάτισαν την οργάνωση I.R.A. ως «Ιρλανδία του Βορρά» με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Με τον συνοριακό διαχωρισμό αυτό, ξέσπασαν βίαιες ταραχές στο Μπέλφαστ με εκατοντάδες νεκρούς και μια ιστορία φανατισμού και διαμάχης που σχεδόν ακόμα διαρκεί.


Θεώρησα απαραίτητη την μακρά εισαγωγή, για όσους δεν θυμούνται ή αγνοούν τα γεγονότα, γιατί στο εξαιρετικό του βιβλίο «ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΛΕΞΗ» («
Say nothing») – (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Κ. Πανσέληνος, σελ. 525), ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Patrick Radden Keefe (1976, Dorchester, Massachusetts), δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις ρίζες του προβλήματος (θα ήθελε τόμους), αλλά με αυτό ακριβώς που δηλώνει ο υπότιτλος του βιβλίου του «Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία – η κρυφή ιστορία του I.R.A. Ενός βιβλίου, τέτοιας δυναμικής και άφθαστης γλαφυρότητας, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα αγωνιώδες θρίλερ ή από ένα στοχαστικό μυθιστόρημα, εξιστορώντας καταστάσεις που σε κρατάνε καθηλωμένο μέχρι την τελευταία του σελίδα.
 
Περισσότεροι από 4000 άνθρωποι σκοτώθηκαν (σε μια περιοχή που δεν έχει πάνω από 2 εκατομμύρια κατοίκους) κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως το 1998, που υπογράφτηκε η εκεχειρία μεταξύ της Βρετανικής κυβέρνησης και του I.R.A. Ο διόλου κρυφός βέβαια πόλεμος δεν σταμάτησε ποτέ, τα σαράντα και βάλε χρόνια που είχαν περάσει, αλλά η περίοδος που αποκαλείται «οι Ταραχές» («The Troubles») ήταν η πιο αιματοβαμμένη στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας. Ένα σημαντικό γεγονός που καθόρισε την έξαρση της περιόδου, ήταν το σχίσμα που δημιουργήθηκε στις τάξεις του I.R.A., με τη φουρνιά νέων επαναστατών να φτιάχνει μια φατρία που ονομάσθηκαν «Πρόβος» (από το «Provisional» - «Προσωρινοί») και ήταν υπέρ του ένοπλου αγώνα, κατηγορώντας τον επίσημο I.R.A για «ειρηνική αντίσταση» που δεν απέφερε τίποτα και τα μέλη του ήταν θύματα των παραστρατιωτικών μονάδων που είχαν δημιουργηθεί. Οπότε είχαμε από τη μια τον παραδοσιακό I.R.A., που ήταν οι επίσημοι ή «Στίκις» και τους «Πρόβος» και από την άλλη τον Βρετανικό στρατό που είχε οργανώσει παραστρατιωτικές ομάδες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, καθώς οι δύο οργανώσεις του I.R.A., η επίσημη και η προσωρινή, μάχονταν επίσης μεταξύ τους!
 
Το βιβλίο ουσιαστικά εξιστορεί την περίοδο των «Ταραχών», έχοντας όμως δύο άξονες. Από τη μια εστιάζει σε γεγονότα, στα οποία δεν έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στην παγκόσμια κοινή γνώμη, όπως είναι οι «εξαφανισμένοι» σε αυτή την περίοδο. 20 άτομα απήχθησαν αυτή τη περίοδο, σε μια τεχνική πολέμου που δεν είχε δοκιμαστεί πριν. Ήταν άνθρωποι που είτε είχαν κατηγορηθεί για προδοσία, είτε βρίσκονταν στο μεταίχμιο μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην περίπτωση της Τζιν Μακόνβιλ, μιας γυναίκας που ήταν 38 ετών, όταν απήχθη ένα βράδυ από το διαμέρισμά της, όπου διέμενε μαζί με τα δέκα (!) παιδιά της, που το μεγαλύτερο από αυτά ήταν 17 χρονών και το μικρότερο (τα δίδυμα) 6. Το 1972, ο κόσμος είχε συνηθίσει πλέον στους θανάτους στη μέση του δρόμου από μια βόμβα που είχε εκραγεί, στο να μη ξαναδεί από τη μια μέρα στην άλλη αγαπημένους του ανθρώπους, στο να εξαφανίζονται άνθρωποι χωρίς αιτία. Η Μακόνβιλ, μια γυναίκα προτεσταντικής καταγωγής που είχε παντρευτεί έναν καθολικό, ο οποίος είχε πεθάνει μετά από επώδυνη ασθένεια, είχε «υποχρεωθεί» να ζει στην περιοχή των καθολικών (συνήθως οι «μεικτοί γάμοι» δεν γίνονταν δεκτοί στις προτεσταντικές περιοχές), και προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά της με κάθε τρόπο. Από εκείνη τη μέρα, που απήχθη, δεν ξαναγύρισε σπίτι και τα παιδιά της, αποδύθηκαν σε έναν αγώνα αναζήτησης, ελπίδας και απελπισίας για να βρουν τι έχει συμβεί στη μητέρα τους. Τα οστά της Μακόνβιλ θα βρεθούν 30 χρόνια αργότερα τυχαία σε μια παραλία από έναν περαστικό.
 
Από την άλλη, ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε πρόσωπα λίγο η περισσότερο γνωστά, που απασχόλησαν την κοινή γνώμη εκείνη την ταραγμένη περίοδο, εστιάζοντας στις (περίφημες) αδελφές Πράις, κυρίως την Ντολόρς, στον «εκτελεστή» Χιουζ, αλλά και στον μετέπειτα ηγέτη του I.R.A., Τζέρι Άνταμς.
 
«Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο αδερφές συνέχιζαν να πηγαίνουν στο σχολείο τους. Τις νύχτες όμως εξαφανίζονταν, και επέστρεφαν περασμένα μεσάνυχτα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι γονείς του δυτικού Μπέλφαστ ήξεραν πως δεν έπρεπε να κάνουν ερωτήσεις. Νέοι άνθρωποι εξαφανίζονταν για καμιά βδομάδα, και όταν επέστρεφαν κανείς δεν τους ρωτούσε που ήταν. Υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Ο I.R.A. ήταν παράνομη οργάνωση, και η απλή παραδοχή πως κάποιος ήταν μέλος του αποτελούσε ικανό λόγο να συλληφθεί, οπότε ολόκληρη η οργάνωση κρατούσε φανατικά το μυστικό. Οι νεαροί που κατατάσσονταν συνήθως δεν το εκμυστηρεύονταν στους γονείς τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, υπήρχε το ενδεχόμενο οι γονείς τους να αποδοκιμάσουν την επιλογή τους αυτή: το Μπέλφαστ ήταν ήδη αρκετά επικίνδυνο, και το να καταταγεί κανείς σε μια παραστρατιωτική οργάνωση ήταν σαν να προκαλούσε τη μοίρα του. Μερικές φορές, κάποιος νεαρός ελεύθερος σκοπευτής του I.R.A., καθώς πήγαινε να εκτελέσει την αποστολή που του είχε ανατεθεί, όπως έστριβε σε μια γωνιά του δρόμου έπεφτε συμπτωματικά πάνω στη μητέρα του. Αυτή, χωρίς να δίνει σημασία στο αυτόματο που κράδαινε ο μικρός στα χέρια του, τον έσερνε πίσω στο σπίτι από το αυτί.»

Η Ντολόρς (που η εκπληκτική φωτογραφία της κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου) και η Μάριαν Πράις μεγάλωσαν σε μια οικογένεια με επαναστατική δράση. Οι γονείς τους ήταν μέλη του I.R.A., τα όπλα ήταν γνώριμο αξεσουάρ στο σπίτι, όπως και οι επαναστατικές ιδέες. Πρώτες στα γράμματα και στους αγώνες, οι δύο αδελφές δεν άργησαν να ενταχθούν στους «Πρόβος», διαβλέποντας το αδιέξοδο της πολιτικής του επίσημου I.R.A. Στην αρχή τα δύο κορίτσια έκαναν βοηθητικές αλλά καθόλου αθώες εργασίες. Μετέφεραν ανθρώπους που είχαν συλληφθεί – απαχθεί - κατηγορηθεί, οδηγώντας το αυτοκίνητο για εκτέλεση – ακόμα και μέχρι πριν λίγο καιρό συντρόφους τους -, κουβαλούσαν εξοπλισμό μέσα στη πόλη κ.ο.κ. Η Ντολόρς όμως κυρίως, με την βοήθεια της Μάριαν, ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην μεγαλύτερη επίθεση των Πρόβος, στην καρδιά του Λονδίνου, με μια σειρά από βομβιστικές επιθέσεις που παραλίγο να κοστίσουν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Οι αδελφές συνελήφθησαν και έμειναν στη φυλακή για χρόνια, και έκαναν για πολύ καιρό απεργία πείνας (μέθοδο που χρησιμοποιούσαν συχνά τα μέλη του I.R.A. κυρίως για τις συνθήκες φυλάκισής τους και τους βασανισμούς που υφίσταντο και που οδήγησε σε μια σειρά από θανάτους, με πιο τρανταχτή περίπτωση αυτή του Μπόμπι Σαντς), για να επιστρέψουν στις φυλακές του τόπου τους, με μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους. Ο συγγραφέας στέκεται περισσότερο στην προσωπικότητα της Ντολόρς, που αντελήφθη μετά από όλα αυτά, την ματαιότητα του ένοπλου αγώνα και στρεφόμενη κατά του Τζέρι Άνταμς, δεν δίστασε να τον κατηγορήσει για εγκλήματα και πρωτοβουλίες που εκείνος αρνήθηκε να παραδεχτεί.
 
Ο Τζέρι Άνταμς, το μόνο πρόσωπο, στο οποίο στέκεται επικριτικά ο συγγραφέας, αναδείχθηκε ως ο ηγέτης του Σιν Φέιν (του πολιτικού βραχίονα του I.R.A.). Ο πρώην μπάρμαν, που αργά και μεθοδικά «έκτισε» το πολιτικό του προφίλ, δεν παραδέχτηκε ποτέ δημοσίως ότι διετέλεσε μέλος του I.R.A. (κάτι που θα αποτελούσε ενοχοποιητικό στοιχείο και αιτία φυλάκισής του), πανούργος και πολιτικάντης, αποδεικνύεται από έγγραφα ότι ήταν εκείνος που διέταξε – ανάμεσα σε άλλα – την απαγωγή και την εκτέλεση της Μακόνβιλ, ενώ το δεξί του χέρι, ο «εκτελεστής» Μπρένταν Χιουζ, επιχειρησιακό όργανο των Πρόβος στις περισσότερες επιθέσεις τους, φυλακίστηκε μακροχρόνια, ήρθε σε ρήξη με τον Άνταμς και απομονώθηκε οικειοθελώς, σε πλήρη ψυχολογικό μαρασμό.


«Ο Χιουζ παραδέχθηκε στον Μάκερς ότι ένιωθε πως θα μπορούσε να είναι ειλικρινής στις συζητήσεις μαζί του, γιατί γνώριζε πως η συνέντευξή του δεν θα δημοσιευόταν παρά μετά τον θάνατό του. Είπε στον Μάκερς πως ο Τζέρι Άνταμς είχε εγκρίνει την βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο το 1973, τν αποστολή εκείνη που είχε καταλήξει με την Ντολόρς Πράις και τους συνεργούς της στη φυλακή. «Θέλω να πω, υπάρχουν πράγματα που μπορείς να πεις, και άλλα που δεν μπορείς» έλεγε συλλογιζόμενος. «Δεν πρόκειται ποτέ να ανέβω σε ένα βήμα και να δηλώσω πως είχα σχέση με τον θάνατο ενός στρατιώτη, ή πως σχεδίασα τις επιχειρήσεις στην Αγγλία. Σίγουρα όμως δεν θα ανέβω σε ένα βήμα για να το αρνηθώ. Και το να ακούω ανθρώπους για τους οποίους θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα – και κόντεψα σε αρκετές περιπτώσεις να το κάνω – να βγαίνουν τώρα και να διαψεύδουν τον ρόλο που έπαιξαν σε όλη την ιστορία – τον ρόλο που έπαιξαν στον πόλεμο, τον ρόλο που έπαιξαν διευθύνοντας τον πόλεμο αυτό – και να το αρνούνται είναι αποτρόπαιο και αποτελεί προδοσία απέναντι σε όλους εκείνους που πέθαναν».»
 
Η περίοδος που αφηγείται ο Radden Keefe, δεν έχει ήρωες. Έχει κυρίως φανατισμένους ανθρώπους που πολέμησαν χρησιμοποιώντας όλους τους δυνατούς και παράνομους τρόπους για ένα όνειρο, μια ιδέα και τελικά θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Έκαναν εγκλήματα, παράνομες πράξεις, τρομοκρατικές ενέργειες που δεν δικαιολογούνται με τίποτα (τι άλλο είναι να φυτεύεις μια σειρά από βόμβες μέσα στο Λονδίνο, σε μέρη κεντρικά που περνούσαν παιδιά, τουρίστες, μεροκαματιάρηδες), και οι περισσότεροι (αν όχι σχεδόν όλοι) το πλήρωσαν γι’ αυτό. Ζωές κατεστραμμένες, οικογένειες διαλυμένες, προσωπικότητες διχασμένες. Έχει την υπέρμετρη βία της εκτελεστικής εξουσίας στο νησί, με μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν σε μέρη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας παλαιότερα, να δοκιμάζονται πάνω σε πολίτες. Και από την άλλη, ο συγγραφέας, περιγράφει μια πολιτική εξουσία ουσιαστικά ανίκανη, με την Θάτσερ δέσμια της νοοτροπίας της και του αρτηριοσκληρωτισμού που πάντα την διέκρινε, να κάνει λάθη στους χειρισμούς του Ιρλανδικού προβλήματος, με ανίκανους συμβούλους και με τους παραστρατιωτικούς και τους υπεύθυνους της εξουσίας στο Μπέλφαστ να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε σπασμωδικές κινήσεις.


Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του, υλικό που υπάρχει από συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές της περιόδου, από ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Βοστόνης των Η.Π.Α., το οποίο δημιουργήθηκε για να αποτελέσει μέρος της ιστορικής έρευνας και ο στόχος ήταν να δημοσιοποιηθεί αρκετά χρόνια αργότερα, όταν όλοι οι εμπλεκόμενοι είχαν φύγει από τη ζωή. Μίλησαν στους ερευνητές, άνθρωποι από όλες τις παρατάξεις, από όλες τις πλευρές, όμως μια σειρά από προσφυγές, «άνοιξαν» τα αρχεία και το περιεχόμενο των συνεντεύξεων έγινε γνωστό.
 
Στο βιβλίο όμως πέρα από τις προσωπικές ιστορίες, περιγράφεται μια κοινωνία πληγωμένη και μουδιασμένη, που χρόνια τώρα προσπαθεί να συνέλθει και να ηρεμήσει από την άβυσσο στην οποία είχε βουλιάξει για δεκαετίες. Ο Radden Keefe, δεν παίρνει θέση, παραθέτει τα γεγονότα που είναι από μόνα τους τρομακτικά και σοκάρουν, παρότι αρκετά από αυτά είναι γνωστά.
Επικεντρώνοντας στην τραγική σαν αρχαίο δράμα ιστορία της Τζιν Μακόνβιλ, μιας γυναίκας που απλά βρέθηκε να κατοικεί σε λάθος περιοχή και που δεν έχει ακόμα καταλάβει κανείς αν ήταν άμεσα ή έμμεσα πληροφοριοδότις των Άγγλων, ή απλά μπήκε στο μάτι των κατοίκων της περιοχής επειδή ήταν Προτεστάντισσα, και στις εντελώς αντίθετες καταστάσεις της ζωής των αδελφών Πράις, ο συγγραφέας περιγράφει ζωές και καταστάσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για το πιο ευφάνταστο μυθιστόρημα.
 

Με εξαιρετικό αφηγηματικό ρυθμό και γλαφυρότητα, το «ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΛΕΞΗ», είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο που (κυριολεκτικά) δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου και το οποίο (όπως δείχνουν τα δημοσιεύματα), πρόκειται να μεταφερθεί στην τηλεόραση από το FX, με την μορφή docu-series. O Radden Keefe αποδεικνύεται ο ιδανικός «storyteller», που μεταφέρει με τον καλύτερο και πιο ευκρινή τρόπο, την πολυπλοκότητα της περιόδου μέσα από τις ενέργειες και τις πράξεις μοιραίων ανθρώπων. Αναμειγνύοντας αφηγηματικά είδη – Ιστορία, Βιογραφία, Πολιτική – με πανοραμική τεχνική και κινηματογραφικό ρυθμό, παρασύρει τον αναγνώστη του, σε ένα στενάχωρο μεν, αλλά ιδιαίτερα χρήσιμο ταξίδι γνώσης και αναγνωστικής εμπειρίας που μένει αξέχαστη.
 


 
Σάββατο, Απριλίου 09, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Απριλίου 09, 2022 | Permalink
Η δίνη του τίποτα (Για την «Ρουφήχτρα» του Jose Eustasio Rivera)
Είναι απορίας άξιο, ότι «Η ΡΟΥΦΗΧΤΡΑ» («La Voragine»), του Κολομβιανού συγγραφέα, δικηγόρου και ανώτατου δημοσίου υπαλλήλου, Jose Eustasio Rivera (1888 Neiva, Κολομβία – 1928, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.), ένα από τα εμβληματικότερα μυθιστορήματα της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε το 1924, δεν είχε μέχρι τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά! Σε μια γλώσσα που μεταφράζονται χιλιάδες σημαντικών και ασήμαντων λογοτεχνικών έργων όλων των ειδών, τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνουμε διαρκώς ότι υπάρχει μια πληθώρα κλασσικών βιβλίων που παραμένουν αμετάφραστα ∙ οι λόγοι, πολλοί και σύνθετοι και δεν είναι της παρούσης, να αναλυθούν σε αυτό το κείμενο.


Λίγο πριν το κλείσιμο του 2021, είχαμε στα χέρια μας, επιτέλους, την «Ρουφήχτρα» στη γλώσσα μας, από τις εκδόσεις Στιγμός/Ευρασία (σελ. 364), σε εξαιρετική μετάφραση, σημειώσεις και επίμετρο της Δήμητρας Παπαβασιλείου (μια μετάφραση που υπήρχε χρόνια αλλά δεν εκδιδόταν από κανέναν εκδότη – αλλά και αυτό δεν είναι της παρούσης), σε μια καλαίσθητη έκδοση, όπως αρμόζει σε αυτό το εκπληκτικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει πολλά είδη, παρά την εξωτερικά εμφανή καταγγελτική του μορφή.

 Η ιστορία που ξετυλίγεται στις σελίδες της «Ρουφήχτρας», φαίνεται εν πρώτοις σχετικά απλή, αλλά τον αναγνώστη, τον περιμένουν μια σειρά από εκπλήξεις και ανατροπές, που μετακινούν το κέντρο βάρους του βιβλίου από το (κάτι σαν) γουέστερν του πρώτου μέρους σε μια δραματική περιπέτεια στα βάθη της ζούγκλας στο δεύτερο και τρίτο μέρος. Το μυθιστόρημα του Ριβέρα, ξεκινάει με την απαγωγή της νεαρής και άβγαλτης Αλίσια από τον ποιητή Αρτούρο Κόβα – τον ήρωα του βιβλίου. Η πλούσια και ισχυρή οικογένεια της Αλίσια την προόριζε για σύζυγο ενός γηραιού γαιοκτήμονα, ο Αρτούρο Κόβα ήταν γνωστός για τις ερωτικές του περιπέτειες και την άστατη φύση του, οπότε η φυγή του ζεύγους από την Μπογκοτά ήταν μονόδρομος. Το ζευγάρι για να γλυτώσει, πάει στις απομακρυσμένες πεδιάδες της χώρας, στις παρυφές της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στη διαδρομή, διαπιστώνουμε ότι ο Αρτούρο Κόβα, δεν έτρεφε κανένα βαθύ αίσθημα για την Αλίσια, περισσότερο ήταν η υπερηφάνεια και η «κατάκτηση ενός τροπαίου» (που αντιπροσώπευε η Αλίσια) που καθοδηγούσε τις κινήσεις του.
 Περιπλανώμενοι στις αχανείς εκτάσεις της Κολομβίας, ο Αρτούρο Κόβα και η Αλίσια, διαπιστώνουν από χωρικούς και άλλους περίεργους τύπους που συναντούν στο δρόμο τους, ότι η ιστορία τους έχει γίνει γνωστή μέσα από τις εφημερίδες της πρωτεύουσας και ο ίδιος κινδυνεύει με μακροχρόνια φυλάκιση ως απαγωγέας. Με τη βοήθεια ενός οικογενειακού γνωστού του Αρτούρο Κόβα, το ζευγάρι οδηγείται σε μια αγροικία σε μια επικίνδυνη πόλη της ερήμου, όπου φιλοξενείται από τον Φράνκο και την Γκρισέλδα, μια δυναμική και γοητευτική μελαχρινή που από τη μια προσπαθεί να γοητεύσει τον ποιητή – που μόνο αδιάφορος δεν είναι στην παρουσία της, από την άλλη γίνεται φίλη με την Αλίσια.
 
«Το κανό, σαν πλωτό φέρετρο, ακολουθούσε το ρεύμα του ποταμού, την ώρα που το απόγευμα μακραίνει τις σκιές. Από τη ράχη του νερού διακρίναμε τις παράλληλες όχθες, με τη σκιερή βλάστηση και τα επικίνδυνα περάσματα. Εκείνο το ποτάμι το δίχως κυματισμούς, δίχως αφρό, ήταν βουβό, καταθλιπτικά βουβό σαν κακό προμήνυμα, κι έδινε την εντύπωση ενός σκοτεινού δρόμου που κινούταν προς τη δίνη τού τίποτα.»
 
Ο Αρτούρο Κόβα, σχεδόν αμέσως διαπιστώνει ότι στην περιοχή κυριαρχεί ένας άνδρας, ο Μπαρρέρα που με τους βοηθούς του, έχει αναλάβει να βρει εργάτες για τις εταιρείες εξόρυξης καουτσούκ στον Αμαζόνιο, υποσχόμενος αρκετά χρήματα και ανώτερο βιοτικό επίπεδο στους ντόπιους. Ακόμα και ο Φράνκο με την Γκρισέλδα το σκέπτονται να δουλέψουν για τον Μπαρρέρα, ο οποίος δείχνει αδίστακτος. Σύντομα, ο Αρτούρο Κόβα μετά από διάφορες εντάσεις, θα έρθει σε σύγκρουση με τον Μπαρρέρα, ο οποίος πολιορκεί την Αλίσια (που είναι ήδη έγκυος) και την Γκρισέλδα, και μετά από μια βραδιά όπου βγαίνουν μαχαίρια, τις παίρνει μαζί του, απάγοντάς τες (όπου εδώ ο συγγραφέας αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της απαγωγής, υποχρεώνει τον αναγνώστη να σκεφτεί την εθελούσια φυγή των δύο γυναικών με τον σκληρό και δυναμικό Μπαρρέρα). Ο Αρτούρο Κόβα και ο Φράνκο αποφασίζουν να τις βρουν, μπαίνοντας μέσα στη ζούγκλα, και τις όχθες του Αμαζόνιου που είναι γεμάτες με φυτείες καουτσούκ και πολλούς απρόσμενους κινδύνους.
 
Οι δύο άντρες και η πρόχειρα διαμορφωμένη ομάδα τους, καθώς εισέρχονται όλο και πιο βαθειά στη ζούγκλα, αναγκάζονται να πολεμήσουν για να επιβιώσουν. Ο Αρτούρο Κόβα γίνεται όλο και πιο σκληρός και απάνθρωπος, ενώ σκέψεις αυτοκτονίας και ματαιότητας τον βασανίζουν. Ενημερώνονται στο δρόμο, ότι ο Μπαρρέρα συνηθίζει να πουλάει τις γυναίκες που πιάνει, σε πλούσιους Βραζιλιάνους γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες και η απελπισία τους κυριεύει. Ο Αρτούρο Κόβα, από τη μια βασανίζεται από παραισθήσεις μετά από πυρετό, από την άλλη θέλει να συνεχίσει την προσπάθειά του, έχοντας βέβαια στο μυαλό του και την προοπτική πλουτισμού μέσω των επαφών που κάνει με το εμπόριο καουτσούκ. Στον δρόμο τους, θα βρουν τον Κλεμέντε Σίλβα, έναν γηραιό αγρότη που έχει ενημερωθεί μετά από πολύχρονο ψάξιμο, ότι ο γιος του που δούλευε στο καουτσούκ είναι νεκρός και αναζητά το πτώμα του. Ο Κλεμέντε Σίλβα, έχει μια τρομακτική ικανότητα να βρίσκει δρόμους στη ζούγκλα, και προσπαθεί κι αυτός να ξεφύγει από τους διώκτες του. Θα συμπράξει με τον Αρτούρο Κόβα, οδηγώντας τον, όλο και πιο βαθειά στον Αμαζόνιο, σε μια επίγεια κόλαση που κρύβει πολλές παγίδες κι ανατροπές.


 
«…η ζούγκλα αποτρελαίνει τον άνθρωπο, καλλιεργώντας τα πιο απάνθρωπα ένστικτά του: η σκληρότητα κυριεύει τις ψυχές σαν θεριεμένη βάτος και η απληστία καίει όπως ο πυρετός. Ο πόθος για πλούτη στηρίζει το εξασθενημένο πια κορμί, και η μυρωδιά του καουτσούκ προκαλεί την τρέλα των εκατομμυρίων. Ο εργάτης δουλεύει και υποφέρει με τη λαχτάρα να γίνει επιχειρηματίας και να μπορέσει να πάει μια μέρα στις πρωτεύουσες για να σπαταλήσει το καουτσούκ που έχει μαζέψει, ν’ απολαύσει λευκές γυναίκες και να μεθοκοπά για μήνες ολόκληρους, με τη βεβαιότητα ότι στα δάση υπάρχουν ένας σωρός σκλάβοι, που δίνουν τη ζωή τους για να του εξασφαλίσουν αυτές τις ηδονές, όπως έκανε κι εκείνος πρωτύτερα για τον αφέντη του. Μόνο που η πραγματικότητα προχωρά πιο αργά από τη φιλοδοξία και το μπέρι-μπέρι είναι κακός σύμβουλος. Στην εγκατάλειψη κοιλάδων και μονοπατιών πολλοί πεθαίνουν απ’ τον πυρετό, αγκαλιάζοντας το δέντρο που στάζει γάλα, κολλώντας στον φλοιό του τ’ άπληστο στόμα τους, για να σβήσουν την κάψα με υγρό καουτσούκ, αφού δεν έχουν νερό ∙ κι εκεί σαπίζουν όπως τα φύλλα και τους κατατρώνε οι ποντικοί και τα μυρμήγκια, τα μοναδικά εκατομμύρια που αξιώνονται να λάβουν – κι αυτά πεθαίνοντας.»
 
Το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ριβέρα, είναι σε πρώτο επίπεδο ένα βιβλίο κοινωνικής καταγγελίας για τις συνθήκες ζωής των εργατών καουτσούκ στη ζούγκλα του Αμαζονίου, τις συνθήκες δουλοπαροικίας και εκμετάλλευσης των ανθρώπων, επηρεασμένο από το ύφος της «Ζούγκλας» του σπουδαίου Αμερικανικού μυθιστορήματος του Upton Sinclair, που κυκλοφόρησε το 1906, για τις συνθήκες εργασίας (και ζωής) των εργατών του Σικάγο στις Η.Π.Α. Όμως η «Ρουφήχτρα» δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται, είναι πολλά άλλα μαζί.
 
Θα μπορούσε να δει κανείς την «Ρουφήχτρα» και ως ένα σπαρακτικό υπαρξιακό δράμα και μια αναζήτηση εαυτού. Ο Αρτούρο Κόβα, μεταβάλλεται διαρκώς κατά την διάρκεια του μυθιστορήματος που έχοντας στοιχεία πικαρέσκου του 18ου αιώνα που συνδυάζεται με το έντονο γκροτέσκο στοιχείο των περιγραφών της ζούγκλας, μετατρέπουν την αφήγηση σε μια εφιαλτική κάθοδο προς την κόλαση, φέρνοντας στο μυαλό την «Καρδιά του Σκότους» του Joseph Conrad, με τον ρυθμό και τον σουρεαλισμό που εναλλάσσεται με τον βίαιο ρεαλισμό και τον νατουραλισμό όσο εισερχόμαστε όλο και πιο βαθειά μέσα στη ζούγκλα – όπου ακόμα και τα δέντρα αποκτούν απειλητική μορφή και ζωή, απειλώντας τους «παραβάτες».
 
Άλλη μια ανάγνωση του πολυεπίπεδου μυθιστορήματος του Ριβέρα, είναι, και ως μια ιλιγγιώδη ιστορία καταδίωξης, όπου το πρώτο μέρος έχει όλα τα τυπικά στοιχεία ενός γουέστερν στο ύφος που καθιέρωσε ο Cormac McCarthy με τον «Ματωμένο μεσημβρινό» του. Ο Αμερικανός μεταφραστής του βιβλίου (που στα Αγγλικά κυκλοφορεί ως «Vortex» - το θεωρώ ως τον καταλληλότερο τίτλο γι' αυτή την ιστορία), βρίσκει στοιχεία της ιδεολογίας του Far West στο πρώτο μέρος, μέσω της θεωρίας τού «Regeneration through Violence» («Αναγέννηση μέσω της Βίας») που κυριάρχησε στην κατάκτηση της Αμερικάνικης Δύσης τον 19ο αιώνα, αποδίδοντας τον όρο «gauchos» σε «cowboys» στη μετάφραση του βιβλίου, ουσιαστικά θεωρώντας ότι η ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους ομοιάζει περισσότερο σε μια περιπέτεια που εκτυλίσσεται στις πεδιάδες της Δύσης, παρά σε ένα Νοτιοαμερικανικό μυθιστόρημα.
 
Η μανία για εκδίκηση του ήρωα του βιβλίου Αρτούρο Κόβα, μετατρέπεται στο δεύτερο και τρίτο μέρος σε μια στιβαρή καταγγελία, αλλά και ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο, εκεί όμως είναι, που αναδεικνύεται η ζούγκλα, και σε μια προέκταση ο γηραιός Κλεμέντε Σίλβα ως η φωνή της και η ανθρώπινη ενσάρκωσή της, σε έτερο ισοβαρή πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος. Αυτή η αλλαγή, που παρατηρούμε στην περιγραφή της ζούγκλας, ως κάτι αφιλόξενο και τρομακτικό με υπερφυσικές διαστάσεις, αντανακλάται και στην αλλαγή της συναισθηματικής και διανοητικής κατάστασης του αφηγητή.
 
«Το διαρκές έγκλημα, ωστόσο δεν διαπράττεται στα δάση αλλά στα βιβλία. Αν η Εξοχότητά του τα άνοιγε, θα έβρισκε πολύ περισσότερα να διαβάσει στις Οφειλές απ’ ότι στα Έσοδα. Θα ανακάλυπτε στοιχεία που φανερώνουν την αδικία: εργάτες που παραδίδουν κιλά καουτσούκ για πέντε σεντάβος και παίρνουν φανέλες για είκοσι πέσος ∙ Ινδιάνοι που δουλεύουν εδώ και έξι χρόνια κι εμφανίζονται να χρωστούν ακόμη το μανιόκο του πρώτου μήνα ∙ παιδιά που κληρονομούν τεράστια χρέη, τα οποία προέρχονται από τον πατέρα τους, που τον σκότωσαν, από τη μάνα, ακόμη κι απ’ τις αδερφές τους, που τις βίασαν – χρέη τα οποία δεν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν ώσπου να πεθάνουν, γιατί, μόλις φτάσουν στην εφηβεία, τα έξοδα της παιδικής τους ηλικίας και μόνο θα ισοδυναμούν με μισό αιώνα σκλαβιάς.»
 
Κι εδώ πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτού του μοναδικού λογοτεχνικού ήρωα, του Αρτούρο Κόβα. Καταρχάς επιβάλλεται να τονισθεί ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή ντοκουμέντου – ο συγγραφέας παρουσιάζεται ως ο επιμελητής των γραπτών του εξαφανισμένου στη ζούγκλα ήρωα στην αρχή της ιστορίας, προϊδεάζοντάς μας για το τέλος της (άσχετα αν ουσιαστικά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο).
Ο Αρτούρο Κόβα, παραμένει από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας, μια προσωπικότητα αινιγματική, μυστηριώδης και εντελώς αντιφατική. Παρουσιάζει ένα ρομαντικό συνδυασμό «Βυρωνικού» ποιητή και μαχητή, ανθρώπου των λέξεων και των όπλων. Είναι συναισθηματικά άστατος, έχει μια macho περιφρόνηση προς τις γυναίκες, είναι φιλόδοξος, ναρκισσευόμενος και εγωπαθής, που ονειρεύεται να επιστρέψει πλούσιος, με δόξα και τιμές στη Μπογκοτά. Πολύ σύντομα όμως, στην πορεία της ιστορίας, η εικόνα του Αρτούρο Κόβα, απομυθοποιείται. Ο συγγραφέας (με το ύφος του) σχολιάζει την αρρενωπή εικόνα μιας νοοτροπίας που εκφράζει ο ήρωας, που θέλει τον άνδρα θαρραλέο και πάντα έτοιμο να πέσει στη μάχη, προστατεύοντας τη τιμή του∙ εικόνα που καταρρίφθηκε με τον αιματηρό Α παγκόσμιο πόλεμο και τον μεγάλο αριθμό νεκρών.
 
Η «Ρουφήχτρα», βιβλίο πλέον κλασσικό για την λογοτεχνία όχι μόνο της Κολομβίας (είναι ενδεικτικό ότι αποτελεί μέρος της διδακτέας ύλης στη σχολική εκπαίδευση), αλλά και ολόκληρης της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, είναι ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, που σε κάποια στοιχεία δείχνει την ηλικία του, αλλά παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρο όχι μόνο για το στοιχείο της ανθρώπινης εκμετάλλευσης, αλλά και για το στοιχείο της οικολογικής καταστροφής του Αμαζονίου, που συνεχίζεται. Είναι ένα μυθιστόρημα «μεγάλης πνοής», που παρά τον σχετικά (για λογοτεχνικό έργο τέτοιας εμβέλειας) μικρό όγκο του, που επηρέασε τους συγγραφείς όχι μόνο της χώρας – στοιχεία του σουρεαλιστικού του στοιχείου, υπάρχουν στον «μαγικό ρεαλισμό» του Γκ.Γκ.Μάρκες και άλλων, ενώ είναι και μια ενδελεχής και ευδιάκριτη περιγραφή της Λατινοαμερικανικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Μπορεί να αργήσαμε να το ανακαλύψουμε, αλλά η ανταμοιβή μας είναι μεγάλη, καθώς η μεταφράστρια Δήμητρα Παπαβασιλείου, κυριολεκτικά έκανε θαύματα, όχι μόνο στη μετάφραση του βιβλίου, αλλά και στις εξαιρετικές σημειώσεις της, που βοηθάνε στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας, στο έξοχο επίμετρο αλλά και στο λεπτομερές βιογραφικό του συγγραφέα – απ’ όπου παρατίθενται παρακάτω τα κυριότερα στοιχεία.

Ο Jose Eustasio Rivera (μαθητής ακόμα, άλλαξε τη γραφή του επιθέτου από Eustacio σε Eustasio, όπως προφέρεται στη Νότια Αμερική, για να απογαλακτισθεί από τις Ισπανικές ρίζες), γεννήθηκε το 1888 στην αγροτική πόλη Νεΐβα στο νότο της Κολομβίας και καταγόταν από πολυμελή οικογένεια γαιοκτημόνων και σπούδασε στην Παιδαγωγική σχολή της Μπογκοτά και μετά από λίγα χρόνια στη Νομική σχολή της πόλης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1917. Ως Δικηγόρος, είχε εργαστεί για ένα κτηματία του Κασανάρε, όπου διαδραματίζεται το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος. Εκεί ακούει και την ιστορία του φίλου του Luis Franco Zapata, ο οποίος το 1912, μερικά χρόνια πριν, είχε απαγάγει την ερωμένη του Alicia Hernandez Carranza
και το είχαν σκάσει στη ζούγκλα του Αμαζονίου περνώντας ένα διάστημα με τους εργάτες καουτσούκ. Το 1922 ξεκίνησε να γράφει τη «Ρουφήχτρα», ενώ διορίζεται γραμματέας – νομικός σύμβουλος της Επιτροπής Συνοριακών Ζητημάτων Κολομβίας και Βενεζουέλας. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να δει από κοντά τις συνθήκες εργασίας στο εμπόριο καουτσούκ, όπως και να περιπλανηθεί στα παρθένα δάση του Αμαζονίου. Διαρκώς όμως προσβάλλεται από την ελονοσία που ταλαιπωρεί τον οργανισμό του. Η «Ρουφήχτρα» εκδίδεται το 1924 και ένα χρόνο μετά διορίζεται επικεφαλής μιας επιτροπής έρευνας σχετικά με τις παρατυπίες στον δημόσιο τομέα, και ειδικότερα στον γραφειοκρατικό μηχανισμό, ενώ το 1926 εκδίδεται η αναθεωρημένη εκδοχή της «Ρουφήχτρας». Το 1928  ενώ ξεκινά το δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο «Μελανή κηλίδα» («
La mancha negra»), που το χειρόγραφό του δεν θα βρεθεί ποτέ, πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για να σχεδιάσει την αγγλική μετάφραση της «Ρουφήχτρας» όπως και μια ενδεχόμενη μεταφορά της στον κινηματογράφο. Όμως στα τέλη Νοεμβρίου, θα εισαχθεί σε νοσοκομείο της Ν.Υόρκης σε κωματώδη κατάσταση λόγω μιας εγκεφαλικής αιμορραγίας, που προήλθε από την ελονοσία, που ουδέποτε είχε αποθεραπευτεί. Θα πεθάνει την 1 Δεκεμβρίου, στα 40 του χρόνια και η σορός του θα μεταφερθεί στη Μπογκοτά τον Ιανουάριο του 1929, όπου τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα κι όπου προσήλθαν δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι.

Υ.Γ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ του Σ/Κ, στις 9/4/22
 
Βαθμολογία: 87 / 100


 
Σάββατο, Απριλίου 02, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Απριλίου 02, 2022 | Permalink
"Τα άγια νήπια"
Ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας Miguel Delibes (1920 – 2010, Valladolid), ένας χαμηλότονος και ιδιαίτερα στιλάτος δημιουργός, θεωρείται ένας από τους εμβληματικότερους και πιο πολυβραβευμένους λογοτέχνες στη χώρα του. Με την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του, πριν δυο χρόνια, έγιναν εκδηλώσεις προς τιμή του, όχι μόνο στη γενέτειρά του, το Βαγιαδολίδ, όπου έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός αγάλματός του, αλλά και σε ολόκληρη την Ισπανία ως αναγνώριση της αξίας και της συμβολής του στα γράμματα της χώρας.
Στην Ελλάδα, έχουν κυκλοφορήσει κάποια βιβλία του συγγραφέα, με πιο σημαντικό απ’ όλα, το αριστούργημά του, «Πέντε ώρες με τον Μάριο», πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Ποταμός. Από τις ίδιες εκδόσεις, με τις πάντα εξαιρετικές επιλογές στην μεταφρασμένη πεζογραφία (και όχι μόνο), κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες και άλλο ένα σπουδαίο μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα, «ΤΑ ΑΓΙΑ ΝΗΠΙΑ» («Los Santos Inocentes»), σε μετάφραση του Κων/νου Παλαιολόγου (σελ. 165), βιβλίο που είχε πρωτοεκδοθεί στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Γκοβόστη, το 2001, σε μετάφραση Δέσποινας Μάρκου, με τίτλο «Οι Αθώοι Άγιοι».


Τα «Άγια Νήπια», αυτό το στιβαρό νατουραλιστικό μυθιστόρημα του Ντελίμπες, έργο ωριμότητας του συγγραφέα, που γράφτηκε το 1981, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το «Πέντε ώρες με τον Μάριο», που είναι ένα αστικό δράμα δωματίου, με πολλή θεατρικότητα. Τα «Άγια Νήπια», είναι ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται την δεκαετία του ’60, στην αγροτική Ισπανία, σε μια απομακρυσμένη περιοχή – μάλλον την Εξτρεμαδούρα -, σε μια κοινωνία φεουδαρχική, με πολλές αντιθέσεις.
 
«… τι ιδέες είναι αυτές;, επιμένουν να τους φερόμαστε λες και είναι άνθρωποι, κι αυτό δεν είναι δυνατόν, το βλέπετε μόνοι σας, αλλά δεν φταίνε αυτοί, φταίει η καταραμένη η Σύνοδος, που τους ωθεί να έχουν απαιτήσεις, και σ’ αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες παρόμοιες…»
 
Γραμμένο σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, το μυθιστόρημα του Ντελίμπες, είναι χωρισμένο σε έξι μέρη (βιβλία όπως αποκαλούνται). Οι ήρωες του βιβλίου, είναι  φτωχοί αγρότες, υποτακτικοί που ζουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, σε ένα καθεστώς κοινωνικής ακινησίας, που θα μπορούσε να θυμίζει καταστάσεις προηγούμενων αιώνων.
Στο επίκεντρο της ιστορίας, είναι ο γηραιός Αθαρίας, με το παιδικό μυαλό, που από τότε που θυμάται τον εαυτό του υπηρετεί την οικογένεια του νεαρού κυρίου, στον οποίον ανήκει αποκλειστικά, κάνοντας μικροδουλειές έξω από το σπίτι – προσέχει τα σκυλιά, καθαρίζει τα κοτέτσια, πλένει τα αυτοκίνητα. Ο Αθαρίας είναι ένας άνθρωπος που ζει στη φύση, δεν γνωρίζει από υγιεινή, αφοδεύοντας όπου βρει, πλένοντας τα χέρια του με τα ούρα του. Είναι αργόστροφος και τον φροντίζει η αδερφή του, η Ρέγουλα που είναι παντρεμένη με τον Πάκο τον κοντό. Ο Αθαρίας όμως έχει δυο αδυναμίες, μια γερακίνα που της φέρεται σαν να είναι άνθρωπος και την ανιψιά του, το Μικρό Κορίτσι, που είναι ένα από τα παιδιά της Ρέγουλα και είναι καθυστερημένη.
 
Μέσα από μια σειρά από καθημερινά περιστατικά στο μεγάλο κτήμα – η κόρη του Πάκο που προσλαμβάνεται ως καμαριέρα και επιθυμεί να λάβει την πρώτη κοινωνία, σοκάροντας με το θράσος της τον κόσμο, οι κρυφές ερωτικές σχέσεις του νεαρού κυρίου με την γυναίκα του επιστάτη και άλλα, στο επίκεντρο θα βρεθεί και πάλι ο άμοιρος Αθαρίας, που παθαίνει σοκ όταν βρίσκει το γεράκι του νεκρό, και εκτός από αυτό, θα τον απολύσει και ο αφέντης του. Πλέον πηγαίνει να ζήσει μαζί με την αδερφή του, την Ρέγουλα που μαζί με τον τον άντρα της, τον Πάκο, δουλεύουν στο μεγάλο κτήμα, μετά από πέντε χρόνια σε μια απομακρυσμένη περιοχή, δίνοντας την ευκαιρία στα δύο τους παιδιά – εκτός από το Μικρό Κορίτσι -, να λάβουν κάποια εκπαίδευση. Ο Πάκο που προστατεύει τον Αθαρίας, όσο μπορεί να ανεχτεί τις παραξενιές του, αναλαμβάνει βοηθός του νεαρού κυρίου στις περίφημες κυνηγετικές εξορμήσεις που διοργανώνει με δεκάδες καλεσμένους, λόγω της ικανότητάς του, να οσμίζεται τα θηράματα, αισθάνεται για πρώτη φορά σημαντικός στη ζωή του, όμως η ατυχία παραμονεύει και μαζί με αυτήν, μια σειρά από γεγονότα που θα φέρουν την τραγωδία.  
 
«… αλλά, αν το καλοεξέταζες, ο Αθαρίας ήταν ένας μπελάς όσο κι οποιοδήποτε άλλο πλάσμα του Θεού, όσο και το Μικρό Κορίτσι, όπως έλεγε και η Ρέγουλα, άβουλα νήπια, δύο άβουλα νήπια, αυτό ήταν…»


Το βιβλίο του Ντελίμπες που έγινε σχεδόν αμέσως κλασσικό στη χώρα του, βάζει τον αναγνώστη του, αμέσως μέσα στο κλίμα της ιστορίας, μεταφέροντάς τον σε ένα άχρονο πλαίσιο που θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον 150 χρόνια πίσω. Οι σελίδες μυρίζουν γη, οι συνθήκες ζωής προκαλούν αίσθηση, όπως και η σκληρότητα και η αδιαφορία των αρχόντων για τους ανθρώπους τους. Χρησιμοποιώντας σκληρό ρεαλισμό, ο συγγραφέας, περιγράφει ένα πρόσωπο της Ισπανίας που δεν είναι ορατό, μακριά από τη λάμψη των μεγάλων πόλεων και της αστικής ζωής, ένα πρόσωπο μιας χώρας που ζει βάσει των παραδόσεων και των προκαταλήψεων, που βιώνει την κάθε μέρα ανάλογα με τις διαθέσεις του αφέντη, που είναι ταυτόχρονα και Πατέρας και Θεός και Άρχοντας.
 
Ο δεσποτισμός των αρχόντων και η σειρά από εξευτελισμούς και η πλήρης περιφρόνηση για τις ανθρώπινες ψυχές που έχουν στη δούλεψή τους, περιγράφονται με λιτότητα και ακρίβεια από τον συγγραφέα, καθαρά και σκληρά σαν να βλέπεις ντοκιμαντέρ, ενώ δεν λείπει η ειρωνεία και ο υπαινικτικός σχολιασμός που περνάει μέσα από τις περιγραφές της ζωής των αγροτών που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο Ντελίμπες με βαθιά ενσυναίσθηση, περιγράφει με τρυφερότητα και πολύ χιούμορ την καθημερινότητα του κτήματος, «αγκαλιάζοντας» με την γραφή του, αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.


Η διαφορά στις κοινωνικές τάξεις, αποτελεί το μοτίβο του έξοχου αυτού μυθιστορήματος, που βρίσκεται στις 100 πρώτες θέσεις των Ισπανικών λογοτεχνικών έργων του 20ου αιώνα. Έχει υπαινικτικό πολιτικό σχολιασμό αφού περιγράφει μια περίοδο που το Φρανκικό καθεστώς προσπαθεί να εκμοντερνιστεί στα μεγάλα αστικά κέντρα χωρίς μεγάλη επιτυχία, αφήνοντας την επαρχία να ζει σε ρυθμούς αρχών του αιώνα.
Στυλιζαρισμένο και νατουραλιστικό, με αρκετά γκροτέσκα στοιχεία (απαραίτητα για το κλίμα της ιστορίας), το βιβλίο του Ντελίμπες, με χαρακτήρες που μένουν στη μνήμη του αναγνώστη – κυρίως οι δύο άντρες που βρίσκονται στο επίκεντρο είναι συγκλονιστικοί λογοτεχνικοί ήρωες: ο Αθαρίας, άντρας με το μυαλό παιδιού και με μεγάλη καρδιά και ο Πάκο ο κοντός που νοιάζεται για όλους και προσπαθεί να προστατεύσει την οικογένειά του, που μαζί με όλους τους άλλους, σε αυτό το πολυπρόσωπο παρά τη μικρή του έκταση μυθιστόρημα, κινούν μια ιστορία με τεράστια δυναμική.
 
Το σημαντικότατο μυθιστόρημα του Miguel Delibes, μεταφέρθηκε με τον ίδιο τίτλο («Los Santos Inocentes»), εξαιρετικά στον κινηματογράφο, από τον Mario Camus, το 1984, και τιμήθηκε με μια σειρά βραβείων σε διάφορα φεστιβάλ, ανάμεσά τους και 2 βραβεύσεις από το φεστιβάλ των Καννών – ερμηνείας σε ανδρικό ρόλο και μεγάλο βραβείο της επιτροπής.
 
Βαθμολογία 85 / 100