Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 29, 2011 | Permalink
Ίχνη ρήγματος
Πολλά ρίσκα παίρνει η υπέροχη Καναδή συγγραφέας Nancy Huston στο συναρπαστικό της μυθιστόρημα, «ΙΧΝΗ ΡΗΓΜΑΤΟΣ» (Lignes de faille – Fault lines), Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Ε.Τσολακέλλη, σελ. 364), ένα οικογενειακό δράμα (saga), το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας ιδιάζουσας οικογένειας και ενός «μυστικού» που την βαραίνει και την ακολουθεί μέσα από τις τέσσερις γενιές των αφηγητών του βιβλίου.
Οι οικογενειακές ιστορίες μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες, συνηθισμένες, βαρετές, κουραστικές – εξαρτάται από αυτόν που τις αφηγείται. Εδώ η Χιούστον παίρνει το πρώτο ρίσκο. Οι αφηγητές είναι 4, όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας, και όλοι στην ηλικία των 6-7 χρονών στις χρονικές περιόδους που βρίσκονταν σ’αυτή την ηλικία. Το δεύτερο ρίσκο είναι ότι αυτή η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική πορεία αλλά πηγαίνει αντίστροφα στον χρόνο. Χωρισμένη σε 4 περιόδους, ξεκινάει το 2004, πηγαίνει στο 1982, είκοσι χρόνια πίσω στο 1962 και ολοκληρώνεται το 1944-45. Και οι 4 κουβαλάνε πάνω στο σώμα τους ένα σημάδι, το οποίο εμφανίζεται σε διαφορετικά μεγέθη και σε διαφορετικά σημεία του σώματος από γενιά σε γενιά, σε κάποιους είναι σημάδι «υπερηφάνειας», σε άλλους «ντροπής» – και αν η Έρρα/Κριστίνα η προγιαγιά και τραγική φιγούρα του βιβλίου «επικοινωνεί» με το σημάδι της και μαθαίνει να ζεί μ’αυτό, ο Σολ, ο δισέγγονος εξαναγκάζεται σε χειρουργική επέμβαση από την μουρλή μητέρα του για να το βγάλει, διότι είναι στο μέτωπο και του «χαλάει τη μόστρα». Η επέμβαση βέβαια αποτυγχάνει και στη θέση του σημαδιού μένει μια θεόρατη ουλή – εύκολο νομίζεις είναι να ξεριζώσεις το παρελθόν;
Οι 4 ενότητες του μυθιστορήματος ακολουθούν διαφορετικό ρυθμό, κάτι απόλυτα λογικό, από τη στιγμή που οι αφηγητές είναι διαφορετικοί – και παρά το γεγονός ότι είναι παιδιά στην ηλικία των 6 χρόνων, το στυλ τους διαφέρει όπως και οι εποχές στις οποίες ζούνε. Οι εποχές κατά την διάρκεια των οποίων αφηγούνται είναι ταραγμένες και χαρακτηρίζονται από έντονα γεγονότα. Το 2004, ο Σολ παρακολουθεί από την τηλεόραση και το διαδίκτυο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, το 1982 ο πατέρας του, ο Ράνταλ ζει στην Χάϊφα του Ισραήλ και βλέπει τη ζωή του ν’αλλάζει και τον γάμο των γονιών του να περνάει κρίση, λόγω των σφαγών στον Λίβανο, το 1962 η μητέρα του Σεϊντυ περιμένει την ανθρωπότητα να καταστραφεί λόγω του τρόμου που έχει κατακλύσει τις Η.Π.Α. με τις φιλοσοβιετικές τάσεις της Κουβανικής κυβέρνησης και την επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων, ενώ το 1944 η Έρρα/Κριστίνα βρίσκει καταφύγιο στη μουσική για να αντέξει τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στη Δρέσδη και τις άλλες Γερμανικές πόλεις.
Τα μέλη της οικογένειας εμφανίζονται όλα μαζί μόνο στην πρώτη ενότητα, στην αφήγηση του Σολ, όπου με αφορμή μια έρευνα της γιαγιάς Σέϊντυ προγραμματίζεται ένα ταξίδι όλων των μελών στην Γερμανία, στο σπίτι που πέρασε την βρεφική και παιδική της ηλικία η προγιαγιά Έρρα και όπου είναι το μέρος το οποίο δεν έχει ξαναεπισκεφθεί ποτέ η ίδια κατά τη διάρκεια της πολύ επιτυχημένης μουσικής της καρριέρας. Είναι το μέρος που θέλει να αποφύγει διότι της θυμίζει το ποια είναι και από πού ξεκίνησε. Η κόρη της Σέϊντυ έγινε ιστορικός για να ανακαλύψει αυτό το μυστικό που της άλλαξε τη ζωή και το οποίο μας αποκαλύπτεται από την αρχή του βιβλίου. Η Έρρα μεγαλωμένη ως Κριστίνα στη Γερμανία είναι παιδί – «γενίτσαρος». Ένα παιδί που βγήκε από τα εφιαλτικά Lebensborn. Ένα παιδί «αρίων χαρακτηριστικών» που βγήκε από την προγραμματισμένη ένωση ενός ναζί και μιας Ουκρανοεβραίας.
«Μεταξύ 1940-1945, για να αναπληρωθούν οι γερμανικές απώλειες του πολέμου, ένα τεράστιο πρόγραμμα «γερμανοποίησης» ξένων παιδιών τέθηκε σε εφαρμογή στα εδάφη που κατείχε η Βέρμαχτ. Με εντολή του Χάινριχ Χίμμλερ εκλάπησαν περισσότερα από διακόσιες χιλιάδες παιδιά από την Πολωνία, την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Όσα ήταν σε σχολική ηλικία οδηγήθηκαν σε ειδικά κέντρα για να λάβουν «αρία» εκπαίδευση – τα μικρότερα, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά βρέφη, μέσω των κέντρων Lebensborn («πηγή ζωής» - τα περίφημα «ιπποφορβεία» των ναζί), τοποθετήθηκαν σε γερμανικές οικογένειες.» .
Η αφήγηση του καθενός από τους αφηγητές αποκαλύπτει (μετά το αρχικό σοκ όπου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται χονδρικά για το αβάσταχτο βάρος του παρελθόντος που κουβαλάει η Έρρα), και ενώνει το παζλ της οικογενειακής ιστορίας. Όλα αυτά μεταξύ δυσλειτουργικών οικογενειών, γονέων αδιάφορων και γονέων υπερπροστατευτικών, ανίκανων και χαμένων στα προσωπικά τους προβλήματα μητέρων – όπου και η Έρρα/Κριστίνα που νοιάζεται μόνο για την μουσική της καρριέρα αλλά και η Σέϊντυ που νοιάζεται μόνο για την ακαδημαϊκή της ανέλιξη και την αποκάλυψη του παρελθόντος της μητέρας τους αδιαφορούν για τα τραύματα που προκαλούν στα παιδιά τους.
«Σαδιστής είναι εκείνος που του αρέσει να πληγώνεις τους άλλους, και δεν ξέρω γιατί η μαμά μου έδωσε ένα τέτοιο όνομα, Sadie, κάποτε τη ρώτησα, αλλά το μόνο που μου είπε είναι ότι το έβρισκε ωραίο. Το όνομά μου περιλαμβάνει επίσης τη λέξη sad, θλιμμένος, και ακόμη και αν δεν το έκανε επίτηδες, αυτό που έχει να θρέψει (ή μάλλον αυτό που δεν έχει να θρέψει, το περισσότερο καιρό) είναι ένα πολύ θλιμμένο κοριτσάκι.»
Παρά τα εμφανή μειονεκτήματα του το μυθιστόρημα σε καθηλώνει. Τα εξάχρονα παιδιά δεν αφηγούνται σύμφωνα με την ηλικία τους – όσο πανέξυπνα και χαρισματικά κι αν περιγράφονται ενώ η αντίστροφη μυθιστορηματική πορεία, ένα τέχνασμα πολυχρησιμοποιημένο και αρκετά κινηματογραφικό, λειτουργεί μεν πολύ καλά αλλά αφήνει πάρα πολλά κενά στην ιστορία. Αλλά το στυλ και η τεχνική της Χιούστον είναι τέτοια που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Καθώς οι ιστορίες και οι αφηγήσεις προχωράνε, από τον υπερκινητικό και νευρώδη, κακομαθημένο Σολ με την υπερπροστατευτική, υστερική προτεστάντισα μάνα, στον τρυφερό και ευαίσθητο Ράνταλ που ταλαιπωρείται από τις μετακομίσεις της οικογένειας, από την ανασφάλεια και τις νευρώσεις της μητέρας του, που οδηγούνε στην αυτοκτονία του πατέρα του, στην πανέξυπνη και «διαόλου κάλτσα» αλλά ανασφαλή και στερημένη από κάθε είδους χάδι Σέϊντυ που διαπιστώνει ότι η «θαυμάσια και πανέμορφη σαν πορσελάνη» μάνα της, κουβαλάει κάποιο τραγικό μυστικό. Με ένα μουσικό ρυθμό σαν μπολερό, οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με ένα συγκλονιστικό τέταρτο μέρος, όπου η αφήγηση της Έρρας/ Κριστίνας/ Κλαρύσας παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια θριλερικού ύφους αγωνιώδη εξέλιξη.
Δεν φτάνει στα ύψη του αριστουργήματός της «Dolce agonia», αλλά η Χιούστον κερδίζει το στοίχημα και σ’αυτό το μυθιστόρημα, με τον άμεσο τρόπο γραφής της. Οι λεπτομέρειες και κάτι μικρά και ασήμαντα κεφάλαια, σαν εικόνες περνάνε από μπροστά σου συνέχεια. Η κούκλα της Γκρέτα, το κουτί της γιαγιάς, το σημάδι στο χέρι, η ερωτική σκηνή της Έρρας και του Γιάνεκ, τα ενοχικά συναισθήματα των παιδιών. Κλείνεις το βιβλίο και θέλεις να το ξαναδιαβάσεις (τουλάχιστον εγώ αυτό έπαθα – περνώντας κάποιο διάστημα ξαναδιαβάζοντας τα κύρια σημεία της ιστορίας) για να δεις τι σου ξέφυγε – αναρωτιέμαι σε πόσα μυθιστορήματα μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Υ.Γ. Ενδιαφέρον βίντεο για τα Lebensborn, μπορείς να δεις εδώ
CAT STEVENS - The first cut is the deepest
Οι οικογενειακές ιστορίες μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες, συνηθισμένες, βαρετές, κουραστικές – εξαρτάται από αυτόν που τις αφηγείται. Εδώ η Χιούστον παίρνει το πρώτο ρίσκο. Οι αφηγητές είναι 4, όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας, και όλοι στην ηλικία των 6-7 χρονών στις χρονικές περιόδους που βρίσκονταν σ’αυτή την ηλικία. Το δεύτερο ρίσκο είναι ότι αυτή η ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική πορεία αλλά πηγαίνει αντίστροφα στον χρόνο. Χωρισμένη σε 4 περιόδους, ξεκινάει το 2004, πηγαίνει στο 1982, είκοσι χρόνια πίσω στο 1962 και ολοκληρώνεται το 1944-45. Και οι 4 κουβαλάνε πάνω στο σώμα τους ένα σημάδι, το οποίο εμφανίζεται σε διαφορετικά μεγέθη και σε διαφορετικά σημεία του σώματος από γενιά σε γενιά, σε κάποιους είναι σημάδι «υπερηφάνειας», σε άλλους «ντροπής» – και αν η Έρρα/Κριστίνα η προγιαγιά και τραγική φιγούρα του βιβλίου «επικοινωνεί» με το σημάδι της και μαθαίνει να ζεί μ’αυτό, ο Σολ, ο δισέγγονος εξαναγκάζεται σε χειρουργική επέμβαση από την μουρλή μητέρα του για να το βγάλει, διότι είναι στο μέτωπο και του «χαλάει τη μόστρα». Η επέμβαση βέβαια αποτυγχάνει και στη θέση του σημαδιού μένει μια θεόρατη ουλή – εύκολο νομίζεις είναι να ξεριζώσεις το παρελθόν;
Οι 4 ενότητες του μυθιστορήματος ακολουθούν διαφορετικό ρυθμό, κάτι απόλυτα λογικό, από τη στιγμή που οι αφηγητές είναι διαφορετικοί – και παρά το γεγονός ότι είναι παιδιά στην ηλικία των 6 χρόνων, το στυλ τους διαφέρει όπως και οι εποχές στις οποίες ζούνε. Οι εποχές κατά την διάρκεια των οποίων αφηγούνται είναι ταραγμένες και χαρακτηρίζονται από έντονα γεγονότα. Το 2004, ο Σολ παρακολουθεί από την τηλεόραση και το διαδίκτυο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, το 1982 ο πατέρας του, ο Ράνταλ ζει στην Χάϊφα του Ισραήλ και βλέπει τη ζωή του ν’αλλάζει και τον γάμο των γονιών του να περνάει κρίση, λόγω των σφαγών στον Λίβανο, το 1962 η μητέρα του Σεϊντυ περιμένει την ανθρωπότητα να καταστραφεί λόγω του τρόμου που έχει κατακλύσει τις Η.Π.Α. με τις φιλοσοβιετικές τάσεις της Κουβανικής κυβέρνησης και την επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων, ενώ το 1944 η Έρρα/Κριστίνα βρίσκει καταφύγιο στη μουσική για να αντέξει τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στη Δρέσδη και τις άλλες Γερμανικές πόλεις.
Τα μέλη της οικογένειας εμφανίζονται όλα μαζί μόνο στην πρώτη ενότητα, στην αφήγηση του Σολ, όπου με αφορμή μια έρευνα της γιαγιάς Σέϊντυ προγραμματίζεται ένα ταξίδι όλων των μελών στην Γερμανία, στο σπίτι που πέρασε την βρεφική και παιδική της ηλικία η προγιαγιά Έρρα και όπου είναι το μέρος το οποίο δεν έχει ξαναεπισκεφθεί ποτέ η ίδια κατά τη διάρκεια της πολύ επιτυχημένης μουσικής της καρριέρας. Είναι το μέρος που θέλει να αποφύγει διότι της θυμίζει το ποια είναι και από πού ξεκίνησε. Η κόρη της Σέϊντυ έγινε ιστορικός για να ανακαλύψει αυτό το μυστικό που της άλλαξε τη ζωή και το οποίο μας αποκαλύπτεται από την αρχή του βιβλίου. Η Έρρα μεγαλωμένη ως Κριστίνα στη Γερμανία είναι παιδί – «γενίτσαρος». Ένα παιδί που βγήκε από τα εφιαλτικά Lebensborn. Ένα παιδί «αρίων χαρακτηριστικών» που βγήκε από την προγραμματισμένη ένωση ενός ναζί και μιας Ουκρανοεβραίας.
«Μεταξύ 1940-1945, για να αναπληρωθούν οι γερμανικές απώλειες του πολέμου, ένα τεράστιο πρόγραμμα «γερμανοποίησης» ξένων παιδιών τέθηκε σε εφαρμογή στα εδάφη που κατείχε η Βέρμαχτ. Με εντολή του Χάινριχ Χίμμλερ εκλάπησαν περισσότερα από διακόσιες χιλιάδες παιδιά από την Πολωνία, την Ουκρανία και τις Βαλτικές χώρες. Όσα ήταν σε σχολική ηλικία οδηγήθηκαν σε ειδικά κέντρα για να λάβουν «αρία» εκπαίδευση – τα μικρότερα, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλά βρέφη, μέσω των κέντρων Lebensborn («πηγή ζωής» - τα περίφημα «ιπποφορβεία» των ναζί), τοποθετήθηκαν σε γερμανικές οικογένειες.» .
Η αφήγηση του καθενός από τους αφηγητές αποκαλύπτει (μετά το αρχικό σοκ όπου ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται χονδρικά για το αβάσταχτο βάρος του παρελθόντος που κουβαλάει η Έρρα), και ενώνει το παζλ της οικογενειακής ιστορίας. Όλα αυτά μεταξύ δυσλειτουργικών οικογενειών, γονέων αδιάφορων και γονέων υπερπροστατευτικών, ανίκανων και χαμένων στα προσωπικά τους προβλήματα μητέρων – όπου και η Έρρα/Κριστίνα που νοιάζεται μόνο για την μουσική της καρριέρα αλλά και η Σέϊντυ που νοιάζεται μόνο για την ακαδημαϊκή της ανέλιξη και την αποκάλυψη του παρελθόντος της μητέρας τους αδιαφορούν για τα τραύματα που προκαλούν στα παιδιά τους.
«Σαδιστής είναι εκείνος που του αρέσει να πληγώνεις τους άλλους, και δεν ξέρω γιατί η μαμά μου έδωσε ένα τέτοιο όνομα, Sadie, κάποτε τη ρώτησα, αλλά το μόνο που μου είπε είναι ότι το έβρισκε ωραίο. Το όνομά μου περιλαμβάνει επίσης τη λέξη sad, θλιμμένος, και ακόμη και αν δεν το έκανε επίτηδες, αυτό που έχει να θρέψει (ή μάλλον αυτό που δεν έχει να θρέψει, το περισσότερο καιρό) είναι ένα πολύ θλιμμένο κοριτσάκι.»
Παρά τα εμφανή μειονεκτήματα του το μυθιστόρημα σε καθηλώνει. Τα εξάχρονα παιδιά δεν αφηγούνται σύμφωνα με την ηλικία τους – όσο πανέξυπνα και χαρισματικά κι αν περιγράφονται ενώ η αντίστροφη μυθιστορηματική πορεία, ένα τέχνασμα πολυχρησιμοποιημένο και αρκετά κινηματογραφικό, λειτουργεί μεν πολύ καλά αλλά αφήνει πάρα πολλά κενά στην ιστορία. Αλλά το στυλ και η τεχνική της Χιούστον είναι τέτοια που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Καθώς οι ιστορίες και οι αφηγήσεις προχωράνε, από τον υπερκινητικό και νευρώδη, κακομαθημένο Σολ με την υπερπροστατευτική, υστερική προτεστάντισα μάνα, στον τρυφερό και ευαίσθητο Ράνταλ που ταλαιπωρείται από τις μετακομίσεις της οικογένειας, από την ανασφάλεια και τις νευρώσεις της μητέρας του, που οδηγούνε στην αυτοκτονία του πατέρα του, στην πανέξυπνη και «διαόλου κάλτσα» αλλά ανασφαλή και στερημένη από κάθε είδους χάδι Σέϊντυ που διαπιστώνει ότι η «θαυμάσια και πανέμορφη σαν πορσελάνη» μάνα της, κουβαλάει κάποιο τραγικό μυστικό. Με ένα μουσικό ρυθμό σαν μπολερό, οι αφηγήσεις ολοκληρώνονται με ένα συγκλονιστικό τέταρτο μέρος, όπου η αφήγηση της Έρρας/ Κριστίνας/ Κλαρύσας παρασέρνει τον αναγνώστη σε μια θριλερικού ύφους αγωνιώδη εξέλιξη.
Δεν φτάνει στα ύψη του αριστουργήματός της «Dolce agonia», αλλά η Χιούστον κερδίζει το στοίχημα και σ’αυτό το μυθιστόρημα, με τον άμεσο τρόπο γραφής της. Οι λεπτομέρειες και κάτι μικρά και ασήμαντα κεφάλαια, σαν εικόνες περνάνε από μπροστά σου συνέχεια. Η κούκλα της Γκρέτα, το κουτί της γιαγιάς, το σημάδι στο χέρι, η ερωτική σκηνή της Έρρας και του Γιάνεκ, τα ενοχικά συναισθήματα των παιδιών. Κλείνεις το βιβλίο και θέλεις να το ξαναδιαβάσεις (τουλάχιστον εγώ αυτό έπαθα – περνώντας κάποιο διάστημα ξαναδιαβάζοντας τα κύρια σημεία της ιστορίας) για να δεις τι σου ξέφυγε – αναρωτιέμαι σε πόσα μυθιστορήματα μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Υ.Γ. Ενδιαφέρον βίντεο για τα Lebensborn, μπορείς να δεις εδώ
CAT STEVENS - The first cut is the deepest