Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2020 | Permalink
"Παρέγκλισις"
Προσπαθώντας
τις ημέρες της υποχρεωτικής καραντίνας, να τακτοποιήσω τις κούτες με τα
αδιάβαστα στο σπίτι μου και να κάνω ένα αναγκαίο ξεκαθάρισμα, ανέσυρα ένα
βιβλίο που ήταν χωμένο κάπου, δεν θυμόμουν ότι το είχα στη διάθεσή μου, αν και
κατά καιρούς σκεφτόμουν να ασχοληθώ μαζί του. Με πολλή καθυστέρηση (3 χρόνια
αφότου εκδόθηκε στα ελληνικά) λοιπόν, διάβασα το βιβλίο του Αμερικανού καθηγητή
Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Χάρβαρντ, Stephen Greenblatt (Βοστώνη Η.Π.Α., 1943), «ΠΑΡΕΓΚΛΙΣΙΣ, ο
Λουκρήτιος και οι απαρχές της νεωτερικότητας» («The
Swerve, How the Renaissance began» - (εκδ.
Μ.Ι.Ε.Τ., (εξαιρετική) μετάφρ. Δ.Κανελλοπούλου, σελ. 537) και κυριολεκτικά
μαγεύτηκα.
Να διευκρινίσω (και ταυτόχρονα να αποτρέψω τους ειδικούς απ’ το να
συνεχίσουν να διαβάζουν το κείμενο αυτό) ότι, το βιβλίο το διάβασα ως φανατικός
αναγνώστης της Λογοτεχνίας και όχι με το βλέμμα ενός Ιστορικού (που δεν είμαι)
ή ενός Φιλολόγου, Λατινιστή ή κάτι παραπλήσιου, άρα το κρίνω όπως θα προσέγγιζα
ένα μυθιστόρημα – διότι ένα από τα επιτεύγματα του συγγραφέα είναι ότι το
βιβλίο του, διαβάζεται ως ένα απόλυτα σαγηνευτικό λογοτεχνικό έργο μεγάλων
αξιώσεων.
Ένα
βιβλίο που μιλάει για ένα άλλο βιβλίο, είναι η «Παρέγκλισις». Ένα βιβλίο για το
πώς ανασύρθηκε από την λήθη, ένα πολύ σημαντικό έργο της αρχαιότητας. Ένα
βιβλίο για έναν κυνηγό βιβλίων, έναν άνθρωπο που έβλεπε πολύ μπροστά από την
εποχή του που δεν ήταν και η καλύτερη. Είναι η εύρεση ενός «επικίνδυνου»
χειρογράφου, που ερχόταν σε αντίθεση με τις επικρατούσες ιδέες της εποχής. Την
ιστορία αυτή περιγράφει με αξιοθαύμαστο (και ταυτόχρονα ζηλευτό) τρόπο, ο
Σαιξπηριστής καθηγητής και ιστορικός της λογοτεχνίας Stephen
Greenblatt, αποσπώντας μια σειρά από μεγάλα βραβεία,
αλλά και ταυτόχρονα δεχόμενος μεγάλη κριτική από συναδέλφους του για τον τρόπο
περιγραφής της ιστορίας που αφηγείται (αλλά και για την ακρίβεια του υποτίτλου
του βιβλίου).
Ο
βιβλιοθήρας είναι ο Πότζο Μπρατσολίνι (1380 – 1459), που ξεκινώντας από φτωχική
οικογένεια της Φλωρεντίας, σταδιοδρόμησε στην υπηρεσία του Πάπα της Ρώμης αλλά
και διαφόρων άλλων ισχυρών της εποχής. Το βιβλίο, το οποίο ανέσυρε από την λήθη
και τη σκόνη μιας βιβλιοθήκης ενός μοναστηριού στην Έσση της Γερμανίας, είναι
το περίφημο «Περί Φύσεως» («De Rerum Natura») του Λουκρήτιου, ενός
άκρως αιρετικού ποιητικού έργου, απαγορευμένου και καταδικασμένου από τις εκκλησιαστικές
αρχές. Είναι το 1417 και ο Πότζο ειδικεύεται στο να βρίσκει στα απομακρυσμένα
μοναστήρια και στις σκονισμένες βιβλιοθήκες, χειρόγραφα αξίας, που θα μπορούσε
να αντιγράψει. Ως γνήσιος διανοούμενος της εποχής του, ο βιβλιοθήρας έτρεφε
απεριόριστο θαυμασμό για την αρχαία ελληνική και την Λατινική γραμματεία και
θεωρούσε (δικαίως) ότι ο κόσμος στον οποίο ζούσε δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί
τους. Έψαχνε λοιπόν είτε υπό την υπηρεσία κάποιου μαικήνα, είτε του Πάπα, να
βρει χειρόγραφα από τις εποχές της κλασσικής γραμματείας. Από την άλλη, έτρεφε
απέχθεια για τα μοναστήρια και τις μεθόδους τους, για τους μοναχούς και τους ανθρώπους
που δεν έβλεπαν μπροστά τους από τον σκοταδισμό που είχε επιβάλλει ο θρησκευτικός
τους φανατισμός – ήταν δε μάρτυρας αυτών των μεθόδων, όταν έβλεπε φωτισμένους
εξεγερμένους ανθρώπους να καίγονται στην πυρά.
«Όπως
και πολλοί από τους συναδέλφους του, ο Πότζο ήταν ακαταπόνητος επιστολογράφος,
και μέσα από τις επιστολές αυτές τον βλέπουμε να αντιπαλεύει τον κυνισμό, την
αηδία και την απογοήτευση από αυτόν τον κόσμο, που φαίνεται ότι είχαν προσβάλει
τους πάντες στο περιβάλλον του πάπα. Τα μοναστήρια, γράφει σ’ έναν φίλο του,
δεν είναι «συναθροίσεις πιστών ή τόποι ευσεβών ανδρών, αλλά εργαστήρια
εγκληματιών», η κουρία είναι «οχετός ανθρώπινης ακολασίας». Όπου και να
κοιτάξει τριγύρω του στη Ρώμη, ο κόσμος γκρεμίζει αρχαίους ναούς για να πάρει
τον ασβέστη από τις πέτρες και, μέσα σε μια δυο γενιές, τα πιο πολλά από τα
ένδοξα απομεινάρια του παρελθόντος, τόσο πιο πολύτιμα από το άθλιο παρόν μας, θα
έχουν χαθεί. Χαραμίζει τη ζωή του και πρέπει να βρει μια έξοδο διαφυγής:
«Πρέπει να δοκιμάσω τα πάντα για να καταφέρω κάτι, κι έτσι να σταματήσω να
υπηρετώ άλλους και να έχω χρόνο για τη λογοτεχνία».»
Ο
Πότζο είχε αναπτύξει στο έπακρον τις ικανότητές του στην αντιγραφή και την
καλλιγραφία. Ιδιαίτερα μορφωμένος για την εποχή του, ήταν επαρκέστατος
Λατινιστής και Λόγιος, ενώ είχε μάθει καλά πώς να ελίσσεται ανάμεσα στις μηχανορραφίες
της εξουσίας και πώς να πλουτίζει βρίσκοντας χειρόγραφα αξίας ή υπηρετώντας με
επάρκεια τους εκάστοτε προστάτες του. Βρίσκοντας το «Περί Φύσεως», ένα ποίημα
για το οποίο είχε διαβάσει εγκώμια και αναφορές από Λατίνους συγγραφείς, κυρίως
δε τον θαυμασμό γι’ αυτό από τον Οβίδιο, γνώριζε ότι έχει στα χέρια του έναν χαμένο
θησαυρό.
Ο
Τίτος Λουκρήτιος Κάρος έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., λίγο πριν τον
Βιργίλιο και το «Περί Φύσεως» είναι μια ποιητική σύνθεση (επηρεασμένη από την
Επικούρεια Φιλοσοφία, και την Ατομική θεωρία του Δημόκριτου), που αναπτύσσει
την ιδέα ότι το σύμπαν δεν έχει όρια, οι δεισιδαιμονίες μόνο πνευματική βλάβη
προκαλούν, τον άνθρωπο δεν πρέπει να τον απασχολεί η ιδέα του θανάτου αφού ο ίδιος
δεν θα είναι παρών όταν αυτός έρθει, άρα δεν πρέπει να τον απασχολεί η «μεταθανάτια
ζωή», ότι οι Θεοί (αν υπάρχουν) δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα τεκταινόμενα
των ανθρώπων, ενώ (και το κυριότερο), η ύλη αποτελείται από απειροελάχιστα
σωματίδια (τα άτομα), αόρατα, άφθαρτα και συνεχώς κινούμενα ενώ ο κόσμος έχει
προέλθει από τις απρόβλεπτες πορείες αυτών των ατόμων (από μια απόκλιση ή «παρέγκλιση»).
Όπως
αναφέρει ο συγγραφέας, τον Πότζο ελάχιστα (ή ίσως και καθόλου) τον ενδιέφεραν οι
ιδέες που αναπτύσσονται στο «Περί Φύσεως», θαύμασε το ύφος και την φινέτσα του
Λουκρήτιου, την γοητεία ενός κόσμου άγνωστου σε αυτόν, την ελευθερία και την
χαρά της ζωής που διαπερνάει απ’ άκρη σ’ άκρη το ποίημα. Γνώριζε όμως ότι
κρατούσε στα χέρια του και αντέγραφε κάτι που θα μπορούσε να πυροδοτήσει
αντιδράσεις και να ανατρέψει δεδομένα.
«Το
«Περί Φύσεως» δεν είναι ευκολοδιάβαστο κείμενο. Αριθμεί συνολικά 7.400 στίχους
σε τυπικό δακτυλικό εξάμετρο, το μετρικό σχήμα που υιοθέτησαν στα έπη τους
ποιητές όπως ο Βιργίλιος και ο Οβίδιος για να μιμηθούν τα ελληνικά του Ομήρου.
Χωρισμένο σε έξι βιβλία χωρίς τίτλο, το ποίημα συνταιριάζει στιγμές έντονης
λυρικής ομορφιάς και φιλοσοφικούς στοχασμούς πάνω στη θρησκεία, την ηδονή και
τον θάνατο με περίτεχνες θεωρίες για τον φυσικό κόσμο, την εξέλιξη των
ανθρώπινων κοινωνιών, τους κινδύνους και τις χαρές της ερωτικής πράξης και τη
φύση των νόσων. Η γλώσσα είναι συχνά μπερδεμένη και δύσκολη, η σύνταξη
περίπλοκη και το όλο πνευματικό εγχείρημα απίστευτα φιλόδοξο.»
Ο
Greenblatt αναφέρει πως η ανακάλυψη του «Περί Φύσεως»
του κατά πολλούς θεωρούμενο ως ένα από τα δυο-τρία ωραιότερα ποιήματα που έχουν
γραφτεί, τροφοδότησε την Αναγέννηση μετά την δημοσιοποίησή του. Το ποίημα που
αποθεώνει την ζωή και τις απολαύσεις της, επηρέασε ζωγράφους και συγγραφείς –
από τον Μποτιτσέλι και τον Ντα Βίντσι, έως τον Σαίξπηρ και τον Μονταίνιο έως
τον Τόμας Τζέφερσον, αλλά και τον Γαλιλαίο και τον Δαρβίνο. Ήταν η αρχή μια
εποχής αλλά και το τέλος μιας άλλης.
Διαβάζοντας
το αριστουργηματικό αυτό βιβλίο, ο αναγνώστης προσκαλείται σε ένα ταξίδι γνώσης
και σκέψης. Με εκπληκτική δομή, ο Greenblatt προβάλλει σε πρώτο
επίπεδο, την ανακάλυψη του χειρόγραφου από τον ακάματο Πότζο, εξιστορώντας τις περιπέτειες
του και την ζωή του, και αυτό του δίνει την δυνατότητα να περιγράψει μια
ολόκληρη εποχή, σκοταδισμού και δεισιδαιμονιών, εντελώς αντίθετη με τους στίχους
του ποιήματος, που ο βιβλιοθήρας φέρνει στο φως.
Η
«Παρέγκλισις» δεν είναι μυθοπλασία -
είναι βιβλίο Ιστορίας με μεγάλη βιβλιογραφία και παραπομπές - αλλά διαβάζεται
ως τέτοια, αφού η γλαφυρότητα και η ικανότητα του συγγραφέα, καταπλήσσει και
γοητεύει σε σημείο να μη μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Σε προκαλεί
(και προσκαλεί), με γλώσσα απέριττη και κατανοητή από τον μέσο αναγνώστη, να
ψάξεις για τον Λουκρήτιο και για το «Περί Φύσεως» (ή «Για την Φύση των
Πραγμάτων» όπως λέγεται στην τελευταία έκδοσή του στα ελληνικά), αλλά και να
δεις ότι η λογοτεχνική απόλαυση μπορεί να προκύψει από τα πιο αναπάντεχα
κείμενα.