Πέμπτη, Απριλίου 28, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 28, 2016 | Permalink
Βερονάλ
Περισσότερο λογοτεχνικό δοκίμιο παρά μυθιστορηματική βιογραφία, το πολύ ενδιαφέρον “ΒΕΡΟΝΑΛ”, του Τάκη Θεοδωρόπουλου (Αθήνα, 1954), (Εκδ.Μεταίχμιο, σελ.163), είναι ένα αφήγημα, το οποίο έχει ως κεντρικό άξονα (και ήρωα) τον φιλόλογο Ιωάννη Συκουτρή. Με αφορμή την αυτοκτονία του ήρωά του, στην Κόρινθο το 1937 σε ηλικία μόλις 36 ετών, ο έμπειρος συγγραφέας ισορροπεί αρκετά επιτυχημένα επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο της απεικόνισης μιας ολόκληρης εποχής σε ένα πυκνογραμμένο κείμενο.


Γεννημένος κοντά στη Σμύρνη, το 1901 ο Ιωάννης Συκουτρής από πάμπτωχη οικογένεια, είναι ένα χαρισματικό παιδί με ιδιαίτερη κλίση στη μελέτη των Αρχαίων. Κλεισμένος στο αναγνωστήριο της Ευαγγελικής σχολής, μελετάει τους Αρχαίους και γοητεύεται από τον Πλάτωνα, τα κείμενα του οποίου, θα αποτελέσουν τον φάρο προς τον οποίο θα κινηθεί στην υπόλοιπη ζωή του. Ντρέπεται για την κοινωνική του θέση, για την αγροτική περιοχή στην οποία ζει, για την στάνη από την οποία βιοπορίζεται ο πατέρας του, ντρέπεται για την εμφάνισή του, καθώς είναι τυφλός από το ένα μάτι εκ γενετής. Μόνο στη βιβλιοθήκη της Σχολής του βρίσκει την ηρεμία που επιθυμεί.

Η πυκνότητα του χρόνου είναι εντυπωσιακή στην σύντομη ζωή του Ι.Συκουτρή.  Θα σπουδάσει στην Αθήνα και στο Βερολίνο. Θα διδάξει από μικρός και σύντομα θα θεωρείται από την Πανεπιστημιακή κοινότητα ως κάτι ιδιαίτερο και εξαιρετικό παρά την πολεμική που θα δεχθεί στην συνέχεια από τους συναδέλφους του. Η οικογένειά του θα έρθει στην Αθήνα μετά την Μικρασιατική καταστροφή, χωρίς τον πατέρα που είχε πέσει νεκρός. Η αποξένωσή του όμως από το μικρό χαμόσπιτο της Κοκκινιάς που θα καταλύσουν, θα συνεχιστεί. Όπως θα συνεχιστούν και οι ερωτικές του αποτυχίες καθώς ο λόγος του γοητεύει τις φοιτήτριές του (“αδερφές του” όπως τις αποκαλεί), με τις οποίες διατηρεί συνεχή αλληλογραφία, αλλά μάλλον η εμφάνισή του τις απωθεί. Όπως θα συνεχίζεται η βασανιστική του αϋπνία, την οποία καταπολεμάει με δόσεις “Βερονάλ” του υπνωτικού της εποχής και μεγάλες πεζοπορίες σε όλη την Αττική.

Θα παντρευτεί αλλά δεν θα μπορέσει να κάνει οικογένεια. Θα είναι σε μόνιμη κόντρα με την πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά θα κάνει τα πάντα για να εισέλθει σ' αυτήν ως καθηγητής. Βαθιά Πλατωνιστής και Νιτσεϊστής, θα πιστέψει στον Εθνικοσοσιαλισμό, και θα δει στο πρόσωπο του Ι.Μεταξά έναν ηγέτη ο οποίος θα αναγεννήσει τη χώρα, αλλά ένα ταξίδι του στο Βερολίνο του Χίτλερ θα τον φέρει αντιμέτωπο με την στρατοκρατία που κυριαρχεί στο Ναζιστικό καθεστώς, και θα κατανοήσει το αληθινό πρόσωπο του αρχαιολάτρη Φύρερ.

Με την μετάφραση και την επιμέλεια της έκδοσης του “Συμποσίου” του Πλάτωνα, η φήμη του θα εκτοξευθεί, αλλά και η πολεμική εναντίον του θα πυκνώσει. Ως και σωματεία σαμαροποιών και κουλουροποιών θα συμμετάσχουν στην εκστρατεία κατά της μετάφρασης η οποία επαινείται απο τους σοβαρούς μελετητές ενώ τυγχάνει και της στήριξης από την πολιτεία, αλλά η θέση του μόνιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο δεν θα έρθει, ενώ και οι συκοφαντίες περί ομοφυλοφιλίας διογκώνονται. Ο Ιωάννης Συκουτρής θα μεταβεί χωρίς λόγο στην Κόρινθο και εκεί σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, θα βρεθεί νεκρός από υπερβολική χρήση Βερονάλ. Η διάγνωση του ιατροδικαστή δεν έδειχνε πουθενά αυτοκτονία. Θα ήταν ντροπή για το καθεστώς να αυτοκτονήσει κάποιος από τους διανοούμενους που το υποστήριζαν. Ήταν μόλις 36 ετών και είχε καταφέρει τόσα πολλά αλλά και τόσα λίγα σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να δώσει στο μέλλον – αν δεν είχε μπλέξει βέβαια με τον δωσιλογισμό κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πράγμα πολύ πιθανόν λόγω του ιδεολογικού του προσανατολισμού.

"Ένας από τους λόγους που με ώθησαν να γράψω αυτό το αφήγημα είναι ότι ο πρωταγωνιστής του, περιώνυμος αυτόχειρας της Ελλάδας του εικοστού αιώνα, ενσαρκώνει μια από τις πτυχές της νεοελληνικής συλλογικής συνείδησης. Επιστήμη ή τέχνη, η φιλολογία υπήρξε ο πυλώνας που συνέδεσε το εύθραυστο οικοδόμημα της σύγχρονης Ελλάδας με το στερέωμα της κλασικής αρχαιότητας, τη γεννήτρια του πνευματικού της ρεύματος"

Στο βιβλίο του ο Θεοδωρόπουλος, δεν εξετάζει τόσο πολύ τη ζωή του Συκουτρή. Στέκεται αποστασιοποιημένα απέναντί του και μας δίνει ορισμένα σημαντικά στοιχεία του βίου του, και κάποια μυθοπλαστικά. Η επιλογή του είναι να μη κάνει μια μυθιστορηματική βιογραφία ή κάτι παρόμοιο, αλλά περισσότερο ένα μεταμοντέρνο ιστορικό δοκίμιο όπου τα όρια της μυθοπλασίας και της έρευνας συμβαδίζουν αρμονικά. Αυτό το πετυχαίνει (και χάριν της λογοτεχνικής του εμπειρίας) σε σημαντικό βαθμό, δείχνει όμως να χάνει το παιχνίδι στην σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ήρωά του, ο οποίος παραμένει μυστηριώδης και ανεξιχνίαστος καθ'όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Αντιφατικός και ιδιόρρυθμος, ο Συκουτρής του Θεοδωρόπουλου δεν βγάζει την τραγικότητα και την υπαρξιακή αγωνία που περίμενα, παραμένει ξένος, ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα κι όχι κάτι ζωντανό.

Ο Θεοδωρόπουλος αναπλάθει άψογα την ατμόσφαιρα της εποχής, το βιβλίο του έχει ρυθμό και δομή. Περισσότερο ενδιαφέρεται για την γλώσσα, τον ιστορικό χρόνο, τις πανεπιστημιακές διαμάχες, την σχέση των νεοελλήνων με την αρχαιότητα, τον βαθύ συντηρητισμό και μικροαστισμό της κοινωνίας που είναι έτοιμη να αντιδράσει στο διαφορετικό, στο πρωτοποριακό απ'όπου κι αν προέρχεται αυτό, την αρχοντοχωριάτικη μιζέρια και τις λοβιτούρες των κυκλωμάτων σε κάθε πεδίο. Αποφεύγει να ασχοληθεί με τις πολιτικές θέσεις του Συκουτρή και τον βαθμό που υποστήριζε το καθεστώς Μεταξά - κάτι που δεν ήταν πρωτότυπο για την εποχή του Μεσοπολέμου όταν πλήθος διανοουμένων σ'ολόκληρο τον κόσμο είχαν γοητευθεί από τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι ή την ροπή προς τον κλασσικισμό του Χίτλερ.

"Στόχος του παρόντος αφηγήματος δεν είναι η αποτίμηση του φιλολογικού έργου του πρωταγωνιστή του. Άλλοι αρμοδιότεροι εμού το έχουν κρίνει επαρκώς. Στόχος είναι η περιγραφή μιας προσωπικότητας η οποία ανέδειξε σε υπαρξιακή περιπέτεια το πνευματικό δράμα του νέου ελληνισμού, τους δεσμούς του με τον κλασικό πολιτισμό σε όλα του τα επίπεδα, δράμα το οποίο αποτέλεσε και τον κεντρικό πυρήνα των δεσμών του με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Στόχος είναι η καταγραφή των εσωτερικών του αντιφάσεων, οι προσπάθειές του να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιθυμία του να διαπρέψει ως επιστήμονας για να βρει την αξιοπρέπεια που του στερούσε η βιολογική του ζωή, και την επιθυμία του να υπερβεί τα όρια της επιστημονικής του δραστηριότητας - να βγει από τον περίκλειστο χώρο του φιλολογικού εργαστηρίου για να μεταμορφωθεί σε ρήτορα, αναμορφωτή της πνευματικής ζωής, άγγελο της νέας αναγέννησης."

Το "Βερονάλ" είναι ένα καίριο, καλοκουρδισμένο και, οξυδερκές "μυθιστόρημα", που χάνει τον ήρωά του, αλλά κερδίζει σε πολλά σημεία. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση και παρεμβαίνει σε πολλά σημεία σχολιαστικά, αιτιολογώντας και εξηγώντας γιατί ασχολήθηκε με τον ήρωά του ή την εποχή, κάτι που στην αρχή ξενίζει αλλά μετά αποδεικνύεται ότι λειτουργεί θετικά στην ροή της αφήγησης. Είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα με αναγνωστικές απαιτήσεις, για την εποχή του μεσοπολέμου, για το γλωσσικό μας πρόβλημα και για την υπεράσπιση των κλασσικών γραμμάτων. 


 
Παρασκευή, Απριλίου 22, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 22, 2016 | Permalink
Ονειροπαγίδα
Το όνειρο είναι η προνομιούχος χώρα της αμαρτίας. Τόπος φοβερός όπου πραγματοποιούνται και τιμωρούνται οι επιθυμίες δίχως ποτέ να ικανοποιούνται”

Οι νυχτερινές ώρες. Ύπνος και ξαγρύπνια. Ύπνος με όνειρα όπου προβάλλει το υποσυνείδητο, όνειρα που παγιδεύουν, ξαφνιάζουν, πανικοβάλλουν. Όνειρα που “κυκλοφορούν” ανεξέλεγκτα. Ξαγρύπνια που βασανίζει, φέρνει σκέψεις, κρίσεις πανικού, αλλά και σουρεαλιστικές καταστάσεις στην κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν αντί να “μετράς προβατάκια”, μπορεί τα “προβατάκια” να μετράνε εσένα και το ελάφι να βρίσκεται πραγματικά μέσα στο δωμάτιο...

Μ' αυτή τη περίεργη κατάσταση ασχολείται η Αργεντίνα συγγραφέας Ana Maria Shua (Μπουένος Άιρες, 1951), στην έξοχη συλλογή μικροδιηγημάτων της, με τίτλο “ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ” (“La Sueñera”), (Εκδ. Απόπειρα, μετάφραση και συνέντευξη με την συγγραφέα, Άννα Βερροιοπούλου, σελ.264). Είναι ένα βιβλίο για τα όνειρα και την αϋπνία, που δανείζεται τον τίτλο του (και όχι μόνο) από τον μεγάλο Χ.Λ.Μπόρχες – πιο συγκεκριμένα από το ποίημα του “Η μυθική ίδρυση του Μπουένος Άιρες”. Η λέξη “Sueñera” που δίνει τον τίτλο στην συλλογή, είναι ένας “Αργεντινισμός” και σημαίνει “να νιώθεις υπνηλία, να έχεις τάση για ύπνο”.


Αυτό είναι το παραμύθι για έναν πρίγκιπα μεταμορφωμένο σε βάτραχο που ξανάγινε πρίγκιπας χάρη στο φιλί μιας πριγκίπισσας με την οποία παντρεύεται μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι αυτή – αχ, αυτές οι γλυκές εκπλήξεις της συζυγικής ζωής! - έχει την παράξενη συνήθεια να πιάνει μύγες με την μακριά της γλώσσα, ή το παραμύθι για ένα βάτραχο μεταμορφωμένο σε πριγκίπισσα που ξανάγινε βάτραχος, αφού την εγκατέλειψε ένας άπονος πρίγκιπας, όλα εξαρτώνται σε τελευταία ανάλυση από την πλευρά που βλέπει κανείς τα πράγματα”

250 μικροδιήγηματα, γεμάτα χιούμορ και φαντασία, σουρεαλιστική διάθεση, που φλερτάρουν με τη λογοτεχνία του Φανταστικού. Μονόλογοι μιας γυναίκας που ονειρεύεται ή που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μικρές τηλεγραφικές ιστορίες της νύχτας ενός ανθρώπου που παγιδεύεται μέσα στα όνειρα του και γράφει.

Στην ουρά, ο κόσμος εξαγριώνεται. Κάποιοι καταφέρονται εναντίον της κυβέρνησης και άλλοι της ακυβερνησίας. Στον γκισέ ο υπάλληλος, ατάραχος. Μα αυτός ο άνθρωπος κοιμάται, εξάπτεται ένας καραφλός κύριος μπροστά μου. Όχι, κύριε, αυτοί που κοιμούνται είμαστε εμείς, του εξηγεί μια κυρία όσο πιο χαμηλόφωνα μπορεί (όποιος ξυπνάει χάνει τη σειρά του). Ώρες αργότερα, δίνω το όνομά μου στον γκισέ, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι περιμένω σε λάθος όνειρο.”

Μικροδιηγήματα για τη νύχτα, όταν ανασυνθέτεις τον εαυτό σου, παλεύεις με τα φαντάσματά σου, βουλιάζεις στη άβυσσό σου, δεν ελέγχεις τίποτα, είσαι αδύναμος και μόνος -εσύ και η μοναξιά σου. Βρίσκεσαι κοντά στον θάνατο, μόνο που δεν το συνειδητοποιείς, βρίσκεσαι σε έναν άλλο κόσμο, όπου οι επιθυμίες σου βγαίνουν στον αφρό και όπου τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά σου, φανερώνονται.

Τα μικρά παιδιά αποκοιμιούνται ακούγοντας παραμύθια για νεράιδες. Οι μεγάλοι αποκοιμιούνται βλέποντας τηλεόραση. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι θεωρούν ότι αφήνοντας μια ιστορία στη μέση πριν κοιμηθούν, εξασφαλίζουν το ξύπνημα. Τόσο τυφλά εμπιστεύονται τη φιλοπεριέργεια του θανάτου.


Απόηχοι από Μπόρχες (κυρίως), Λωτρεαμόν, Κάφκα, Πόε, Κορτάσαρ στο βιβλίο, με το Φανταστικό να προβάλλει όλο και πιο έντονα καθώς βυθίζεσαι μέσα στις ιστορίες της Σούα που ακολουθούν την Λατινοαμερικάνικη παράδοση του 20ου αιώνα, με μυθιστορήματα και διηγήματα που ισορροπούσαν μεταξύ σουρεαλισμού και σκληρής πραγματικότητας. Πίσω από τις ιστορίες, λυρικές και ποιητικές στην πλειονότητά τους, κρύβεται βία, καταπιεσμένα πάθη και επιθυμίες, ξοδεμένη ζωή.

"Ο συγγραφέας ονειρεύεται έναν άντρα ο οποίος ονειρεύεται έναν άλλο άντρα· αυτός με τη σειρά του αποτελεί το όνειρο ενός τρίτου, που ίσως να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Μπροστά στην ευθύνη του ονειρευτή, ο συγγραφέας μοιάζει να αποθυμεί την τελική αθωότητα του ήρωα."

Ιστορίες που τις διαβάζεις πολλές φορές, καθώς η γοητεία τους είναι ανυπέρβλητη, νιώθεις να αιχμαλωτίζεσαι μέσα τους. Είναι ένα βιβλίο που σε προκαλεί να το διαβάσεις μονορούφι, αλλά καλύτερα είναι να απολαμβάνεις λίγες ιστορίες κάθε μέρα παράλληλα με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μπορέσεις να απολαύσεις το πνεύμα και την σπιρτάδα τους, τον λυρισμό και το χιούμορ τους. Η Shua ,συγγραφέας πάνω από 40 βιβλίων, ειδικεύεται στο είδος αυτό, τόσο απλό και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα. Απολαυστικό βιβλίο – έκπληξη στο οποίο μπορεί κάποιος να ανατρέχει συνεχώς.


Ένας άντρας δέχεται επίθεση. Αντιστέκεται. Τραυματίζεται βαριά και πιάνεται αιχμάλωτος. Αυτό συμβαίνει στα όνειρά του. Για πολλές απανωτές νύχτες ο άντρας αγωνιά. Ένα βράδυ, ο θάνατος έρχεται πριν το ξύπνημα. Κατά τη διάρκεια της μέρας, ο άντρας συνεχίζει να παίζει, να εργάζεται, να ερωτεύεται, σαν να ήταν πέρα για πέρα ζωντανός, ωστόσο οι νύχτες του είναι έκτοτε κενές, αμνήμονες. Πολλά χρόνια αργότερα, ο άντρας πεθαίνει επίσης σ'αυτή την πλευρά του σύμπαντος και εισέρχεται σ'ένα θάνατο πυκνοϋφασμένο με παράξενα όνειρα.”


 
Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 15, 2016 | Permalink
Το μοτίβο του δολοφόνου
Με ένα σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα, το τρίτο του κατά σειράν, επανέρχεται ο Γρηγόρης Αζαριάδης (Αθήνα, 1951). Το καινούργιο του βιβλίο “ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ” (Εκδ. Γαβριηλίδης, σελ.465), είναι αρκετά διαφορετικό από τα προηγούμενα δύο (Παλιοί λογαριασμοί” (2012), και,  Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου (2013) ), τα οποία είχαν την μορφή νουάρ της πόλης με αρκετές αρετές αλλά και αδυναμίες, στοιχεία που βρίσκουμε και στο νέο βιβλίο με κάποιες διαφορές όμως, όπως θα δούμε παρακάτω.


Στο “Μοτίβο του δολοφόνου”, με ηρωίδα - όπως και στο προηγούμενο του βιβλίο - την αστυνόμο Τρύπη (ακόμα ωραιότερη, περισσότερο sexy), ο Αζαριάδης ακολουθεί μια πορεία που δείχνει να του πηγαίνει καλύτερα, ως προς την εξέλιξη και την διαμόρφωση της ιστορίας που αφηγείται, είναι περισσότερο συγκεντρωμένος στην λύση του γρίφου που παραθέτει, ενώ έχουν λείψει οι πολλές (και περιττές) πολιτικές αναφορές στην τρέχουσα κατάσταση. Η Αθήνα του “Μοτίβου...” υπάρχει ως φόντο, ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κρίσης αιωρείται μεν, αλλά δεν δεσπόζει στην εικόνα.

Ένας κατά συρροήν δολοφόνος, αναστατώνει την Αθήνα, ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο μοτίβο δολοφονιών, οι οποίες δεν δείχνουν να συνδέονται μεταξύ τους και είναι ιδιαίτερα βίαιες. Ο δολοφόνος εκτελει (στην κυριολεξία) τα θύματά του, πάντα κοντά στα μεσάνυχτα, με 8 σφαίρες πάντα, 3 πυροβολισμοί στους μηρούς, 2 χαμηλά, στην  κοιλιά, δύο στο στήθος, και μια σφαίρα στο κεφάλι σαν χαριστική βολή. Τα θύματα περπατάνε πάντα μόνα, σε κάποιον ήσυχο δρόμο μιας συνοικίας, είτε γυρίζοντας σπίτι τους από κάποια διασκέδαση, είτε βαδίζοντας προς το παρκαρισμένο αυτοκίνητό τους, είτε κάνοντας jogging, είτε πηγαίνοντας σε κάποιο ραντεβού. Τα όπλα που χρησιμοποιούνται κάθε φορά είναι διαφορετικά και κάποιες, όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες μαρτυρίες μιλάνε για έναν ψηλό και αδύνατο άντρα που φοράει φούτερ με στάμπα και έχει την κουκούλα στο κεφάλι του. Τα θύματα δεν έχουν προλάβει να αντιδράσουν, δέχονται τους πυροβολισμούς αιφνιδιαστικά και δεν υπάρχει σε καμία των περιπτώσεων κάποιος (έστω και στο ελάχιστο) ύποπτος από το περιβάλλον τους. Οι ζωές τους δεν διακρίνονται από εντάσεις και δεν έχουν καλλιεργήσει έχθρες ή αντιπαλότητες που να δικαιολογούν εκδίκηση ή κάτι παρόμοιο.

Η κατάσταση περιπλέκεται όταν στις ενέργειες του, το "Τμήμα Εγκλημάτων κατά ζωής και προσωπικής ελευθερίας", ψάχνοντας για παρεμφερείς ενέργειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενημερώνεται από την Ολλανδική αστυνομία ότι πριν από μερικά χρόνια έδρασε στο Ρότερνταμ, ένας αυθεντικός σίριαλ κίλερ διαπράττοντας 10 φόνους σχεδόν με τον ίδιο τρόπο όπως ο τύπος με την κουκούλα, και προς έκπληξη της Τρύπη και της ομάδας της, ο δολοφόνος αυτών των στυγερών εγκλημάτων ήταν Έλληνας που ονομαζόταν Καρλής. Η Ολλανδική αστυνομία όμως φρόντισε αμέσως να διαλύσει τις ελπίδες των ελλήνων συναδέλφων τους, ανακοινώνοντάς τους ότι ο Καρλής ήταν νεκρός μετά από ενέδρα, οπότε μόνο σε περίπτωση νεκρανάστασης θα μιλούσαμε για το ίδιο άτομο. Η Τρύπη μαθαίνοντας τα στοιχεία του έλληνα σίριαλ κίλερ και ερευνώντας ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Αθήνα της δεκαετίας του 90 βρίσκει παρόμοιες δολοφονίες, δηλαδή με το ίδιο μοτίβο, όπως αυτές της Ολλανδίας. Ο Profiler (ο ειδικός αναλυτής που εξετάζει τέτοια μοτίβα), που συμβουλεύεται το Τμήμα Εγκλημάτων, είναι σαφής, έχουμε την περίπτωση ενός ιδανικού μιμητή του Καρλή, ο οποίος είχε πρόσβαση με κάποιο τρόπο στο ημερολόγιο του ειδώλου του, ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο, την ίδια μεθοδολογία απλώς προσθέτοντας την χαριστική βολή ως προσωπική υπογραφή. Η υπόθεση εμπλέκεται όλο και περισσότερο καθώς οι δολοφονίες συνεχίζονται, το κλίμα τρόμου στην Αθήνα αυξάνεται και οι έρευνες δείχνουν αδιέξοδες.

Η ταυτότητα του δολοφόνου θα διαφανεί στις τελευταίες 5-6 σελίδες, το δε όνομά του, θα αναφερθεί μόνο στην τελευταία παράγραφο. Ο Αζαριάδης "παίζει" με την φαντασία του αναγνώστη, βάζοντάς του γρίφους σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κλασσική  whodunnit ιστορία, που διαβάζεται ευχάριστα και με αρκετές δόσεις σασπένς, αν δεν υπήρχαν οι ατελείωτες και εν πολλοίς αδιάφορες παρεμβολές στη δράση με δεκάδες ατυχέστατες και ανούσιες παρομοιώσεις που διασπούν τον ρυθμό και την προσοχή στην αγωνία της ιστορίας.

Παρομοιώσεις όπως : "Ξαπλωμένο ανάσκελα το γυμνό κορμί της Πετρίδου έφερε καθαρά ίχνη της λεηλασίας που είχε υποστεί στο πέρασμα του χρόνου από πολυάριθμα βαρβαρικά φύλα: Οστρογότθους, Βησιγότθους και βάλε..." ή "Οι δύο υπαστυνόμοι, χωρίς χρονοτριβή, την έπεσαν στο ταψί καταβροχθίζοντας την υπόλοιπη πίτα. Για τα επομενα λεπτά, τα υπόκωφα βογγητά τους παρέπεμπαν σε αλλεπάλληλους οργασμούς καθωσπρέπει γεροντοκόρης συνουσιαζόμενης έπειτα από πολύχρονη περίοδο ξηρασίας" (ναι, δεν κάνω πλάκα), όπως "Από το βάθος ξεμύτισε η ιδιοκτήτρια του καταστήματος μια κοντή παχουλή σαραντάρα, με μαύρη θεόστενη φούστα, που πάσχιζε επί ματαίω να τιθασεύσει τις ευρείες κάτω περιφέρειες. Ήταν ο τύπος της γυναίκας που με μεγάλη ευχαρίστηση θα τραβούσε στο πλάι το κιλοτάκι, θα καθόταν στη μύτη του Πινόκιο και θα ψιθύριζε στο αυτί του: "Πες μου κι άλλα ψέματα, μικρούλη μου...", ενώ οι γυναίκες, σαραντάρες σούπερ αισθησιακές με μαύρα sexy εσώρουχα, στήθος στητό και να προβάλλει, έτοιμες για όλα κυριαρχούν στο κείμενο (ας μη λησμονούμε ότι κι η αστυνόμος Τρύπη, η ηρωίδα του Αζαριάδη έχει αυτά τα χαρακτηριστικά) - χαρακτηριστικά αναφέρω, μια από τις παρομοιώσεις στο βιβλίο που "σκοτώνουν": "Το βαρύ σφιχτό κορμί των σαραντακάτι Ιουλίων ήταν τόσο κραυγαλέα αισθησιακό, που θα ανάγκαζε τη Μόνικα Μπελούτσι να φύγει εκνευρισμένη από όποιο πάρτι έπεφτε πάνω της."

Αντιλαμβάνομαι ότι οι σκληρές αστυνομικές ιστορίες υπακούν στους άγραφους και μη κανόνες του είδους με στερεοτυπικές καταστάσεις και ο κάθε συγγραφέας έχει τα δικά του μονίμως επαναλαμβανόμενα από βιβλίο σε βιβλίο κλισέ, όπως η κατανάλωση καφέδων και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων από τους (πολύ ανθρώπινους) υπηρέτες του νόμου, αναρωτιέμαι όμως αν, οι επαναλαμβανόμενες σαν mantra φράσεις όπως "modus operandi", το κλείσιμο ματιού στον "υποψιασμένο αναγνώστη" με ονόματα ανθρώπων του ποδοσφαίρου (πάντα ερυθρόλευκης προέλευσης ή συμπάθειας) ατάκτως ερριμένα στην ιστορία, όπως Νοβοσέλατς, Καρπετόπουλος, Πανούτσος ή διεθνών προσωπικοτήτων του αθλήματος όπως Φαν Χάαλ (προπονητής της Manchester Utd - έτερης αγάπης του συγγραφέα), προσθέτουν ή αφαιρούν στην απόλαυση του κειμένου - τείνω προς το δεύτερο.

Το "Μοτίβο του δολοφόνου" κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος αλλά το μυθιστόρημα γενικότερα, θα ήταν πιο σφιχτοδεμένο και θα λειτουργούσε καλύτερα αν έλειπε τουλάχιστον το 1/3 του, κάπου δηλαδή 150 σελίδες - κάτι που διακρίνω και σε όσα αστυνομικά μυθιστορήματα Σκανδιναβών συγγραφέων έχω διαβάσει, που απ' ότι αντιλαμβάνομαι αποτέλεσαν "οδηγό" για το παρόν βιβλίο. 
Η έρευνα που έχει κάνει ο Αζαριάδης, στα πραγματολογικά στοιχεία είναι εμφανής και εντυπωσιακή, το προφίλ του "ψυχωσικού" δολοφόνου είναι ακριβέστατο και δείχνει να έχει πετύχει απόλυτα ο συγγραφέας σ'αυτό, αλλά θεωρώ ότι οι πολλές λεπτομέρειες πάνω στις βαλλιστικές αναφορές κλπ, μπορεί να ταιριάζουν σε σειρές όπως το CSI (για όσους βέβαια, όπως ο γράφων δεν τις θεωρούν ιδιαίτερα βαρετές), αλλά δεν προσδίδουν κάτι στην (έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα) πλοκή, επίσης η φλυαρία (κάτι που αναφέρω και για τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα) και η κατάχρηση αποσιωπητικών είναι συνεχώς παρόντα, χαλώντας τις εντυπώσεις και στερώντας από ένα βιβλίο που έχει όλες τις προδιαγραφές να είναι πολύ καλό, την αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης και ικανοποίησης.







 
Τετάρτη, Απριλίου 06, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 06, 2016 | Permalink
Οι ενοικιαστές
Ερωτική ιστορία αλλά και αστυνομικό μυστήριο συνδυάζονται δημιουργικά στο θαυμάσιο και άκρως αισθησιακό, ογκώδες μυθιστόρημα της έξοχης Sarah Waters, με τίτλο “ΟΙ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΕΣ” (“The Paying Guests”), (Εκδόσεις Λιβάνη, μετάφρ. Χρ.Σακελλαροπούλου, σελ. 733), ένα χορταστικό και πολύ ζωντανό page-turner βιβλίο, που παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό ταξίδι.

Η Γουότερς, τοποθετεί την δράση της ιστορίας της, στο 1922. Καθόλου επιφανειακά, καθώς η ατμόσφαιρα της εποχής, είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί στα τεκταινόμενα. Το μεταπολεμικό Λονδίνο της εποχής, δεν είναι πια ίδιο με αυτό που ήταν στις αρχές του αιώνα. Η Βρετανία έχει βγει από τον νικηφόρο πόλεμο τραυματισμένη με τα “καλύτερα μυαλά” της να έχουν πέσει στα πεδία της μάχης και στις λάσπες του Βελγίου και της Γαλλίας. Δεν υπάρχει οικογένεια χωρίς απώλειες και το ίδιο ισχύει (πολύ έντονα) και στην έπαυλη των Ρέι, στο αριστοκρατικό προάστιο του Νότιου Λονδίνου. Η Φράνσις Ρέι και η μητέρα της, έχουν μείνει μόνες, μετά τον θάνατο των τριών αντρών της οικογένειας, των δύο γιών που έπεσαν στο μέτωπο, και, του πατέρα της Φράνσις που πέθανε λίγο αργότερα. Τα οικονομικά τους είναι σε άθλια κατάσταση, χρωστάνε παντού, η Φράνσις περιποιείται το παρακμάζον αρχοντικό μόνη της, ενώ η μητέρα της βρίσκεται σε μια καταθλιπτική κατάσταση αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Η ενοικίαση του μεγαλύτερου μέρους του σπιτιού είναι αναγκαιότητα πλέον, αλλά οι δύο γυναίκες δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς τις περίμενε, παρά μόνο όταν αφίχθησαν οι Μπάρμπερ, το νεαρό νιόπαντρο (εντάξει, όχι ακριβώς, 3 χρόνια παντρεμένοι ήδη ήταν) ζευγάρι των μικροαστών, όπου εκείνος, ο Λεν είναι υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία και εκείνη, η Λίλιαν (Λιλ), πληθωρική και τσαχπίνα, περνάει τις μέρες της μέσα στο σπίτι, φροντίζοντας το μικρό νοικοκυριό τους.

Η Φράνσις, η ηρωίδα του βιβλίου - καθώς η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Γουότερς παρακολουθεί εκείνη καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας - είναι λίγο πριν τα 30 (σχεδόν γεροντοκόρη για την εποχή) και είναι μια όμορφη ομοφυλόφιλη γυναίκα που προσπάθησε να κάνει την επανάστασή της, συμμετέχοντας στους αγώνες για τα δικαιώματα των γυναικών όπως και σε ταραχές με την αστυνομία. Πλέον η ζωή της έχει περιοριστεί εντός του σπιτιού προσπαθώντας να συμμαζέψει λίγο τα οικονομικά και την καθαριότητα του τεράστιου σπιτιού. Γι'αυτό τον λόγο είχε  “αναγκαστεί εκ των συνθηκών” να αφήσει την ερωτική της σχέση με την φίλη της Κριστίνα, υποχρεούμενη σε έναν οικειοθελή εγκλεισμό στο σπίτι με την μητέρα της.

Το ζευγάρι των Μπάρμπερ θα αλλάξει την καθημερινότητα των δύο γυναικών. Η άνεση του Λεν και η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητα της Λίλιαν, δεν αργούν να φέρουν τα πάνω-κάτω μέσα στο σπίτι. Η Φράνσις έλκεται από την νεαρή και ναζιάρα Λίλιαν, η οποία (προς μεγάλη έκπληξη της πρώτης ανταποκρίνεται) και μια παθιασμένη ερωτική ιστορία θα ξεκινήσει, με στιγμές πάθους στα κλεφτά, καθώς οι δύο γυναίκες πρέπει να φυλάγονται όχι μόνο από τον Λεν αλλά και από την μητέρα της Φράνσις που κάτι αντιλαμβάνεται. Οι δύο ερωτευμένες γυναίκες σχεδιάζουν το πως θα ζήσουν μαζί, πως θα ανατρέψουν τα στερεότυπα, πως θα έρθουν σε σύγκρουση με το περιβάλλον τους, όμως ένας φόνος, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, όπου εμπλέκονται ενεργά και οι δυο τους, θα αλλάξει τελείως την κατάσταση και η ιστορία τους θα πάρει μια εντελώς διαφορετική τροπή.

Η Γουότερς περιγράφει εξαιρετικά και αποδίδει με εκπληκτικό τρόπο την ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του '20 με τις εμφανείς ανατροπές και τις κοινωνικές ανακατατάξεις στην ζωή των Βρετανών που επέφερε ο μεγάλος πόλεμος. Οι άνθρωποι πρέπει να προσαρμοστούν στις εξελίξεις. Οι παλιές μεγαλοαστικές οικογένειες που σιγά-σιγά χάνουν έδαφος, η αριστοκρατία που εξαφανίζεται. Το υπηρετικό προσωπικό που όλο και μειώνεται καθώς οι μισθοί στα εργοστάσια είναι καλύτεροι, η μικροαστική τάξη των υπαλλήλων-χαρτογιακάδων που ανεβαίνει οικονομικά, και διεκδικεί το μερίδιο της στην ζωή, η ανεργία και η φτώχεια που είναι έντονες στην καθημερινή ζωή με τους βετεράνους του πολέμου να ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, ενώ οι γυναίκες έχουν μπει δυναμικά στην επαγγελματική ζωή, μορφώνονται όλο και περισσότερο, έχουν αποκτήσει φωνή. Η Φράνσις, είναι ένας άνθρωπος της νέας εποχής, μια γυναίκα με ποιότητα και σθένος, με κοινωνικές ευαισθησίες και προβληματισμούς που προσπαθεί να επιβιώσει με όλες τις συνθήκες εναντίον της. Έχει παραμερίσει τα ερωτικά της "θέλω" για να ισορροπήσει την οικογενειακή εστία και την μητέρα της που χρειάζεται κάποιον να την περιποιείται. Η άφιξη και η γνωριμία με την Λίλιαν, ένα άτομο τόσο διαφορετικό από εκείνην, μια γυναίκα που έχει μάθει να χρησιμοποιεί την εμφάνισή της για να ελκύει, θα της δώσει χρώμα στη ζωή της, θα την ερωτευτεί με πάθος.

Το μυθιστόρημα είναι ουσιαστικά χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τη ζωή στο αριστοκρατικό προάστιο, τις αλλαγές στο σπίτι, τους Μπάρμπερ και την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της Φράνσις και της Λίλιαν. Οι σεξουαλικές σκηνές είναι ιδιαίτερα ζωντανές και αισθησιακές, ο έρωτάς τους τόσο απόλυτος που κάνει τον αναγνώστη να αγωνιά για την κατάληξή του. Στο δεύτερο μέρος, όλο το σκηνικό ανατρέπεται και μεταφερόμαστε στα αστυνομικά τμήματα και στις αίθουσες των δικαστηρίων, καθώς οι εξελίξεις έχουν μετατοπίσει το ενδιαφέρον από το ερωτικό δράμα στο αστυνομικό μυστήριο. Τα ρομαντικά όνειρα μετατρέπονται σε εφιάλτες και το βιβλίο μετατρέπεται σε ένα ψυχολογικό θρίλερ.

Θα μιλούσαμε για ένα εκπληκτικό βιβλίο αν έλειπαν γύρω στις 200 σελίδες από αυτό. Η πλοκή θα ήταν πιο σφιχτοδεμένη και η ιστορία θα προχωρούσε ταχύτερα. Οι πρώτες 400 σελίδες κυλάνε σαν νερό και η ερωτική ατμόσφαιρα κατακλύζει το βιβλίο, η συνέχεια όμως, δεν είναι αντάξια των προσδοκιών που καλλιεργούνται. Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο και ίσως αυξάνεται με την αστυνομική πλοκή αλλά νιώθεις την ιστορία να κάνει κύκλους. Όπως έγραψε και ένας αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας, “από τον E.M.Forster μεταφερόμαστε στην Πατρίσια Χάισμιθ” μέσα στο ίδιο βιβλίο, κάτι που είναι αρκετά πρωτότυπο, αλλά δεν λειτουργεί ιδανικά καθώς η Γουότερς χειρίζεται αριστοτεχνικά τις ερωτικές σκηνές και την ατμόσφαιρα, αλλά κάπου χάνει στην ίντριγκα και το μυστήριο, ενώ το φινάλε του βιβλίου δείχνει αμήχανο.


Η γενική αίσθηση όμως που αποκομίζει ο αναγνώστης, είναι εξαιρετική. “Οι ενοικιαστές” είναι υπέροχη λογοτεχνία και ένα βιβλίο που δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου, έτσι λοιπόν, οι όποιες ενστάσεις που μπορεί να έχω, είναι επουσιώδεις μπροστά στην δυναμική αυτής της ωραίας ερωτικής θριλερίστικης ιστορίας, που έχει μοναδική ατμόσφαιρα, πολλή αγωνία για την κατάληξή της και στιβαρούς λογοτεχνικούς χαρακτήρες που δύσκολα μπορείς να ξεχάσεις.