Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 29, 2009 | Permalink
Game over
Λίγο πριν από τη συμπλήρωση τριών δεκαετιών από την πρώτη εμφάνιση του λογοτεχνικού του alter ego, του υπέροχου Νέιθαν Ζούκερμαν, ο αειθαλής Φίλιπ Ροθ τον αποχαιρετάει κλείνοντας το «κεφάλαιο Ζούκερμαν» με ένα έξοχο μυθιστόρημα, το στοχαστικό «ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» (EXIT GHOST), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κατ.Σχινά, σελ. 324).
Στην πρώτη νουβέλα που συναντούμε ως ήρωα τον Ζούκερμαν, το εξαιρετικό Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑ του 1979, (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε έναν συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο ΖΟΥΚΕΡΜΑΝ ΔΕΣΜΩΤΗΣ μαζί με 3 άλλες νουβέλες-μυθιστορήματα του Ροθ όλες ιστορίες του Ζούκερμαν, μιά καταπληκτική έκδοση αφού τα βιβλία αυτά είναι ένα κι ένα), ο νεαρός τότε Ζούκερμαν, επισκέπτεται τον ιδιόμορφο συγγραφέα Ε.Ι.Λόνοφ (που ήταν το είδωλο του), στο αγρόκτημα που εκείνος ζει απομονωμένος κάπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Ν.Υόρκη. Ο Λόνοφ του διδάσκει τον μοναχικό και δύσκολο δρόμο της συγγραφής και του αλλάζει την ζωή.
Στο «ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ», βρίσκουμε τον Ζούκερμαν να ζει κοντά στο μέρος που διέμενε γιά ένα διάστημα ο Λόνοφ. Είναι πλέον στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, και υποφέρει από μιά εγχείρηση προστάτη που έκανε, η οποία τον θεράπευσε μεν, του άφησε όμως μιά ενοχλητικότατη ακράτεια. Ζώντας απομονωμένος στα βουνά και χωρίς να διαβάζει εφημερίδες ή να παρακολουθεί τις εξελίξεις δεν είχε λόγο να «επανέλθει στον πολιτισμό» εάν δεν υπήρχε αυτό το βάσανο που τον ταλαιπωρούσε. Θέλει να το θεραπεύσει με μιά αμφιλεγόμενη θεραπεία που γίνεται μόνο στην Ν.Υόρκη γι’αυτό λοιπόν αποφασίζει να κάνει το μικρό (αλλά τόσο μεγάλο στην πραγματικότητα) ταξίδι.
Βρίσκει μιά Ν.Υόρκη πολύ διαφορετική από αυτή που άφησε. Το χρονικό πλαίσιο είναι ο χειμώνας του 2004, μία ημέρα πριν τις εκλογές που θα επανεκλέξουν τον G.W. γιά δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο – ο Ζούκερμαν αδιαφορεί τελείως. Βλέπει στους δρόμους την νεύρωση και την παράνοια που υπάρχει στην καταθλιπτική πόλη μετά την 11/9. Μετά την επίσκεψή στον γιατρό και σε αναμονή της μικροεπέμβασης της επόμενης μέρας, βλέπει τυχαία την Έιμι Μπελέτ, την γυναίκα που άλλαξε την ζωή του αγαπημένου του συγγραφέα, του Λόνοφ σε σημείο εκείνος να παρατήσει τα πάντα, οικογένεια, σπίτι και να την ακολουθήσει ζώντας μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Έιμι όμως δεν είναι πιά όπως την διατηρούσε στην μνήμη του ο Ζούκερμαν. Είναι μιά γυναίκα χτυπημένη από τον καρκίνο, που ζει σε απόλυτη ένδεια. Οι αναμνήσεις κυριεύουν τον Ζούκερμαν. Θέλει να μάθει περισσότερα γιά την Έιμι και εκείνη τη στιγμή πέφτει πάνω σε μιά αγγελία όπου ζευγάρι νεαρών συγγραφέων επιθυμεί να ανταλλάξει το διαμέρισμά του στο Μανχάταν με ένα σπίτι κάπου στην εξοχή γιά ένα ή δύο χρόνια. Παρορμητικά ανταποκρίνεται στην αγγελία. Όταν γνωρίζει το ζευγάρι, το ερωτικό του ένστικτο ξυπνάει μετά από χρόνια στην θέα της όμορφης διαννοούμενης Τζέιμι. Ανίκανος πλέον μετά την επέμβαση στον προστάτη αλλά με ερωτική διάθεση, καταστρώνει σχέδια πως να την ξαναδεί, πως να καθυστερήσει την μεταβίβαση, πως να «κλέψει» λίγο χρόνο μαζί της.
Ο Ζούκερμαν είναι γέρος, είναι άρρωστος, νιώθει έξω από τα νερά του σε μιά πόλη που του φαίνεται άγνωστη, απρόσωπη και εχθρική. Πέραν της αναστάτωσης που του έχει προκαλέσει η Τζέιμι, πέραν της νοσταλγίας (και της περιέργειας) που του έχει προκαλέσει η Έιμι, δέχεται και την πολιορκία ενός νεαρού επίδοξου συγγραφέα και πρώην εραστή της Τζέιμι, του ορμητικού Κλάιμαν, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την βιογραφία του (ξεχασμένου πιά από κοινό και κριτικούς) Λόνοφ, και ο οποίος διατείνεται ότι έχει στην κατοχή το μισό χειρόγραφο από ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του Λόνοφ και ότι γνωρίζει το μεγάλο μυστικό της ζωής του, μιά υποτιθέμενη αιμομιξία. Ο Κλάιμαν πιέζει αφόρητα τον Ζούκερμαν να του περιγράψει ότι γνωρίζει γιά τον μυστηριώδη ερημίτη συγγραφέα ενώ γνωρίζοντας ότι ο Ζούκερμαν θέλει να βοηθήσει την Έιμι (αυτός τουλάχιστον ήταν ο λόγος που ανέφερε ο τελευταίος όταν ερωτήθηκε από το ζευγάρι γιατί θέλει να ξαναγυρίσει στην Ν.Υόρκη) προσπαθεί να κερδίσει την βοήθεια του γιά περαιτέρω προσέγγιση της άρρωστης κυρίας.
Τα γνωστά μοτίβα του Ροθ επανέρχονται στο μυθιστόρημα αυτό. Η γυναίκα-αράχνη που έχει το πρόσωπο αγίας και το σώμα πόρνης, ο αδίστακτος και ημιμαθής wannabe συγγραφέας, η ερωτική διάθεση που κυριεύει το σώμα και το πνεύμα, τα γηρατειά απέναντι στα νιάτα. Ο Ζούκερμαν πλέον ζει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Γνωρίζει ότι αποκλείεται να «τυλίξει» την Τζέιμι την οποία φαντασιώνεται σε σημείο εμμονής. Γράφει λοιπόν ένα θεατρικό διάλογο σε 4 σκηνές (ο οποίος καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου), που ονομάζεται «Εκείνη/Εκείνος» και ο οποίος θα μπορούσε να ήταν ρεαλιστικός αλλά δυστυχώς γιά εκείνον δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας του...
Η ατμόσφαιρα του τέλους εποχής κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Από τις συχνές αναφορές στην ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ του Κόνραντ, κλασσικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που ο Ζούκερμαν το χρησιμοποιεί αντίστροφα (μεγαλοφυώς), από τα λόγια του Λόνοφ (μέσω του σπουδαίου λογοτεχνικού χαρακτήρα της ετοιμοθάνατης Έιμι) «αναγνώστες και συγγραφείς, τελειώσαμε, είμαστε φαντάσματα που παρακολουθούμε το τέλος της εποχής της λογοτεχνίας», από τον εκπληκτικό διάλογο Ζούκερμαν – Έιμι και την περιγραφή του τέλους του Λόνοφ – «το τέλος είναι τόσο υπέροχο, είναι καθαρή ποίηση. Δεν του χρειάζεται η ρητορική. Αρκεί να το εκφράσεις απλά.»
Είναι ένα συγκινητικό και υπέροχο βιβλίο. Δέχομαι ότι μπορεί να κουράσει τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν καλά το έργο του Ροθ ή την επιμονή του σε ορισμένα θέματα. Οι διάλογοι του σφύζουν από ζωντάνια και χιούμορ απόδειξη οτι ο συγγραφέας παραμένει σε θαυμάσια φόρμα παρά το γεγονός ότι εδώ και δέκα χρόνια τα βιβλία του δεν είναι στο ύψος των παλαιότερων αριστουργημάτων του. Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίσει ακόμα και ο πιό δύσπιστος κριτής την εξαίσια αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος, την ικανότητα του συγγραφέα να «παίζει» στα όρια ρεαλισμού και φαντασίας, την ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων πραγματικό μάθημα για νεότερους συγγραφείς. Ο Ροθ όπως και να το κάνουμε, τον συμπαθούμε ή όχι είναι κολοσσός. Σε σχετικά πρόσφατη έρευνα των New York Times όταν ζητήθηκε από διακεκριμένους λογοτέχνες να ψηφίσουν τα αγαπημένα τους βιβλία της τελευταίας 25ετίας, έξι (6) βιβλία του επροτάθησαν!! Ίσως είναι καιρός πιά γιά ένα Νόμπελ, ποιός μπορεί να φανταστεί κάποιον ιδανικότερο υποψήφιο;
Στην πρώτη νουβέλα που συναντούμε ως ήρωα τον Ζούκερμαν, το εξαιρετικό Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑ του 1979, (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε σε έναν συγκεντρωτικό τόμο με τίτλο ΖΟΥΚΕΡΜΑΝ ΔΕΣΜΩΤΗΣ μαζί με 3 άλλες νουβέλες-μυθιστορήματα του Ροθ όλες ιστορίες του Ζούκερμαν, μιά καταπληκτική έκδοση αφού τα βιβλία αυτά είναι ένα κι ένα), ο νεαρός τότε Ζούκερμαν, επισκέπτεται τον ιδιόμορφο συγγραφέα Ε.Ι.Λόνοφ (που ήταν το είδωλο του), στο αγρόκτημα που εκείνος ζει απομονωμένος κάπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Ν.Υόρκη. Ο Λόνοφ του διδάσκει τον μοναχικό και δύσκολο δρόμο της συγγραφής και του αλλάζει την ζωή.
Στο «ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ», βρίσκουμε τον Ζούκερμαν να ζει κοντά στο μέρος που διέμενε γιά ένα διάστημα ο Λόνοφ. Είναι πλέον στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, και υποφέρει από μιά εγχείρηση προστάτη που έκανε, η οποία τον θεράπευσε μεν, του άφησε όμως μιά ενοχλητικότατη ακράτεια. Ζώντας απομονωμένος στα βουνά και χωρίς να διαβάζει εφημερίδες ή να παρακολουθεί τις εξελίξεις δεν είχε λόγο να «επανέλθει στον πολιτισμό» εάν δεν υπήρχε αυτό το βάσανο που τον ταλαιπωρούσε. Θέλει να το θεραπεύσει με μιά αμφιλεγόμενη θεραπεία που γίνεται μόνο στην Ν.Υόρκη γι’αυτό λοιπόν αποφασίζει να κάνει το μικρό (αλλά τόσο μεγάλο στην πραγματικότητα) ταξίδι.
Βρίσκει μιά Ν.Υόρκη πολύ διαφορετική από αυτή που άφησε. Το χρονικό πλαίσιο είναι ο χειμώνας του 2004, μία ημέρα πριν τις εκλογές που θα επανεκλέξουν τον G.W. γιά δεύτερη φορά στον Λευκό Οίκο – ο Ζούκερμαν αδιαφορεί τελείως. Βλέπει στους δρόμους την νεύρωση και την παράνοια που υπάρχει στην καταθλιπτική πόλη μετά την 11/9. Μετά την επίσκεψή στον γιατρό και σε αναμονή της μικροεπέμβασης της επόμενης μέρας, βλέπει τυχαία την Έιμι Μπελέτ, την γυναίκα που άλλαξε την ζωή του αγαπημένου του συγγραφέα, του Λόνοφ σε σημείο εκείνος να παρατήσει τα πάντα, οικογένεια, σπίτι και να την ακολουθήσει ζώντας μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Έιμι όμως δεν είναι πιά όπως την διατηρούσε στην μνήμη του ο Ζούκερμαν. Είναι μιά γυναίκα χτυπημένη από τον καρκίνο, που ζει σε απόλυτη ένδεια. Οι αναμνήσεις κυριεύουν τον Ζούκερμαν. Θέλει να μάθει περισσότερα γιά την Έιμι και εκείνη τη στιγμή πέφτει πάνω σε μιά αγγελία όπου ζευγάρι νεαρών συγγραφέων επιθυμεί να ανταλλάξει το διαμέρισμά του στο Μανχάταν με ένα σπίτι κάπου στην εξοχή γιά ένα ή δύο χρόνια. Παρορμητικά ανταποκρίνεται στην αγγελία. Όταν γνωρίζει το ζευγάρι, το ερωτικό του ένστικτο ξυπνάει μετά από χρόνια στην θέα της όμορφης διαννοούμενης Τζέιμι. Ανίκανος πλέον μετά την επέμβαση στον προστάτη αλλά με ερωτική διάθεση, καταστρώνει σχέδια πως να την ξαναδεί, πως να καθυστερήσει την μεταβίβαση, πως να «κλέψει» λίγο χρόνο μαζί της.
Ο Ζούκερμαν είναι γέρος, είναι άρρωστος, νιώθει έξω από τα νερά του σε μιά πόλη που του φαίνεται άγνωστη, απρόσωπη και εχθρική. Πέραν της αναστάτωσης που του έχει προκαλέσει η Τζέιμι, πέραν της νοσταλγίας (και της περιέργειας) που του έχει προκαλέσει η Έιμι, δέχεται και την πολιορκία ενός νεαρού επίδοξου συγγραφέα και πρώην εραστή της Τζέιμι, του ορμητικού Κλάιμαν, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την βιογραφία του (ξεχασμένου πιά από κοινό και κριτικούς) Λόνοφ, και ο οποίος διατείνεται ότι έχει στην κατοχή το μισό χειρόγραφο από ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του Λόνοφ και ότι γνωρίζει το μεγάλο μυστικό της ζωής του, μιά υποτιθέμενη αιμομιξία. Ο Κλάιμαν πιέζει αφόρητα τον Ζούκερμαν να του περιγράψει ότι γνωρίζει γιά τον μυστηριώδη ερημίτη συγγραφέα ενώ γνωρίζοντας ότι ο Ζούκερμαν θέλει να βοηθήσει την Έιμι (αυτός τουλάχιστον ήταν ο λόγος που ανέφερε ο τελευταίος όταν ερωτήθηκε από το ζευγάρι γιατί θέλει να ξαναγυρίσει στην Ν.Υόρκη) προσπαθεί να κερδίσει την βοήθεια του γιά περαιτέρω προσέγγιση της άρρωστης κυρίας.
Τα γνωστά μοτίβα του Ροθ επανέρχονται στο μυθιστόρημα αυτό. Η γυναίκα-αράχνη που έχει το πρόσωπο αγίας και το σώμα πόρνης, ο αδίστακτος και ημιμαθής wannabe συγγραφέας, η ερωτική διάθεση που κυριεύει το σώμα και το πνεύμα, τα γηρατειά απέναντι στα νιάτα. Ο Ζούκερμαν πλέον ζει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Γνωρίζει ότι αποκλείεται να «τυλίξει» την Τζέιμι την οποία φαντασιώνεται σε σημείο εμμονής. Γράφει λοιπόν ένα θεατρικό διάλογο σε 4 σκηνές (ο οποίος καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου), που ονομάζεται «Εκείνη/Εκείνος» και ο οποίος θα μπορούσε να ήταν ρεαλιστικός αλλά δυστυχώς γιά εκείνον δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα της φαντασίας του...
Η ατμόσφαιρα του τέλους εποχής κυριαρχεί στο μυθιστόρημα. Από τις συχνές αναφορές στην ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ του Κόνραντ, κλασσικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που ο Ζούκερμαν το χρησιμοποιεί αντίστροφα (μεγαλοφυώς), από τα λόγια του Λόνοφ (μέσω του σπουδαίου λογοτεχνικού χαρακτήρα της ετοιμοθάνατης Έιμι) «αναγνώστες και συγγραφείς, τελειώσαμε, είμαστε φαντάσματα που παρακολουθούμε το τέλος της εποχής της λογοτεχνίας», από τον εκπληκτικό διάλογο Ζούκερμαν – Έιμι και την περιγραφή του τέλους του Λόνοφ – «το τέλος είναι τόσο υπέροχο, είναι καθαρή ποίηση. Δεν του χρειάζεται η ρητορική. Αρκεί να το εκφράσεις απλά.»
Είναι ένα συγκινητικό και υπέροχο βιβλίο. Δέχομαι ότι μπορεί να κουράσει τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν καλά το έργο του Ροθ ή την επιμονή του σε ορισμένα θέματα. Οι διάλογοι του σφύζουν από ζωντάνια και χιούμορ απόδειξη οτι ο συγγραφέας παραμένει σε θαυμάσια φόρμα παρά το γεγονός ότι εδώ και δέκα χρόνια τα βιβλία του δεν είναι στο ύψος των παλαιότερων αριστουργημάτων του. Δεν μπορεί όμως να παραγνωρίσει ακόμα και ο πιό δύσπιστος κριτής την εξαίσια αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος, την ικανότητα του συγγραφέα να «παίζει» στα όρια ρεαλισμού και φαντασίας, την ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων πραγματικό μάθημα για νεότερους συγγραφείς. Ο Ροθ όπως και να το κάνουμε, τον συμπαθούμε ή όχι είναι κολοσσός. Σε σχετικά πρόσφατη έρευνα των New York Times όταν ζητήθηκε από διακεκριμένους λογοτέχνες να ψηφίσουν τα αγαπημένα τους βιβλία της τελευταίας 25ετίας, έξι (6) βιβλία του επροτάθησαν!! Ίσως είναι καιρός πιά γιά ένα Νόμπελ, ποιός μπορεί να φανταστεί κάποιον ιδανικότερο υποψήφιο;
« Έφυγα χωρίς να τολμήσω να την αγγίξω. Χωρίς να τολμήσω να αγγίξω το πρόσωπό της, παρόλο που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από μένα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης την οποία εκείνη είχε χαρακτηρίσει ανάκριση. Χωρίς να τολμήσω να αγγίξω τα μακριά μαλλιά που βρίσκονταν κοντά μου. Χωρίς να τολμήσω να ακουμπήσω το χέρι μου στη μέση της. Χωρίς να τολμήσω να της υπενθυμίσω ότι είχαμε ξανασυναντηθεί στο παρελθόν. Χωρίς να τολμήσω να προσφέρω όσα ένας ακρωτηριασμένος άντρας σαν και μένα θα μπορούσε να πει σε μια επιθυμητή γυναίκα σαράντα χρόνια νεότερή του, δίχως να νιώσει αμέσως μετά ντροπή για το γεγονός ότι κατανικήθηκε από τον πειρασμό για μια απόλαυση που δεν μπορεί να την χαρεί και για μια ηδονή που είναι νεκρή. Ένιωθα ότι βρισκόμουν ήδη στα βαθιά, έστω κι αν δεν είχε συμβεί τίποτε άλλο ανάμεσά μας, πέρα από την αιχμηρή κουβεντούλα μας για τον Κλάιμαν, τον Λόνοφ και τον ισχυρισμό περί αιμομιξίας.
Μάθαινα στα εβδομήντα ένα μου τι σημαίνει αμφιθυμία, διβουλία, διχασμός. Πράγμα που αποδείκνυε ότι, τελικά, ποτέ δεν παύει κανείς να ανακαλύπτει τον εαυτό του. Πράγμα που αποδείκνυε ότι το δράμα που συνήθως συνδέεται με τους νέους και την με την εποχή που αρχίζουν να εντάσσονται πλήρως στη ζωή – με τους εφήβους, με τους νέους άντρες όπως ο αταλάντευτος νεαρός καπετάνιος στη Γραμμή σκιάς – ενδέχεται επίσης να αιφνιδιάσει και να πολιορκήσει τους ηλικιωμένους (ακόμη και όσους είναι αποφασιστικά θωρακισμένοι εναντίον κάθε δράματος), ακόμη και όταν η συγκυρία τούς προετοιμάζει για οριστική αποχώρηση.
Ίσως οι πιό καταλυτικές ανακαλύψεις να μας επιφυλάσσονται για το τέλος"