Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2020 | Permalink
"Παρέγκλισις"

Προσπαθώντας τις ημέρες της υποχρεωτικής καραντίνας, να τακτοποιήσω τις κούτες με τα αδιάβαστα στο σπίτι μου και να κάνω ένα αναγκαίο ξεκαθάρισμα, ανέσυρα ένα βιβλίο που ήταν χωμένο κάπου, δεν θυμόμουν ότι το είχα στη διάθεσή μου, αν και κατά καιρούς σκεφτόμουν να ασχοληθώ μαζί του. Με πολλή καθυστέρηση (3 χρόνια αφότου εκδόθηκε στα ελληνικά) λοιπόν, διάβασα το βιβλίο του Αμερικανού καθηγητή Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Χάρβαρντ, Stephen Greenblatt (Βοστώνη Η.Π.Α., 1943), «ΠΑΡΕΓΚΛΙΣΙΣ, ο Λουκρήτιος και οι απαρχές της νεωτερικότητας» («The Swerve, How the Renaissance began» -  (εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., (εξαιρετική) μετάφρ. Δ.Κανελλοπούλου, σελ. 537) και κυριολεκτικά μαγεύτηκα. 
Να διευκρινίσω (και ταυτόχρονα να αποτρέψω τους ειδικούς απ’ το να συνεχίσουν να διαβάζουν το κείμενο αυτό) ότι, το βιβλίο το διάβασα ως φανατικός αναγνώστης της Λογοτεχνίας και όχι με το βλέμμα ενός Ιστορικού (που δεν είμαι) ή ενός Φιλολόγου, Λατινιστή ή κάτι παραπλήσιου, άρα το κρίνω όπως θα προσέγγιζα ένα μυθιστόρημα – διότι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα είναι ότι το βιβλίο του, διαβάζεται ως ένα απόλυτα σαγηνευτικό λογοτεχνικό έργο μεγάλων αξιώσεων.


Ένα βιβλίο που μιλάει για ένα άλλο βιβλίο, είναι η «Παρέγκλισις». Ένα βιβλίο για το πώς ανασύρθηκε από την λήθη, ένα πολύ σημαντικό έργο της αρχαιότητας. Ένα βιβλίο για έναν κυνηγό βιβλίων, έναν άνθρωπο που έβλεπε πολύ μπροστά από την εποχή του που δεν ήταν και η καλύτερη. Είναι η εύρεση ενός «επικίνδυνου» χειρογράφου, που ερχόταν σε αντίθεση με τις επικρατούσες ιδέες της εποχής. Την ιστορία αυτή περιγράφει με αξιοθαύμαστο (και ταυτόχρονα ζηλευτό) τρόπο, ο Σαιξπηριστής καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Stephen Greenblatt, αποσπώντας μια σειρά από μεγάλα βραβεία, αλλά και ταυτόχρονα δεχόμενος μεγάλη κριτική από συναδέλφους του για τον τρόπο περιγραφής της ιστορίας που αφηγείται (αλλά και για την ακρίβεια του υποτίτλου του βιβλίου).

Ο βιβλιοθήρας είναι ο Πότζο Μπρατσολίνι (1380 – 1459), που ξεκινώντας από φτωχική οικογένεια της Φλωρεντίας, σταδιοδρόμησε στην υπηρεσία του Πάπα της Ρώμης αλλά και διαφόρων άλλων ισχυρών της εποχής. Το βιβλίο, το οποίο ανέσυρε από την λήθη και τη σκόνη μιας βιβλιοθήκης ενός μοναστηριού στην Έσση της Γερμανίας, είναι το περίφημο «Περί Φύσεως» («De Rerum Natura») του Λουκρήτιου, ενός άκρως αιρετικού ποιητικού έργου, απαγορευμένου και καταδικασμένου από τις εκκλησιαστικές αρχές. Είναι το 1417 και ο Πότζο ειδικεύεται στο να βρίσκει στα απομακρυσμένα μοναστήρια και στις σκονισμένες βιβλιοθήκες, χειρόγραφα αξίας, που θα μπορούσε να αντιγράψει. Ως γνήσιος διανοούμενος της εποχής του, ο βιβλιοθήρας έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για την αρχαία ελληνική και την Λατινική γραμματεία και θεωρούσε (δικαίως) ότι ο κόσμος στον οποίο ζούσε δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους. Έψαχνε λοιπόν είτε υπό την υπηρεσία κάποιου μαικήνα, είτε του Πάπα, να βρει χειρόγραφα από τις εποχές της κλασσικής γραμματείας. Από την άλλη, έτρεφε απέχθεια για τα μοναστήρια και τις μεθόδους τους, για τους μοναχούς και τους ανθρώπους που δεν έβλεπαν μπροστά τους από τον σκοταδισμό που είχε επιβάλλει ο θρησκευτικός τους φανατισμός – ήταν δε μάρτυρας αυτών των μεθόδων, όταν έβλεπε φωτισμένους εξεγερμένους ανθρώπους να καίγονται στην πυρά.

«Όπως και πολλοί από τους συναδέλφους του, ο Πότζο ήταν ακαταπόνητος επιστολογράφος, και μέσα από τις επιστολές αυτές τον βλέπουμε να αντιπαλεύει τον κυνισμό, την αηδία και την απογοήτευση από αυτόν τον κόσμο, που φαίνεται ότι είχαν προσβάλει τους πάντες στο περιβάλλον του πάπα. Τα μοναστήρια, γράφει σ’ έναν φίλο του, δεν είναι «συναθροίσεις πιστών ή τόποι ευσεβών ανδρών, αλλά εργαστήρια εγκληματιών», η κουρία είναι «οχετός ανθρώπινης ακολασίας». Όπου και να κοιτάξει τριγύρω του στη Ρώμη, ο κόσμος γκρεμίζει αρχαίους ναούς για να πάρει τον ασβέστη από τις πέτρες και, μέσα σε μια δυο γενιές, τα πιο πολλά από τα ένδοξα απομεινάρια του παρελθόντος, τόσο πιο πολύτιμα από το άθλιο παρόν μας, θα έχουν χαθεί. Χαραμίζει τη ζωή του και πρέπει να βρει μια έξοδο διαφυγής: «Πρέπει να δοκιμάσω τα πάντα για να καταφέρω κάτι, κι έτσι να σταματήσω να υπηρετώ άλλους και να έχω χρόνο για τη λογοτεχνία».»


Ο Πότζο είχε αναπτύξει στο έπακρον τις ικανότητές του στην αντιγραφή και την καλλιγραφία. Ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του, ήταν επαρκέστατος Λατινιστής και Λόγιος, ενώ είχε μάθει καλά πώς να ελίσσεται ανάμεσα στις μηχανορραφίες της εξουσίας και πώς να πλουτίζει βρίσκοντας χειρόγραφα αξίας ή υπηρετώντας με επάρκεια τους εκάστοτε προστάτες του. Βρίσκοντας το «Περί Φύσεως», ένα ποίημα για το οποίο είχε διαβάσει εγκώμια και αναφορές από Λατίνους συγγραφείς, κυρίως δε τον θαυμασμό γι’ αυτό από τον Οβίδιο, γνώριζε ότι έχει στα χέρια του έναν χαμένο θησαυρό.

Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., λίγο πριν τον Βιργίλιο και το «Περί Φύσεως» είναι μια ποιητική σύνθεση (επηρεασμένη από την Επικούρεια Φιλοσοφία, και την Ατομική θεωρία του Δημόκριτου), που αναπτύσσει την ιδέα ότι το σύμπαν δεν έχει όρια, οι δεισιδαιμονίες μόνο πνευματική βλάβη προκαλούν, τον άνθρωπο δεν πρέπει να τον απασχολεί η ιδέα του θανάτου αφού ο ίδιος δεν θα είναι παρών όταν αυτός έρθει, άρα δεν πρέπει να τον απασχολεί η «μεταθανάτια ζωή», ότι οι Θεοί (αν υπάρχουν) δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα τεκταινόμενα των ανθρώπων, ενώ (και το κυριότερο), η ύλη αποτελείται από απειροελάχιστα σωματίδια (τα άτομα), αόρατα, άφθαρτα και συνεχώς κινούμενα ενώ ο κόσμος έχει προέλθει από τις απρόβλεπτες πορείες αυτών των ατόμων (από μια απόκλιση ή «παρέγκλιση»).

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, τον Πότζο ελάχιστα (ή ίσως και καθόλου) τον ενδιέφεραν οι ιδέες που αναπτύσσονται στο «Περί Φύσεως», θαύμασε το ύφος και την φινέτσα του Λουκρήτιου, την γοητεία ενός κόσμου άγνωστου σε αυτόν, την ελευθερία και την χαρά της ζωής που διαπερνάει απ’ άκρη σ’ άκρη το ποίημα. Γνώριζε όμως ότι κρατούσε στα χέρια του και αντέγραφε κάτι που θα μπορούσε να πυροδοτήσει αντιδράσεις και να ανατρέψει δεδομένα.

«Το «Περί Φύσεως» δεν είναι ευκολοδιάβαστο κείμενο. Αριθμεί συνολικά 7.400 στίχους σε τυπικό δακτυλικό εξάμετρο, το μετρικό σχήμα που υιοθέτησαν στα έπη τους ποιητές όπως ο Βιργίλιος και ο Οβίδιος για να μιμηθούν τα ελληνικά του Ομήρου. Χωρισμένο σε έξι βιβλία χωρίς τίτλο, το ποίημα συνταιριάζει στιγμές έντονης λυρικής ομορφιάς και φιλοσοφικούς στοχασμούς πάνω στη θρησκεία, την ηδονή και τον θάνατο με περίτεχνες θεωρίες για τον φυσικό κόσμο, την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, τους κινδύνους και τις χαρές της ερωτικής πράξης και τη φύση των νόσων. Η γλώσσα είναι συχνά μπερδεμένη και δύσκολη, η σύνταξη περίπλοκη και το όλο πνευματικό εγχείρημα απίστευτα φιλόδοξο.»

Ο Greenblatt αναφέρει πως η ανακάλυψη του «Περί Φύσεως» του κατά πολλούς θεωρούμενο ως ένα από τα δυο-τρία ωραιότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί, τροφοδότησε την Αναγέννηση μετά την δημοσιοποίησή του. Το ποίημα που αποθεώνει την ζωή και τις απολαύσεις της, επηρέασε ζωγράφους και συγγραφείς – από τον Μποτιτσέλι και τον Ντα Βίντσι, έως τον Σαίξπηρ και τον Μονταίνιο έως τον Τόμας Τζέφερσον, αλλά και τον Γαλιλαίο και τον Δαρβίνο. Ήταν η αρχή μια εποχής αλλά και το τέλος μιας άλλης.

Διαβάζοντας το αριστουργηματικό αυτό βιβλίο, ο αναγνώστης προσκαλείται σε ένα ταξίδι γνώσης και σκέψης. Με εκπληκτική δομή, ο Greenblatt προβάλλει σε πρώτο επίπεδο, την ανακάλυψη του χειρόγραφου από τον ακάματο Πότζο, εξιστορώντας τις περιπέτειες του και την ζωή του, και αυτό του δίνει την δυνατότητα να περιγράψει μια ολόκληρη εποχή, σκοταδισμού και δεισιδαιμονιών, εντελώς αντίθετη με τους στίχους του ποιήματος, που ο βιβλιοθήρας φέρνει στο φως.

Η «Παρέγκλισις» δεν είναι μυθοπλασία  - είναι βιβλίο Ιστορίας με μεγάλη βιβλιογραφία και παραπομπές - αλλά διαβάζεται ως τέτοια, αφού η γλαφυρότητα και η ικανότητα του συγγραφέα, καταπλήσσει και γοητεύει σε σημείο να μη μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Σε προκαλεί (και προσκαλεί), με γλώσσα απέριττη και κατανοητή από τον μέσο αναγνώστη, να ψάξεις για τον Λουκρήτιο και για το «Περί Φύσεως» (ή «Για την Φύση των Πραγμάτων» όπως λέγεται στην τελευταία έκδοσή του στα ελληνικά), αλλά και να δεις ότι η λογοτεχνική απόλαυση μπορεί να προκύψει από τα πιο αναπάντεχα κείμενα.



 
Τρίτη, Ιουνίου 23, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 23, 2020 | Permalink
"Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους"
Ευχάριστη έκπληξη (υπό την έννοια ότι δεν πολυσυζητήθηκε στη χώρα μας), αποτέλεσε το βραβευμένο με το εγκυρότατο βραβείο  Γκονκούρ του 2018, πολυσέλιδο μυθιστόρημα του (σχετικά νέου) Γάλλου Nicholas Mathieu (Epinal, 1978), που έχει ως τίτλο «ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ» («Leurs enfants après eux») – (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Σ. Διονυσοπούλου - επιμ. Κ. Σχινά, σελ. 635). Ένα μυθιστόρημα πικρό, ρεαλιστικό και σκληρό, που απεικονίζει με ζωντάνια την κοινωνικοοικονομική κρίση, σε μια περιοχή που μαστίζεται από ανεργία και παραβατισμό, κι όπου το μέλλον δείχνει ζοφερό και αδιέξοδο.




«Ήταν αυτό το κομμάτι που έπαιζε ξανά και ξανά στο κανάλι Μ6. Γενικά, σε έκανε να θέλεις να σπάσεις μια κιθάρα ή να βάλεις φωτιά στο σχολείο σου· σ' εκείνο τον κήπο όμως, οι πάντες βυθίστηκαν σε περισυλλογή. Ήταν ακόμη καινούργιο, ένας τίτλος που προερχόταν από μια αμερικανική, εξίσου σκουριασμένη πόλη, μια σκατούπολη χαμένα πέρα μακριά, εκεί όπου μικροί λιγδιασμένοι λευκοί με καρό πουκάμισα έπιναν φτηνές μπίρες. Και κείνο  το τραγούδι, σαν ιός, εξαπλωνόταν παντού όπου υπήρχαν εξαθλιωμένοι γιοι προλετάριων, ατίθασοι έφηβοι, απόβλητα της κρίσης, κορίτσια που είχαν γίνει πρόωρα μητέρες, αποβράσματα με μοτοσακό, χασικλήδες και μαθητές τεχνικών λυκείων. Στο Βερολίνο είχε πέσει το Τείχος και ήδη η ειρήνη αναγγελόταν σαν τρομερός οδοστρωτήρας. Σε κάθε πόλη που ανήκε σ' αυτόν τον αποβιομηχανοποιημένο κόσμο, σ' αυτόν τον μονόδρομο, σε κάθε ξεπεσμένη κωμόπολη, πιτσιρίκια χωρίς όνειρα άκουγαν τώρα εκείνο το γκρουπ από το Σιάτλ που ονομαζόταν Νιρβάνα. Άφηναν τα μαλλιά τους να μακρύνουν και προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη μελαγχολία τους σε οργή, την κατάθλιψή τους σε ντεσιμπέλ. Ο παράδεισος ήταν για τα καλά χαμένος, η επανάσταση δεν θα γινόταν· το μόνο που τους απέμενε ήταν να κάνουν θόρυβο.»

 

Ο Αντονί, η Στεφανί κι ο Χασίν είναι οι τρεις πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Το 1992 ο Αντονί είναι 14 ετών, οι άλλοι δυο-τρία χρόνια μεγαλύτεροι. Γύρω τους κινούνται παιδιά της ίδιας πάνω-κάτω ηλικίας, που αλητεύουν, κάνουν μικροκλοπές, ξέφρενα πάρτι, ερωτεύονται, κολυμπάνε στη λίμνη, τρέχουν με μηχανάκια, μπλέκουν με ναρκωτικά, ανακαλύπτουν το σώμα τους. Ο Αντονί θα γνωρίσει την Στεφανί τυχαία, όταν μετά από την κλοπή ενός κανό, στην παραλία που θα αράξει με τον συνεργό και μεγαλύτερο ξάδερφό του, εκείνη θα κολυμπάει μαζί με μια φίλη της. Θα τους καλέσουν σε ένα πάρτι σε μια κοντινή κωμόπολη. Ο Αντονί θα χρησιμοποιήσει για τη μετάβασή τους, την παλιά μηχανή του πατέρα του, που βρίσκεται στο γκαράζ τους, χωρίς να χρησιμοποιείται για χρόνια αλλά που αποτελεί αντικείμενο λατρείας γι’ αυτόν, καθώς την προσέχει και την φροντίζει διατηρώντας την.

Στο πάρτι ο Αντονί θα αντιληφθεί ότι η Στεφανί «παίζει σε άλλη κατηγορία» από εκείνον, κορίτσι διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, με παρέες στις οποίες εκείνος δεν μπορεί να μπει. Κάποια στιγμή θα προσπαθήσουν να εισβάλλουν στο πάρτι ο Χασίν, ένα Μαροκινό αγόρι με πολύ κακή φήμη στο σχολείο και ένας φίλος του - τους διώχνουν ως παρείσακτους με βρισιές και σπρωξίματα. Όταν μετά από ώρες μεθυσιού, ο Αντονί κι ο ξάδερφός του πάνε να πάρουν τη μηχανή να φύγουν, δεν βρίσκουν τίποτα, έχει χαθεί. Θα γυρίσουν κακήν κακώς σπίτι κι ο Αντονί μετά από ημέρες άγονου ψαξίματος, θα αναγκαστεί να ομολογήσει στην μητέρα του, την απώλεια της μηχανής και τις υποψίες του για τον Χασίν. Εκείνη θα τον πάρει μαζί της και θα πάνε στην πολυκατοικία που μένει ο Μαροκινός μαζί με τον πατέρα του. Δεν θα τον βρουν και η μάνα του Αντονί θα προσβάλλει τον στωικό μεροκαματιάρη πατέρα του Χασίν, ο οποίος αγνοεί τι έχει συμβεί αλλά ξέρει τον γιο του. Το γεγονός αυτό, μαζί με την κλοπή της μηχανής και όσα θα επακολουθήσουν, θα πυροδοτήσει μια βεντέτα και μια αντιζηλία που θα κρατήσει για έξι χρόνια μεταξύ των δύο οικογενειών.


 Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μια χρονική περίοδο 6 ετών από το 92 έως το 98. Περίοδος που σηματοδοτεί σημαντικές στιγμές τη ζωή των ηρώων του, οι οποίοι σχηματίζουν μια ανομοιογενή ομάδα πρωταγωνιστών. Αυτές οι τέσσερις ενότητες έχουν ως τίτλο ένα τραγούδι - από το Smells like teen spirit, στο You could be mine, στο La Fevrier για να καταλήξουν στο τελευταίο κεφάλαιο στο διαχρονικό και αμφίσημο I will survive. Ο μυθιστορηματικός τόπος είναι η Λωραίνη στην Ανατολική Γαλλία και οι παρακμάζουσες κωμοπόλεις που βρίσκονται δίπλα στα σύνορα με το ακμάζον Λουξεμβούργο.


Τα παιδιά που ζουν στην παρακμάζουσα κωμόπολη, βλέπουν το είδος  ζωής που τους περιμένει και θέλουν να αντιδράσουν. Ο Αντονί της μικροαστικής οικογένειας με την εντυπωσιακής εμφάνισης μητέρα, παρατηρεί τους γονείς του, ο πατέρας του χάνει τα πάντα λόγω του ποτού, χωρίζει με την μητέρα του, συντρίβεται ψυχολογικά και κοινωνικά. Η Στεφανί μετά τις σεξουαλικές αναζητήσεις και τα ατελείωτα πάρτι βλέπει το αδιέξοδο που προβάλλει μπροστά της, θα βάλει στόχο να σπουδάσει νομικά και να πάει στο Παρίσι, ο Αντονί δεν έχει αυτές τις δυνατότητες, θα καταταγεί στον στρατό. Ο Χασίν θα σταλεί στο Μαρόκο να ζήσει με την μητέρα του και τους συγγενείς του, εκεί θα αντιληφθεί ότι μπορεί να βρει το κατάλληλο κανάλι για να διοχετεύει ναρκωτικά στη Γαλλία και θα κάνει τα αδύνατα, δυνατά για να το πετύχει. Οι τρεις έφηβοι τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας περίεργες μεθόδους θα προσπαθήσουν να αποφύγουν το πεπρωμένο, να βουλιάξουν στο ποτό και στην ενδοοικογενειακή βία στην περίπτωση του Αντονί, στην πλήξη της επαρχιακής ζωής στην περίπτωση της Στεφανί, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην περίπτωση του Χασίν. Μπορούν όμως;

 

«Σύμφωνα με κείνον, στη ζωή σού δίνονταν επιλογές. Μπορούσες να γίνεις σαν τον πατέρα σου, να διαμαρτύρεσαι και να τα βάζεις με τ' αφεντικά, να περνάς τον καιρό σου ζητιανεύοντας και να μετράς τις αδικίες. Ή μπορούσες, όπως εκείνος, να επιδείξεις τόλμη, επιχειρηματικό πνεύμα και να προκαλέσεις το πεπρωμένο σου. Το ταλέντο ανταμειβόταν: το αποδείκνυε ο ίδιος περίτρανα. Έτσι λοιπόν, παρασιτώντας στο περιθώριο της κοινωνίας, υιοθετούσε τις πλατύτερα διαδεδομένες ιδέες. Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο χρήμα την εκπληκτική δύναμη αφομοίωσης, που μετατρέπει τους κλέφτες σε μετόχους, τους διακινητές σε κομφορμιστές, τους νταβατζήδες σε εμπόρους και τανάπαλιν.»

Ο Ματιέ περιγράφει με δυνατές εικόνες την καθημερινότητα της ζωής στην επαρχιακή πόλη, τα αδιέξοδα και τις απογοητεύσεις, την εγκληματικότητα και την βία, την απελπισία μπροστά στα προσωπικά και οικονομικά προβλήματα. Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι βαριά, διότι αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει διέξοδος για αυτά τα παιδιά που παρά την δίψα τους για ζωή και για κάτι διαφορετικό, δείχνουν εγκλωβισμένα και απόλυτα συνδεδεμένα με την μοίρα του τόπου όπου ζουν. Λίγες ανάσες ελπίδας, σταγόνες ανθρωπιάς αφήνουν κάποια στιγμή σχισμές φωτός να εισβάλλουν, αλλά το ζοφερό γενικότερο πλαίσιο παραμένει, και η μόνη λύση είναι η φυγή.

Εύκολα μπορείς να φανταστείς το μέλλον γι’ αυτά τα παιδιά, γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι θα είναι οι μελλοντικοί ψηφοφόροι της Λεπέν, που θεωρούν ότι όλοι και όλα τους φταίνε, κάποιοι από αυτούς θα συμμετέχουν στις διαδηλώσεις των «Κίτρινων γιλέκων», απελπισμένοι και αηδιασμένοι με την κατάσταση, καθώς δεν διακρίνουν ελπίδα από πουθενά.

Ιλιγγιώδης αφήγηση και κινηματογραφικός ρυθμός στο εξαιρετικό «Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους», που δείχνει προορισμένο να μεταφερθεί στην μεγάλη ή την μικρή οθόνη. Έντονες εικόνες που χαράσσονται στη μνήμη, ρεαλισμός και βία, δυνατό κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο, έρωτας και δράμα, το Παγκόσμιο κύπελλο του ’98 στη Γαλλία και τα πανηγύρια που κάνουν τον κόσμο να ξεχάσει τα προβλήματά του – έξοχη απεικόνιση μιας δεκαετίας, το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Ματιέ δεν αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσα, μεταφέροντάς του την απελπισία και τον θυμό του ανώνυμου ανθρώπου της επαρχίας.

Βαθμολογία 82 / 100


 

 

 

 


 
Τρίτη, Ιουνίου 16, 2020
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 16, 2020 | Permalink
Γυναίκα-αράχνη ("Το μυστικό της Λαίδης Όντλεϊ)

Βικτωριανή λογοτεχνία στα καλύτερά της, μέσα από το είδος του «sensation novel» (αισθηματικό μυθιστόρημα μυστηρίου), είναι το έξοχο μυθιστόρημα, «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΟΝΤΛΕΪ» («Lady Audley's secret»), της δημοφιλέστατης το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, Αγγλίδας συγγραφέως, Mary Elisabeth Braddon (Λονδίνο 1835 - 1915), που κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά την περασμένη χρονιά από τις εκδόσεις Εξάντας («μαύρη σειρά»), σε (ωραία) μετάφραση και (κατατοπιστικότατη) εισαγωγή, της Έφης Φρυδά (σελ. 759).


«Sensation novels» - όρος που δεν χρησιμοποιείται πλέον - χαρακτηρίζονταν τα μυθιστορήματα των δεκαετιών 1860 - 1870, απόγονοι του γοτθικού μυθιστορήματος, όπου συνδυάζεται η αισθηματική ιστορία με το μυστήριο, η αγωνία επικρατεί μαζί με κάποιο/α έγκλημα/τα. Στις ιστορίες αυτές, υπάρχουν πολλά κοινωνικά στοιχεία, οι καταστάσεις περιπλέκονται και τα ηθικά διλήμματα κυριαρχούν. Το πιο γνωστό μυθιστόρημα αυτού του είδους, είναι το αριστουργηματικό «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ» του σπουδαίου Wilkie Collins, αλλά την εποχή εκείνη η Braddon, τον συναγωνίστηκε σε δημοφιλία με το «Μυστικό της Λαίδης Όντλεϊ» που δημοσιευόταν σε συνέχειες για περισσότερο από ένα χρόνο σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, και εκδόθηκε σε βιβλίο μετά από λίγο, καθιστώντας την συγγραφέα του πασίγνωστη στο ευρύ κοινό.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος της Braddon, είναι η Λούσυ Όντλεϊ, μια γυναίκα, λογοτεχνική ηρωίδα larger than life, που κυριαρχεί με την προσωπικότητά της στο βιβλίο αφού είναι (στην κυριολεξία), ένας άνθρωπος με «χίλια πρόσωπα και ταυτότητες», μια γυναίκα που μεταβάλλεται συνεχώς ενσαρκώνοντας το «απόλυτο κακό» αλλά και ταυτόχρονα εντυπωσιάζοντας με το ανεξάρτητο πνεύμα της και το μυστήριο που την περιβάλλει.

Ο γάμος της νεαρής και πανέμορφης πρώην γκουβερνάντας Λούσι Γκράχαμ, με τον πάμπλουτο 56άχρονο βαρόνο Μάικλ Όντλεϊ, ιδιοκτήτη του επιβλητικού Όντλεϊ Κορτ, δεν προκάλεσε ιδιαίτερα σχόλια στην περιοχή, καθώς ο επί πολλά χρόνια χήρος αριστοκράτης, ήταν πολύ συμπαθής σε όλους. Για το παρελθόν της Λούσι δεν γνώριζε κανείς τίποτα, ενώ η κόρη του βαρόνου, η Αλίσια που μόλις έχει ενηλικιωθεί, είναι μάλλον καχύποπτη μπροστά στην φαινομενική γλυκύτητα της μητριάς της.

Ο πρώην αξιωματικός Τζορτζ Τάλμποϊς επιστρέφει στην Αγγλία και στην σύζυγό του Έλεν, που άφησε μαζί με το παιδί του - μάλλον τους παράτησε για να είμαστε ακριβείς -, για να πάει στην Αυστραλία να βρει την τύχη του. Επιστρέφει πλούσιος αλλά μόλις αποβιβάζεται μαθαίνει ότι η Έλεν μόλις έχει κηδευτεί κι ο πατέρας της με τον μικρό τους γιο έχουν πάει στο Σαουθάμπτον. Ο Τζορτζ είναι πλέον ένας ζωντανός-νεκρός χαμένος μέσα στις τύψεις του αφού νιώθει ότι έχει χάσει τα πάντα. Ο στενός του φίλος Ρόμπερτ Όντλεϊ, ανηψιός του βαρόνου Όντλεϊ, νέος δικηγόρος που ασκεί πολύ χαλαρά το επάγγελμα, αναλαμβάνει να βοηθήσει τον κολλητό του, να βρει πάλι τον εαυτό του, προσκαλώντας τον για μικρές διακοπές στο ειδυλλιακό Όντλεϊ Κορτ προς μεγάλη χαρά της εξαδέλφης του Αλίσια.

Οι δύο άντρες πάνε στο Όντλεϊ Κορτ, αλλά η νεαρή νύφη και αντικείμενο προσοχής στην περιοχή, απουσιάζει συνέχεια λες και θέλει να τους αποφύγει. Λίγο προτού φύγουν, καταφέρνουν να μπουν στην έπαυλη και βλέπουν έναν πίνακα που απεικονίζει την Λαίδη Όντλεϊ - ο Τζορτζ συγκλονίζεται με την εικόνα της νεαρής γυναίκας σαν να είδε φάντασμα. Την επόμενη μέρα, οι δύο φίλοι πάνε για ψάρεμα, ενώ έχουν μια πρόσκληση να πάνε για φαγητό στο Όντλεϊ Κορτ, καθώς έχει επιστρέψει και η Λαίδη. Κατά την διάρκεια του ψαρέματος, ο Τζορτζ Τάλμποϊς αφήνει τον Ρόμπερτ Όντλεϊ να παίρνει έναν υπνάκο και πηγαίνει στον Πύργο όπου βλέπει την Λαίδη Όντλεϊ. Δεν θα επιστρέψει ποτέ. Ο Ρόμπερτ Όντλεϊ κινεί γη και ουρανό να τον βρει, αλλά ο φίλος του είναι άφαντος.

«Έμμεσες αποδείξεις (…), ο υπέροχος αυτός καμβάς, ο φτιαγμένος από «άχυρα» που συγκεντρώνονται από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από ολόκληρο το φάσμα, κι όμως είναι τόσο ισχυρά, ώστε να στείλουν έναν άνθρωπο στην κρεμάλα. Πώς απειροελάχιστες λεπτομέρειες μπορούν να δώσουν τη λύση στο μυστήριο, να διαλευκάνουν ένα αμαρτωλό μυστικό – να κάτι ανεξήγητο ακόμα και για τους σοφότερους αυτής της γης! Ένα κομματάκι χαρτί, ένα σχισμένο κουρελάκι, ένα κουμπί παλτού, μια λέξη που ίσως ξέφυγε μέσα από χείλη σφραγισμένα από την ενοχή, το απόσπασμα μιας επιστολής, το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας, ο ίσκιος από το πατζούρι του παραθύρου, η ακρίβεια της στιγμής δοκιμασμένη σε ένα αλάνθαστο, ακριβό ρολόι – χιλιάδες στοιχεία τόσο μικρά και ασήμαντα, που ο εγκληματίας τα ξεχνά, αποτελούν όμως τους σιδερένιους κρίκους στην υπέροχη αλυσίδα που η επιστήμη του αστυνομικού ντετέκτιβ σφυρηλατεί. Και να που η αγχόνη στήνεται. Και μια σκοτεινή αυγή η καμπάνα κτυπά πένθιμα, η καταπακτή τρίζει κάτω από ένοχα πόδια, και το έγκλημα τιμωρείται.»

Από αυτό το σημείο, ξεκινάει η αναζήτηση του Τζορτζ από τον Ρόμπερτ Όντλεϊ που θα αποτελέσει τον σκοπό της (μέχρι τότε ανούσιας) ζωής του. Όταν επισκέπτεται τον πατέρα της «νεκρής» Έλεν, θα μάθει για μια μυστηριώδη ξανθιά γυναίκα που επισκέπτεται τον Τζόρτζι, τον μικρό γιο του Τζορτζ Τάλμποϊς και τον γεμίζει δώρα, οι υποψίες του δε εντείνονται, ακολουθώντας τα βήματα της ζωής της συζύγου του Τάλμποϊς από τότε που τον γνώρισε μέχρι την φυγή του φίλου του για την Αυστραλία. Μετά από ενδελεχή έρευνα είναι πλέον σίγουρος ότι η Λαίδη Όντλεϊ είναι η Έλεν Τάλμποϊς και γνωρίζει, ή μάλλον είναι υπεύθυνη, για το τι συνέβη στον φίλο του, που το πιθανότερο είναι, να είναι θαμμένος κάπου μέσα στο Όντλεϊ Κορτ.

Η Λαίδη Όντλεϊ δεν είναι ένας εύκολος αντίπαλος. Ισχυρός χαρακτήρας, χρησιμοποιεί την γοητεία και την εκθαμβωτική ομορφιά της, αλλά και την κοινωνική της θέση για να ξεγλιστράει. Δαιμονική γυναίκα που από τη μια στιγμή στην άλλη προτάσσει μια αφοπλιστική αθωότητα και μια αγνότητα που εντυπωσιάζει, πονηρή και μεθοδική, φροντίζει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τον επίμονο ανιψιό του συζύγου της, στην προσπάθειά του να αποκαλύψει την αλήθεια. Ο σύζυγός της δεν υποψιάζεται τίποτα και μόνο η γκουβερνάντα της γνωρίζει τι έχει γίνει και αμείβεται αναλόγως. Βασικά δεν υπάρχει ένα μυστικό, υπάρχουν πολλά τέτοια, διότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μυστηριώδη και αινιγματική προσωπικότητα, μια λογοτεχνική ηρωίδα που σαγηνεύει και ταυτόχρονα απωθεί, ενώ ο αναγνώστης θα νιώσει ανατριχίλα, διαβάζοντας την ομολογία της, όταν πλέον όλα κοντεύουν να αποκαλυφθούν.

«Όταν λέτε ότι σκότωσα τον Τζορτζ Τάλμποϊς, λέτε την αλήθεια. Όταν όμως λέτε ότι τον δολοφόνησα ύπουλα, μοχθηρά, τότε ψεύδεστε. Τον σκότωσα γιατί ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ! Γιατί το μυαλό μου είναι μετατοπισμένο στη λάθος πλευρά του στενού εκείνου ορίου που χωρίζει τη λογική από την παράνοια. Επειδή, όταν ο Τζορτζ Τάλμποϊς με προκαλούσε, όπως με προκαλέσατε κι εσείς και με επικρίνατε και με απειλήσατε, το μυαλό μου, που ποτέ δεν ήταν απόλυτα ισορροπημένο, έχασε τελείως την ισορροπία του, και εγώ παρανόησα! Φέρτε τον σερ Μάικλ, και φέρτε τον γρήγορα. Αν σκοπεύετε να του πείτε κάτι, να του τα πείτε όλα. Θέλω να μάθει το μυστικό της ζωής μου!»

Πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο το μυθιστόρημα της Braddon, χρησιμοποιεί την αγωνιώδη πλοκή με τις πολλές και συνεχείς ανατροπές στην εξέλιξη της ιστορίας σε πρώτο επίπεδο. Μη λησμονούμε ότι είναι μια ιστορία που δημοσιεύεται σε συνέχειες στον τύπο της εποχής, οπότε αναπόφευκτα θα έχει επαναλήψεις, πισωγυρίσματα, απίθανες συμπτώσεις και με το «τυχαίο» να διαδραματίζει ρόλο στην εξέλιξη της. Παρότι όμως, γνωρίζουμε και δεν μας αφήνει αμφιβολία η ενοχή της Λαίδης Όντλεϊ, είναι θαυμαστή η ικανότητα της συγγραφέως να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου.

Ποια είναι όμως η Λούσι / Έλεν Όντλεϊ; Είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα ή μια γυναίκα που δεν κατάλαβε κανείς; Είναι τόσο κακιά και μοχθηρή ή είναι ένα θύμα που προσπαθεί να ξεφορτωθεί το κακό και τραυματισμένο της παρελθόν για να ζήσει τη ζωή που ονειρεύτηκε; Ζώντας σε μια ταξική κοινωνία και μέσα στη φτώχια η Έλεν, προδόθηκε από τον Τζορτζ Τάλμποϊς, τον νεαρό αξιωματικό που την γοήτευσε στην επαρχιακή πόλη που ζούσε με τον μέθυσο πατέρα της και μετά την εγκατέλειψε χωρίς δικαιολογία για να πάει να βρει την τύχη του στην Αυστραλία. Εκείνη, δουλεύοντας και εκμεταλλευόμενη την εμφάνισή της, σαγήνευσε τον πάμπλουτο βαρόνο Όντλεϊ, τον άρχοντα της περιοχής, δεν του είπε τίποτα για το παρελθόν της και αίφνης μαθαίνει ότι γύρισε ο νόμιμος σύζυγός της και την αναζητάει. Τα γεγονότα αυτά, την οδηγούν στην παράνοια και την εγκληματικότητα – είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας πέραν του καλού και του κακού, προάγγελος των «μοιραίων γυναικών» που κυριάρχησαν στην μαζική κουλτούρα του 20ου αιώνα, των «γυναικών-αράχνη» που συναντάμε σε μυθιστορήματα και ταινίες.

Το μυθιστόρημα εμπεριέχει έντονο κοινωνικό σχόλιο σε μια εποχή που μεταβάλλεται, με την αυξανόμενη αστικοποίηση της κοινωνίας και καθώς η βιομηχανική επανάσταση βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, με τις αλλαγές στην Βρετανική κοινωνία να είναι ταχύτατες, τις δε γυναίκες να διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στα δρώμενα.
Δεν είναι τυχαίο που οι γυναίκες του μυθιστορήματος της Braddon, είναι δυνατότερες και πιο συγκροτημένες από τους αντρικούς χαρακτήρες. Η Λαίδη Όντλεϊ, η Αλίσια Όντλεϊ, η Κλάρα Τάλμποϊς η αδελφή του Τζορτζ Τάλμποϊς (που θα διαδραματίσει ρόλο στην πλοκή του μυθιστορήματος), είναι γυναίκες που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές μεταξύ τους, γυναίκες με ισχυρές και αυτόνομες προσωπικότητες, που διεκδικούν έναν πιο ενεργό ρόλο στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Ακόμα και η Κλάρα Τάλμποϊς, άκρως θετικός χαρακτήρας του βιβλίου, δεν θα έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τον ξεροκέφαλο και αρτηριοσκληρωτικό πατέρα της που είχε αποκληρώσει τον γιο του, αναγκάζοντάς στην ξενιτειά, αλλά θα λειτουργήσει ήρεμα και δυναμικά στηρίζοντας τον Ρόμπερτ Όντλεϊ στην εξιχνίαση του μυστηρίου.

Θαυμάσιο μυθιστόρημα «Το μυστικό της Λαίδης Όντλεϊ», ξεφεύγει από τις ερωτικές ιστορίες με τα παντρολογήματα που ασχολείτο στην πλειονότητά της η λογοτεχνία της εποχής και διαβάζεται απνευστί και προσφέρει αναγνωστική απόλαυση. Στέρεοι και πολύ ζωντανοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες με αντιφάσεις, εξαίσια πλοκή που σε κρατάει μέχρι την τελευταία σελίδα, κινηματογραφικός ρυθμός, πολλά επίπεδα ανάγνωσης, και ωραίο αφηγηματικό ύφος με σκηνές έντασης που διανθίζονται με χιούμορ.
Είναι ένα έξοχο δείγμα Βικτωριανής λογοτεχνίας (πέρα από «subgenres» - ψυχολογικό θρίλερ, αστυνομικό μυθιστόρημα, sensation novel, όπως θέλεις πέστα), που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό της εποχής, ενώ (όπως αναφέρει η Έφη Φρυδά στην ωραία και χρήσιμη εισαγωγή της) ο εκδότης του βιβλίου από τα κέρδη των πωλήσεων, έχτισε την «Έπαυλη Όντλεϊ» πίνοντας προφανώς στην υγειά της μυστηριώδους Λαίδης…

Υ.Γ. Το βιβλίο έχει γνωρίσει πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές, έχει διασκευασθεί για την θεατρική σκηνή, ενώ υπήρξε και μια ραδιοφωνική διασκευή σε συνέχειες.

Βαθμολογία 85 / 100










 
Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2020 | Permalink
"You're so vain" ("Ένας επικίνδυνος γόης")

Παλιός γνώριμος στους παλαιότερους βιβλιόφιλους, ο Γάλλος συγγραφέας Julien Gracq (St. Florent-le-Vieil 1910 - 1997), που διαβάζαμε με θαυμασμό την δεκαετία του '90 και, μας σαγήνευε με τα αρκετά (για το είδος) βιβλία του που είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Με χαρά ξαναβρήκα τον σπουδαίο συγγραφέα, με την κυκλοφορία την προηγούμενη χρονιά στη χώρα μας, ενός από τα πρώτα του μυθιστορήματα, του ιδιαίτερα ατμοσφαιρικού «ΕΝΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΓΟΗΣ» («Un beau tenebreux») - (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Ιφιγ. Μποτουροπούλου, σελ. 233), που πρωτοεκδόθηκε το 1945 στην Γαλλία.


Ιδιόμορφος συγγραφέας ο Γκρακ, σχετικά λησμονημένος πλέον στη χώρα του (και όχι μόνο), ήταν ένας πολυγραφότατος δημιουργός επηρεασμένος από τους σουρεαλιστές (Μπρετόν, Αραγκόν, Ελιάρ) αλλά και σε προέκταση από τον Λωτρεαμόν, τον σκοτεινό και ρομαντικό κόσμο των Γερμανών, του Ε.Α.Πόε και τα παλαιότερα γοτθικά μυθιστορήματα των Ματούριν, Ράντκλιφ και άλλων. Ο Julien Gracq (ψευδώνυμο του Louis Poirier) ήταν καθηγητής Ιστορίας σε Λύκεια της επαρχίας και του Παρισιού, έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με το πρώτο του βιβλίο, το (αμετάφραστο στη χώρα μας) «Au chateau d' Argol», που εκδόθηκε το 1939. Ισχυρογνώμων και παθιασμένος, υπηρετούσε στον Γαλλικό στρατό κατά την διάρκεια του Β παγκόσμιου πολέμου και φυλακίστηκε κατά στην Σιλεσία, ενώ το 1951 βραβεύτηκε με το Γκονκούρ για το (διασημότερο) βιβλίο του, το εκπληκτικό «Η ακτή των Σύρτεων» (εκδ. Ζαχαρόπουλος), αρνήθηκε όμως το βραβείο συνεχίζοντας την κόντρα του με το λογοτεχνικό κατεστημένο που είχε ξεσπάσει με αφορμή ένα άρθρο του, ένα χρόνο νωρίτερα.  

«…Είναι αυτά τα μικρά τίποτε, τα τίποτε που είναι τα πάντα: τα δάχτυλα που χτυπούν ελαφρά το τραπεζομάντιλο όταν ο καφές που αργεί να φτάσει παρατείνει επικίνδυνα το τετ-α-τετ – αυτό το υπερβολικά περιποιητικό κατά τα άλλα βλέμμα προς τον ανοιχτό ορίζοντα μέσα από τα παράθυρα -, η πρώτη εμφάνιση, ακόμα διακριτική, πάνω στο τραπέζι μιας αρμαθιάς κλειδιών, χαρτιών, χαρτιών αλληλογραφίας, επαγγελματικών εγγράφων, αποκομμάτων εφημερίδων, σημάδια που δείχνουν ότι το ζευγάρι στον μήνα του μέλιτος οδεύει προς μια συνθήκη με λαθραία μυστικά που επιδεινώνεται λίγο πολύ γύρω στα σαράντα και καταλαμβάνεται εξαπίνης μέσα από τη χαραμάδα μιας πόρτας, μια αστική οικογένεια που περιορίζεται στις ανώδυνες συζητήσεις μετά το δείπνο.»

Το σκηνικό στον «Επικίνδυνο γόη», είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο σε μια παραθαλάσσια πόλη της Βρετάνης. Το χρονικό πλαίσιο χωρίς να αναφέρεται, είναι ο μεσοπόλεμος – δεκαετία του ’30. Ο αφηγητής είναι ο Ζεράρ, συγγραφέας και μάλλον σε ώριμη ηλικία, που συναναστρέφεται μια παρέα νέων που διασκεδάζουν και κάνουν ατελείωτες βόλτες στην παραλία. Είναι καλοκαίρι – ο Ζεράρ είναι εκεί από την αρχή του και βλέπει τις αλλαγές στον κόσμο που έρχεται για τις διακοπές του, και πως ζωντανεύει το ξενοδοχείο. Μια όμορφη και εμφανώς κοσμοπολίτισσα νεαρή γυναίκα, η Κριστέλ προσελκύει το ενδιαφέρον του Ζεράρ, ο οποίος προσπαθεί να την γνωρίσει καλύτερα. Οι μέρες κυλάνε νωχελικά, μέχρι τη στιγμή που καταφθάνει στο ξενοδοχείο – απαιτώντας το καλύτερο δωμάτιο χωρίς όμως τύχη -, ο Άλαν Μάρτσισον και η σύντροφός του Ντολόρες.


Ο Άλαν από την αρχή γοητεύει τους πάντες που δεν μπορούν να αντισταθούν σε αυτό που εκπέμπει, έναν συνδυασμό λάμψης και σκότους, ομορφιάς και κινδύνου, μυστηρίου και αρχοντιάς, ματαιοδοξίας και απελπισίας. Δίπλα του η Ντολόρες, σέξι και ελκυστική, που όμως λες και σβήνει, μπροστά στον δαίμονα που προσελκύει όλα τα βλέμματα στο πέρασμά του. Ο Άλαν δεν χρειάζεται ούτε να κουνήσει το δαχτυλάκι του, γύρω του περιφέρονται άπαντες. Η δε Κριστέλ δείχνει τόσο ερωτευμένη από την πρώτη στιγμή, που μοιάζει να τον παρακαλάει να ασχοληθεί μαζί της. Ο Ζεράρ παρακολουθεί τα πάντα από απόσταση στην αρχή, σιγά σιγά όμως υποκύπτει κι αυτός στη γοητεία του νεοφερμένου και προσπαθεί να τον γνωρίσει καλύτερα.

Ο Ζεράρ είτε από το μπαλκόνι του, είτε από την ακτή, ακτινογραφεί τις κινήσεις του Άλαν, προσπαθεί να επιλύσει το μυστήριο αυτού του ανθρώπου, που δείχνει προορισμένος για κάτι μεγάλο, με μια ευφυία εντυπωσιακή, και μια αύρα που σε τραβάει κοντά του και ταυτόχρονα σε τρομάζει, ενώ μια νοσηρότητα και κάτι μοιραίο διαφαίνεται στις κουβέντες του. Τι ήρθε να κάνει εκεί; Ο αφηγητής μπερδεύεται με αυτή την παρουσία που μοιάζει να είναι ενός φαντάσματος, ενός ανθρώπου που ήρθε από το πουθενά και δείχνει άπιαστος και ακατανόητος εκμαυλίζοντας και σαγηνεύοντας γυναίκες και άντρες; Θα επιλύσει το μυστήριο ή ο Άλαν θα πάρει την Ντολόρες ή όποια άλλη και θα φύγει μακριά μέσα στην ομίχλη που σκεπάζει την ακτή, καθώς το φθινόπωρο έρχεται;

Η νουβέλα του Γκρακ, «απαιτεί» να βυθιστείς στην ατμόσφαιρά της, στον κόσμο αυτόν της (καλλιεργημένης) ασάφειας και ρευστότητας. Ο αναγνώστης μετά τις πρώτες σελίδες, εισέρχεται σε έναν πίνακα του Μαγκρίτ ή σε ένα κινηματογραφικό πλάνο. Η αμμώδης παραλία, κάποια ερειπωμένα κτίσματα, περίπατοι στο πουθενά, το καζίνο και ο χορός μεταμφιεσμένων, φτιάχνουν ένα σκηνικό απόκοσμο και ονειρικό, απομόνωσης και παρακμής, θανάτου και τέλους του κόσμου. Οι διάλογοι είναι τις περισσότερες φορές φιλοσοφικοί και αδιέξοδοι ενώ η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του βιβλίου.

Ο σημερινός αναγνώστης θα παραξενευτεί και ίσως θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει αυτό το σαγηνευτικό, ονειρικό μυθιστόρημα, που δείχνει τα χρόνια του. Θυμίζοντας ταινίες του Ερίκ Ρομέρ με τους αινιγματικούς διαλόγους, το μυθιστόρημα του Γκρακ, που έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στην όπερα, είναι ένα βιβλίο που θα μπεις στο κλίμα του και θα γοητευτείς ή θα το παρατήσεις στην 50η σελίδα – ευτυχώς μου συνέβη το πρώτο…

«Δεν υπάρχει τίποτα, το έχω πει στον Ζακ, που να κάνει τον άνθρωπο να επαναστατεί τόσο, όσο το να ομολογήσει τη μυστική, την άμεση εξουσία που ασκεί επάνω του κάποιος όμοιός του. Δεν υπάρχει ίσως τίποτε άλλο που να είναι πιο συχνό, πιο καθημερινό. Εξουσία βίαιη, τυχαία σαν τον κεραυνό, όπου η ευφυΐα, η αξία, η ομορφιά, η γλώσσα δεν είναι τίποτα, παρά μόνο ζωικός ηλεκτρισμός, μια πόλωση που δημιουργείται ξαφνικά. Υποκύπτεις στη γοητεία. Και χωρίς επιστροφή.»

Αισθητική πληρότητα, σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, χαρακτήρες που κινούνται σαν φαντάσματα, ρομαντισμός βαρύς γοτθικού ύφους, ποιητικοί διάλογοι, ο Ρεμπώ κι ο Σατωμπριάν διαρκώς παρόντες όχι μόνο στις συζητήσεις των χαρακτήρων του βιβλίου αλλά και στην ατμόσφαιρα. Ωραίες γυναίκες και άνδρες, η «ομορφιά που θα κατακτήσει τον κόσμο», η Κριστέλ και η Ντολόρες, δύο γυναίκες – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ο Άλαν με την αχλύ του ιππότη της Αποκάλυψης ή του Διαβόλου, αινιγματικές προσωπικότητες που κάτι κρύβουν επιμελώς.
Ομιχλώδεις και θολές εικόνες, αδιέξοδοι έρωτες, κι ένας διαβολικός και άκρως ενδιαφέρων αλλόκοτος και απόμακρος λογοτεχνικός ήρωας, συνιστούν το πλαίσιο αυτού του έξοχα δομημένου, παράξενου, αλληγορικού, και αρκετά παλαιικού μυθιστορήματος που κάποιοι θα το τοποθετούσαν και στο είδος της «φιλοσοφίας του μπουντουάρ». Η ωραία μετάφραση της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου, μεταφέρει στον αναγνώστη την θαυμάσια ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Βαθμολογία 80 / 100






 
Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2020 | Permalink
"Το Πανδοχείο της Μνήμης"

Δεν μπορώ να πω ότι, οι αυτοβιογραφίες είναι ένα λογοτεχνικό είδος που συμπαθώ, συνήθως τις βαριέμαι και γενικώς τις αποφεύγω. Με το βιβλίο όμως του έξοχου Βρετανού ιστορικού και πολύ σημαντικού διανοούμενου Tony Judt (Λονδίνο 1948 - 2010), που έχει τον υπέροχο τίτλο «ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» («The Memory Chalet») - (εκδ. Αλεξάνδρεια, μετάφρ. Γ. Καράμπελας - Κ. Λιβιεράτος, σελ.236), ευτυχώς έκανα μια εξαίρεση στον (άγραφο) κανόνα μου, γιατί απόλαυσα ένα εξαιρετικό και ιδιαίτερα πνευματώδες βιβλίο.


«Γεννήθηκα στην Αγγλία το 1948, αρκετά αργά ώστε να αποφύγω για λίγα χρόνια την υποχρεωτική θητεία, αλλά εγκαίρως για να προλάβω τους Μπητλς: ήμουν δεκατεσσάρων όταν έκαναν το ντεμπούτο τους με το «Love me do». Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες μίνι φούστες – ήμουν αρκετά μεγάλος για να εκτιμήσω τις αρετές τους και αρκετά νέος για να τις εκμεταλλευτώ. Μεγάλωσα σε μια εποχή ευημερίας, ασφάλειας και άνεσης – κι έτσι φτάνοντας τα είκοσι το 1968, εξεγέρθηκα. Όπως τόσοι και τόσοι νέοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, συμμορφώθηκα μέσα στον αντικομφορμισμό μου.»

Ποιος είναι όμως ο Tony Judt για όσους δεν τον γνωρίζουν; Ο περίφημος Άγγλος με εβραϊκή καταγωγή ιστορικός, ήταν ο συγγραφέας ενός από τα διαυγέστερα και πιο γλαφυρά βιβλία που γράφτηκαν για τον μεταπολεμικό κόσμο, το «Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»▪ αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο, είναι ένα πανόραμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το 1945 και μετά. Ο Ψυχρός πόλεμος, η δημιουργία της ΕΟΚ, τα σύνορα, η παρακμή του Σοβιετικού καθεστώτος δεσπόζουν στην αφήγηση του Judt, ο οποίος αναλύει και τις δραματικότερες στιγμές στην ιστορία κάθε χώρας, ο εμφύλιος στην Ελλάδα, οι δικτατορίες στην Ιβηρική, οι αυτονομιστικοί αγώνες στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, τα καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη και άλλα πολλά.

Στα 26 κείμενα (μαζί με τον πρόλογο), που απαρτίζουν το «Πανδοχείο της Μνήμης», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, μέσα από φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους κομμάτια, ανασυντίθεται η ζωή του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, η παιδική του ηλικία, οι σπουδές του, τα χρόνια της προσωπικής αναζήτησης, η καριέρα του, τα βιβλία του, η ιδεολογία του. Ο Judt δεν νοσταλγεί, ούτε ωραιοποιεί πράγματα και καταστάσεις▪ όταν αφηγείται τα κείμενα αυτά, είναι στο κατώφλι του θανάτου του, καθώς πάσχει από ALS (Πλάγια Μυατροφική Σκλήρυνση ή Νόσος του Κινητικού Νευρώνα), την ανίατη και ταχέως εκφυλιστική νευρολογική νόσο που οδηγεί σε πλήρη παραλυσία του σώματος αλλά όχι του πνεύματος. Είναι δηλαδή ένας άνθρωπος φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, που γνωρίζει ότι πρόκειται να πεθάνει σύντομα.


«Πάσχω από μια νευροκινητική διαταραχή, μια μορφή αμυοτροφικής πλάγιας σκλήρυνσης (ALS): την αρρώστια του Λου Γκέρινγκ. Οι νευροκινητικές διαταραχές δεν είναι καθόλου σπάνιες: πάρκινσον, σκλήρυνση κατά πλάκας και διάφορες άλλες λιγότερο σοβαρές ασθένειες συγκαταλέγονται σ’ αυτή την κατηγορία. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ALS – της σπανιότερης απ’ αυτές τις νευρομυικές παθήσεις, είναι, πρώτον, πως δεν υπάρχει απώλεια της αίσθησης (ευλογία και κατάρα) και, δεύτερον, πως δεν υπάρχει πόνος. Έτσι, σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες σοβαρές ή θανάσιμες ασθένειες, είσαι ελεύθερος να ατενίζεις με την άνεσή σου και με ελάχιστη δυσφορία την καταστροφική πρόοδο της ίδιας σου της φθοράς.»

Τα κείμενα υπαγορεύτηκαν σε ένα στενό φίλο και γραμματέα του, και αποτελούν θραύσματα της μνήμης που ανασύρθηκαν από το «Πανδοχείο» με τις αναμνήσεις. Στις ατελείωτες νύχτες της αϋπνίας και της ακινησίας του, χρησιμοποιεί μια προσωπική τεχνική ανάσυρσης της μνήμης. Δίνοντας ως παράδειγμα ένα ξενοδοχείο που πήγαινε χειμερινές διακοπές με τους γονείς του, πηγαίνει από το ένα «δωμάτιο» στο άλλο, απελευθερώνοντας τις μνήμες του, που τις έχει διαφυλάξει μέσα σε αυτά τα «δωμάτια» του προσωπικού του «Πανδοχείου».
Γεννημένος σε μια μικροαστική οικογένεια, που είχε μια σχετική οικονομική άνεση και ζώντας στο Πάτνεϊ, ένα τυπικό προάστιο του Νότιου Λονδίνου, ο Judt θυμάται τις μυρωδιές από τα φαγητά των Εβραίων παππούδων του σε αντίθεση με την βαρετή κουζίνα της μητέρας του, την λατρεία του πατέρα του για τις Citroen, την μανία του για τα τρένα και τους σταθμούς τους, την εκπαίδευσή του, την (μάλλον οδυνηρή) εμπειρία του στα Ισραηλίτικα Κιμπούτζ, την πολιτική του ιδεολογία («Η σοσιαλδημοκρατία είναι ηθική επιταγή» όπως έγραψε σε κάποιο άλλο βιβλίο του), τις σπουδές του στο Καίμπριτζ – το σοκ που ένιωσε όταν είδε ότι κάθε φοιτητής έχει «υπηρεσία δωματίου» (τις κυρίες που φρόντιζαν τα δωμάτια, που αποκαλούντο «κρεβατώστρες»), την αποστροφή του για κάθε είδους "ισμό" και την ιδεολογική τρομοκρατία κάθε πλευράς, τις γυναίκες που γνώρισε και κάποιες από αυτές παντρεύτηκε, την μοιραία απόφασή του να μάθει Τσέχικα που του διεύρυνε τους ορίζοντες κατανόησης των γεγονότων που συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη, την μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη, που τον έκανε να νιώσει περισσότερο Ευρωπαίος από ποτέ.

«Σύμφωνα με τον θεωρητικό της λογοτεχνίας Ρενέ Ζιράρ, τείνουμε να επιθυμούμε και τελικά να αγαπάμε εκείνους που αγαπούν άλλοι.»

Είναι θαυμάσιες οι περιγραφές της Βρετανικής κοινωνίας και των αλλαγών που έγιναν μεταπολεμικά. Ο Judt ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε την δεκαετία του ’50, αναφέρει κάτι που τείνουμε να το λησμονούμε▪ ότι οι δύο μεγάλοι πόλεμοι ήταν κοντά ο ένας από τον άλλον, μόνο 30-40 χρόνια είχαν περάσει από την λήξη του Α πολέμου, οπότε τα γεγονότα ήταν χαραγμένα στη μνήμη του κόσμου. Η δε συλλογικότητα στην κοινωνία ήταν έντονη και ακόμα και οι πλούσιοι ήταν «σεμνοί» στη συμπεριφορά τους, δεν περιέφεραν τον πλούτο και την χλιδή τους δεξιά κι αριστερά. Ο Judt χρησιμοποιώντας ως έφηβος, τα λεωφορεία της «πράσινης γραμμής» με τις μεγάλες αποστάσεις διασχίζει τα αστικά όρια του Λονδίνου, παρατηρώντας τις μεταβολές στην πόλη και τις αντιθέσεις, διαμορφώνοντας την συνείδησή του.

Ο Judt μέσα από τα θραύσματα της μνήμης του, ως άνθρωπος που έζησε την μεταπολεμική Ευρώπη και έγραψε γι' αυτήν, χρησιμοποιεί τα γεγονότα της ζωής του για να κατανοήσει καλύτερα την περίοδο αυτή. Το βιβλίο είναι μια συναρπαστική αναζήτηση ταυτότητας, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε μεταξύ Βρετανικού συντηρητισμού και Σιωνιστικών επιρροών για να εξελιχθεί σε έναν φωτισμένο και ριζοσπάστη διανοούμενο, που εναντιώθηκε στις απολυταρχίες και στον κάθε είδους ηγέτη, ο οποίος με αυτόν τον αφοπλιστικό Βρετανικό τρόπο σκέψης συνδυάζει την προοδευτική σκέψη με την γοητεία κάποιων παραδοσιακών πραγμάτων.

Το βιβλίο που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Judt, αποτελεί ένα πανόραμα κατανόησης όχι μόνο του δικού του σύμπαντος, αλλά και γενικότερα. Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του ο σπουδαίος διανοητής, βιώνει την απώλεια με φλεγματικό χιούμορ, αυτοσαρκάζεται για τις ατελείωτες νύχτες, σκέπτεται και χρησιμοποιεί τη μνήμη του συνεχώς, και στοχάζεται για τον κόσμο.
Το «Πανδοχείο της Μνήμης», απολαυστικό στην ανάγνωση που ρέει σαν να διαβάζεις μυθοπλασία επιπέδου, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο με πολλή τροφή για σκέψη, το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα εκπληκτικό "μυθιστόρημα μαθητείας", αν δεν ήταν ένα στοχαστικό και ελεγειακό ταξίδι μνήμης και γνώσης για την πορεία μιας σύντομης αλλά πολύ ουσιαστικής ζωής.

«Δεν έχω σκεφτεί ποτέ τον εαυτό μου σαν άνθρωπο με ρίζες. Γεννιόμαστε κατά τύχη σε μια πόλη και όχι στην άλλη, και περνάμε από διάφορα προσωρινά σπίτια στην πορεία της περιπλανώμενης ζωής μας – τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα στην περίπτωσή μου. Τα περισσότερα μέρη αφήνουν ανάμεικτες αναμνήσεις: δεν μπορώ να σκεφτώ το Καίμπριτζ, το Παρίσι, την Οξφόρδη ή τη Νέα Υόρκη χωρίς να ανακαλέσω ένα καλειδοσκόπιο συναντήσεων και εμπειριών. Το πώς τα θυμάμαι κυμαίνεται ανάλογα με τη διάθεσή μου.»

Βαθμολογία 85 / 100