Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 30, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 30, 2011 | Permalink
"Ότι μισούμε και ότι απαρνιόμαστε..."
«Έχω δει κάθε είδους πτώματα, είπε η Μέριλιν, ο τόνος της πικρόχολος. Πρόβατα, ελάφια, κογιότ, ό’τι θες, αρκούδες και άλκες. Ο θείος μου ο Μπιλ είναι κυνηγός. Όταν ήμουν μικρή, μου έμαθε πώς να πυροβολώ. Επίσης έχω δει ανθρώπους σε φέρετρα, το θείο και τη θεία μου που πέθαναν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Μεγάλη Στροφή πέρα από το Ρέβελστοουκ, αλλά και άλλους. Είδα νεκρό το μικρό μου αδερφό όταν τον πάτησε αμάξι. Ήμουν εννιά χρόνων. Μια μέρα η μητέρα μου είχε αργήσει στη δουλειά. Μια ζωή ήταν νευρική. Τέλος πάντων, βιαζόταν όταν έκανε όπισθεν και τον πάτησε. Ο Πιτ ήταν πολύ μικρός. Η μητέρα μου δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ο πατέρας μου είπε ότι έφταιγε ο Πιτ. Μάλλον πήγε και χώθηκε πίσω από το αμάξι όταν δεν έβλεπε η μητέρα μου.
Όταν πέθανε μία από τις αδερφές μου, ρώτησα τη μητέρα μου γιατί δεν έκλαψε και μου είπε ότι είχε κλάψει καιρό πριν, είπε ο Τομ.»
Οικογενειακή βία, φονικά χωρίς λόγο και αιτία, τσαμπουκάδες και κυνομαχίες, ζωές κατεστραμμένες, γη άγρια και αφιλόξενη. Αυτό είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος του πολυβραβευμένου Καναδού ποιητή Patrick Lane που στα 70 του έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ» (Red dog, red dog), (Εκδ. Καστανιώτη, (εξαιρετική) μετάφρ. Α.Καλοκύρη, σελ.298), ένα συγκλονιστικό επικό βιβλίο – σχεδόν αριστουργηματικό.
Κοιλάδα Οκανάγκαν, κάπου στη Βρετανική Κολούμπια, στα βάθη του Καναδά. Τέλη της δεκαετίας του 50, και ότι έχει μείνει από την οικογένεια Σταρκ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί. Τα δύο αδέρφια, ο μικρότερος Τομ, δουλευταράς και φιλότιμος έχει υπό την προστασία του τον μεγαλύτερο (και αγαπημένο της μάνας) Έντι, ο οποίος μετά την αποφυλάκιση του (και τους βιασμούς και ότι άλλο τράβηξε μέσα στη στενή), έχει βουλιάξει στα ναρκωτικά και στους τσαμπουκάδες. Στο σπίτι ζει έγκλειστη, η αγοραφοβική μάνα τους η Λίλιαν, που είδε τις δύο της κόρες να πεθαίνουν βρέφη ακόμα από ακαθόριστες αιτίες. Η σκιά όμως του νεκρού πατέρα τους, του παράλογα βίαιου Έλμερ πέφτει βαριά επάνω τους. Τα μυστικά της οικογένειας, οι «σκελετοί στο (ξεχειλισμένο) ντουλάπι» της είναι πολλοί. Τα έργα και ημέρες του Έλμερ, η συμπεριφορά του απέναντι στη Λίλιαν, ο θάνατος ενός εξώγαμου του, που έφερε στο κόσμο μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, μια άγνωστη γυναίκα, την οποία ο Έλμερ ξεφορτώθηκε άρον-άρον, η παραβατική του συμπεριφορά μέσα στην κοινότητα έχουν καταστήσει την οικογένεια σημείο αναφοράς στην περιοχή.
Οι νεκρές κόρες αφηγούνται από τους τάφους τους θυμίζοντας χορικά αρχαίας τραγωδίας και η αφήγηση πιάνει το νήμα από το παρελθόν και την ιστορία της φυγής του Έλμερ από το σπίτι του και την περιπλάνησή του στις ερημιές του Καναδά. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι που για πρωινό έτρωγε ξύλο από τον πατέρα του, ο οποίος κρέμαγε και την αδερφή του στον στάβλο και την μαστίγωνε, ο Έλμερ την κοπανάει με την παρότρυνση της μητέρας του και κάνοντας δουλειές του ποδαριού επιβιώνει μέχρι που ο δρόμος του τον φέρνει στο κτήμα της Λίλιαν και της χήρας μητέρας της – δεν αργούν να τον μοιραστούν και οι δύο. Όταν αφήνει έγκυο την μικρή τότε Λίλιαν δεν αργεί να βγάλει στην επιφάνεια τον πατέρα του από μέσα του γινόμενος εκείνο που ήθελε μια ζωή να αποφύγει. Βίαιος, μέθυσος, άνθρωπος χωρίς αισθήματα, εγκληματίας. Η Λίλιαν κλεισμένη στον εαυτό της, έχει μυαλά μόνο για τον γιό της τον Έντι και όταν εκείνος την απογοητεύει κλείνεται στον εαυτό της.
Μυστικά και ψέμματα σε μια κοινότητα που ζει και αναπνέει, μέσα στη μιζέρια,για τις κυνομαχίες και τα στοιχήματα. Άνδρες που ξημεροβραδιάζονται στα μπαρ, γυναίκες κακοποιημένες και απογοητευμένες, ποτό και ναρκωτικά, ένας κόσμος που ζει μέσα στον φόβο και την βία. Η ζωή δεν έχει καμμία αξία και από σοκαριστικές σκηνές είναι γεμάτο το βιβλίο. Η σχέση του Τομ με την Μέριλιν προσφέρει μια ανάσα στο ιδιαίτερο σκληρό αλλά ταυτόχρονα και αφάνταστα λυρικό μυθιστόρημα που φέρνει στο νου (ως ατμόσφαιρα και ύφος) την υπέροχη ταινία «Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ».
«Οι νεκροί συνωστίζονταν, καθένας με τη δική του ιστορία, τι συνέβη και πότε, ποιος ήταν εκεί και γιατί. Οι περισσότερες κατέληγαν αποσπασματικές, αχνοί ψίθυροι και μουρμουρητά, λες και ακούγονταν μέσα από στενές σπηλιές, οι ήχοι παραμορφωμένοι, φωνήεντα τραβηγμένα να αντηχούν, σύμφωνα ψαλιδισμένα να κροταλίζουν σαν ουρά φιδιού που δονείται μέσα στους θάμνους, η προειδοποίηση ίδια, οι νεκροί να μου λένε ιστορίες που πίστευαν ότι είχα ανάγκη να μάθω, ιστορίες τόσο παλιές που δεν είχαν πλέον κανένα νόημα παρά μόνο για όσους τις διηγούνταν. Άκουγα και δεν άκουγα.»
Μόνο οι νεκροί έχουν ήρεμη ζωή στο βιβλίο, οι ζωντανοί ταλαιπωρούνται και ο Τομ τρέχει να καλύψει τον Έντι, που φλερτάρει από τη μια με τη φυλακή και από την άλλη με την αυτοκτονία. Όταν δολοφονεί ένα γέρο σε ένα σπίτι που θεωρούσε άδειο, σε μια «στημένη» από τους εχθρούς του ληστεία, ο Έντι είναι σίγουρο ότι έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί στο πουθενά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι χαραγμένος από τη μέρα που γεννήθηκαν και είναι συγκινητική η προσπάθεια του Τομ να αποφύγει την μοίρα του, να χαράξει τη ζωή του. Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι συγκλονιστικές, η φύση να κυριαρχεί και να προκαλεί αισθήματα ασφυξίας, ο λόγος στοχαστικός και λυρικός – σαν να ακούς τη φωνή του Johnny Cash στο background, ένα υπέροχο και συγκινητικό μυθιστόρημα, λιτό και συμπαγές που μιλάει για όλα χωρίς να θέλει να αποδείξει τίποτα.
«Ό,τι μισούμε περισσότερο, το αγαπάμε μέχρι θανάτου. Ό,τι απαρνιόμαστε, το θέλουμε»
Johnny Cash (ft.Joe Strummer)- Redemption song
Όταν πέθανε μία από τις αδερφές μου, ρώτησα τη μητέρα μου γιατί δεν έκλαψε και μου είπε ότι είχε κλάψει καιρό πριν, είπε ο Τομ.»
Οικογενειακή βία, φονικά χωρίς λόγο και αιτία, τσαμπουκάδες και κυνομαχίες, ζωές κατεστραμμένες, γη άγρια και αφιλόξενη. Αυτό είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος του πολυβραβευμένου Καναδού ποιητή Patrick Lane που στα 70 του έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΚΥΛΙ» (Red dog, red dog), (Εκδ. Καστανιώτη, (εξαιρετική) μετάφρ. Α.Καλοκύρη, σελ.298), ένα συγκλονιστικό επικό βιβλίο – σχεδόν αριστουργηματικό.
Κοιλάδα Οκανάγκαν, κάπου στη Βρετανική Κολούμπια, στα βάθη του Καναδά. Τέλη της δεκαετίας του 50, και ότι έχει μείνει από την οικογένεια Σταρκ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί. Τα δύο αδέρφια, ο μικρότερος Τομ, δουλευταράς και φιλότιμος έχει υπό την προστασία του τον μεγαλύτερο (και αγαπημένο της μάνας) Έντι, ο οποίος μετά την αποφυλάκιση του (και τους βιασμούς και ότι άλλο τράβηξε μέσα στη στενή), έχει βουλιάξει στα ναρκωτικά και στους τσαμπουκάδες. Στο σπίτι ζει έγκλειστη, η αγοραφοβική μάνα τους η Λίλιαν, που είδε τις δύο της κόρες να πεθαίνουν βρέφη ακόμα από ακαθόριστες αιτίες. Η σκιά όμως του νεκρού πατέρα τους, του παράλογα βίαιου Έλμερ πέφτει βαριά επάνω τους. Τα μυστικά της οικογένειας, οι «σκελετοί στο (ξεχειλισμένο) ντουλάπι» της είναι πολλοί. Τα έργα και ημέρες του Έλμερ, η συμπεριφορά του απέναντι στη Λίλιαν, ο θάνατος ενός εξώγαμου του, που έφερε στο κόσμο μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, μια άγνωστη γυναίκα, την οποία ο Έλμερ ξεφορτώθηκε άρον-άρον, η παραβατική του συμπεριφορά μέσα στην κοινότητα έχουν καταστήσει την οικογένεια σημείο αναφοράς στην περιοχή.
Οι νεκρές κόρες αφηγούνται από τους τάφους τους θυμίζοντας χορικά αρχαίας τραγωδίας και η αφήγηση πιάνει το νήμα από το παρελθόν και την ιστορία της φυγής του Έλμερ από το σπίτι του και την περιπλάνησή του στις ερημιές του Καναδά. Μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι που για πρωινό έτρωγε ξύλο από τον πατέρα του, ο οποίος κρέμαγε και την αδερφή του στον στάβλο και την μαστίγωνε, ο Έλμερ την κοπανάει με την παρότρυνση της μητέρας του και κάνοντας δουλειές του ποδαριού επιβιώνει μέχρι που ο δρόμος του τον φέρνει στο κτήμα της Λίλιαν και της χήρας μητέρας της – δεν αργούν να τον μοιραστούν και οι δύο. Όταν αφήνει έγκυο την μικρή τότε Λίλιαν δεν αργεί να βγάλει στην επιφάνεια τον πατέρα του από μέσα του γινόμενος εκείνο που ήθελε μια ζωή να αποφύγει. Βίαιος, μέθυσος, άνθρωπος χωρίς αισθήματα, εγκληματίας. Η Λίλιαν κλεισμένη στον εαυτό της, έχει μυαλά μόνο για τον γιό της τον Έντι και όταν εκείνος την απογοητεύει κλείνεται στον εαυτό της.
Μυστικά και ψέμματα σε μια κοινότητα που ζει και αναπνέει, μέσα στη μιζέρια,για τις κυνομαχίες και τα στοιχήματα. Άνδρες που ξημεροβραδιάζονται στα μπαρ, γυναίκες κακοποιημένες και απογοητευμένες, ποτό και ναρκωτικά, ένας κόσμος που ζει μέσα στον φόβο και την βία. Η ζωή δεν έχει καμμία αξία και από σοκαριστικές σκηνές είναι γεμάτο το βιβλίο. Η σχέση του Τομ με την Μέριλιν προσφέρει μια ανάσα στο ιδιαίτερο σκληρό αλλά ταυτόχρονα και αφάνταστα λυρικό μυθιστόρημα που φέρνει στο νου (ως ατμόσφαιρα και ύφος) την υπέροχη ταινία «Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ».
«Οι νεκροί συνωστίζονταν, καθένας με τη δική του ιστορία, τι συνέβη και πότε, ποιος ήταν εκεί και γιατί. Οι περισσότερες κατέληγαν αποσπασματικές, αχνοί ψίθυροι και μουρμουρητά, λες και ακούγονταν μέσα από στενές σπηλιές, οι ήχοι παραμορφωμένοι, φωνήεντα τραβηγμένα να αντηχούν, σύμφωνα ψαλιδισμένα να κροταλίζουν σαν ουρά φιδιού που δονείται μέσα στους θάμνους, η προειδοποίηση ίδια, οι νεκροί να μου λένε ιστορίες που πίστευαν ότι είχα ανάγκη να μάθω, ιστορίες τόσο παλιές που δεν είχαν πλέον κανένα νόημα παρά μόνο για όσους τις διηγούνταν. Άκουγα και δεν άκουγα.»
Μόνο οι νεκροί έχουν ήρεμη ζωή στο βιβλίο, οι ζωντανοί ταλαιπωρούνται και ο Τομ τρέχει να καλύψει τον Έντι, που φλερτάρει από τη μια με τη φυλακή και από την άλλη με την αυτοκτονία. Όταν δολοφονεί ένα γέρο σε ένα σπίτι που θεωρούσε άδειο, σε μια «στημένη» από τους εχθρούς του ληστεία, ο Έντι είναι σίγουρο ότι έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί στο πουθενά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι χαραγμένος από τη μέρα που γεννήθηκαν και είναι συγκινητική η προσπάθεια του Τομ να αποφύγει την μοίρα του, να χαράξει τη ζωή του. Οι περιγραφές του συγγραφέα είναι συγκλονιστικές, η φύση να κυριαρχεί και να προκαλεί αισθήματα ασφυξίας, ο λόγος στοχαστικός και λυρικός – σαν να ακούς τη φωνή του Johnny Cash στο background, ένα υπέροχο και συγκινητικό μυθιστόρημα, λιτό και συμπαγές που μιλάει για όλα χωρίς να θέλει να αποδείξει τίποτα.
«Ό,τι μισούμε περισσότερο, το αγαπάμε μέχρι θανάτου. Ό,τι απαρνιόμαστε, το θέλουμε»
Johnny Cash (ft.Joe Strummer)- Redemption song