Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011 | Permalink
Ίχνη ρήγματος
Πολλά ρίσκα παίρνει η υπέροχη Καναδή συγγραφέας Nancy Huston στο συναρπαστικό της μυθιστόρημα, «ΙΧΝΗ ΡΗΓΜΑΤΟΣ» (Lignes de faille – Fault lines), Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Ε.Τσολακέλλη, σελ. 364), ένα οικογενειακό δράμα (saga), το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας ιδιάζουσας οικογένειας και ενός «μυστικού» που την βαραίνει και την ακολουθεί μέσα από τις τέσσερις γενιές των αφηγητών του βιβλίου.

Οι οικογενειακές ιστορίες μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες, συνηθισμένες, βαρετές, κουραστικές – εξαρτάται από αυτόν που τις αφηγείται. Εδώ η Χιούστον παίρνει το πρώτο ρίσκο. Οι αφηγητές είναι 4, όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας, και όλοι στην ηλικία των 6-7 χρονών στις χρονικές περιόδους που βρίσκονταν σ’αυτή την ηλικία. Το δεύτερο ρίσκο είναι ότι αυτή η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική πορεία αλλά πηγαίνει αντίστροφα στον χρόνο. Χωρισμένη σε 4 περιόδους, ξεκινάει το 2004, πηγαίνει στο 1982, είκοσι χρόνια πίσω στο 1962 και ολοκληρώνεται το 1944-45. Και οι 4 κουβαλάνε πάνω στο σώμα τους ένα σημάδι, το οποίο εμφανίζεται σε διαφορετικά μεγέθη και σε διαφορετικά σημεία του σώματος από γενιά σε γενιά, σε κάποιους είναι σημάδι «υπερηφάνειας», σε άλλους «ντροπής» – και αν η Έρρα/Κριστίνα η προγιαγιά και τραγική φιγούρα του βιβλίου «επικοινωνεί» με το σημάδι της και μαθαίνει να ζεί μ’αυτό, ο Σολ, ο δισέγγονος εξαναγκάζεται σε χειρουργική επέμβαση από την μουρλή μητέρα του για να το βγάλει, διότι είναι στο μέτωπο και του «χαλάει τη μόστρα». Η επέμβαση βέβαια αποτυγχάνει και στη θέση του σημαδιού μένει μια θεόρατη ουλή – εύκολο νομίζεις είναι να ξεριζώσεις το παρελθόν;

Οι 4 ενότητες του μυθιστορήματος ακολουθούν διαφορετικό ρυθμό, κάτι απόλυτα λογικό, από τη στιγμή που οι αφηγητές είναι διαφορετικοί – και παρά το γεγονός ότι είναι παιδιά στην ηλικία των 6 χρόνων, το στυλ τους διαφέρει όπως και οι εποχές στις οποίες ζούνε. Οι εποχές κατά την διάρκεια των οποίων αφηγούνται είναι ταραγμένες και χαρακτηρίζονται από έντονα γεγονότα. Το 2004, ο Σολ παρακολουθεί από την τηλεόραση και το διαδίκτυο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, το 1982 ο πατέρας του, ο Ράνταλ ζει στην Χάϊφα του Ισραήλ και βλέπει τη ζωή του ν’αλλάζει και τον γάμο των γονιών του να περνάει κρίση, λόγω των σφαγών στον Λίβανο, το 1962 η μητέρα του Σεϊντυ περιμένει την ανθρωπότητα να καταστραφεί λόγω του τρόμου που έχει κατακλύσει τις Η.Π.Α. με τις φιλοσοβιετικές τάσεις της Κουβανικής κυβέρνησης και την επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων, ενώ το 1944 η Έρρα/Κριστίνα βρίσκει καταφύγιο στη μουσική για να αντέξει τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στη Δρέσδη και τις άλλες Γερμανικές πόλεις.

Τα μέλη της οικογένειας εμφανίζονται όλα μαζί μόνο στην πρώτη ενότητα, στην αφήγηση του Σολ, όπου με αφορμή μια έρευνα της γιαγιάς Σέϊντυ προγραμματίζεται ένα ταξίδι όλων των μελών στην Γερμανία, στο σπίτι που πέρασε την βρεφική και παιδική της ηλικία η προγιαγιά Έρρα και όπου είναι το μέρος το οποίο δεν έχει ξαναεπισκεφθεί ποτέ η ίδια κατά τη διάρκεια της πολύ επιτυχημένης μουσικής της καρριέρας. Είναι το μέρος που θέλει να αποφύγει διότι της θυμίζει το ποια είναι και από πού ξεκίνησε. Η κόρη της Σέϊντυ έγινε ιστορικός για να ανακαλύψει αυτό το μυστικό που της άλλαξε τη ζωή και το οποίο μας αποκαλύπτεται από την αρχή του βιβλίου. Η Έρρα μεγαλωμένη ως Κριστίνα στη Γερμανία είναι παιδί – «γενίτσαρος». Ένα παιδί που βγήκε από τα εφιαλτικά Lebensborn. Ένα παιδί «αρίων χαρακτηριστικών» που βγήκε από την προγραμματισμένη ένωση ενός ναζί και μιας Ουκρανοεβραίας.

«Μεταξύ 1940-1945, για να αναπληρωθούν οι γερμανικές απώλειες του πολέμου, ένα τεράστιο πρόγραμμα «γερμανοποίησης» ξένων παιδιών τέθηκε σε εφαρμογή στα εδάφη που κατείχε η Βέρμαχτ. Με εντολή του Χάινριχ Χίμμλερ εκλάπησαν περισσότερα από διακόσιες χιλιάδες παιδιά από την Πολωνία, την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Όσα ήταν σε σχολική ηλικία οδηγήθηκαν σε ειδικά κέντρα για να λάβουν «αρία» εκπαίδευση – τα μικρότερα, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά βρέφη, μέσω των κέντρων Lebensborn («πηγή ζωής» - τα περίφημα «ιπποφορβεία» των ναζί), τοποθετήθηκαν σε γερμανικές οικογένειες.» .

Η αφήγηση του καθενός από τους αφηγητές αποκαλύπτει (μετά το αρχικό σοκ όπου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται χονδρικά για το αβάσταχτο βάρος του παρελθόντος που κουβαλάει η Έρρα), και ενώνει το παζλ της οικογενειακής ιστορίας. Όλα αυτά μεταξύ δυσλειτουργικών οικογενειών, γονέων αδιάφορων και γονέων υπερπροστατευτικών, ανίκανων και χαμένων στα προσωπικά τους προβλήματα μητέρων – όπου και η Έρρα/Κριστίνα που νοιάζεται μόνο για την μουσική της καρριέρα αλλά και η Σέϊντυ που νοιάζεται μόνο για την ακαδημαϊκή της ανέλιξη και την αποκάλυψη του παρελθόντος της μητέρας τους αδιαφορούν για τα τραύματα που προκαλούν στα παιδιά τους.

«Σαδιστής είναι εκείνος που του αρέσει να πληγώνεις τους άλλους, και δεν ξέρω γιατί η μαμά μου έδωσε ένα τέτοιο όνομα, Sadie, κάποτε τη ρώτησα, αλλά το μόνο που μου είπε είναι ότι το έβρισκε ωραίο. Το όνομά μου περιλαμβάνει επίσης τη λέξη sad, θλιμμένος, και ακόμη και αν δεν το έκανε επίτηδες, αυτό που έχει να θρέψει (ή μάλλον αυτό που δεν έχει να θρέψει, το περισσότερο καιρό) είναι ένα πολύ θλιμμένο κοριτσάκι.»

Παρά τα εμφανή μειονεκτήματα του το μυθιστόρημα σε καθηλώνει. Τα εξάχρονα παιδιά δεν αφηγούνται σύμφωνα με την ηλικία τους – όσο πανέξυπνα και χαρισματικά κι αν περιγράφονται ενώ η αντίστροφη μυθιστορηματική πορεία, ένα τέχνασμα πολυχρησιμοποιημένο και αρκετά κινηματογραφικό, λειτουργεί μεν πολύ καλά αλλά αφήνει πάρα πολλά κενά στην ιστορία. Αλλά το στυλ και η τεχνική της Χιούστον είναι τέτοια που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Καθώς οι ιστορίες και οι αφηγήσεις προχωράνε, από τον υπερκινητικό και νευρώδη, κακομαθημένο Σολ με την υπερπροστατευτική, υστερική προτεστάντισα μάνα, στον τρυφερό και ευαίσθητο Ράνταλ που ταλαιπωρείται από τις μετακομίσεις της οικογένειας, από την ανασφάλεια και τις νευρώσεις της μητέρας του, που οδηγούνε στην αυτοκτονία του πατέρα του, στην πανέξυπνη και «διαόλου κάλτσα» αλλά ανασφαλή και στερημένη από κάθε είδους χάδι Σέϊντυ που διαπιστώνει ότι η «θαυμάσια και πανέμορφη σαν πορσελάνη» μάνα της, κουβαλάει κάποιο τραγικό μυστικό. Με ένα μουσικό ρυθμό σαν μπολερό, οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με ένα συγκλονιστικό τέταρτο μέρος, όπου η αφήγηση της Έρρας/ Κριστίνας/ Κλαρύσας παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια θριλερικού ύφους αγωνιώδη εξέλιξη.

Δεν φτάνει στα ύψη του αριστουργήματός της «Dolce agonia», αλλά η Χιούστον κερδίζει το στοίχημα και σ’αυτό το μυθιστόρημα, με τον άμεσο τρόπο γραφής της. Οι λεπτομέρειες και κάτι μικρά και ασήμαντα κεφάλαια, σαν εικόνες περνάνε από μπροστά σου συνέχεια. Η κούκλα της Γκρέτα, το κουτί της γιαγιάς, το σημάδι στο χέρι, η ερωτική σκηνή της Έρρας και του Γιάνεκ, τα ενοχικά συναισθήματα των παιδιών. Κλείνεις το βιβλίο και θέλεις να το ξαναδιαβάσεις (τουλάχιστον εγώ αυτό έπαθα – περνώντας κάποιο διάστημα ξαναδιαβάζοντας τα κύρια σημεία της ιστορίας) για να δεις τι σου ξέφυγε – αναρωτιέμαι σε πόσα μυθιστορήματα μπορούμε να το κάνουμε αυτό;


Υ.Γ. Ενδιαφέρον βίντεο για τα Lebensborn, μπορείς να δεις εδώ






Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3




CAT STEVENS - The first cut is the deepest
 
Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2011 | Permalink
Το τελευταίο παιχνίδι
«Έκλεισα τα μάτια μου και, φευγαλέα, τον είδα ξανά, όπως ήταν τότε στο Άνφιλντ και ταυτόχρονα όπως άλλαζε στο πέρασμα των χρόνων από τότε. Ο Μάικλ Τόμας, ελεύθερος και χαμένος μέσα σε μια μικρή στιγμή του χρόνου. Πρέπει να είχε καταλάβει ότι οι αμυντικοί τον πλησίαζαν, πρέπει να ένιωθε την ένταση της προσπάθειάς τους να τον φτάσουν, πρέπει ήδη να ένιωθε την καυτή τους ανάσα στο σβέρκο του. Είχε στα πόδια του την μπάλα και κινείτο προς το σημείο του πέναλτι. Ο τερματοφύλακας έκανε έξοδο και κινείτο προς το μέρος του, περιορίζοντας το οπτικό του πεδίο προς την εστί. Η απόσταση μεταξύ τους μικραίνει. Ο Τόμας είχε ακόμη την μπάλα στα πόδια του. Περίμενε τον τερματοφύλακα να κάνει την κίνησή του.
Εγώ, απλά τον περίμενα.
Ο Τόμας ακριβώς με τη λήξη.»

Ένας αξέχαστος αγώνας ποδοσφαίρου, το Λίβερπουλ – Άρσεναλ της σεζόν 1988-89, το τελευταίο παιχνίδι ενός «ταλαιπωρημένου» πρωταθλήματος και το οποίο κρίθηκε στην τελευταία του φάση, στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων, σχεδόν με το τελευταίο σουτ αποτέλεσε την αφορμή για να γράψει ο Άγγλος δημοσιογράφος Jason Cowley, ένα έξοχο βιβλίο για το ποδόσφαιρο, αλλά και όχι μόνο γι’αυτό, με τίτλο «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, Αγάπη, θάνατος και ποδόσφαιρο» (The last game: Love, death & football), (Εκδ. Τόπος, (υποδειγματική) μετάφρ. Χ.Χαραλαμπόπουλος, σελ.296). Αρκετά χρόνια μετά τον Νικ Χόρνμπυ και το εκπληκτικό «Πυρετός της μπάλας», άλλος ένας φανατικός οπαδός της Άρσεναλ γράφει ένα βιβλίο που μοιάζει σε πολλά σημεία με το ανωτέρω αλλά εδώ το πάει ένα βήμα παραπέρα και εξετάζει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονταν σε μια ιδιαίτερα κομβική χρονιά για την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα αλλά και για το Βρετανικό ποδόσφαιρο σε συνάρτηση με το σήμερα και το τελείως αλλαγμένο τοπίο του αθλήματος στην μητρική του χώρα.

Ο αγώνας Λίβερπουλ-Άρσεναλ είναι ένα από τα παραδοσιακά ντέρμπυ του πρωταθλήματος. Μεγάλες ομάδες και οι δύο, πάντα πρωταγωνιστούν, ενώ κουβαλάνε τεράστια μάζα οπαδών και ιστορίας. Αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι όμως θα μείνει αλησμόνητο στους οπαδούς τους αλλά και γενικότερα στους ποδοσφαιρόφιλους όλων των ηπείρων. Ήταν μια χρονιά που οι δύο ομάδες πήγαιναν χέρι-χέρι στην πρώτη θέση του βαθμολογικού πίνακα. Η Άρσεναλ μετά από έναν φοβερό πρώτο γύρο άρχισε να χάνει έδαφος ενώ η Λίβερπουλ ανέβαινε συνεχώς και έπαιζε καλύτερο ποδόσφαιρο. Η κλήρωση τα είχε φέρει έτσι ώστε ο τελευταίος αγώνας της χρονιάς να είναι στο περίφημο Άνφιλντ, την έδρα της Λίβερπουλ, όπου ο αντίπαλος θεωρείται «χαμένος από χέρι» λόγω της ατμόσφαιρας που δημιουργούν οι οπαδοί. Η Λίβερπουλ προηγείτο κατά 3 βαθμούς, είχε και καλύτερη διαφορά τερμάτων και ίσως καλύτερη ομάδα από την «boaring,boaring» Άρσεναλ η οποία έπαιζε ένα μάλλον «απωθητικό» ποδόσφαιρο με ψηλές μπαλιές και ελάχιστη τεχνική. Η Άρσεναλ χρειαζότανε μόνο νίκη και 2 γκολ διαφορά για να πάρει το πρωτάθλημα – ελάχιστοι πίστευαν (ούτε οι ίδιοι της οι παίκτες) ότι μπορεί να τα καταφέρει. Και όμως αυτό που έγινε δεν ξέρω πόσες φορές μπορεί να ξανασυμβεί. Η Άρσεναλ κέρδισε με 2-0 και το νικητήριο (και πρωταθληματικό) γκολ μπήκε στις καθυστερήσεις του αγώνα. Η δε προγραμματισμένη (έτσι κι αλλιώς) απονομή του τροπαίου του πρωταθλητή έγινε στην φιλοξενούμενη ομάδα μέσα στην έδρα του κυριότερου ανταγωνιστή της και με τις κερκίδες γεμάτες από σοκαρισμένους (μάλλον ευρισκόμενους σε κατάσταση μίνι-εγκεφαλικού) ντόπιους να χειροκροτούν τους νικητές!



Ήταν μια δραματική χρονιά για το Αγγλικό ποδόσφαιρο. Λίγα χρόνια μετά την τραγωδία του Χέϊζελ, μια μεγαλύτερη καταστροφή συνέβη. Ο θάνατος 96 ανθρώπων – οπαδών / εκδρομέων της Λίβερπουλ στις εξέδρες του Χίλσμπορο στον ημιτελικό του Κυπέλλου. Μια τραγωδία παράλογη κάπως σαν την δικιά μας «θύρα 7», όπου άνοιξε μια πόρτα σε μια ήδη τιγκαρισμένη κερκίδα και οι εκατοντάδες που βρέθηκαν εκεί χωρίς εισιτήριο προσπάθησαν να μπουν μέσα πιέζοντας τους όρθιους-πίσω από το τέρμα οπαδούς, οι οποίοι δεν είχαν έξοδο διαφυγής και συντρίβονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Η αστυνομία παρακολουθούσε και μέχρι να καταλάβουν τι συμβαίνει απωθούσαν εκείνους που κατάφερναν να μπουν στον αγωνιστικό χώρο για να σωθούνε, σπρώχνοντάς τους προς τα πίσω!

Το τραγικό αυτό γεγονός λειτούργησε ως σπινθήρας για να δρομολογηθούν οι μεγάλες αλλαγές στο ποδόσφαιρο της χώρας. Με νόμους που πέρασε η κυβέρνηση της Θάτσερ, δόθηκαν επιδοτήσεις στις ομάδες για να φτιάξουν πιο σύγχρονα γήπεδα και καταργήθηκαν οι θέσεις των ορθίων. Οι νόμοι για τον χουλιγκανισμό γίνανε σκληρότεροι και επιτέλους τέθηκαν κάποιες βάσεις για να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο. Κάπου εκεί μπαίνει και η συνδρομητική τηλεόραση στο κάδρο για να συμπληρώσει την τεράστια αλλαγή. Η ζωντανή μετάδοση από την ITV, του Λίβερπουλ-Άρσεναλ και η παρακολούθηση του από 8 εκατομμύρια ανθρώπους "έπεισε πολλούς, μέσα και γύρω από το παιχνίδι, για την τεράστια πηγή εσόδων που θα έφερνε η εμπορική εκμεττάλευση των ποδοσφαιρικών συναντήσεων οι οποίες θα μεταδίδονταν από την τηλεόραση." Το 1992 ο όμιλος bSKYb θα αγοράσει τα δικαιώματα των αγώνων για τηλεοπτική μετάδοση και τα χρήματα εισρέουν στα ταμεία των συλλόγων με το τσουβάλι. Οι ομάδες θα πλουτίσουν, θα αγοράσουν τους καλύτερους ξένους παίκτες που υπάρχουν στην αγορά, θα αυξήσουν τις τιμές των εισιτηρίων τους, το ποδόσφαιρο γίνεται πλέον ένα παιχνίδι για αστούς, για στελέχη εταιρειών, τα χρηματικά ποσά που κυκλοφορούν είναι ιλλιγιώδη.

Ο Κόουλι δεν περιγράφει απλά τι έγινε πριν και μετά τον αγώνα. Δεν ήταν καν εκεί. Τα εισιτήρια που είχε αγοράσει ο πατέρας του για να πάνε μαζί, τα έσκισε μετά τα γεγονότα του Χίλσμπορο που συνετέλεσαν στην αναβολή του παιχνιδιού. Φοιτητής τότε ο συγγραφέας είδε το παιχνίδι σε τηλεοπτική μετάδοση. Αργότερα, όταν άρχισε να δουλεύει σε εφημερίδες, έψαξε και βρήκε τους πρωταγωνιστές από τους οποίους πήρε συνεντεύξεις τις οποίες παραθέτει.

Πέραν της (έτσι κι αλλιώς) ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας για κάθε ποδοσφαιρόφιλο αφήγησης ενός τόσο κομβικού αγώνα, το βιβλίο είναι συναισθηματικά φορτισμένο και από την σχέση πατέρα-γιού που τόσο ωραία περιγράφει ο Κόουλι. Ο πατέρας του, οπαδός της Γουέστ Χαμ, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής που ζούσε η οικογένεια του συγγραφέα, ήταν εκείνος που τον πρωτοπήγε στο γήπεδο, ήταν εκείνος που τον υποστήριζε ψυχολογικά όταν ο συγγραφέας δεν τα πολυκατάφερνε στο σπορ. Με τον αιφνίδιο θάνατό του, ο συγγραφέας αρχίζει να αναρωτιέται και να ασχολείται λίγο παραπάνω με το ποιος ήταν πραγματικά ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε – και ανακαλύπτει έναν άλλο, διαφορετικό άνθρωπο που κρυβόταν καλά για όλη του τη ζωή.

Αυτό όμως που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει από τα εκατοντάδες άλλα που γράφονται για το ποδόσφαιρο είναι η εξαιρετική ανατομία των αλλαγών που έχουν γίνει στο άθλημα και η ενδελεχής παρουσίαση της κοινωνικής αναταραχής που επικρατούσε στην Βρετανία τα χρόνια της διακυβέρνησης Θάτσερ. Το παρακμάζον Λίβερπουλ με τους χιλιάδες άνεργους, οι ποδοσφαιριστές που ήταν πραγματικά «παιδιά του λαού» πηγαίνοντας μετά τους αγώνες στις παμπ και μεθούσαν μαζί με τους ανώνυμους οπαδούς, τα γήπεδα που δεν είχαν μεν ανέσεις αλλά απέπνεαν συντροφικότητα και ομαδική μέθεξη μετατρέπονται με το πέρασμα του χρόνου σε τεράστια πολυτελέστατα οικοδομήματα με σουίτες νοικιασμένες από τις πολυεθνικές για την εξυπηρέτηση των μεγαλοστελεχών και των πελατών τους, με θέσεις διαρκείας πανάκριβες όπου οι «φίλαθλοι» είναι πλέον αστοί και μεγαλοαστοί. Οι παίκτες, ξένοι στην πλειονότητά τους (ας μη λησμονούμε ότι η Άρσεναλ στα περισσότερα παιχνίδια της δεν χρησιμοποιεί ούτε έναν γηγενή) είναι πλέον πάμπλουτοι, κρύβονται πίσω από τα φιμέ τζάμια των τεράστιων τζιπ τους και είναι fashion-icons. Οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι πλέον ξένες εταιρείες ή σκοτεινοί τύποι από μέρη εξωτικά που «ξεπλένουν χρήμα». Με όλα αυτά, το αναγνωρίζει κι ο ίδιος το ποδόσφαιρο δεν είναι πια το ίδιο, αλλά και η κοινωνία δεν είναι πια η ίδια – χωρίς απαραίτητα να είναι αυτό κακό.

«Δεν ήθελα η Άρσεναλ να μετακομίσει από το Χάιμπουρι, από εκείνο το υπέροχο μικρό, γνώριμο κόσμημα που ήταν το παλιό γήπεδο, περιτριγυρισμένο από Βικτοριανούς δρόμους με τα ομοιόμορφα τουβλόχτιστα σπίτια. Δεν ήθελα η ομάδα να πουλήσει τα δικαιώματα ονομασίας του νέου γηπέδου σε μια αεροπορική εταιρεία που είχε έδρα το Ντουμπάϊ. Δεν ήθελα να υπάρχουν ηλεκτρονικές διαφημίσεις στα πλαϊνά του αγωνιστικού χώρου που να αναβοσβήνουν έντονα στη διάρκεια του παιχνιδιού, με το κακόγουστα επιδεικτικό άναψε-σβήσε που σου προξενεί πονοκέφαλο. Δεν ήθελα να γίνει η Άρσεναλ ομάδα χωρίς Άγγλο ποδοσφαιριστή στην ενδεκάδα της, ούτε ήθελα η ομάδα να διατρέχει τον κίνδυνο να εξαγοραστεί από έναν Ουζμπέκο δισεκατομμυριούχο. Όμως, αν δεν θέλεις να κρυφτείς μέσα στο συναίσθημα, αν δεν θέλεις να να γίνεις μικρόψυχος, πρέπει να προχωρήσεις, να τα αφήσεις όλα αυτά πίσω σου, να ζήσεις το παρόν, να αγαπήσεις την ομάδα σου γι’αυτό που είναι, όχι γι’αυτό που θα μπορούσε να είναι ή γι’αυτό που υπήρξε παλαιότερα. Δεν ωφελεί η προσπάθεια να γαντζωθείς από κάτι, πάνω στο οποίο δεν έχεις κανέναν έλεγχο. Ίσως ένα από τα πιο σκληρά μαθήματα της ζωής να είναι αυτό: «Όταν τα πράγματα περάσουν, δεν επιστρέφουν. Χάνονται οριστικά.», όπως λέει και ένας καουμπόϊ στο σπουδαίο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι «Πεδινές Πολιτείες». Δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω.
«Δείχνεις να κρυώνεις, Τζέι», είπε η Κόνι καθώς στεκόμασταν έξω από αυτό που ήταν κάποτε το Χάϊμπουρι. «Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε».
Και μετά: «Το αφήσαμε για το τέλος, έ;»
Είχε δίκιο. Κρύωνα και ένιωθα λίγο μελαγχολικός καθώς κοιτούσα ψηλά τη σκούρα, από τους γερανούς, γραμμή του ορίζοντα και, αλήθεια το αφήσαμε για το τέλος.
«Το να αφήνεις κάτι για το τέλος», της είπα, «είναι μια παράδοση της Άρσεναλ».»


_________________________________________________________________________





Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3



"These are the days of our lives" QUEEN
 
Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011 | Permalink
Όταν κουνιέται η γη
Κανείς δεν μένει ασυγκίνητος μπροστά στις φυσικές καταστροφές, δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο που νιώθει τη γη να κουνιέται και δεν αισθάνεται ένα (και βάλε...) φόβο μέσα του, απλώς ο καθένας μας αντιδράει διαφορετικά. Μιλώντας για τα φυσικά φαινόμενα, δεν μπορείς παρά να πέσεις σε κοινοτοπίες, σχετικά με την «εκδίκηση της φύσης», και παρόμοιες αμπελοφιλοσοφίες. Ο πρόσφατος σεισμός στην Ιαπωνία και τα επακόλουθά του, έφερε στην επιφάνεια τον προαιώνιο φόβο του ανθρώπου αλλά και την αδυναμία του να διαχειριστεί τέτοιες καταστάσεις όσο προηγμένος τεχνολογικά και αν είναι ο πολιτισμός του.

Επίκαιρο όσο κανένα άλλο, το βιβλίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Nicholas Shrady, με τίτλο «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ» (The last day), (Εκδ. Κριτική, μετάφρ.Ξ. Γιαταγάνας, σελ. 320), το οποίο έχει ως θέμα μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ανθρώπινη ιστορία, τον σεισμό της Λισσαβώνας, το 1755 και την καταστροφή της πόλης, την προσπάθεια ανοικοδόμησής της αλλά και (ίσως πάνω απ’όλα) την μεγάλη αλλαγή που αυτή η φυσική καταστροφή επέφερε στην πολιτικοοικονομική κατάσταση της Πορτογαλίας.

Οι 3 σεισμικές δονήσεις που τράνταξαν τη γη στην Λισσαβώνα την 1η Νοεμβρίου του 1755 σε συνδιασμό με το μεγάλο παλιρροιακό κύμα (τσουνάμι) που σκέπασε την πόλη και τις μεγάλες φωτιές που ξέσπασαν κατέστρεψαν μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης του καιρού εκείνου. Πέντε ημέρες η πόλη καιγόταν, τα μεγαλύτερα δημόσια κτίρια ισοπεδώθηκαν, ολόκληρες συνοικίες σβήστηκαν από τον χάρτη και οι νεκροί μπορεί να έφτασαν τους 100.000. Το ότι ο σεισμός συνέβη την ημέρα της γιορτής των Αγίων Πάντων και συγκεκριμένα μετά τις 9 το πρωί όταν οι εκκλησίες της πόλης ήταν γεμάτες με πιστούς ευρισκόμενους σε «λατρευτική έκσταση» για μια από τις σημαντικότερες γιορτές τους, το γεγονός αυτό πυροδότησε μια πολύχρονη και βαθιά θεολογική και φιλοσοφική συζήτηση.

Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής:
«Την 1η Νοεμβρίου 1755, με το βαρόμετρο να δείχνει 27 ίντσες και 7 γραμμές, και το θερμόμετρο του Ρεωμύρου 14 βαθμούς πάνω υπό το μηδέν, υπό καλές καιρικές συνθήκες και καθαρό ουρανό, στις 9.45 το πρωί ακριβώς η γη κουνήθηκε, αλλά τόσο απαλά που οποιοσδήποτε θα υπέθετε ότι δεν ήταν τίποτ’άλλο από κάποια άμαξα που περνούσε με μεγάλη ταχύτητα. Η πρώτη αυτή δόνηση κράτησε δύο λεπτά. Μετά από διάλειμμα δύο ακόμα λεπτών, η γη σείστηκε πάλι, αλλά με τόση βιαιότητα, ετούτη τη φορά, που τα περισσότερα σπίτια άρχισαν να ραγίζουν και να πέφτουν. Αυτή η δεύτερη δόνηση διήρκεσε περίπου 10 λεπτά.(!!!) Η σκόνη που σηκώθηκε ήταν τόση πολλή που έκρυψε τον ήλιο. Και πάλι τότε παρεμβλήθηκε ένα διάλειμμα δύο τριών λεπτών. Καθώς η πυκνή σκόνη άρχισε να κατακάθεται, υπήρχε αρκετός αέρας και φως που μας επέτρεπε να κοιτάξουμε γύρω μας. Τότε ήρθε ένα τρίτο σοκ, τόσο έντονο, που όσα σπίτια είχαν αντισταθεί στα δύο προηγούμενα κατέρρευσαν παταγωδώς. Ο ουρανός σκοτείνιασε και πάλι, και η γη έμοιαζε σαν να θέλει να επιστρέψει στο χάος.»

Η βασιλική οικογένεια διεσώθη ως εκ θαύματος, αφού είχαν επιλέξει να περάσουν την γιορτινή μέρα στα εξοχικά κτήματα του Belem, τα οποία υπέστησαν μικροζημιές. Στο χάος που επακολούθησε, με τον βασιλιά Jose ανήμπορο να κατανοήσει ακριβώς την κατάσταση, το μισό υπουργικό συμβούλιο νεκρούς, τους παπάδες να σκούζουν, τύχη καλή έφερε στην επιφάνεια την ηγετική φυσιογνωμία του Sebastiao Jose de Carvalho e Melo, υπουργό της κυβέρνησης που ήταν ο μόνος που έδωσε μια λογική απάντηση στις πανικόβλητες κραυγές του βασιλιά: «Να θάψουμε τους νεκρούς και να ταίσουμε τους επιζώντες.».Ο Jose του δίνει την εντολή και αλλάζει την μοίρα του κράτους που είχε αντιμετωπίσει τις πρώτες μέρες με τον συνήθη (για τους Πορτογάλους και όχι μόνο) τρόπο της εποχής, όπως ωραία περιέγραψε ο Βολταίρος στον «Καντίντ» του:

«…Μετά τον μεγάλο σεισμό που είχε ισοπεδώσει τα τρία τέταρτα της Λισαβόνας, οι σοφοί του τόπου δεν βρήκαν μέσο πιο αποτελεσματικό για να αποτρέψουν την ολοκληρωτική καταστροφή από το να προσφέρουν στο πλήθος μια ωραιότατη πυρά εξιλέωσης. Το πανεπιστήμιο της Κοίμπρα απεφάνθη ότι το θέαμα μερικών ανθρώπων που σιγοκαίγονται σε μια μεγαλειώδη τελετή, είναι ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει να τρέμει η γη.»

Η Πορτογαλία της εποχής ήταν μια υπερδύναμη. Όπως και τώρα η Ιαπωνία, το Λουζιτανικό κράτος ήταν μέσα στις 5-6 ισχυρότερες δυνάμεις της γης. Με κτήσεις στην Ασία και την Αφρική, με την Βραζιλία όλη δικιά της, το μικρό κράτος εκμεταλλευόταν το δουλεμπόριο, τα ορυχεία χρυσού της Βραζιλίας, ενώ ο στόλος της ήταν πανίσχυρος. Η βιτρίνα ήταν πάμπλουτη αλλά στο βάθος χάος. Πίσω από τις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τον χρυσό να ρέει, υπήρχει το πιο θρησκευτικό κράτος της Ευρώπης – ίσως και του κόσμου όλου. Οι Ιησουίτες κυριαρχούσαν, η Ιερά Εξέταση έκανε ότι γούσταρε, τα πάμπολλα μοναστήρια είχαν στην κατοχή τους απέραντες εκτάσεις, ενώ αν δεν ανήκες στην αριστοκρατία δεν έπαιρνες αξίωμα με τίποτα. Θρησκευτικός σκοταδισμός απέρριπτε κάθε είδους επιστημονική έρευνα, ενώ ο δογματισμός είχε φιμώσει κυριολεκτικά κάθε φωνή που προσπαθούσε να πει κάτι διαφορετικό. Όπως έγραφε δε κάποιος Δομινικανός καλόγερος της εποχής:
«Προτιμάμε να σφάλλουμε παρέα με τον Μέγα Βασίλειο και τον Ιερό Αυγουστίνο, παρά να έχουμε δίκιο με τον Καρτέσιο και τον Νεύτονα.»

Ο Καρβάλιο προκάλεσε έναν άλλο σεισμό φέρνοντας τα πάνω κάτω. Μικροαστός που ανέβηκε σιγά-σιγά, αξιωματικός του στρατού (αφού ο στρατός ήταν μονόδρομος για όποιον δεν είχε περιουσία αλλά ήθελε να σπουδάσει), κάνοντας δύο καλούς γάμους ήρθε πολύ κοντά στον Jose και κέρδισε την εμπιστοσύνη του – ενώ αργότερα του δόθηκε ο τίτλος του Μαρκήσιου De Pombal. Φιλόδοξος και ταξιδεμένος αφού είχε υπηρετήσει δύο χρόνια στην Αγγλία, διέβλεψε ότι τώρα ήταν μοναδική ευκαιρία να μετατραπεί η οπισθοδρομική χώρα σε αστικό κράτος δικαίου. Τα κατάφερε έστω με πολύ κόπο και αίμα. Κυβερνώντας ουσιαστικά δικτατορικά και αυταρχικά, απαγκίστρωσε την κρατική διοίκηση από τους Ιησουίτες συντελώντας στην μελλοντική διάλυση του αντιφατικού αυτού τάγματος, κατήργησε την Ιερά Εξέταση, έδωσε τροφή και εκπαίδευση στον λαό, ενώ έβαλε μπροστά ένα ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο ανοικοδόμησης της πόλης που πρόλαβε να δει ένα μέρος του να ολοκληρώνεται αρκετά χρόνια μετά.

Από τις συνεχείς πομπές των Ιερών λειψάνων στους δρόμους της Λισσαβώνας μέχρι τον Διαφωτισμό, και από τις «καμμένες σάρκες» των θυμάτων της Ιεράς Εξέτασης μέχρι την επικράτηση του Ορθολογικού πνεύματος είναι μεγάλη η απόσταση και δεν κερδίθηκε η μάχη εύκολα. Βοήθησαν οι αποικίες – κυρίως η Βραζιλία με τον απέραντο φυσικό της πλούτο έσωσε τα πρώτα χρόνια μετά τον σεισμό τη χώρα. Βοήθησαν και τα άλλα κράτη, κυρίως η Αγγλία, με το αζημίωτο βέβαια…

Ο συγγραφέας επικεντρώνεται περισσότερο στα επακόλουθα του σεισμού παρά στο ίδιο το τραγικό γεγονός, το οποίο απασχόλησε τα ΜΜΕ της εποχής για πολλά χρόνια. Η καταστροφή της Λισσαβώνας μόνο με την καταστροφή της Πομπηίας μπορεί να συγκριθεί – δεν συναντάμε συχνά περιπτώσεις ολοκληρωτικής καταστροφής πρωτευουσών. Ο Shrady όμως παρακολουθεί σχεδόν εξονυχιστικά τις προσπάθειες του ικανότατου Καρβάλιο και τις ανατροπές που έφερε στην ζωή της χώρας και τον πόλεμο που δέχθηκε από τον πανίσχυρο κλήρο και την Συντήρηση, έτσι κι αλλιώς η Πορτογαλία δεν θα ξαναζούσε ένδοξες ημέρες, σιγά-σιγά άλλαζε και η Ευρώπη, μετά από λίγα χρόνια έγινε η Γαλλική Επανάσταση, ενώ μετά τον θάνατο του Jose, του προστάτη του Καρβάλιο η χώρα ξανακύλησε έστω και για λίγο στην Θεοκρατία,ο αναμορφωτής της χώρας στα γηρατειά του πια μετά βίας απέφυγε την εκτέλεση, αλλά οι βάσεις είχαν μπει και το νερό δεν ξανακυλούσε πίσω.

Το βιβλίο είναι συναρπαστικό και διαβάζεται πανεύκολα, ενώ μαθαίνουμε για γεγονότα που οι περισσότεροι αγνοούσαμε για την ιστορία αυτής της χώρας με το ένδοξο παρελθόν και το αβέβαιο παρόν. Ο συγγραφέας ακολουθεί κυρίως βρετανικές πηγές – εξάλλου η σύνδεση των δύο κρατών τότε ήταν πολύ στενή λόγω των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών, και χιλιάδες Βρετανοί ζούσαν στην χώρα, καταγράφοντας τις εμπειρίες τους από το γεγονός. Εισάγει τον αναγνώστη στο κοινωνικό πλαίσιο όχι μόνο της δοκιμαζόμενης χώρας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, ενώ δεν παραλείπει να τονίζει τον αντίκτυπο που είχε το γεγονός στον Βολταίρο (που τον επηρέασε στο γνωστότερο έργο του, τον «Καντίντ»), στον Ζ.Ζ.Ρουσώ ή στον νεαρό τότε Γκαίτε. Οι σελίδες με τις προσπάθειες του Καρβάλιο είναι διαφωτιστικότατες για το εύρος του έργου που ανέλαβε αυτός ο ιδιοφυής και τόσο αντιφατικός άνθρωπος, ενώ με τον επίλογο του κάνει τις συνδέσεις με το σήμερα και το πόσο όμοια αντιμετωπίζουμε παρόμοια γεγονότα, όπου παρά την πρόοδο μας σε επιστημονικά πλαίσια, δεν είναι λίγες οι φωνές περί «τιμωρίας» και «Θεϊκής δικαιοσύνης».

_________________________________________________________________________





Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3






Rodrigo Leao & Cinema Ensemble - 1939
 
Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 15, 2011 | Permalink
The night they drove old Dixie down, and all the bells were ringing...
«Μπορείς να κόψεις και να ράψεις την Ιστορία πραγματικά με όποιον τρόπο θέλεις…Γι’αυτό το λόγο ίσως η ιστορία ανήκει περισσότερο στους μυθιστοριογράφους και τους ποιητές παρά στους κοινωνικούς επιστήμονες. Τουλάχιστον εμείς παραδεχόμαστε ότι λέμε ψέμματα. Αυτό είναι το ελαφρυντικό μας. Γι’αυτό πρέπει να μας εμπιστεύεστε, γιατί είμαστε οι μόνοι που δεν προσποιούμαστε ότι η ιστορία μας έχει κάποια σχέση εμ την αντικειμενική, εμπειρική αλήθεια.» E. L. Doctorow

Μια χώρα, ένα έθνος πρέπει να καταστραφεί τελείως, να ισοπεδωθεί για να μπορέσει να φτιαχτεί «σωστά» από την αρχή, για να μπορέσει να τραβήξει μπροστά. Όχι δεν αναφέρομαι στην Ελλάδα, αλλά στην φιλοσοφία του φοβερού και τρομερού Στρατηγού Σέρμαν, την οποία εφάρμοσε καθ’ολοκληρίαν έτσι ώστε να τελειώσει αυτόν τον καταραμένο Εμφύλιο που διαμόρφωσε το σύγχρονο Αμερικανικό κράτος.
Την μεγαλύτερη καταστροφή του ο Αμερικάνικος Νότος δεν την βίωσε με τον Τυφώνα Κατρίνα αλλά με την επέλαση της Στρατιάς των 60.000 ανδρών των δυνάμεων της «Ένωσης» υπό τις διαταγές του Σέρμαν που ισοπέδωσε κυριολεκτικά τις «επαναστατημένες» πολιτείες της Τζόρτζια, της Νότιας και της Βόρειας Καρολίνας. Αυτό είναι το θέμα του εκπληκτικού μυθιστορήματος του (αγαπημένου μου) Αμερικανού συγγραφέα E.L.Doctorow, με τίτλο «Η ΣΤΡΑΤΙΑ» (The March), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Τ.Θέου, σελ. 419).

Όπως έχω ξαναγράψει σε παλαιότερη ανάρτηση για ένα άλλο (εξίσου) εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ντοκτόροου, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας, συνηθίζει στα βιβλία του να χρησιμοποιεί την ιστορία και τα ιστορικά γεγονότα μέσα στην μυθοπλασία του. Ιστορικά πρόσωπα ανακατεύονται με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί ήρωες απαρτίζουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό με έναν καθαρά κινηματογραφικό τρόπο (γι’αυτό άλλωστε τα περισσότερα βιβλία του μεταφέρονται στην μεγάλη οθόνη), σε σημείο ο αναγνώστης να παρακολουθεί αυθεντικούς ιστορικούς χαρακτήρες όπως ο Σέρμαν ή ο Λίνκολν να σκιαγραφούνται ως καθαρά μυθοπλαστικοί.

Η «Στρατιά» λοιπόν είναι ο καθοριστικός παράγων του μυθιστορήματος. 60.000 άνδρες επελαύνουν και αφήνουν πίσω τους συντρίμια. Ο Στρατηγός Σέρμαν που ηγείται είναι ένας μελαγχολικός γηραιός άνδρας, ολίγον παράφρων (όπως όλοι οι μεγάλοι στρατηλάτες), αρκετά ρατσιστής – παρ’ότι η προπαγάνδα της «Ένωσης» προέβαλλε ως κύριο σκοπό του Εμφυλίου την απελευθέρωση των μαύρων, στην πραγματικότητα ήθελε φθηνό εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη του κράτους – και με τον πρόσφατο χαμό του γιού του να τον βασανίζει, θέλει να τελειώνει με τον καταραμένο πόλεμο το συντομότερο δυνατόν. Δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τι αφήνει πίσω του, αφήνει χαλαρούς τους άνδρες του, να καίνε ολόκληρες πόλεις και να καταληστεύουν τα μέγαρα των παλιών αριστοκρατικών οικογενειών του Νότου με τις μεγάλες εκτάσεις. Πίσω από την «Στρατιά» ακολουθούν χιλιάδες εξαθλιωμένων και πεινασμένων μαύρων, πρώην σκλάβων και νυν «ελεύθερων» που κανείς δεν νοιάζεται γι’αυτούς, ούτε που θα πάνε, ούτε τι θα κάνουν μετά τη λήξη του πολέμου.

Γύρω από την επέλαση της Στρατιάς κινούνται οι μυθιστορηματικοί ήρωες του βιβλίου. Η όμορφη αριστοκράτισα Έμιλι που βλέποντας τα πάντα γύρω της να καταστρέφονται ακολουθεί τον στρατό ως νοσοκόμα στο πλευρό του συνταγματάρχη-χειρουργού Βρέντε Σαρτόριους και στην κυριολεξία τα «βλέπει όλα». Ο Σαρτόριους δεν σηκώνει κεφάλι από τον πρόχειρο πάγκο του χειρουργείου. Ανθρώπινα μέλη πετάγονται, στομάχια ανοίγονται, η δουλειά δεν σταματάει ποτέ καθώς οι τραυματίες συνωστίζονται. Η Έμιλι θα ερωτευτεί τον αφοσιωμένο (μέχρι μανίας) γιατρό αλλά αυτός δεν βλέπει τίποτα μπροστά του εκτός από το επιστημονικό του καθήκον. Προβάλλει ως άνθρωπος του επόμενου αιώνα, με την προσοχή του στραμμένη στις επιστημονικές ανακαλύψεις γύρω από τη δουλειά του, πειραματιζόμενος συνεχώς αφού «το υλικό» που του παρέχεται είναι δωρεάν και ανεξάντλητο!

«…Φαντάσου ένα πελώριο αρθρωτό σώμα, που για να κινηθεί συστέλλεται και διαστέλλεται με ρυθμό είκοσι ή εικοσιπέντε χιλιομέτρων τη μέρα, ένα μήκους τριάντα χιλιομέτρων. Το σχήμα του είναι σωληνοειδές και τα πλοκάμια του απλώνονται στους δρόμους και τις γέφυρες που διασχίζει. Οι έφιπποι άντρες του λειτουργούν δίκην αισθητήρων. Καταναλώνει τα πάντα στο διάβα του. Είναι ένας θεόρατος οργανισμός αυτός ο στρατός, με μικρό εγκέφαλο, δηλαδή τον στρατηγό Σέρμαν τον οποίον δεν έχω δει ποτέ μου.

Δεν είμαι σίγουρη ότι ο στρατηγός θα χαιρόταν αν άκουγε να τον περιγράφουν έτσι, είπε η Έμιλι με κάθε σοβαρότητα. Κι έπειτα γέλασε.

Η συλλογιστική αυτή όμως προφανώς άρεσε στον Βρέντε. Όλες οι διαταγές για τις μεγάλες μετακινήσεις μας προέρχονται από αυτόν τον εγκέφαλο, συνέχισε. Διαβιβάζονται μέσω των στρατηγών και των συνταγματαρχών και των αξιωματικών για να διανεμηθούν σε όλο το σώμα, δηλαδή σ’εμάς. Και καθένας από μας – εξήντα χιλιάδες συνολικά – δεν έχει ταυτότητα παρά μόνο ως κύτταρο στον οργανισμό αυτού του γιγάντιου πλάσματος, που μοναδική του λειτουργία είναι να προχωρά μπροστά και να αναλώνει ό,τι συναντά.»

Η «λευκή-μαύρη» Περλ (κάτι σύνηθες στον Νότο λόγω των παιδιών που σπέρνανε δεξιά κι αριστερά οι γαιοκτήμονες εκμεταλλευόμενοι τις ομορφότερες των σκλάβων τους – εξάλλου το είχε δώσει το «καλό παράδειγμα» ο πατέρας του Έθνους,Τζορτζ Ουάσιγκτον) είναι ο χαρακτήρας που διατρέχει το μυθιστόρημα από το αρχικό έως το τελευταίο κεφάλαιο. Έφηβη και με τόσο λευκά χαρακτηριστικά που μόνο αν την προσέξει κανείς λεπτομερώς καταλαβαίνει τι είναι, ακολουθεί κι αυτή τον στρατό του Σέρμαν όπου βοηθάει ως μικρός τυμπανιστής (ως αγόρι δηλαδή) φτάνοντας μέχρι τον ίδιο τον Στρατηγό Σέρμαν και μέσα στην ανακατωσούρα της κατάληψης της Σαβάνα, ενδύεται τον (πραγματικό) γυναικείο της χαρακτήρα βοηθώντας κι αυτή τον χειρουργό Σαρτόριους. Εκεί γνωρίζεται με τον νεαρό προλετάριο στρατιώτη Στίβεν Γουόλς που είχε καταταγεί στη θέση ενός πλούσιου με αντίτιμο τα 300 δολλάρια που ήταν η αμοιβή για κάτι τέτοιο. Οι δυό τους προσπαθούν να επιβιώσουν και να χτίσουν στη συνέχεια τη ζωή τους στο καινούργιο κράτος που θα προκύψει – σύμβολα μιας πολυφυλετικής Αμερικής που πρέπει να τραβήξει μπροστά και ν’αφήσει πίσω της το χάος.

Αυτό το χάος υπάρχει διάχυτο στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Μάχες εκ του συστάδην, κορμιά πέφτουνε, οβίδες καταστρέφουνε, φυτείες και πόλεις καίγονται, αλλόφρονες άνθρωποι τρέχουνε πανικόβλητοι. Ο Ντοκτόροου εισάγει συνεχώς πρόσωπα και χαρακτήρες στο μυθιστόρημα οι οποίοι όσο απότομα μπαίνουν για ένα ή δύο κεφάλαια, άλλο τόσο απότομα σκοτώνονται ή εξαφανίζονται, όπως ο λοχαγός Κλαρκ, ο Βρετανός δημοσιογράφος Χιού Πράις, η απελεύθερη σκλάβα Γουίλα Τζόουνς, ο γέρο-Τόμσον ή ο πολεμοχαρής πλιατσικολάγνος Κιλπάτρικ και άλλοι πολλοί. Το ψηφιδωτό των χαρακτήρων συμπληρώνουν οι νεαροί Γουίλ και Άρλι, δύο φοβεροί τύποι που αλλάζουν στολές και στρατόπεδα κατά το δοκούν, αντιπροσωπευτικοί τύποι της ρευστότητας των πραγμάτων και των ιδεολογιών προσπαθώντας να επιβιώσουν.

Ο Ντοκτόροου ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ανθρώπους παρά για τα γεγονότα στη «Στρατιά». Δεν στέκεται τόσο στο ποιος νίκησε ή ποιος έχασε, αυτά είναι ψυχρές ιστορικές περιγραφές και ήδη γνωστές σε όσους ασχολούνται (και πολύ περισσότερο στους Αμερικανούς). Απεικονίζει τον καθημερινό άνθρωπο που παρασύρεται από την δίνη των γεγονότων, από το χάος και την καταστροφή. Από αυτόν που δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο και που θα βρεθεί ενώ δεν τον πολυενδιαφέρει ποιος θα είναι ο αφέντης του. Με χιούμορ και ειρωνία ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τα «βαρυφορτωμένα» γεγονότα, κριτικάρει εμμέσως πλην σαφώς το πόσο σχετικά είναι όλα, επισημαίνοντας ότι ο στρατηγός Σέρμαν αισθάνεται οικειότερα με τον αντίπαλό του, τον στρατηγό Τζόνστον που στο κάτω-κάτω ήταν και οι δύο απόφοιτοι της ακαδημίας του Γουέστ Πόιντ παρά με τους αξιωματικούς του δικού του στρατού που κάποιους ανοιχτά τους περιφρονεί.

Το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και συναρπαστικό. Δεν είναι εύκολο για κάποιον που αγνοεί βασικά στοιχεία του Αμερικάνικου Εμφύλιου να το προσεγγίσει αν και υποθέτω όταν ξεπεράσει το αρχικό μπέρδεμα μεταξύ των αντιμαχόμενων δυνάμεων θα παρασυρθεί από το αξεπέραστο στυλ του συγγραφέα, ενώ η ατμόσφαιρα θα τον ξετρελλάνει. Είναι ένα μυθιστόρημα πλησιέστερο στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι (εξάλλου και ο ίδιος ο Ντοκτόροου το έχει αποκαλέσει, "το «Ρώσικο» μου μυθιστόρημα") παρά σε εκατοντάδες άλλα βιβλία γύρω από τον καταστροφικό αυτό πόλεμο (συμπεριλαμβανομένου το Gone with the wind (Όσα παίρνει ο άνεμος) της Μ.Μίτσελ).

Σημαντικότατο και πολύ κατατοπιστικό το εισαγωγικό σημείωμα στο μυθιστόρημα της κυρίας Καλφοπούλου που καλύτερα να διαβαστεί αφού τελειώσει κανείς το βιβλίο λόγω των δεκάδων spoilers για την εξέλιξη της ιστορίας, το οποίο θίγει το (σημαντικότατο κατά την άποψή μου) θέμα του «πεπρωμένου», που ετέθη πρώτη φορά όπως αναφέρει η ίδια το 1845, όπου το Αμερικάνικο Έθνος (εν προκειμένω οι Πολιτείες του Βορρά) είναι «προορισμένο» και έχει την «αποστολή» να μάχεται για την «Δημοκρατία» και το «Σωστό». Είναι το περίφημο «manifest destiny» (προφανές πεπρωμένο), το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για να κατανοήσουμε την Αμερικανική εξωτερική πολιτική.

(Απαραίτητο) Υ.Γ..«Η Στρατιά» απέσπασε το βραβείο «National Book Critics Circle Awards» το 2005 και το «Pen/Faulkner award» το 2006. Το τραγούδι που κλείνει το post είναι η διασκευή του παραδοσιακού τραγουδιού «The night they drove old Dixie down» από το μεγάλο συγκρότημα των The Band (που δεν έχω κουραστεί να το ακούω όσα χρόνια κι αν περάσουν). Η εκτέλεση από την αποχαιρετιστήρια συναυλία τους, η οποία είχε τίτλο «The Last Waltz» και προεβλήθη ως ταινία με τον ίδιο τίτλο σκηνοθετημένη από τον M.Scorsese θεωρώ ότι είναι η καλύτερη (και την βρίσκετε εδώ) που υπάρχει σε ένα τραγούδι που το έχουν πει σχεδόν άπαντες οι folk/rock τραγουδιστές των Η.Π.Α.




Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3
 
Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011 | Permalink
Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα
Οφείλω να ομολογήσω ότι αισθάνθηκα λίγο αμήχανα (τουλάχιστον στις πρώτες 100 σελίδες) διαβάζοντας το καινούργιο μυθιστόρημα του εξαιρετικού Αλγερινού συγγραφέα Yasmina Khadra (η ιστορία με το ψευδώνυμό του είναι γνωστή) με τίτλο «ΑΥΤΟ ΠΟΥ Η ΜΕΡΑ ΟΦΕΙΛΕΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ» (Ce que le jour doit a la nuit), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Γ.Στρίγκος, σελ.364). Η αμηχανία μου οφείλετο στο ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το γνωστό ύφος και στυλ που ο Χάντρα μας έχει συνηθίσει στις (αστυνομικές ή θριλερικού ύφους) ιστορίες του αλλά με ένα μυθιστόρημα λυρικό και άκρως συναισθηματικό, μια ιστορία έρωτα με πολιτικό φόντο που περισσότερο μοιάζει (χωρίς να φτάνει σε αξία) με το «Μουσείο της αθωότητας» του Παμούκ παρά με τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα.

Ο (αφηγητής και ήρωας της ιστορίας) Γιουνές είναι μόλις 9 ετών όταν η οικογένειά του αναγκάζεται να αφήσει την κατεστραμμένη πατρογονική γη για να μετακομίσει στο Οράν. Από την ερημική ζωή στο όλο πέτρα και χώμα αγροτικό πλαίσιο που ζούσε ο πανέξυπνος μικρός, μεταφέρεται στην κοσμοπολίτικη και γεμάτη αντιθέσεις χιλιοτραγουδισμένη πόλη του Καμύ। Αλλα εκεί η ζωή είναι πολύ δύσκολη για την οικογένεια και ο πατέρας του ανήμπορος να θρέψει όλα τα στόματα, δίνει τον μικρό στον φαρμακοποιό αδελφό του, ο οποίος έχει παντρευτεί την γαλλικής καταγωγής Ζερμέν, και ζει μια ζωή αστική γεμάτη βιβλία και πολιτικές συναντήσεις με μορφωμένους Αλγερίνους που ονειρεύονται την ανεξαρτησία τους.

Στην καινούργια του οικογένεια, ο Γιουνές πλέον ονομάζεται (κατά το ευρωπαϊκότερον) Ιωνάς, σύντομα συνειδητοποιεί ότι η ζωή του αλλάζει εντελώς κατεύθυνση και παρότι ο πατέρας του σύντομα εξαφανίζεται και η μητέρα με την μικρή του αδελφή δεν έχουν πλέον να φάνε, αυτός έχει ουσιαστικά σωθεί. Η μετακόμιση της νέας του οικογένειας στο επαρχιακό Ρίο Σαλάδο (σημερινό Ελ-Μαλέχ) κάπου 60 χλμ από το Οράν και το άνοιγμα ενός φαρμακείου εκεί, θα δώσει ακόμα περισσότερη «αστική» πνοή στη ζωή του Ιωνά/Γιουνές ο οποίος κάνει παρέα μόνο με Γάλλους, παρά τις κατά καιρούς προσβολές που υφίσταται ως μουσουλμάνος.

Στα 17 του, θα τον ξελογιάσει η κυρία Καζενάβ, μια κομψή και ωραία Γαλλίδα που έλκεται από την εξωτερική του εμφάνιση και θα του προσφέρει μια μεθυστική «ξεπέτα», η οποία δεν θα επαναληφθεί παρά τις παρακλήσεις του νεαρού. Μερικά χρόνια αργότερα, ο ανύποπτος Γιουνές/Ιωνάς θα ερωτευτεί σφόδρα την πανέμορφη Εμιλί – ρομαντικός και μοναχικός ο νεαρός, θεωρεί ότι βρήκε επιτέλους την μοναδική αγάπη, αλλά η Εμιλί είναι κόρη της κ.Καζενάβ, η οποία βλέποντας πως πάνε τα πράγματα, επισκέπτεται τον Γιουνές/Ιωνά και του «απαγορεύει» το διαφαινόμενο ειδύλλιο με την νεαρά. Τον βάζει μάλιστα να της υποσχεθεί και να ορκισθεί ότι ποτέ δεν θα πλησιάσει την κόρη της. Εκείνος υπακούει και αυτή του η απόφαση θα του καθορίσει τη ζωή. Η Εμιλί δεν μαθαίνει ποτέ τον λόγο της απόριψης, προσβάλλεται και αντιδράει υπακούοντας τυφλά στην μητέρα της η οποία την παντρεύει με έναν από την παρέα των νεαρών. Ο Γιουνές/Ιωνάς αποξενώνεται από όλους, δεν συμμετέχει στις παρέες, νεκρώνει συναισθηματικά.

Όταν ξεσπάει ο πόλεμος της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, και οι μουσουλμάνοι παίρνουν τα όπλα, η ζωή στο ειρηνικό χωριό αλλάζει. Ο εμφύλιος τους υποχρεώνει όλους να επιλέξουν πλευρά. Όλους, εκτός από τον «αδιάφορο» ήρωα, ο οποίος πατάει μετέωρος μεταξύ των αντιμαχόμενων. Νιώθει και βλέπει το δίκαιο αίτημα των ομόθρησκών του να αποκτήσουν την κυριότητα της γης τους αλλά δεν συμφωνεί με τις μεθόδους τους. Η βία και η κτηνωδία δεν θα τον αφήσουν ανέγγιχτο, οι φίλοι του είναι άμεσα εμπλεκόμενοι, κάποιοι γνωρίζουν τραγικό θάνατο, κάποιοι μετατρέπονται σε ανθρωπόμορφα κτήνη, η Εμιλί εξαφανίζεται και αυτός αποξενώνεται όλο και περισσότερο.

Δύσκολα να συμπαθήσεις έναν ήρωα όπως ο Γιουνές/Ιωνάς. Σαν τον ήρωα στο τελευταίο βιβλίο του Παμούκ, παίρνει μια απόφαση, στιγμιαία ή μη, που του διαμορφώνει την υπόλοιπη ζωή του. Αμέτοχος και αναποφάσιστος, μετέωρος και αδιάφορος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του αντιπροσωπεύει τον αλλοτριωμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής, τον «κακομοίρη» που βρίσκεται μεταξύ δύο κόσμων και δεν ξέρει προς τα πού να στραφεί, ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό. Ξένος και απρόσωπος για όλους, είναι μονίμως αποδιωγμένος είτε από τους ομόθρησκους του που τον θεωρούν προδότη, είτε από τους ΓαλλοΑλγερίνους, τους pieds-noir (τους «μαυροπόδαρους» όπως τους αποκαλούσαν στην Γαλλία), που κατά βάθος τον σιχαίνονται ως μουσουλμάνο (που πραγματικά είναι).

Ο Χάντρα, μοιάζει κι αυτός μετέωρος στα 2/3 του βιβλίου, εξαντλώντας όποια «μπαναλιτέ» υπάρχει και ότι στερεότυπο στους χαρακτήρες μπορεί να σκεφτεί, αφού στην μυθοπλασία του βιβλίου, υπάρχουν ο «καλός» και ο «κακός» μουσουλμάνος, ο «ακραίος» και ο «ανθρώπινος» ευρωπαίος, οι ηθικοί και οι ανήθικοι της κάθε πλευράς, η ευρωπαία ερωτιάρα ζωντοχήρα που έλκεται από τα θέλγητρα του νεαρού και που γνωρίζοντας ότι είναι μουσουλμάνος τον κάνει πέρα, ο μεγαλοκτηματίας ευρωπαίος που μαστιγώνει τους δυστυχείς μουσουλμάνους εργάτες που ζουν στις τρώγλες κλπ.
Βρίσκει όμως τον εαυτό του και «απογειώνει» το μυθιστόρημα, όταν αρχίζει ο εμφύλιος. Σελίδες γεμάτες ένταση, ολοζώντανες και πειστικές – σκηνές πανοραμικές που αντικατοπτρίζουν με σαφήνεια (αλλά) και λυρισμό τις καταστάσεις ενός λυσσαλέου πολέμου. Το μυθιστόρημα αποκτάει ρυθμό και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα των μαχών και της αγωνίας περνάει στον αναγνώστη. Η συγγραφική δύναμη / μαγεία του Χάντρα βρίσκεται στις περιγραφές των τοποθεσιών, των καταστάσεων, των γεγονότων, στην παρατήρηση των φαινομένων. Μπορεί να μη φτάνει την εξαιρετική απεικόνιση των τραγικών ημερών του εμφυλίου όπως έκανε ο Μ. Ατιά στο υπέροχο «Μαύρο Αλγέρι», ή να μη διαβάζουμε κάτι που δεν έχουμε διαβάσει σε άλλα παρόμοια βιβλία, αλλά είναι τουλάχιστον μια αποζημίωση για την ερωτική ιστορία που δεν μπορεί να απογειωθεί και η οποία διαποτίζει την ατμόσφαιρα του άνισου και προβληματικού αυτού μυθιστορήματος।


«…Ποιοι είμαστε στ’αλήθεια; Αυτό που υπήρξαμε ή αυτό που θα θέλαμε να έχουμε υπάρξει; Είμαστε οι αδικίες που διαπράξαμε ή οι αδικίες που οι άλλοι διέπραξαν εναντίον μας; Είμαστε οι συναντήσεις που δεν έγιναν ή εκείνες οι τυχαίες συναντήσεις που έκαναν τη μοίρα μας να αλλάξει πορεία; Είμαστε τα παρασκήνια που μας προφύλαξαν από τη ματαιοδοξία ή τα φώτα της ράμπας που έγιναν η πυρά στην οποία καήκαμε; Είμαστε όλα αυτά μαζί, όλη η ζωή που ζήσαμε, με τις καλές και τις κακές της στιγμές, τα κατορθώματα και τα σκαμπανεβάσματά της – και είμαστε επίσης όλα αυτά τα φαντάσματα που μας στοιχειώνουν…είμαστε πολλά πρόσωπα σε ένα, τόσο πειστικοί στους διαφορετικούς ρόλους που φέραμε εις πέρας ώστε μας είναι πια αδύνατον να καταλάβουμε ποιοι ακριβώς υπήρξαμε, ποιοι ακριβώς γίναμε και ποιος απ’όλους αυτούς θα επιβιώσει μετά από εμάς.»

Το βιβλίο έχει τιμηθεί με το βραβείο «καλύτερου μυθιστορήματος 2008» από το περιοδικό Lire και με το βραβείο «France Television 2008». Διαφορετικές απόψεις για το βιβλίο εκφράζονται από τον Μπ.Δερμιτζάκη και τον Πατριάρχη Φώτιο στα blogs τους.







Maurice El Medioni featuring Roberto Rodriguez - 09 - Oran Oran by librofilo
 
Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011 | Permalink
Το "ρέκβιεμ" μιας αυτοκρατορίας
Είναι από τις φορές που στέκεσαι ενεός μπροστά στην ικανότητα του συγγραφέα να σε μεταφέρει και να σε γεμίζει με εικόνες και συναισθήματα. Δεν θα πρωτοτυπήσω (παρ’ότι πολύ θα το ήθελα) καταθέτοντας την άποψή μου για το το εμβληματικό μυθιστόρημα «ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΡΑΝΤΕΤΣΚΥ», του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα Joseph Roth. Είναι ένα μελαγχολικό και ελεγειακό αριστούργημα («ρέκβιεμ για το τέλος μιας εποχής» όπως χαρακτηρίστηκε από το σύνολο της κριτικογραφίας), με έντονα κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά στοιχεία τα οποία καθίστανται άκρως επίκαιρα στις μέρες μας με τις έντονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις που δεν γνωρίζουμε τι θα αποφέρουν.

Γραμμένο το 1932, το «Εμβατήριο…», περιγράφει την ακμή και την παρακμή μιάς οικογένειας, των Τρόττα, στην Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία. Η γρήγορη άνοδος της (πρώην) αγροτικής οικογένειας που αρχίζει στα μισά του 19ου αιώνα και η ταχύτατη πτώση της στις αρχές του 20ου με την δολοφονία του Διαδόχου του θρόνου στο Σεράγεβο (γεγονός που αποτελεί την αφορμή για την κήρυξη του Α Παγκόσμιου πολέμου) αποτελεί ουσιαστικά και μια αλληγορική και μυθιστορηματική αναπαράσταση της πτώσης μιας πολυφυλετικής αυτοκρατορίας.

Η ενστικτώδης κίνηση του ανθυπολοχαγού του πεζικού Γιόζεφ Τρόττα να βουτήξει μπροστά στον εμβρόντητο νεαρό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ κατά τη διάρκεια της μάχης του Σολφερίνο το 1859, σώζοντάς τον από την σφαίρα που προοριζόταν για εκείνον, μπορεί να τον τραυμάτισε αλλά ουσιαστικά του άλλαξε τη ζωή. Ο γιός του ταπεινού χωροφύλακα και εγγονός αγρότη, γίνεται Βαρόνος, προάγεται σε Λοχαγό και το πλήρες όνομα του πλέον είναι, Γιόζεφ Τρόττα φον Σιπόλγιε! (Σιπόλγιε το χωριό της Σλοβενίας από το οποίο καταγόταν η οικογένεια). Το όνομα του γίνεται θρύλος αλλά όταν διαπιστώνει ότι στο αναγνωστικό του σχολείου, το περιστατικό περιγράφεται λαθεμένα και με στοιχεία μυθολογικά, τα παίρνει στο κρανίο και παραιτείται από το στράτευμα. Η οικονομική βοήθεια που πήρε από το κράτος λόγω του ανδραγαθήματος του, σε συνδιασμό με τον καλό γάμο που έκανε τον οδήγησε σε μια άνετη ζωή. Μένει χήρος σχετικά γρήγορα και αφοσιώνεται στην ανατροφή του γιού του, Φραντς Φον Τρόττα, στον οποίον επιβάλλει την καρριέρα στο δημόσιο αντί για τον στρατό που ο γιός του βαθιά επιθυμούσε. Το αξίωμα που καταλαμβάνει ο Φραντς ως γόνος ήρωα είναι αυτό του Περιφερειακού Διοικητή σε μια επαρχία της Μοραβίας και όπως ο πατέρας του κι εκείνος χάνει την σύζυγό του νωρίς. Ο Φραντς είναι ένας αυστηρός και τυπικότατος άνθρωπος που εκτελεί τα βαρετά και μονότονα καθήκοντά του με συνέπεια. Η επαρχία είναι μακριά από το κέντρο των εξελίξεων και η ζωή κυλάει επαναλαμβανόμενη. Ο γιός του Διοικητή και εγγονός του «ήρωα του Σολφερίνο» είναι ο Καρλ Γιόζεφ, που μεγαλώνει προστατευμένος και μοναχικός με τάση προς την αγροτική ζωή. Ο πατέρας του όμως (όπως ο δικός του πατέρας), του επιβάλλει την θέλησή του, να γίνει στρατιωτικός και ο κακόμοιρος Καρλ Γιόζεφ κατατάσσεται στο Ιππικό χωρίς να μπορεί καλά-καλά να ιππεύσει το άλογο, αναγκασμένος να συναναστρέφεται διάφορους «καμμένους» τύπους που το μόνο τους ενδιαφέρον είναι το τοπικό μπουρδέλο.

Ο χαρακτήρας του Καρλ Γιόζεφ είναι αυτός που κυριαρχεί στο μυθιστόρημα – θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο ήρωας του, αν δεν επικρατούσε στην συνολική ανάγνωση η εικόνα μιας αυτοκρατορίας που βαδίζει προς την διάλυση. Ο νεαρός δεν «ανήκει» πουθενά. Χάνει τους φίλους του και γενικότερα όσους ανθρώπους είναι δίπλα του και οι οποίοι τον συμβουλεύουν συχνά-πυκνά να παρατήσει το στράτευμα διαγνώσκοντας την εμφανή του ανικανότητα να προσαρμοσθεί με το στρατιωτικό περιβάλλον. Οι ερωτικές του σχέσεις είναι με μεγαλύτερες γυναίκες που τον βλέπουν σαν μωρό, ενώ οι επαφές του με τους συναδέλφους του είναι για να τους δανείσει χρήματα ή να τους εξυπηρετήσει σε διάφορα προβλήματα. Όταν κάνει την μικρή του «εξέγερση» παραιτούμενος από το (grande ως σώμα) Ιππικό, επιλέγοντας για τη συνέχεια της καριέρας του το Πεζικό, μετατίθεται σε μια μονάδα στην Ουκρανία, μια από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, πάνω στα Ρωσικά σύνορα. Εκεί ξυπνάει πάλι μέσα του η επιθυμία για την αγροτική ζωή. Το DNA της οικογένειας φον Τρόττα εκφράζεται έντονα στον νεαρό καθώς οι απογοητεύσεις, τα λάθη, η τάση για ποτό και τζόγο τον πνίγουν. Παραιτείται από το στράτευμα για να γίνει αγρότης και ξαπλωμένος στο γρασίδι κοιτάζοντας τα αστέρια νιώθει για πρώτη φορά στη ζωή του ανάλαφρος και ανακουφισμένος. Η μοίρα όμως έχει διαφορετική άποψη και η σφαίρα που βρίσκει τον Διάδοχο στο Σεράγεβο θα συντελέσει στο ξέσπασμα ενός αιματηρού πολέμου. Ο Καρλ Γιόζεφ φοράει πάλι τη στολή και πηγαίνει καμαρωτός-καμαρωτός να συναντήσει τον θάνατο…

Ο Ροτ κεντάει με τη γραφή του δίνοντας τον ελεγειακό τόνο στο μυθιστόρημα। Κάθε φράση, κάθε κίνηση είναι μελετημένη και ενώ ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν στην επιφάνεια, ακολουθώντας την μονοτονία της στρατιωτικής ζωής, η ψυχολογική απεικόνιση των δύο κύριων χαρακτήρων, του αμήχανου και μπερδεμένου Καρλ Γιόζεφ και του καταπιεσμένου και «αυστηρού» Φραντς είναι τουλάχιστον μεγαλειώδης। Ο κόσμος γύρω τους αλλάζει και εκείνοι παρακολουθούν ανήμποροι να κατανοήσουν τις εξελίξεις। Ο νεαρός σοκάρεται όταν πηγαίνοντας να διαλύσει μια εργατική συγκέντρωση ως αρχηγός του λόχου ακούει έναν συνάδελφο του να του λέει ότι μπορεί οι καημένοι οι διαδηλωτές να έχουν και δίκιο – δεν του είχε κάν περάσει απ’το μυαλό. Ο Φραντς, ο Περιφερειακός Διοικητής σοκάρεται όταν ο γιατρός της πόλης του λέει το εμφανές, ότι δηλαδή η Αυτοκρατορία διαλύεται οσονούπω.

Ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στην ψυχολογία παρά στην πολιτική. Αντιφατικός ως άνθρωπος και με πολλές εσωτερικές ιδεολογικές συγκρούσεις, ο Ροτ περνάει από τον Εβραϊσμό στον Καθολικισμό και από τον Κομμουνισμό στην Συντήρηση. Το «Εμβατήριο Ραντέτσκυ» διαπερνάει η θλίψη και η μελαγχολία για το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας, για τον Φραγκίσκο Ιωσήφ που η μορφή του απεικονίζεται στοργικά και τρυφερά। Το ομώνυμο εμβατήριο του Στράους, που συνοδεύει κάθε χρόνο τον Πρωτοχρονιάτικο χορό της Όπερας της Βιέννης θυμίζει τις «μεγάλες ημέρες» ενός κράτους που η έκτασή του ήταν θηριώδης – διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα πόσοι λαοί (Πολωνοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Ουκρανοί, Σλοβένοι, Βόσνιοι και άλλοι που δεν θυμάμαι) ήταν «υπό την σκέπη του Κάϊζερ».

«Ήρθαν. Ήρθαν από τη μεριά του καπηλειού. Μπροστά πήγαινε το τραγούδι τους, ένα τραγούδι που ο ανθυπολοχαγός πρώτη φορά άκουγε. Στην περιοχή αυτή έτσι κι αλλιώς ελάχιστα είχε ακουστεί. Ήταν η Διεθνής, τραγουδισμένη σε τρεις γλώσσες. Ο Περιφερειακός Επίτροπος Χόρακ τη γνώριζε, ήταν μέρος της δουλειάς του να τη γνωρίζει. Ο ανθυπολοχαγός Τρόττα δεν καταλάβαινε λέξη. Όμως η μελωδία του θύμισε τη σιωπή που είχε αισθανθεί προηγουμένως πίσω από την πλάτη του, μεταμορφωμένη τώρα σε μουσική. Μια πομπώδης υπερδιέγερση είχε καταλάβει τον αεράτο Περιφερειακό Επίτροπο. Έτρεχε από τον ένα χωροφύλακα στον άλλο με σημειωματάριο και μολύβι στο χέρι. Για δεύτερη φορά ο Τρόττα πρόσταξε να συγκεντρωθεί η διμοιρία. Και σαν σύννεφο που είχε χαμηλώσει ως τη γη, η σφιχτοδεμένη ομάδα των διαδηλωτών πέρασε μπροστά από το διπλό φράχτη που είχαν σχηματίσει οι τυφεκιοφόροι. Ο ανθυπολοχαγός ένιωσε να γεμίζει από το σκοτεινό προαίσθημα της καταστροφής του κόσμου. Στο νου του ήρθε η πολύχρωμη λαμπρότητα της τελετής του Αγίου Σώματος, και για μια στιγμή του φάνηκε σαν να βάδιζε το σκοτεινό σύννεφο των στασιαστών ενάντια στην αυτοκρατορική πομπή. Για μια και μόνο φευγαλέα στιγμή ο ανθυπολοχαγός απέκτησε την ενορατική ικανότητα να βλέπει εικόνες και είδε τις εποχές την παλιά και τη νέα, σαν δυο βράχους που κυλούσαν ο ένας ενάντια στον άλλο, κι αυτός, ο ανθυπολοχαγός Φον Τρόττα, συντριβόταν ανάμεσά τους.»

Ο Ροτ τονίζοντας την «ομοιότητα» στη μορφή του Κάϊζερ και του Φραντς Φον Τρόττα ουσιαστικά δείχνει με λογοτεχνικό τρόπο ότι η πορεία της οικογένειας Τρόττα είναι η πορεία της Αυτοκρατορίας. Θεωρεί ότι σ’αυτόν τον ορίζοντα (της Αυτοκρατορίας) οι άνθρωποι που ζουν μέσα σ’αυτήν κατανοούν τον εαυτό τους και την σχέση τους με τον κόσμο. Ο (μετέωρος και χωρίς προσανατολισμό) άνθρωπος θα χαθεί μέσα στα ερείπια του (αναπόφευκτου ώστε να σχηματισθεί κάτι άλλο) πολέμου και μέσα από αυτά τα ερείπια θα αναγεννηθεί ώστε να γίνει μια καινούργια αρχή. Όπως λέει και η Τατιάνα Λιάνη στο επίμετρο του βιβλίου, «…Και αν το Εμβατήριο Ραντέτσκυ χαρακτηρίστηκε «η Μασσαλιώτιδα του συντηρητισμού», ο συντηρητισμός του Ροτ έχει μια γεύση γλυκιά και πικρή ταυτόχρονα, μια γεύση που δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο.»

Το βιβλίο κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα από δύο εκδοτικούς οίκους, από τις Εκδ. Ροές (σελ.512, (έξοχη) μετάφρ. Δημ.Δημοκίδη + (κατατοπιστικότατο) επίμετρο Τατ. Λιάνη) και από τις Εκδ. Άγρα (σελ. 471, μετάφρ. Μ.Αγγελίδου) . Εγώ διάβασα την έκδοση των «Ροών», αλλά υποθέτω ότι και η έκδοση της Άγρας θα είναι στο σύνηθες επίπεδο που χαρακτηρίζει τον οίκο. Για το περίεργο αυτό γεγονός των δύο ταυτόχρονων εκδόσεων τα λέει πολύ ωραία και γλαφυρά (όπως πάντα) ο Κ.Παπαγιώργης.


L.Cohen "Take this waltz"




Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3