Τετάρτη, Μαΐου 27, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 27, 2020 | Permalink
Πέντε προπόσεις ("Όταν όλα έχουν ειπωθεί")
Το
γιατί, κάποια σημαντικά λογοτεχνικά έργα περνάνε απαρατήρητα όταν εκδίδονται
στη χώρα μας, είναι ένα άλυτο μυστήριο. Συνήθως πέφτουν θύματα μη προώθησης από
τον εκδοτικό τους οίκο ή κάποιων συγκυριών (π.χ. το πλούσιο εκδοτικό πρόγραμμα
της συγκεκριμένης εποχής που συντελεί στο να μη προσέχουμε όπως τους αξίζει
διάφορους τίτλους). Με το έξοχο «ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΕΙΠΩΘΕΙ» («When all is said»), πρώτο
μυθιστόρημα της Ιρλανδής συγγραφέως Anne Griffin (Δουβλίνο, 1969) – (εκδ. Μίνωας, μετάφρ.
Αργ. Μαντόγλου, σελ. 351), έχουμε μια τέτοια περίπτωση, ενός βιβλίου με το
οποίο δεν ασχολήθηκε κανένας λογοτεχνικός κριτικός (απ’ όσο γνωρίζω), παρότι
είναι ένα μυθιστόρημα καθαρά Ιρλανδικού ύφους που συνήθως εκτιμάται από το
ελληνικό κοινό.
«Βρίσκομαι
εδώ για να θυμηθώ - όλα όσα ήμουν και όλα όσα δεν θα είμαι ποτέ ξανά.»
Ο
μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου είναι μια μακριά νύχτα. Είναι η τελευταία
νύχτα της ζωής του Μόρις Χάνιγκαν, του 84χρονου (ογδοντατετράχρονου) πάμπλουτου
και γερο-παράξενου Ιρλανδού που επιλέγει να την περάσει στο μπαρ ενός
ξενοδοχείου που του ανήκει κατά το ήμισυ. Ο Χάνιγκαν πίνει στην υγειά πέντε
ανθρώπων από το στενό του οικογενειακό περιβάλλον, που κανείς από αυτούς δεν
είναι παρών να τον συνοδεύσουν στο μεθύσι του. Το πλάνο του είναι να αποσυρθεί
αργότερα στη νυφική σουίτα του ξενοδοχείου που έχει κλείσει δίνοντας ψεύτικα
στοιχεία. Οι άνθρωποι στους οποίους κάνει τις προπόσεις, είναι οι περισσότεροι
πεθαμένοι, εκτός από τον γιό του τον Κέβιν, επιτυχημένο πλέον δημοσιογράφο στην
Αμερική που δεν μπόρεσε ποτέ του να τον καταλάβει - έτσι κι αλλιώς άσχετα αν
μιλάει για άλλους, στον Κέβιν, τον απόντα (αλλά ουσιαστικά παρόντα), διαρκώς
απευθύνεται.
Μέσα
από αυτές τις πέντε αυτές προπόσεις, ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ζωή του Χάλιγκαν
με έναν θεατρικής υφής μονόλογο που συγκινεί και σε ορισμένες περιπτώσεις
συναρπάζει. Πέντε προπόσεις, πέντε κεφάλαια, πέντε ποτά (δύο μαύρες μπίρες, δύο
ποτήρια εκλεκτών malt ουίσκι, ένα ποτήρι
μπέρμπον), συνοδεύουν τον Χάνιγκαν σε αυτόν τον μαραθώνιο αναμνήσεων και
αναδρομών στις κυριότερες στιγμές της ζωής του.
Ξεκινώντας
την αφήγησή του από τα παιδικά του χρόνια και τον χαμό του πολυαγαπημένου
μεγαλύτερού του αδερφού, του Τόνι, από φυματίωση, γεγονός που σημάδεψε την
πορεία του στη ζωή, ο Χάνιγκαν περιγράφει την τραυματική του εμπειρία,
δουλεύοντας από δέκα ετών έως την εφηβεία του στο αρχοντικό της περιοχής που
ανήκε στην ισχυρή οικογένεια Ντόλαρντ. Εξιστορεί την καθημερινή κακοποίηση που
υφίστατο όχι μόνο από τον αρχηγό αυτής της οικογένειας Χιού Ντόλαρντ αλλά
κυρίως από τον γιό του Τόμας (ένα κακότροπο αγόρι λίγο μεγαλύτερο από τον
αφηγητή του βιβλίου), ο οποίος τον είχε βάλει στόχο. Μια συλλεκτική χρυσή λίρα
ανυπολόγιστης αξίας που θα περιέλθει τυχαία στην κατοχή του Χάνιγκαν, θα
αποτελέσει την αφορμή για την ρήξη των σχέσεων πατέρα και γιού Ντόλαρντ, αλλά
και την αρχή της εκδίκησης του αφηγητή, απέναντι σε αυτή την οικογένεια που
παρήκμασε με τα χρόνια πουλώντας τα κτήματα στην περιοχή που πλαισίωναν το
επιβλητικό τους σπίτι. Ποιός τα αγόραζε; καταρχάς ο ανερχόμενος πατέρας του
Χάνιγκαν και μετά ο ίδιος, που με μελετημένες κινήσεις κατάφερε να κυριαρχήσει
οικονομικά σε όλη την περιοχή. Γύρω από αυτή τη χρυσή λίρα κρύβεται το μεγάλο
μυστικό της ζωής του Χάνιγκαν που θα κρύψει καλά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο
Χάνιγκαν θυμάται και περιγράφει, την Μόλι, την πρόωρα χαμένη (μόλις δεκαπέντε
μηνών) κόρη του αλλά και την Νορίν την καθυστερημένη αδερφή της συζύγου του
Σάντι. Θα αναπληρώσει την Μόλι, μετά την γνωριμία του με την δυναμική Έμιλι,
την απόγονο των Ντόλαρντ που της έτυχε να διευθύνει το πρώην αρχοντικό και νυν
ξενοδοχείο της περιοχής μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της. Ο Χάνιγκαν θα
σώσει το ξενοδοχείο, επενδύοντας σε αυτό και συνεργαζόμενος με την Έμιλι σε μια
πατρική σχέση που ξεπερνά την παλιά οικογενειακή διαμάχη αλλά και με όλα τα
μυστικά και ψέματα που επιμελώς κρύβει ο ένας από τον άλλον.
Η
τέταρτη και η πέμπτη πρόποση είναι για τον Κέβιν και την Σάντι τους δύο πιο
αγαπημένους του ανθρώπους. Ο απών γιος αλλά διαρκώς παρών στην ιστορία του
βιβλίου όπου περιγράφεται η σχέση τους, το μεγάλωμά του, η αδυναμία
αλληλοκατανόησης των δύο αντρών, το σπάσιμο της οικογενειακής παράδοσης, καθώς
είναι ο πρώτος Χάνιγκαν που δεν θα ασχοληθεί με την γη και θα ακολουθήσει τον
δικό του αυτόνομο δρόμο, καταφέρνοντας να γίνει ένας διάσημος δημοσιογράφος
στις Η.Π.Α. Ο Χάνιγκαν δεν μπορεί να μη πιει το τελευταίο ποτήρι στην θύμηση
της Σάντι, της γυναίκας του που έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό πριν, διαλύοντάς
τον κυριολεκτικά.
«Ότι
σημαντικό έχει απομείνει το κουβαλάω πάνω μου. Στην εσωτερική τσέπη στο στήθος μου
υπάρχει το πορτοφόλι μου, ένα στιλό και λίγο χαρτί για τις σημειώσεις μου, λόγω
της αμνησίας μου που όλο και αυξάνεται. Στις εξωτερικές, έχω το κλειδί από το
δωμάτιο του ξενοδοχείου, βαρύ και στέρεο, την καφέ και μαύρη πίπα του πατέρα
μου, που ποτέ δεν κάπνισα, αν και την έφθειρα κάνοντάς τη γυαλιστερή και απαλή
με το επίμονο τρίψιμο του αντίχειρά μου, κάνα δυο φωτογραφίες, ένα μάτσο
αποδείξεις, τα γυαλιά μου, το πορτοφολάκι όπου η μητέρα σου έβαζε τις φουρκέτες
της, το τηλέφωνό μου και κάνα δυο λαστιχάκια, συνδετήρες και παραμάνες -
λοιπόν, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς. Και φυσικά, υπάρχει και το
ουίσκι σου, αθέατο, τυλιγμένο στη σακούλα των καταστημάτων Dunnes, στα πόδια μου.»
Μελαγχολικό
και πολύ συναισθηματικό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα της Γκρίφιν, έχει μια
υπέροχη ιστορία κι έναν χαρακτήρα (αυτόν του αφηγητή Χάνιγκαν) larger than life, ο οποίος δεσπόζει και κυριαρχεί στο βιβλίο. Ωραίος
αφηγηματικός ρυθμός και εξαιρετική δομή για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται
όλο κατά την διάρκεια μιας νύχτας, εντυπωσιάζει με τις εναλλαγές χιούμορ και
δράματος, την ζωντάνιά και τον δυναμισμό του.
Οι
έννοιες της συμπόνιας και της απώλειας, των ενοχών και των λαθών, της εκδίκησης και της συγχώρεσης, των μοιραίων
στιγμών που καθόρισαν τις ζωές πολλών ανθρώπων κυριαρχούν στην ιστορία που
αφηγείται ο οξύθυμος και ιδιόρρυθμος ήρωας του βιβλίου της Γκρίφιν.
Οικογενειακή saga αλλά και κοινωνικό σχόλιο στο μυθιστόρημα αυτό, όπου
μέσα από την άνοδο μιας οικογένειας και την παρακμή μιας άλλης, παρατηρούμε την
πορεία μιας χώρας που από αγροτική έγινε τόπος παροχής υπηρεσιών και γρήγορου
πλουτισμού, και τις αλλαγές στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της. Το «Όταν όλα
έχουν ειπωθεί» (ωραίος τίτλος), είναι ένα υπέροχο και γεμάτο συναίσθημα
(ευδιάκριτα Ιρλανδικό) βιβλίο (με ρέουσα μετάφραση από την Α. Μαντόγλου), που
ξετυλίγει την τραγική ουσιαστικά ιστορία του συγκροτημένα και χωρίς εντάσεις,
καταφέρνοντας να καθηλώσει τον αναγνώστη.
"As I walk
this land with broken dreams
I have visions of many things
But happiness is just an illusion
Filled with sadness and confusion
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind
Maybe
I have visions of many things
But happiness is just an illusion
Filled with sadness and confusion
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind
Maybe
The roots
of love grow all around
But for me they come a-tumblin' down
Every day heartaches grow a little stronger
I can't stand this pain much longer
I walk in shadowsm searching for light
Cold and alone, no comfort in sight
Hoping and praying for someone to care
Always moving and goin' nowhere
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind
But for me they come a-tumblin' down
Every day heartaches grow a little stronger
I can't stand this pain much longer
I walk in shadowsm searching for light
Cold and alone, no comfort in sight
Hoping and praying for someone to care
Always moving and goin' nowhere
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind
Help me"
Βαθμολογία
83 / 100