Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012 | Permalink
Πως να αντισταθείς στις ιστορίες του R.Chandler;

«Από την αρχή, από το πρώτο μου διήγημα, υπήρχε για μένα, το ζήτημα…να προσθέσω στο υλικό κάτι που δεν θα αποδιώξει τον αναγνώστη, που ίσως δεν θ’αναγνωρίζει συνειδητά ότι βρίσκεται εκεί, αλλά που κατά κάποιον τρόπο θα διυλίζεται μέσα στο μυαλό του και θ’αφήνει κάποιο απόσταγμα.»

Είναι μεγάλη η γοητεία που ασκούν στους περισσότερους βιβλιόφιλους (οι έστω σ’αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται έτσι), οι ιστορίες του Raymond Chandler. Το ακαταμάχητο στυλ της γραφής του, η μοναδική ποιότητα που κρύβεται πίσω (ακόμα και από) τις πιο τετριμμένες εκφράσεις, οι λεπτομέρειες στις κινήσεις, στις περιγραφές, η ειρωνία και το χιούμορ, η ατμόσφαιρα που σαγηνεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες γραμμές, είναι τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του.

Η έκδοση μερικών από τα καλύτερα διηγήματα που έγραψε αυτός ο μεγάλος συγγραφέας προτού γίνει διάσημος, δηλαδή από την περίοδο 1933-1939 περιέχονται σε δύο τόμους με τον τίτλο «ΝΟΥΑΡ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» (Τόμος Α, σελ.339 και Τόμος Β, σελ.395) που εκδόθηκαν πρόσφατα από τον Κέδρο, σε ωραία μετάφραση του Α.Καλοκύρη. Είναι στο σύνολό τους 9 διηγήματα, που τα περισσότερα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο θρυλικό περιοδικό αστυνομικών ιστοριών «Black Mask (Μαύρη Μάσκα)», λίγο πριν την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, του αριστουργηματικού «Μεγάλου Ύπνου» «(The Big Sleep)»,το 1939.

Στον πρώτο τόμο, περιέχονται οι ιστορίες που πρωτοεισήγαγαν τον Τσάντλερ στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Χαρακτηριστικά, το πρώτο διήγημα της συλλογής «Οι εκβιαστές δεν παίζουν με τα όπλα» (Blackmailers dont shoot) (1933), αποτέλεσε την αρχή της συνεργασίας του συγγραφέα με την «Μαύρη Μάσκα». Κίνηση που έγινε για λόγους βιοπορισμού, και ενώ ο Τσάντλερ ήταν ήδη 45 χρονών και είχε χάσει όλη την περιουσία που είχε δημιουργήσει δουλεύοντας στον χώρο της πετρελαιοβιομηχανίας για δώδεκα χρόνια, αλλά από τη μια η τεράστια οικονομική κρίση, το δύσκολο του χαρακτήρα του, το πάθος του για το αλκοόλ και από την άλλη η σοβαρή ασθένεια της (κατά μια δεκαπενταετία μεγαλύτερης) συζύγου του, τον «έσπρωξαν» να ασχοληθεί με κάτι που θεωρούσε σχετικά εύκολο αν εύρισκε τον τρόπο να το κάνει.

Έτσι κι αλλιώς, είναι ευκρινές όπως διαβάζει κανείς τις ιστορίες μαζεμένες στις δύο συλλογές ότι όσο περνάνε τα χρόνια, η ποιότητα της γραφής βελτιώνεται, το ύφος γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτο, η πλοκή συγκεκριμενοποιείται (στις ιστορίες μέχρι το ’35, η πλοκή είναι λίγο χαοτική και μπερδεμένη). Το στυλ βεβαίως υπάρχει από την πρώτη γραμμή, στακάτες και κοφτές φράσεις, διάλογοι που τσακίζουν, δωρικός και απέριττος λόγος, χιούμορ και αυτοσαρκασμός, και κυρίως έμφαση στη λεπτομέρεια (στοιχείο που προσδιόρισε τον Τσάντλερ καθώς περνούσαν τα χρόνια).

«Όλη την επόμενη μέρα έβρεχε. Αργά το απόγευμα βρισκόμουν παρκαρισμένος στη λεωφόρο, σε μια μπλε Κράϊσλερ κουπέ, διαγωνίως απέναντι από τη στενή πρόσοψη κάποιου καταστήματος, επάνω από την οποία η ταμπέλα με το πράσινο νέον έγραφε: «Χ. Χ. Στάϊνερ»
Η βροχή που χτύπαγε στα πεζοδρόμια πεταγόταν ως το γόνατο και γέμιζε τα χαντάκια, ενώ μεγαλόσωμοι μπάτσοι με αδιάβροχα που γυάλιζαν σαν κάννες όπλων διασκέδαζαν σφίγγοντας στην αγκαλιά τους κοριτσάκια με μεταξωτές κάλτσες και χαριτωμένα δερμάτινα μποτάκια, προκειμένου να τα μεταφέρουν πάνω από τις επικίνδυνες λακκούβες.
Η βροχή σφυροκοπούσε την κουκούλα της Κράϊσλερ, χτυπούσε ορμητικά την τσιτωμένη οροφή, έσταζε από τα κουμπώματα και είχε σχηματίσει μια λιμνούλα στο δάπεδο, αναγκάζοντάς με να σηκώσω τα πόδια στο πλάϊ.
Μαζί μου είχα ένα μεγάλο φλασκί με ουίσκι. Το χρησιμοποιούσα διαρκώς για να κρατάω ξύπνιο το ενδιαφέρον μου.»
Δολοφόνος στη βροχή»)

Στον Β τόμο, οι 5 ιστορίες που τον απαρτίζουν δείχνουν ότι ο Τσάντλερ έχει δουλέψει πολύ το στυλ του, αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά και έχει ξεφύγει από την επίδραση του Χάμετ, του Χέμινγουεϊ και κυρίως του μεγάλου Ερλ Στάνλεϋ Γκάρντνερ, η γλώσσα του γίνεται περισσότερο υπαινικτική, οι σκληροί και γοητευτικοί άντρες είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση αλλά και ρομαντισμό, ενώ οι γυναίκες γίνονται όλο και πιο μοιραίες αλλά και πιο διαβολικές (εξάλλου μια μόνιμη κριτική που ασκήθηκε στον συγγραφέα διαχρονικά είναι αυτή του «μισογυνισμού»). Αλκοόλ και ναρκωτικά, διεφθαρμένοι πλούσιοι που ζουν σε απομονωμένες και περίκλειστες βίλλες γεμάτες μυστικά και ψέμματα. Το ειρωνικό ύφος του Τσάντλερ δεν χαρίζεται σε κανέναν, ενώ το μεγάλο του όπλο το χιούμορ μπορεί να μετατρέψει την πιο φρικτή και βάναυση σκηνή σε κάτι απροσδιόριστο που δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις παρά μόνο αφού τελειώσεις την ιστορία γιατί σε γοήτευσε τόσο…

«…Τζόνι, αφού είσαι μόνος, ποιος ο λόγος να τα βάλεις με τους πάντες;» είπε απελπισμένα η Φράνσιν Λέϊ
Εκείνος συνέχισε να χαμογελά, με τα χείλη σφιγμένα και το βλέμμα ήρεμο. «Είμαστε δύο, μωρό μου. Φόρεσε μακρύ παλτό. Ακόμα ψιλοβρέχει.»
Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Στο απλωμένο χέρι της, εκείνο που του είχε πιάσει το μπράτσο, τέντωσε με δυσκολία τα δάχτυλα προς τα πίσω. Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη φόβο:
«Εγώ Τζόνι;…Σε παρακαλώ, μη…»
Ο Ντε Ρους είπε ήρεμα: «Γλύκα, πάρε το παλτό σου. Περιποιήσου τον εαυτό σου. Ίσως είναι η τελευταία φορά που βγαίνουμε μαζί.»
Πέρασε δίπλα του παραπατώντας. Την άγγιξε απαλά στο μπράτσο, το έπιασε για μια στιγμή και της είπε σχεδόν ψιθυριστά:
«Δεν φαντάζομαι να με κάρφωσες εσύ, έτσι δεν είναι Φράνσι;»
Εκείνη γύρισε και κοίταξε ανέκφραστα το πονεμένο βλέμμα του, έβγαλε έναν τραχύ ήχο από μέσα της, τράβηξε απότομα το μπράτσο της και πήγε βιαστικά στο υπνοδωμάτιο.
Αμέσως μετά, ο πόνος χάθηκε από το βλέμμα του Ντε Ρους και το ψυχρό χαμόγελο επέστρεψε στις άκρες των χειλιών του.»
Θανατηφόρο αέριο»)

Ο Μάρλοου, αυτός ο λογοτεχνικός ήρωας που σφράγισε το έργο του Τσάντλερ εμφανίζεται μόνο σε ένα από τα 9 διηγήματα των 2 συλλογών, στο εξαιρετικό «Χρυσόψαρα» (Goldfish) (1935) – κατά την άποψή μου το καλύτερο, των δύο τόμων -, στα υπόλοιπα διηγήματα υπάρχουν ήρωες που θυμίζουν τον Μάρλοου, κυρίως δε ο Μάλορι της πρώτης ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί προπομπός του Μάρλοου, (ονόματα επηρεασμένα από την Ελισαβετιανή δραματουργία με την οποία ασχολήθηκε νεώτερος ο Τσάντλερ), ενώ και οι υπόλοιποι ιδιωτικοί ντέτεκτιβ / ήρωες των ιστοριών έχουν κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά, τα οποία θα μορφοποιηθούν αργότερα και θα πάρουν σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Μάρλοου στα μυθιστορήματα που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα των δύο συλλογών της ίδιας αξίας, υπάρχουν κάποια που είναι αριστουργηματικά και άλλα που είναι λιγότερο καλά. Κάποιες από τις ιστορίες έχουν ξαναεκδοθεί στην Ελλάδα είτε σε συλλογές, είτε αυτόνομα, ενώ εντύπωση προκαλεί η τελευταία ιστορία του Β τόμου (την οποία αγνοούσα), με τίτλο «Η χάλκινη πόρτα» (The Bronze door), η οποία είναι μια μακάβρια και αρκετά «gothic» ιστορία του «Φανταστικού», με πολλή ατμόσφαιρα αλλά τελείως έξω από το ύφος του Τσάντλερ που έχουμε συνηθίσει, θυμίζοντας περισσότερο Πόε παρά οτιδήποτε άλλο.

Η πόλη, οι αυτοκινητόδρομοι, η μοναξιά, οι απρόσωπες σχέσεις, η μανία του χρήματος και της εξουσίας, στοιχεία που βρίσκουμε διάσπαρτα στο έργο του Τσάντλερ είναι παρόντα στα διηγήματα των δύο συλλογών. Ο συγγραφέας εκμεταλευόμενος την στέρεα λογοτεχνική του παιδεία, δεν έγραφε απλές αστυνομικές ιστορίες (παρ’ότι σε πρώτη ανάγνωση πολλές φαίνονται ως τέτοιες). Οι ήρωες τους (όπως και ο Μάρλοου στα μυθιστορήματα του) είναι άνθρωποι κουρασμένοι, απογοητευμένοι, με παρελθόν να τους ταλαιπωρεί και αβέβαιο παρόν, άνθρωποι που η ζωή τους έχει κάνει κυνικούς και σκληρούς, προσωπεία / μάσκες που από πίσω κρύβεται ρομαντισμός και σπάραγμα, άνθρωποι κοινοί και καθημερινοί αλλά ταυτόχρονα διαφορετικοί. Ο Τσάντλερ πάνω απ’όλα δημιούργησε ύφος, δημιούργησε δική του σχολή και η αβάσταχτη γοητεία που ασκεί όσα χρόνια κι αν περάσουν στους αναγνώστες (παλιούς και νέους) είναι μεγάλη και συνεχής ενώ οι συγκρίσεις με τους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών είναι μάλλον άνισες. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς είναι δύσκολο να βρει στην αστυνομική (κατά κύριο λόγο αλλά και όχι μόνο) λογοτεχνία, περιγραφές σαν τις δικές του, το απόσπασμα που ακολουθεί από μια συνέντευξη για το έργο του, νομίζω τα λέει (και τα περικλείει) όλα:

«Τον καιρό που έγραφα στα λαϊκά περιοδικά, σ’ένα διήγημά μου υπήρχε η εξής παράγραφος: «Βγήκε από τ’αυτοκίνητο και διέσχισε τον ηλιόλουστο διάδρομο μέχρι να φτάσει στην είσοδο κι η σκιά της τέντας να πέσει στο πρόσωπό του σαν δροσερό νερό». Όταν δημοσιεύτηκε την είχαν αφαιρέσει. Οι αναγνώστες δεν αρέσκονταν σε κάτι τέτοια – σταματούσαν απλώς τη δράση.
Ανασκουμπώθηκα για ν’αποδείξω το λάθος. Η θεωρία μου ήταν πως ο αναγνώστης λανθασμένα πίστευε ότι το μοναδικό του ενδιαφέρον το αποτελούσε η δράση. Χωρίς να το γνωρίζει, ενδιαφερόταν όσο κι εγώ για τη δημιουργία συναισθημάτων μέσα από το διάλογο και την περιγραφή. Ό,τι θυμάται, ό,τι στοιχειώνει μέσα του δεν είναι, για παράδειγμα, κάποιος που σκοτώνεται, αλλά πως τη στιγμή που ξεψυχάει προσπαθεί να πιάσει ένα συνδετήρα πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του γραφείου κι ο συνδετήρας γλιστράει μακριά του. Μια υποψία έντασης διαγράφεται στο πρόσωπό του. Το στόμα του είναι μισάνοιχτο, μια γκριμάτσα βασανισμού. Το τελευταίο που σκέπτεται είναι ο θάνατος. Ούτε καν ακούει το χτύπημα στην πόρτα. Ο καταραμένος μικρός συνδετήρας συνεχίζει να γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά του.»

 
    
    

    

THE GLENN MILLER ORCHESTRA – Moonlight Serenade
 
Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2012 | Permalink
Παράλληλο σύμπαν (Sputnik Caledonia)

Το μυθιστόρημα ωριμότητας του εξαιρετικού Σκώτου συγγραφέα Andrew Crumey (γεν.1961) με τον περίεργο (και ωραίο) τίτλο «SPUTNIK CALEDONIA», (Εκδ. Πόλις, (πολύ καλή) μετάφρ. Γ.Κυριαζής, σελ.549), συνιστά μια ουσιαστική και αναμενόμενη (κατά κάποιο τρόπο) εξέλιξη στο (τόσο ενδιαφέρον) έργο του, κυρίως στο προηγούμενο βιβλίο του «Μόμπιους Ντικ», αυτό το πολύ γοητευτικό μυθιστόρημα για το οποίο είχα γράψει κάποια χρόνια πριν και εκείνο το κείμενο μπορεί να χρησιμεύσει ως μπούσουλας για αυτό που ακολουθεί.

Τα παράλληλα σύμπαντα, οι έντονες λογοτεχνικές αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία των προηγούμενων αιώνων, η κβαντοφυσική και η ποπ κουλτούρα αναμειγνύονται με μοναδικό τρόπο στο «SPUTNIK CALEDONIA», ένα έντονα συναισθηματικό και σπαρακτικό μυθιστόρημα, το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη – τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους, τρία σύμπαντα, τρεις προσεγγίσεις πάνω στο θέμα της αναζήτησης ταυτότητας, της κυριαρχίας της μνήμης, της αγάπης και της τρυφερότητας γραμμένο με μοναδικό τρόπο από τον Crumey που (όπως και ο Richard Powers που αποτελεί το λογοτεχνικό του ισοδύναμο στις Η.Π.Α), δεν διστάζει να αναμετρηθεί με λογοτεχνικά είδη και στυλ.

«Όλα συνδέονται μεταξύ τους…»

Στο πρώτο μέρος, ο μικρός Ρόμπι Κόϊλ που ζει σε μια μικρή και βαρετή πόλη της Σκωτίας (το επινοημένο Κένζι), στη δεκαετία του ’70, ευρισκόμενος σε προεφηβικό στάδιο, είναι ένα παιδί ανήσυχο και υπερκινητικό που έχει ένα όνειρο: να γίνει «Κοσμοναύτης». Γαλουχημένος από τον πατέρα του, τον Τζο, έναν αριστερό συνδικαλιστή του Εργατικού Κόμματος, θαυμάζει τις Σοβιετικές εξορμήσεις στο διάστημα και προσπαθεί να κατανοήσει τα μυστήρια της Φυσικής και της Αστρονομίας. Οι γονείς του μικροαστοί και προστατευτικοί, καλλιεργούν την αγάπη του μικρού για την ανακάλυψη καινούργιων κόσμων, ο οποίος έχει μετατρέψει το σαλόνι του σπιτιού σε διαστημόπλοιο, το ντουλάπι της κουζίνας σε θαλαμίσκο κ.ο.κ. Ο Τζο φροντίζει να του πιπιλίζει το μυαλό με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας για τους «κακούς» Αμερικάνους ενώ η δημιουργία μιας στρατιωτικής βάσης σε κοντινό κτήμα ενισχύει τις δαιμονοληψίες του. Το πρώτο μέρος κλείνει με το ξύπνημα της σεξουαλικότητας του Ρόμπι, ο οποίος δίνει το πρώτο του φιλί σε ένα χορό.

Στο δεύτερο μέρος, το κλίμα και η οικογενειακή ατμόσφαιρα αλλάζει. Βρισκόμαστε σε μια πόλη-στρατιωτική βάση και ο Ρόμπερτ Κόϊλ είναι πλέον ένας νεαρός ενήλιξ, ο οποίος παρουσιάζεται ως εθελοντής σε ένα διαστημικό πρόγραμμα της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Καληδονίας (Καληδονία είναι το Ρωμαϊκό όνομα της Σκωτίας) – διότι η χώρα έγινε κομμουνιστική μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η ατμόσφαιρα στην περίκλειστη πόλη-βάση είναι ζοφερή, όλοι παρακολουθούνται, τα τρόφιμα δίνονται με δελτίο, η πορνεία ανθεί, ενώ τα μεγαλοστελέχη του καθεστώτος ζουν σε συνθήκες χλιδής και πολυτέλειας. Ο Ρόμπι έχοντας τηλεπαθητικές ικανότητες είναι ο ιδανικός υποψήφιος να οδηγήσει το Σοβιετικό διαστημόπλοιο σε μια αποστολή αυτοκτονίας προς μια ασαφή και ιδιόμορφη κοσμική οντότητα που πλησιάζει τη γη, ενώ την ίδια στιγμή γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας πόρνης. Καθοδηγητής του είναι ένας διάσημος πυρηνικός φυσικός,ο Δρ Κάουπφ, ο οποίος προσπαθεί να συνδιάσει τις αρχές της Φυσικής με την ποίηση του Γκαίτε και την φιλοσοφία του Καντ με τις Μαρξιστικές αρχές, προκαλώντας τις υποψίες των χαφιέδων του καθεστώτος και τον τελικό χαμό του.

Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται στην Σκωτία του σήμερα και ο Ρόμπι έχει πεθάνει 25 χρόνια πριν με τραγικό τρόπο. Οι γονείς του, ηλικιωμένοι και ο μεν Τζο με προβλήματα μνήμης, η δε Αν καθηλωμένη στο κρεβάτι θρηνούν ακόμα και προσπαθούν να επιβιώσουν λιτά (ο Τζο έχασε τη δουλειά του στη Θατσερική περίοδο ακριβώς ένα χρόνο μετά τον χαμό του γιού του) – τίποτα δεν θυμίζει την παλιά ευτυχισμένη περίοδο της ζωής τους. Από την άλλη παρακολουθούμε την περιπλάνηση ενός πανέξυπνου παιδιού και την φυγή του από το σπίτι (ως ένας σύγχρονος Χωκ Φιν) και την γνωριμία του με έναν μυστηριώδη τύπο, ο οποίος του συστήνεται ως επισκέπτης από το διάστημα. Τι ακριβώς όμως έχει συμβεί στο παρελθόν και ποια είναι η σύνδεση με το παρόν;

O Crumey πραγματοποιεί (έστω και με κάποιες αδυναμίες) ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Συνδιάζει σ’αυτό το μυθιστόρημα, τρία διαφορετικά στυλ γραφής ενώνοντάς τα (σχεδόν) αρμονικά. Εάν το πρώτο μέρος έχει ένα σχετικά πιο ανάλαφρο και τρυφερό ύφος, με πολύ χιούμορ και (κινηματογραφικό) νεορεαλισμό (με κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία), στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε σε μια δυστοπία, στο ύφος του Όργουελ και του Χάξλεϋ (και κατά προέκταση βέβαια του Ζαμιάτιν, ο οποίος επηρέασε τους προαναφερόμενους). Η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε ζοφερή και αποπνικτική, οι λογοτεχνικές αναφορές είναι περισσότερες, οι φιλοσοφικές συζητήσεις κυριαρχούν – όπως και οι κβαντικές θεωρίες. Ο Χόκινγκ συνδέεται με τις θεωρίες των Μαρξ και Ένγκελς, ενώ ο Γκαίτε (και η Φιλοσοφία γενικότερα) θεωρείται «απαραίτητος» για την κατανόηση των Φυσικών θεωριών. Στο τρίτο μέρος η γραφή γίνεται μοντέρνα, το μεγαλύτερο μέρος είναι μέσα από την οπτική του μικρού φυγά, οι πίστες όπως σε ένα βιντεογκέϊμ έχουν αλλάξει, η αφήγηση είναι παράλληλη και κάποιες φορές ακατανόητη προσεγγίζοντας την λογοτεχνία του «Φανταστικού» ενώ το ανοιχτό και αμφίσημο φινάλε είναι γεμάτο συγκίνηση και λυρισμό.

Τα περισσότερα μένουν ανεξήγητα. Τίποτε δεν είναι απλό (ή απλοϊκό) και ευκολίες δεν υπάρχουν αφού το μυθιστόρημα παραμένει γοητευτικά μυστηριώδες. Ο αναγνώστης καλείται να χρησιμοποιήσει την φαντασία του και να διαβάσει όσο γίνεται πιο ενεργητικά συμμετέχοντας στο πνευματικό παιχνίδι που τον εισάγει με αριστοτεχνικό τρόπο ο ιδιοφυής Crumey. Το σύμπαν παραμένει υποκειμενικό και ανοιχτό σε προκλήσεις και απαντήσεις. Μπορεί ο ονειροπόλος και ιδεαλιστής Ρόμπι να προβάλλει ως ο κεντρικός χαρακτήρας αλλά υπάρχουν τόσα στοιχεία στο μυθιστόρημα που μας οδηγούν στον Τζο ως κυριολεκτικό πρωταγωνιστή – εξάλλου ο κομμουνιστικός κόσμος του δεύτερου κεφαλαίου αποτελεί μια προέκταση των σκέψεών του, των ονείρων του. Θα μπορούσε να είναι ένα χαοτικό μυθιστόρημα που περισσότερο μπερδεύει παρά ξεδιαλύνει, αλλά είναι τέτοια η ποιότητα της γραφής του Crumey, τόσο εθιστικό το στυλ του που το τελευταίο που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τον αναγνώστη είναι το τι θα γίνει παρακάτω ή αν υπάρχει κάποια λογική πίσω απ’ότι διαβάζει.

Με οδηγό, αλλά και συνδετικό κρίκο μεταξύ των κεφαλαίων, τον Γκαίτε και το μοναδικό του αριστούργημα, «Τα χρόνιατης μαθητείας του Γουλιέλμου Μάϊστερ», ο Crumey κάνει σαφείς τις αναφορές του και την σύνδεση μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης με την επιστήμη. Το ένα χρειάζεται το άλλο για να κατανοήσουμε καλύτερα το σύμπαν και τους εαυτούς μας – μια «αναγεννησιακή» και ανθρωπιστική αντιμετώπιση που όσοι την ασπάζονται είναι προορισμένοι να χαθούν, όπως ο μεγαλοφυής Δρ. Κάουπφ, ο οποίος μάταια προσπαθεί να την κάνει κατανοητή στο απάνθρωπο καθεστώς που υπηρετεί. Το «Sputnik Caledonia» είναι τελικά ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα μαθητείας, ένα φιλοσοφικό και στοχαστικό παζλ που παίζει με τα όρια της λογοτεχνίας, πέρα από τα είδη και τις ταυτότητες, πέρα από τα χρονικά πλαίσια και τους κανόνες, συνδέοντάς τα όλα μεταξύ τους.

«Τελικά, ανήκουμε όλοι σε εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει, ή το τραγούδι όταν τελειώνει· στο άυλο παρελθόν. Και αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, σκέφτηκε ο Τζο, τότε θα πήγαινε, νεότερος μέσα στη θλίψη του και δυνατότερος μέσα στον θυμό του, στην ημέρα που αποτέφρωσαν τον Ρόμπι, και ακόμη πιο πίσω, μέσα στα χρόνια, ώσπου να δει πάλι τον γιό του μικρό παιδί, να κρύβεται στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη λέγοντας πως είναι το διαστημόπλοιό του. Και πιο πίσω, τη στιγμή της σύλληψης του, που έγινε μια νύχτα χωρίς να το πάρουν είδηση οι γονείς του, και θα χώριζε το ωάριο από το σπερματοζωάριο, και θα τον έβγαζε από τη ζωή, όπως έκανε και ο θάνατος, αφού και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα με αντίθετη σειρά. Δεν θα ζούσε, αλλά και δεν θα τον θρηνούσαν, και ο Τζο πήγαινε όλο και πιο πίσω στον χρόνο, σαν πέτρα που έπεφτε και αποκτούσε όλο και περισσότερη ταχύτητα και ορμή, κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ναι, θα το έκανε αν μπορούσε. Τον Ρόμπι, την Τζάνετ, την Αν, τα χρόνια του στο εργοστάσιο, όλη του τη ζωή – πάρτε τα, και αφήστε μου μόνο το γλυκό, αθώο ξεκίνημα.»


 
    
    

    


YAN TIERSEN ft. STUART STAPLES – A secret place
 
Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2012 | Permalink
Ο Άμλετ στο Ουισκόνσιν

Ο Αμερικανός συγγραφέας David Wroblewski (γεν. 1959), πραγματοποιεί ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στον λογοτεχνικό χώρο με μια μυθιστορηματική saga, ένα οικογενειακό έπος που δανείζεται εμφανώς στοιχεία από τον «Άμλετ», την γνωστή Σαιξπηρική τραγωδία και το «Βιβλίο της Ζούγκλας» του R.Kipling. Ο τίτλος του βιβλίου, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΓΚΑΡ ΣΩΤΕΛ», (Εκδ. Πλατύπους, μετάφρ. Β.Λατσίνου, σελ.779), δεν προδιαθέτει τον αναγνώστη γι’αυτό που θα επακολουθήσει, στο κάτω-κάτω το μυθιστόρημα κοιταγμένο από μια στενή έννοια, είναι η μελοδραματική ιστορία ενός αγοριού που γεννήθηκε βουβό και των σκυλιών του.

Η μυθική Ελσινόρη του Σαίξπηρ είναι στην περίπτωσή μας, ένα μεγάλο και σχεδόν ειδυλλιακό αγρόκτημα στα βάθη του Ουισκόνσιν. Εκεί γεννιέται ο Έντγκαρ στα τέλη της δεκαετίας του ’50 από τον Γκαρ και την Τρούντι. Το πρόβλημα είναι ότι ο Έντγκαρ γεννιέται βουβός, ακούει τα πάντα αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Δίπλα του από την μέρα της γέννησής του είναι ένα κουτάβι, η Αμυγδαλένια, ειδικά διαλεγμένο από τους γονείς του να τον συντροφεύει – διότι το συγκεκριμένο σκυλί δεν είναι όποιο κι’όποιο, αντιλαμβάνεται τα πάντα σαν άνθρωπος και επικοινωνεί με ένα δικό του μοναδικό τρόπο που μπερδεύει τους επισκέπτες φέρνοντάς τους σε αμηχανία. Είναι ένα σκυλί με ιδιαίτερο χαρακτήρα, όπως άλλωστε είναι και πολλά από την φάρμα των Σωτέλ, οι οποίοι ακολουθώντας τις πρακτικές του παππού του Έντγκαρ, ο οποίος αγόρασε την φάρμα το 1919 βρίσκοντας τον χώρο και τις εγκαταστάσεις ιδανικές για να φτιάξει ένα πρότυπο κυνοτροφείο, πειραματιζόμενος με διάφορες ράτσες, τηρώντας ένα μοναδικό αρχείο με τα χαρακτηριστικά του κάθε σκύλου και τελικά κατορθώνοντας να φτιάξει τα μοναδικά σκυλιά «Σωτέλ» που πουλιούνται πανάκριβα σε όλη τη χώρα, μετά από εκπαίδευση αρκετών μηνών από τη γέννησή τους.

Ο Έντγκαρ μεγαλώνοντας αναπτύσσει την δική του νοηματική γλώσσα, ένα μίγμα μεταξύ της κοινής νοηματικής και οικογενειακών σημάτων τα οποία τον βοηθάνε να επικοινωνήσει με τα σκυλιά, διότι μετά το σχολείο βοηθάει την Τρούντι στην ιδιαίτερα επίπονη και κουραστική εκπαίδευσή τους. Όλα κυλάνε αρμονικά στο αγρόκτημα, ώσπου στις αρχές τις δεκαετίας του ’70, ο εξαφανισμένος αδερφός του Γκαρ, ο Κλοντ αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρική γη, την οποία είχε απαρνηθεί για να καταταχθεί στον στρατό πηγαίνοντας να πολεμήσει στην Κορέα. Ο Κλοντ ένας ιδιόμορφος τύπος, άλλοτε χαριτωμένος και γοητευτικός και άλλοτε σκοτεινός και μυστηριώδης μοιράζεται κάποιες δουλειές στο αγρόκτημα, βοηθώντας με τις ιατρικές γνώσεις που έχει αναπτύξει από τον στρατό με διάφορες φαρμακευτικές ουσίες και τον γιατρό του αγροκτήματος, τον Δόκτορα Παπινό.
Οι διαφορές όμως με τον Γκαρ επανέρχονται συνέχεια και οι οικογενειακοί καυγάδες μεταξύ των δύο αδερφών προστίθενται στην ατμόσφαιρα και η τραγωδία δεν αργεί να έρθει, όταν ο Γκαρ πεθαίνει υπό περίεργες συνθήκες μέσα στο κυνοτροφείο μπροστά στα μάτια του σοκαρισμένου Έντγκαρ.
Η διάγνωση μιλάει για εγκεφαλικό αλλά ο Έντγκαρ υποψιάζεται ότι ο Κλοντ με κάποιο τρόπο δηλητηρίασε τον πατέρα του και οι υποψίες του εντείνονται (σχεδόν σε βαθμό βεβαιότητας) όταν μετά από λίγο καιρό διαπιστώνει ότι ο Κλοντ κοιμάται με την μητέρα του – νιώθει ότι ο πατέρας του είναι κατά κάποιο τρόπο ακόμα παρών, βλέπει το φάντασμά του μέσα στο σπίτι, στο κυνοτροφείο, παντού και βάζει ως σκοπό της ζωής του να ξεσκεπάσει τον δολοφόνο.
Ζει σε μια κατάσταση σοκ και όταν άθελά του, προκαλεί ένα ατύχημα που σκοτώνει τον Δόκτορα Παπινό, αποφασίζει να φύγει από το αγρόκτημα παίρνοντας μαζί του τρία από τα κουτάβια που εκπαιδεύει (αφήνοντας πίσω την αγαπημένη του Αμυγδαλένια που είναι ήδη αρκετά μεγάλη για ταλαιπωρίες). Ξέρει καλά την περιοχή και ξεφεύγει εύκολα από την αναζήτηση των τοπικών αρχών – θέλει να διαφύγει και να καθαρίσει το μυαλό του ώστε να σχεδιάσει με προσοχή το πλάνο του. Θα είναι ένα μακρύ και σκοτεινό ταξίδι μέσα στην άγρια φύση του Ουισκόνσιν, με τα δάση και τις λίμνες, με την αναζήτηση τροφής, την ανάγκη για επιβίωση, την άδολη καλωσύνη ενός μοναχικού ανθρώπου που θα τους φροντίσει και θα ξαναφέρει την εμπιστοσύνη στα μάτια του Έντγκαρ που νιώθει ώριμος για την επιστροφή και την τελική λύση. Μόνο που τα πράγματα θα έρθουν λίγο διαφορετικά (και πολύ πιο δραματικά) απ’όσο είχε υπολογίσει.

Παιδιά με κάποια αναπηρία και χαριτωμένα σκυλιά είναι ένα μίγμα που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, αλλά ο Ρομπλέβσκι χειρίζεται το θέμα με μεγάλη ικανότητα και εξυπνάδα. Ουσιαστικά, μεταφέρει την πλοκή του «Άμλετ», εμπλουτίζοντάς την με την ιστορία του κυνοτροφείου (ένα θέμα που γνωρίζει εκ πείρας αφού οι γονείς του εξέτρεφαν σκυλιά στην φάρμα τους), και αλλάζει τις λεπτομέρειες του Σαιξπηρικού δράματος κρατώντας μόνο τον καμβά πάνω στον οποίο αναπτύσσει το οικογενειακό δράμα των Σωτέλ. Χρησιμοποιεί δε, προς ενδυνάμωση του μύθου πολλά στοιχεία από το «Βιβλίο της Ζούγκλας» (που είναι το αγαπημένο βιβλίο του Έντγκαρ) κυρίως στο κομμάτι της περιπλάνησης του μικρού στα δάση και τις ερημιές του Ουισκόνσιν, ως άλλος «Μόγλης», που κομμάτια από αυτήν την «διαδρομή» έντονα θυμίζουν το «Stand by me» του St.King (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ενθουσιάστηκε με το βιβλίο). Το υπερφυσικό στοιχείο παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, είτε με τα οράματα του Έντγκαρ, είτε με τις «προφητείες» της Άιντα, της αινιγματικής ιδιοκτήτριας του μικρομάγαζου της μικρής πόλης που είναι κοντά στο αγρόκτημα τους και η οποία τον συμβουλεύει να φύγει και να μη ξαναγυρίσει ποτέ πίσω.

Ξεκινώντας με έναν εκπληκτικό πρόλογο, όπου ένας νεαρός ναύτης προμηθεύεται στο Πουσάν της Κορέας το 1952 ένα πολύ δραστικό και δύσκολα ανιχνεύσιμο δηλητήριο και δομώντας το μυθιστόρημα στα πλαίσια μιας χορταστικής οικογενειακής ιστορίας, η οποία είναι ταυτόχρονα και «ιστορία ενηλικίωσης», ο συγγραφέας μέσα στην προσπάθειά του να χωρέσει τόσα πολλά έντονα συναισθήματα και στοιχεία (αγάπη, μίσος, παιδική ηλικία, εκπαίδευση, φόνο, εκδίκηση, περιπλάνηση, επιβίωση, φιλία, συντροφικότητα, ανασφάλεια, μοχθηρία, αλληλοσπαραγμό), κάπου μπερδεύεται (και μπερδεύει), κάπου πλατιάζει (κυρίως στο μεγάλο κομμάτι της περιπλάνησης), κάπου κουράζει αλλά τελικά κερδίζει το στοίχημα χάρη στη δύναμη της αφήγησής του, το συναίσθημα που βγάζει η ιστορία, την συγκίνηση που μεταφέρει στον αναγνώστη, τον εξαιρετικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα του μικρού Έντγκαρ αν και στο τέλος τα σκυλιά των Σωτέλ είναι εκείνα που «κλέβουν την παράσταση» και δίνουν τον τόνο στην ιστορία.

«Η ιστορία του Έντγκαρ Σωτέλ» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν θυμίζει σε τίποτα πρωτόλειο. Η τεχνική στην αφήγηση που κάποιες στιγμές σε υπνωτίζει, η λεπτοδουλειά στις ψυχολογικές διακυμάνσεις των έξοχων χαρακτήρων, η ωραία ενσωμάτωση του Σαιξπηρικού μύθου, η εξαιρετική χρήση των στοιχείων της φύσης και της άγριας ομορφιάς των τοπίων, οι εκπληκτικές τελευταίες 100 σελίδες, κινηματογραφικές μέσα στην ένταση και την γλαφυρότητά τους, είναι στοιχεία που δείχνουν ένα βιβλίο που μπορεί και να γίνει κλασσικό μιάς που απευθύνεται σε όλα τα αναγνωστικά γούστα και δικαίως έγινε το απόλυτο best-seller του καλοκαιριού του 2008.


   
   

   


DREAM THEATER – The Silent Man
 
Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012 | Permalink
Τα παιδιά του Κάϊν

Μια μυθιστορηματική ακτινογραφία της πορείας της χώρας τα τελευταία 30 χρόνια μέσα από την ιστορία μιας παρέας αποτελεί τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο πλάθει την αφήγησή του, ο καλός συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος (γεν.1963), στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο, «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΪΝ» (Εκδ.Μεταίχμιο, σελ.395). Με πρόσχημα μια (πολύ χαλαρή) αστυνομική ιστορία και με κινηματογραφικό στυλ (ο συγγραφέας είναι και σεναριογράφος) αποτυπώνεται η πορεία έξι πενηντάρηδων από τις «ονειρεμένες» καλοκαιρινές διακοπές του ’79 σε ένα ακαθόριστο νησί του Ιονίου μέχρι την «επιστροφή» τους στην ίδια παραλία, στο ίδιο νησί 30 χρόνια αργότερα. Μόνο που τίποτα δεν είναι το ίδιο πλέον.

«Στο σινεμά, το πιο σημαντικό είναι αυτό που κρύβεται στα cuts – αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στις σκηνές…»

Το Καινούργιο, ένα ψιλοαδιάφορο ψαροχώρι σε ένα νησί του Ιονίου, «έκρυβε» ένα μυστικό, μια εκπληκτική παραλία – δύσκολη στην πρόσβαση, με έναν ερειπωμένο μύλο στην άκρη της να δεσπόζει. Η παρέα που κατέφθασε εκεί το καλοκαίρι του ’79, οι έξι φίλοι, τρία αγόρια και τρία κορίτσια, στα 17 τους, ένιωσαν ότι ανακάλυψαν τον επίγειο Παράδεισο. Ήλιος, θάλασσα, έρωτες, η ξεγνειασιά της ηλικίας, τα φαγητά στην ταβερνίτσα του χωριού, όλα φαίνονταν (και ίσως ήταν) μαγικά. 30 χρόνια μετά, πέντε από τα έξι άτομα δίνουν ραντεβού στο ίδιο μέρος το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Με τα χρόνια οι δεσμοί που τους ένωναν είχαν πια χαθεί, ο καθένας είχε τραβήξει τους δικούς του δρόμους, περισσότερο από περιέργεια δέχονται να ξαναμαζευτούν. Οργανωτής της μάζωξης, ο Πέτρος, ο οποίος μετά από έναν πλούσιο γάμο και καρριέρα στον χώρο της διαφήμισης, έχει αναγορευθεί σε μεγαλοπαράγοντα της περιοχής. Διότι το Καινούργιο δεν είναι πια ένα ταπεινό ψαροχώρι, αλλά ένα τουριστικό θέρετρο με τις στάνες και τις μάντρες να έχουν γίνει μπαράκια και ντίσκο, ξενοδοχειακές μονάδες να έχουν φτιαχτεί και το αποκορύφωμα όλων, ένα κινηματογραφικό σεμινάριο διοργανώνεται εκεί χάρη στις επιδοτήσεις που έχει εξασφαλίσει ο δαιμόνιος Πέτρος. Στην δε (άλλοτε απομονωμένη) παραλία του Μύλου, η οποία παραμένει μαγευτική δεσπόζει ο αποστηλωμένος Μύλος, που έχει μετατραπεί σε εξοχικό, ποιανού άλλου, του Πέτρου…

Από την παρέα που ξαναμαζεύεται μετά από τόσες δεκαετίες, ο μόνος που λείπει είναι ο εξαφανισμένος από χρόνια Χρήστος, το άλλοτε πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής συντροφιάς, για τον οποίο μάθαιναν μέχρι κάποια εποχή για τα προβλήματά του με ουσίες και σχετικά. Όταν όμως φθάνουν στο χωριό και κατευθύνονται για να ξαναδοκιμάσουν τους περίφημους κολοκυθοκεφτέδες που έχουν μείνει χαραγμένοι στην γευστική τους μνήμη, ο σερβιτόρος της ταβέρνας είναι ο παλιός τους φίλος, ο Χρήστος – ο οποίος όμως σε τίποτα δεν θυμίζει τον άνθρωπο που τα κορίτσια της παρέας είχαν ερωτευτεί και διεκδικούσαν μετά μανίας. Εξάλλου, ούτε ο μεζές (οι κολοκυθοκεφτέδες) που τους άρεσε θυμίζει σε τίποτα την παλιά γεύση αφού η μαγείρισα ακολουθώντας τις τηλεοπτικές συμβουλές του Μαμαλάκη, τους άλλαξε τα φώτα. Το τριήμερο περνάει μέσα στον εκνευρισμό και τις παρεξηγήσεις όμως λίγο προτού φύγουν, στο στενό και δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί από την παραλία στο χωριό, ο Χρήστος βουτάει στο άπειρο και το σώμα του εξαφανίζεται. Φόνος ή αυτοκτονία; Είναι νεκρός ή σώθηκε και εξαφανίστηκε για μια ακόμα φορά από τη ζωή τους;

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με το ρεπορτάζ της  βουτιάς στο κενό, του Χρήστου και μετέπειτα ακολουθάει μια μη γραμμική μορφή, εναλάσσοντας την αφήγηση μεταξύ του παρόντος χρόνου (του 2009) και του παρελθόντος (κυρίως του πρώτου καλοκαιριού, το 1979). Με μικρά κεφάλαια, πολλά εκ των οποίων είναι σχετικά αυτονομημένα (θα μπορούσαν να είναι μικρά διηγήματα) και εισάγοντας πολλά πρόσωπα στην ιστορία – δύο Αμερικάνους καθηγητές του Κινηματογράφου που διδάσκουν στο σεμινάριο, τον αστυνομικό που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Παναγιωτόπουλος ακολουθεί μια χαλαρή πλοκή περισσότερο ενδιαφερόμενος στο να τονίσει μέσω των ιστοριών των ηρώων του τις αλλαγές στην νεοελληνική πραγματικότητα, στην κοινωνία, στις αξίες, στις ιδεολογίες μέσα σ’αυτή την τριακονταετία και λιγότερο στο αστυνομικό μέρος της ιστορίας.

Είναι ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι σπαρακτικό και ουσιαστικό αλλά (άγνωστο γιατί) μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Με καίριες και εύστοχες επισημάνσεις και πολύ χιούμορ για την πορεία μιας κοινωνίας προς την αλλοτρίωση και τις ψευδαισθήσεις, με ωραίες και γλαφυρές περιγραφές για το τι συνέβη και άλλαξαν τόσοι πολλοί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, στο βιβλίο του Παναγιωτόπουλου ο καθένας από την «γενιά της μεταπολίτευσης» (που διάβαζε Κάφκα στην παραλία, έβλεπε ταινίες στην Ριβιέρα και στο Βοξ, «μπάζωνε» κάνα βιβλίο από τα βιβλιοπωλεία του κέντρου) θα ανακαλύψει στοιχεία του εαυτού του – σαν να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το μυθιστόρημα όμως μένει εκεί και «διστάζει» να προχωρήσει – το ίδιο πρόβλημα που ένιωσα στην (ωραία) ταινία του Γραμματικού, «Οι Απόντες»(1996), το (βραβευμένο) σενάριο της οποίας είναι του Παναγιωτόπουλου.

Τα «Παιδιά του Κάϊν» (ευρηματικός τίτλος που όποιος διαβάσει το βιβλίο θα καταλάβει το λογοπαίγνιο), είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα/τοιχογραφία, που θυμίζει την αριστουργηματική ταινία «The Big Chill» του Κάσνταν που μπορεί να μην φτάνει στο στόχο, να πλατειάζει και να λοξοδρομεί αλλά δύσκολα θα αφήσει κάποιον αδιάφορο. Οι πολλές κινηματογραφικές αναφορές (κυρίως σε σκηνές από τον «Νονό» του Κόπολα) εμπλουτίζουν την αφήγηση και της δίνουν έναν άλλο «αέρα», όλα όμως στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου μένουν μετέωρα, ανολοκλήρωτα.

Ζωές που άλλαξαν, το συναίσθημα τύπου «πού’σαι νιότη πού’λεγες πως θα γινόμουν άλλος» να κυριαρχεί, οι νοοτροπίες που άλλαξαν, η χώρα που μεταλλάχθηκε – ας μη γελιόμαστε, αυτά συγκινούν, προβληματίζουν και όσο και να αναπαράγονται σε άρθρα ή ιστορίες τα τελευταία χρόνια, πάντα θα υπάρχει χώρος για αφηγήσεις που θέτουν το θέμα της πορείας από την επίπλαστη ευφορία στην κοινωνική απόγνωση του καιρού μας. Μόνο που από έναν προικισμένο συγγραφέα σαν τον Παναγιωτόπουλο περιμένεις πάντα κάτι παραπάνω…

 
    
    

    

Bruce Springsteen – Adam raised a Cain