Σάββατο, Μαρτίου 26, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 26, 2022 | Permalink
Πρόσωπα σε απόγνωση
Ο τίτλος του βιβλίου, παραπέμπει σε πίνακα ζωγραφικής. «Πρόσωπα σε απόγνωση», θα μπορούσε να επιγράφεται ένας πίνακας του Edward Hopper, του σπουδαίου Νεοϋρκέζου ζωγράφου του περασμένου αιώνα, που αποτύπωσε την μελαγχολία και την μοναξιά του ανθρώπου των πόλεων, αλλά και το αδιέξοδο των σχέσεων. Τίποτα εγγύτερο λογοτεχνικά στον κόσμο των εικόνων του Hopper, δεν μπορώ να φανταστώ από το μυθιστόρημα με αυτόν τον τίτλο: «ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ» («Desperate Characters») της σημαντικότατης Αμερικανίδας συγγραφέως (που βραβεύτηκε και αναγνωρίστηκε περισσότερο για τα «παιδικά» της βιβλία) Paula Fox (1923 – 2017, Νέα Υόρκη), ένα στιβαρό και μεστό «δράμα δωματίου» που είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτόν τον χαρακτηρισμό ευκολίας, το οποίο εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina - σελ. 244), σε μετάφραση της αειθαλούς Ρένας Χατχούτ και υπέροχη εισαγωγή του (μεγαλύτερου θαυμαστή του βιβλίου) Jonathan Franzen.


Ο τίτλος του βιβλίου, εμπνέεται από μια διάσημη φράση του Henry David Thoreau «the mass of men lead lives of quiet desperation» («Η πλειονότητα των ανθρώπων περνάνε τη ζωή τους σε ήρεμη (ή και «σιωπηρή») απόγνωση») και σχεδόν συνοδεύει την ανάγνωση του μυθιστορήματος από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα. Βρισκόμαστε στην Νέα Υόρκη προς το τέλος της δεκαετίας του ’60. Μια Νέα Υόρκη, επικίνδυνη και βρώμικη, χαοτική και όπως πάντα με τεράστιες αντιθέσεις. Η Σόφη και ο Ότο Μπέντγουντ είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων μεγαλοαστών της πόλης, που ζουν σε μια μονοκατοικία του Μπρούκλιν χωρίς παιδιά. Εκείνος είναι μεγαλοδικηγόρος κι εκείνη μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας. Το σπίτι τους είναι άνετο, οι βιβλιοθήκες τους γεμάτες, η κοινωνική τους ζωή έντονη – όλα δείχνουν όμορφα και ιδανικά.
 
Κατά τη διάρκεια ενός από τα περιποιημένα γεύματά τους, με ριζότι και συκωτάκια κοτόπουλου σε πορσελάνινες πιατέλες κάτω από το φως του αμπαζούρ Τίφανι, μια γάτα που συχνά πυκνά τους επισκέπτεται χτυπάει το τζάμι εκλιπαρώντας για φαγητό. Η Σόφη πηγαίνει να την ταΐσει και η γάτα την γρατζουνάει, μετά την δαγκώνει και εξαφανίζεται. Το χέρι της Σόφη αιμορραγεί αλλά εκείνη δεν κάνει κάτι ιδιαίτερο εκτός από το να σταματήσει το αίμα, πίνουν το τσάι τους ήρεμοι και μόνο όταν αρχίζει να πρήζεται το χέρι της, αρχίζουν να ανησυχούν. Θα πάνε σε ένα πάρτι φίλων, που στη θέα του χεριού της Σόφη, την συμβουλεύουν να επισκεφθεί έναν γιατρό ή να πάει στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Εκείνη δεν αντιδρά, δεν κάνει τίποτα, προσπαθεί να το ξεχάσει, παρά τον πόνο.
 
«… Η Σόφη χαμογέλασε, ενώ αναρωτιόταν πόσο συχνά, και αν ποτέ πριν, η γάτα είχε νιώσει ένα φιλικό ανθρώπινο άγγιγμα και χαμογελούσε ακόμη ότν η γάτα ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια της και τη χτύπησε βγάζοντας τα νύχια της, χαμογελούσε ως τη στιγμή που το ζώο βύθισε τα δόντια του στην ανάστροφη του αριστερού της χεριού και κρεμάστηκε από τη σάρκα της, με αποτέλεσμα σχεδόν να πέσει μπροστά, ζαλισμένη και γεμάτη φρίκη, όμως συνειδητοποίησε αρκετά έγκαιρα την παρουσία του Ότο ώστε να πνίξει την κραυγή που ανέβηκε στο λαιμό της καθώς τράβηξε απότομα το χέρι της για να ξεφύγει από εκείνο τον κύκλο από συρματόπλεγμα. Έσπρωξε το ζώο με το άλλο της χέρι και καθώς ο ιδρώτας εμφανίστηκε στο μέτωπό της, καθώς το σώμα της ανατρίχιασε και μαζεύτηκε είπε, «Όχι, όχι, σταμάτα!» στη γάτα, λες και δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από το να της ζητήσει φαγητό, και μες στον πόνο της και στην απογοήτευσή της ξαφνιάστηκε ακούγοντας πόσο ήρεμη ήταν η φωνή της. Έπειτα, ξαφνικά, τα νύχια την άφησαν και πετάχτηκαν προς τα πίσω σαν να ετοιμάζονταν να δώσουν άλλο ένα χτύπημα, όμως τότε η γάτα έκανε μεταβολή – κάπως σαν να έπαιρνε μια στροφή στον αέρα -, πήδησε από τη βεράντα κι εξαφανίστηκε στις σκιές της αυλής αποκάτω.»


Οι Μπέντγουντ, είναι ένα ζευγάρι που είναι χρόνια μαζί. Έχουν ανακαινίσει το σπίτι του 19ου αιώνα που ζουν στο Μπρούκλιν, έχουν αγοράσει κι ένα εξοχικό στο Λονγκ Άιλαντ, ζουν μια ζωή χωρίς οικονομικά προβλήματα, όμως ο Ότο για πρώτη φορά περνάει μια μεγάλη κρίση στην εταιρεία του. Ο Τσάρλι, ο συνέταιρός του και συνδημιουργός της φίρμας τους, αλλά και (το σημαντικότερο), φίλος του από τα νεανικά τους χρόνια, διαφωνεί με την πορεία της δικηγορικής τους εταιρείας και θέλει να διακόψει τη συνεργασία του με τον Ότο, που έχει μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Ο τελευταίος του φέρεται απαξιωτικά και ο Τσάρλι απελπισμένος και θυμωμένος, προσπαθεί να μιλήσει μαζί του χωρίς επιτυχία. Η Σόφη που τον συμπαθεί ιδιαίτερα, θα περάσει ένα βράδυ περπατώντας στη πόλη και μιλώντας μαζί του, προσπαθώντας να καταλάβει την αιτία της διένεξής τους και να μεταπείσει τον αδιάλλακτο Ότο να συζητήσει ξανά με τον άλλοτε κολλητό του φίλο. Η Σόφη συνεχίζει να μη πηγαίνει στον γιατρό, εθελοτυφλώντας ότι περνάει το πρήξιμο στο χέρι της, επισκεπτόμενη μια φίλη της, αναπολώντας μια ερωτική σχέση που είχε με έναν ζωγράφο πριν από λίγο καιρό. Η απάθεια και ψυχρότητα του Ότο, απέναντι σε όλα, φέρνει την Σόφη σε μια κατάσταση που γνωρίζει ότι οδηγεί στην διάλυση της φαινομενικά «τέλειας συμβίωσής τους». Τίποτα από τις προσπάθειες διαφυγής από την πραγματικότητα δεν δείχνει να λειτουργεί, ούτε οι παλιοί φίλοι προσφέρουν ανακούφιση – μάλλον κατάθλιψη, ούτε η ανάγνωση του μυθιστορήματος που διαβάζει την ηρεμεί. Πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, ως πότε θα το αποφεύγει; Όμως, και τα εξωτερικά σημάδια φαίνονται δυσοίωνα, καθώς σε μια εκδρομή στο εξοχικό τους ανακαλύπτουν ότι αυτό έχει παραβιαστεί και άσχημα βανδαλιστεί υπό την αδιαφορία των ντόπιων και των τοπικών αρχών. Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές πιέσεις που δέχονται η Σόφη και ο Ότο, είναι πλέον ante portas και κάτι πρέπει να γίνει…
 
«Στο τρένο άνοιξε το βιβλίο που είχε πάρει από το κομοδίνο της. Ήταν μια αγγλική έκδοση του Renee Mauperin. Κοίταζε επίμονα ένα σκίτσο των αδελφών Γκονκούρ σε όλο το δρόμο ως την οδό Φούλτον. Καθώς γύριζε τις σελίδες, το βλέμμα της έπεσε σε μια φράση: «Οι αρρώστιες κάνουν τη δουλειά τους κρυφά, οι καταστροφές τους παραμένουν συχνά κρυμμένες». Θ’ ακουγόταν, σκέφτηκε, λιγότερο ιατρικό και πιο δυσοίωνο στα γαλλικά, πιο γενικό. Έκλεισε το βιβλίο και προσπάθησε να φορέσει το αριστερό της γάντι ∙ ο πόνος ήρθε αμέσως. Υπήρχε όλη εκείνη την ώρα, καραδοκώντας μέσα στο χέρι της. Το τρένο ήταν γεμάτο τώρα, και στον αέρα πλανιόταν η μπαγιάτικη, ζεστή, βαριά μυρωδιά του πλήθους. Θα μπορούσε να είχε πάρει ταξί για την πόλη, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ήταν τεμπέλα, κι αυτό θα γινόταν ακόμα πιο αποκρουστικό από το γεγονός ότι είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Τη Σόφη τη βασάνιζε μια εικόνα του εαυτού της που θα γλιστρούσε άνετα προς μια αρρωστημένη εξάρτηση από τη σωματική άνεση. Τώρα ανάσαινε αποφασιστικά τον βρωμερό αέρα και σκέπαζε με το χέρι της που τιναζόταν από τις σουβλιές του πόνου με το άλλο. Όσο λιγότερη προσοχή του έδινε τόσο το καλύτερο.»


Η λιτή και στιλάτη νουβέλα της Φοξ, θα μπορούσε να είναι ένα άκρως συναρπαστικό θρίλερ ∙ και έχει όλα τα αναγκαία κριτήρια γι’ αυτό. Δεν είναι όμως. Είναι ένα υποδόριο και ενδελεχές ψυχογράφημα σε μια σχέση που έχει χαθεί ο έρωτας και που η αδράνεια κυριαρχεί. Κανείς από τους δύο δεν είναι ικανοποιημένος με τον γάμο του, αλλά παραμένουν απαθείς όπως άλλωστε τα περισσότερα ζευγάρια σε αυτόν τον κόσμο. Η Σόφη μεταφέρει την «ακινησία» της και στο δάγκωμα της γάτας. Δεν αντιδρά, συνηθισμένη να κινείται με αυτόν τον τρόπο χρόνια τώρα ∙ θεωρεί ότι κι αυτό θα περάσει από μόνο του βουλιάζοντας στην μεμψιμοιρία μέχρι τα πράγματα να μην έχουν γυρισμό. Αλλά και ο Ότο δεν πάει πίσω σε όλα αυτά, εκείνος επιλέγει τη σιωπή και την απόσταση από όλους και όλα. Ώσπου σε μια στιγμή που θα χάσει την αυτοκυριαρχία του, θα εκραγεί σπάζοντας ένα μελανοδοχείο στον τοίχο του σπιτιού.
 
Ουσιαστικά τίποτα δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα, που ευτύχησε κινηματογραφικά (τουλάχιστον σε επίπεδο ερμηνειών) στην μεταφορά του το 1971 – λίγο καιρό μετά την πρώτη έκδοση του. Όποιος περιμένει τα γεγονότα να διαδέχονται το ένα το άλλο, καλύτερα να μη το πιάσει στο χέρι του. Εδώ, έχουμε, μια νουβέλα υψηλής έντασης, τόσο προσεκτικά και με λεπτομέρεια κατασκευασμένη, που θαυμάζεις την έλλειψη οποιουδήποτε περιττού στοιχείου. Δεν είναι μόνο το ζευγάρι της Σόφης και του Ότο, που αποτελούν τα «πρόσωπα σε απόγνωση», αλλά και οι γύρω τους, που δεν πάνε πίσω. Ο μελοδραματικός και απελπισμένος Τσάρλι, που προσπαθεί να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας όχι μόνο με τον Ότο αλλά και με τον εαυτό του, το ζευγάρι των φίλων της Σόφη, η Κλέρ και ο Λίον που κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους, είναι άπαντες, άνθρωποι που προσπαθούν να πιαστούν από ένα νόημα για να συνεχίσουν τις ζωές τους. Είναι όμως οι άψογα μυθιστορηματικοί και ιδιαίτερα αινιγματικοί χαρακτήρες των δύο κεντρικών ηρώων που δεσπόζουν στο μυθιστόρημα.
 
Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη όπως σε ένα θεατρικό έργο. Είναι ένα υπαρξιακό δράμα το «Πρόσωπα σε απόγνωση», όπου οι πρωταγωνιστές του, αρνούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να αναλάβουν τις ευθύνες τους και σαν παιδιά υποκρίνονται ότι δεν συμβαίνει κάτι σοβαρό, αρνούμενοι να δουν την αλήθεια. Βαθιά συμβολική και γεμάτη ερωτήματα, αυτή η νουβέλα της «υποκρισίας» και του «στρουθοκαμηλισμού», γραμμένη με άφθαστη οικονομία λόγου και ειρωνεία, με προτάσεις που σε κάνουν να στέκεσαι και να ξαναγυρίζεις σ’ αυτές, είναι ένα περιεκτικό βιβλίο, ιδιαίτερα επώδυνο και διαβρωτικό, όπως μόνο η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να είναι.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 
 
 
 
Σάββατο, Μαρτίου 19, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 19, 2022 | Permalink
"Κόκκινα φύλλα"
Ινδιάνοι που κατέχουν μεγάλες εκτάσεις και έχουν στη δούλεψή τους μαύρους σκλάβους. Ινδιάνοι που ντύνονται με περίεργα ρούχα, θέλουν να μιμηθούν τους λευκούς για να νιώσουν ανώτεροι. Ινδιάνοι που στην αρχή δεν ήξεραν τι να κάνουν τους μαύρους σκλάβους, κάποιους δε, τους έτρωγαν, αλλά μετά είδαν τι δουλευταράδες ήταν, όπως και την ανταλλακτική αξία που είχαν και τους πουλούσαν στους λευκούς μεγαλώνοντας την περιουσία τους. Ινδιάνοι χοντροί και πλαδαροί, νωθροί και παραδομένοι σε ηδονές, που καθόλου δεν ταιριάζουν με την εικόνα που μέχρι τώρα είχαμε γι’ αυτούς!
 
Όλα αυτά τα περίεργα (και κάποια από αυτά πραγματικά) γεγονότα, εξιστορεί ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας William Faulkner (1897 New Albany, Mississippi – 1962, Byhalia, Mississippi), στο αριστουργηματικό διήγημά του, με τίτλο «ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΥΛΛΑ» («Red Leaves»), που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1930 στην εφημερίδα Saturday Evening Post της Φιλαδέλφεια, και τον επόμενο χρόνο συμπεριελήφθη στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε ο συγγραφέας, με τίτλο «These 13» - όπως και αργότερα στον συγκεντρωτικό τόμο «Collected Stories». Η κυκλοφορία από τις εκδόσεις Κίχλη, στο τέλος του 2021 του διηγήματος του Φώκνερ σε μια εξαιρετική έκδοση, σε μετάφραση και έξοχο επίμετρο του Γ. Παλαβού, με χρονολόγιο και εικόνες από φωτογραφίες, ξυλογραφίες και γκραβούρες (σελ. 127), έρχεται να επισημάνει πόσο σπουδαίος διηγηματογράφος (εκτός από εμβληματικός μυθιστοριογράφος) ήταν ο Αμερικανός συγγραφέας.


Στα «Κόκκινα φύλλα», η ιστορία εκτυλίσσεται τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, στην (επινοημένη) επαρχία της Γιοκναπατάουφα (όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες του Faulkner, μυθιστορηματικό πλαίσιο πολλών ιστοριών του) και πιο συγκεκριμένα σε ένα απομακρυσμένο σημείο της. Ο Ινδιάνος γαιοκτήμονας Ισσετιμπέχα, έχει μόλις πεθάνει και τον έχει διαδεχθεί ο ανεπρόκοπος γιος του, ο Μοκετούμπε. Σύμφωνα με το έθιμο, μαζί του πρέπει να ταφούν, ο μαύρος σκλάβος του, το άλογο και το σκυλί του. Ο σκλάβος όμως, διαβλέποντας τον επερχόμενο (και ουσιαστικά αναπόφευκτο) θάνατό του, το σκάει, και προσπαθεί να κρυφτεί όπου βρει, χωρίς να βγαίνει από τα όρια του τεράστιου κτήματος. Στην καταδίωξή του συμμετέχουν οι Ινδιάνοι που δουλεύουν στο κτήμα αλλά όλα φαίνονται μάταια, καθώς κι ο ίδιος ο σκλάβος το γνωρίζει, αποκλείεται να γλυτώσει από τους διώκτες του.
 
«Ο πρώτος Ινδιάνος λεγόταν Τρία Μπάσκετ. Θα ήταν γύρω στα εξήντα. Ήταν κι οι δυο κοντόχοντροι, κάπως μονοκόμματοι, κι έμοιαζαν με χωριάτες ž είχαν πλαδαρές κοιλιές και μεγάλα κεφάλια με μεγάλα, πλατιά και μελαμψά πρόσωπα που πρόδιδαν χαύνη μακαριότητα, σαν κεφαλές λαξευμένες σε μισογκρεμισμένο τοίχο στο Σιάμ ή στη Σουμάτρα, που προβάλλουν μέσα απ’ την αντάρα. Ο ήλιος το είχε αργάσει, ο αδυσώπητος ήλιος, η αδυσώπητη σκιά. Τα μαλλιά τους θύμιζαν αγριόχορτα σε καμένο λιβάδι. Μια επισμαλτωμένη ταμπακιέρα κρεμόταν από το αυτί του Τρία Μπάσκετ.
«Το’πα και το ξανάπα, δεν είν΄ο τρόπος ο σωστός. Παλιά ούτε κοιτώνες υπήρχαν ούτε νέγροι. Ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε τον καιρό του. Είχε καιρό. Τώρα πρέπει να περνάει ψάχνοντας να βρει δουλειά σ’ αυτούς που τους αρέσει να μοχθούν.»
«Σαν τ’ άλογα είναι, σαν τα σκυλιά».
«Στον κόσμο ολάκερο δε βρίσκεις άλλο σαν και δαύτους. Τίποτα δεν θέλουν, μόνο να μοχθούν. Χειρότεροι κι απ’ τους λευκούς».
«Και να πεις πως αποφάσισε ο Άντρας ότι πρέπει να δουλεύουν…»
«Έτσι. Δε μ’ αρέσει η δουλεία. Δεν είν’ ο τρόπος ο σωστός. Παλιά υπήρχε ο τρόπος ο σωστός. Μα πάει πια».
«Ούτε τον παλιό τον τρόπο τον θυμάσαι».
«Άκουσα αυτούς που τον θυμούνται, δοκίμασα κι ετούτον εδώ. Ο άνθρωπος, λέω, δε γεννιέται για να μοχθεί».
«Όντως. Κοίτα πώς κατάντησε το πετσί τους».
«Ναι. Μαύρο. Και το κρέας τους πικρό».
«Το γεύτηκες;»
«Μια φορά. Ήμουνα νέος τότε, είχα πιο πολλή όρεξη. Τώρα είν’ αλλιώς».
«Ναι. Τώρα δε συμφέρει να τους φας».
«Είναι πικρό το κρέας τους, δε μ’ αρέσει».
«Όπως και να ‘χει, εφόσον οι λευκοί δίνουν άλογα για να τους αγοράσουν, δε συμφέρει».»

 
Οι Ινδιάνοι της ιστορίας, ανήκουν (το πιθανότερο) στη φυλή των Τσίκασο, μιας από τις πέντε «πολιτισμένες» φυλές (Τσίκασο, Τσόκτο, Τσερόκι, Κρικ και Σέμινολ) που όπως γράφει ο Γ.Παλαβός στις σημειώσεις του βιβλίου, ανέπτυξαν σχέσεις με τους Ευρωπαίους αποίκους, υιοθετώντας στοιχεία του πολιτισμού τους (ενδυμασία, χριστιανική πίστη και δουλοκτησία). Οι Ινδιάνοι της φυλής αυτής, προσπαθούν να μιμηθούν τους Λευκούς σε όλα και σημαντικό στοιχείο της ιστορίας που αφηγείται ο Faulkner, είναι τα κόκκινα πασουμάκια (παντόφλες) που ο Ισσετιμπέχα έφερε μαζί του από το Παρίσι (μαζί με άλλα πράγματα – ένα χρυσαφί κρεβάτι, κηροπήγια, καθρέφτη κλπ), στο ταξίδι που έκανε μετά την πώληση 40 σκλάβων του. Οι κόκκινες παντόφλες είναι βέβαια τελείως παράταιρες στο περιβάλλον της φάρμας, αλλά αποτελούν αντικείμενο επιθυμίας για τον Μοκετούμπε που από πολύ μικρός προσπαθούσε να τις κλέψει από τον πατέρα του. Βρίσκει την ευκαιρία μετά τον θάνατο του να τις φοράει συνεχώς παρότι τα πόδια του δεν χωράνε με τίποτα. Ο Μοκετούμπε υπέρβαρος και υπερβολικά νωθρός, που προσπαθεί να μοιάσει με κάθε τρόπο στους Ευρωπαίους, βλέπει στις κόκκινες παντόφλες την «δύναμη», την «εξουσία» που ανέκαθεν επιθυμούσε και θα έκανε τα πάντα για να τις αποκτήσει.
 
Ο Μοκετούμπε ουσιαστικά αρνείται να ηγηθεί της προσπάθειας ανεύρεσης του σκλάβου και αδιαφορεί ως προς την ταφή του πατέρα του, που το πτώμα του, έχει αρχίσει να σαπίζει περιμένοντας την ταφή του. Διότι κι ο Μοκετούμπε είναι ουσιαστικά νεκρός, με τα μάτια μισόκλειστα από το πάχος και την νωθρότητα αλλά κι ο (ανώνυμος) σκλάβος που παρότι πασαλείβεται με λάσπη για να μη τον μυρίζουν τα σκυλιά που είναι στο κατόπι του, είναι ουσιαστικά νεκρός «εν αναμονή», αλλά συνεχίζει να παλεύει μέσα στην απελπισία του και θα παραδοθεί μόνο μετά το δάγκωμα ενός φιδιού.
 
Τα «Κόκκινα φύλλα» θεωρούνται ένα από τα καλύτερα διηγήματα που έγραψε ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας. Ο τίτλος αντιπροσωπεύει το «φθινόπωρο» των παλιών, καλών (?) ημερών και στην ιστορία βρίσκουμε ένα μικρό (αλλά ακριβές) δείγμα της σαγηνευτικής αφηγηματικής τέχνης που ανέπτυξε κυρίως στη μεγάλη φόρμα ο Faulkner.
 
Στο μικρό αλλά περιεκτικό και καίριο αυτό διήγημα υπάρχουν τόσα θέματα που θίγονται ενώ είναι γεμάτο από συμβολισμούς. Οι Ινδιάνοι που βρίσκονται σε παρακμή και ο πολιτισμός τους αργοπεθαίνει, σε μια κατάσταση πλήρους σήψης και διαφθοράς – αποτέλεσμα της ανάμιξής τους με τους λευκούς («καμία ταυτότητα, δεν γλυτώνει από την επιρροή των λευκών και τη φθορά που αυτή συνεπάγεται» όπως ισχυρίζεται στο σύνολο του έργου του ο Faulkner και παραθέτει στο επίμετρό του ο μεταφραστής του βιβλίου), έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία για ζωή των μαύρων σκλάβων τους – ο μόνος που δεν είναι καρικατούρα στο διήγημα είναι ο καταδιωκόμενος άμοιρος σκλάβος που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να γλυτώσει αλλά προτιμάει να πεθάνει μαχόμενος για τη ζωή του, παρά υποταγμένος στο τελετουργικό που απαιτεί τη θυσία του.


Χρησιμοποιώντας το χιούμορ και την ειρωνεία, και περιγράφοντας με γκροτέσκο (και υπερβολικό) τρόπο τους Ινδιάνους (ο «κανιβαλισμός» δεν ήταν κάτι που έχουμε τη βεβαιότητα ότι συνέβαινε), και τις καταστάσεις στην τεράστια έκταση που διαφεντεύουν, ο συγγραφέας σχολιάζει με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο την κοινωνία του Νότου που σε προέκταση αρκετά χρόνια αργότερα οδηγήθηκε στην πλήρη παρακμή εκμεταλλευόμενη τους σκλάβους και τον εύκολο πλουτισμό.
 
Μπορεί ορισμένα στοιχεία της ιστορίας, να φαίνονται τελείως «πολιτικά ανορθόδοξα» στον σημερινό αναγνώστη, αλλά ουδείς μπορεί να αντισταθεί στη μαεστρία της αφήγησης του W.Faulkner. Τα «Κόκκινα φύλλα» είναι, μια απολαυστική ιστορία, που η μετάφραση του Γ.Παλαβού αποδίδει στο έπακρο την ατμόσφαιρά της αλλά και (κυρίως) με το εξαιρετικό του επίμετρο, προσφέρει στον αναγνώστη τα απαραίτητα στοιχεία για την καλύτερη κατανόησή της, την καθιστά απολαυστική.
 
Βαθμολογία 86 / 100



 
Σάββατο, Μαρτίου 12, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 12, 2022 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας ένα αριστούργημα («Απόψεις ενός κλόουν» του Χάινριχ Μπελ)

 
«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να καταλαβαίνει έναν κλόουν ∙ ακόμα κι ένας κλόουν δεν καταλαβαίνει έναν άλλον, πάντα μπαίνουν στη μέση φθόνος και αντιπάθειες.»
 
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν οι αναγνωστικές μου αναζητήσεις είχαν πλέον σταθεροποιηθεί, έπεσε στα χέρια μου, το μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα και βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972, Heinrich Boll (1917, Κολωνία – 1985 Langenbroich),  «Ο Κλόουν» στην έκδοση που τότε κυκλοφορούσε από τον Ζάρβανο, στην μετάφραση του Γ.Λάμψα (από τα γνωστότερα μεταφραστικά ονόματα της εποχής). Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την ανάγνωση, μόνο το σοκ που ένιωσα από την δύναμη του κειμένου και τον παθιασμένο έρωτα του Χανς για την Μαρί που τον εγκατέλειψε. Ξαναδιάβασα το βιβλίο, όταν εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως «Οι απόψεις ενός κλόουν» από τις εκδόσεις Γράμματα, στην εξαίρετη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη και η επίδρασή του επάνω μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Είχα ήδη διαβάσει και άλλα βιβλία του Γερμανού συγγραφέα που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν πολύ «hot» όνομα στην βιβλιοφιλική κοινότητα της Αθήνας, οπότε γνώριζα καλά την ατμόσφαιρα των βιβλίων του. Η έκδοση των Γραμμάτων δεν ξέρω σε πόσες βιβλιοθήκες πήρε θέση, είμαι σίγουρος σε πολλές, το βιβλίο συζητήθηκε πολύ κι αγαπήθηκε περισσότερο.
 
Η νέα (πολύ φροντισμένη) έκδοση του βιβλίου «ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΛΟΟΥΝ» («Ansichten eines Clowns») από τις εκδόσεις Πόλις (σελ.379), σε ωραία μετάφραση του Δημήτρη Δημοκίδη και έξοχο επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, έρχεται να επιβεβαιώσει εμφαντικά μια αναγκαιότητα, ότι τα «καλά βιβλία» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, θα πρέπει να επανακυκλοφορούν μετά από κάποιες δεκαετίες, με νέες καλές μεταφράσεις και νέες εκδόσεις, και να διαγράφουν μια καινούργια πορεία στην αγορά, ώστε να τα μαθαίνουν οι νέες γενιές αναγνωστών.


Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, είναι σχετικά απλή. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχουν περάσει λίγα χρόνια από το τέλος του πολέμου και η Γερμανία βρίσκεται σε ανοδική πορεία, αφήνοντας πίσω της τα συντρίμμια της ήττας. Ο ήρωας και αφηγητής του βιβλίου, είναι ο Χανς Στιρ, ένας άνθρωπος σχεδόν 27 χρονών και είναι Κλόουν. Για την ακρίβεια, ήταν ένας πολύ επιτυχημένος Κλόουν και δεν γνωρίζουμε τι θα κάνει στο μέλλον, γιατί για την ώρα, είναι ένας άνθρωπος συναισθηματικά συντετριμμένος και επαγγελματικά σε καθοδική πορεία. Ο λόγος: η σύντροφός του Μαρί, τον εγκατέλειψε μετά από χρόνια που ήταν μαζί, για να παντρευτεί έναν παλιό κοινό τους γνωστό μέλος της Καθολικής εκκλησίας. Ο Χανς επιστρέφει στην Βόννη, την πόλη όπου γεννήθηκε, ουσιαστικά για να βρει την Μαρί, αλλά και για να δει τι θα κάνει με την επαγγελματική του πορεία, μετά τις συνεχείς απορρίψεις και ακυρώσεις εμφανίσεων, καθώς τον τελευταίο καιρό, ήταν διαρκώς μεθυσμένος στις παραστάσεις του, απογοητεύοντας το κοινό του.
 
« «Αχ, δεν αφήνετε αυτές τις βλακείες, Σνιρ; Τι σας έχει πιάσει;»
«Οι καθολικοι με εξοργίζουν», είπα εγώ, «επειδή παίζουν βρώμικα».
«Οι προτεστάντες;»
«Αυτοί με αηδιάζουν με τις μπούρδες τους περί συνείδησης».
«Και οι άθεοι;» Εξακολουθούσε να γελάει.
«Αυτοί πάλι με κάνουν να πλήττω, γιατί μιλάνε συνεχώς για τον Θεό».
«Κι εσείς τελικά τι είστε;»
«Κλόουν», είπα, «ένας κλόουν για την ώρα καλύτερος από την τρέχουσα φήμη του.» »
 
Ο Χανς θα περάσει μερικές ώρες στη Βόννη – όσο διαρκεί το μυθιστόρημα. Σε αυτές τις ώρες, πηγαίνοντας από το τρένο στο διαμέρισμά του, θα επιδοθεί σε μια σειρά τηλεφωνημάτων για την ανεύρεση της Μαρί αλλά και για την εξασφάλιση μερικών χρημάτων, καθώς είναι άφραγκος (κυριολεκτικά – βρίσκεται με ένα μάρκο μόνο στην κατοχή του). Ο Χανς Σνιρ όμως θα μπορούσε να μη βρίσκεται σε αυτή τη θέση, γιατί η οικογένειά του, είναι από τις πλουσιότερες όχι μόνο στη πόλη όπου ζουν, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Η οικογένεια των Σνιρ, έχοντας στη κατοχή της ορυχεία λιγνίτη, δεν αντιμετώπισε ποτέ, ούτε στον πόλεμο προβλήματα επιβίωσης. Ο Χανς όμως, βιώνοντας το σοκ, να δει την μεγαλύτερή του αδερφή, να στέλνεται με χαρές και τραγούδια, στη σφαγή των τελευταίων ημερών του πολέμου – τότε που επιστρατεύτηκαν μικρά παιδιά για την άμυνα των Γερμανικών πόλεων -, ήταν από παιδί αντιδραστικός απέναντι στην υποκρισία της οικογένειάς του, και κυρίως της μητέρας του, τελείωσε κακήν κακώς τη βασική εκπαίδευση και έφυγε μακριά, παίρνοντας μαζί του την άβουλη (τότε) Μαρί, ακολουθώντας την καριέρα όχι ενός ηθοποιού (που θα ήταν κοινωνικά πιο αποδεκτό) αλλά ενός Κλόουν.
 
Ο Χανς σε αυτά του τα αδιέξοδα εν πολλοίς τηλεφωνήματα, θα επιτεθεί κατά πάντων. Κατά της Καθολικής εκκλησίας – να σημειωθεί ότι η οικογένειά του είναι Προτεσταντική, αλλά εκείνος από μικρός παρακολουθούσε τις δραστηριότητες των Καθολικών, κατά της οικογένειάς του, κατά της μικροαστικής νοοτροπίας, της υποκρισίας, της ψεύτικης ηθικής των γύρω του, της κοινωνικής δομής. Ο Χανς εκφράζει φωναχτά και χωρίς αυτοπεριορισμούς την αντίδρασή του απέναντι στην συντήρηση και τον καθωσπρεπισμό, στην υποτιθέμενη «αποναζιστοποίηση», στην δύναμη της Εκκλησίας. Είναι απελπισμένος αλλά ζωντανός και θα συνεχίσει με συνέπεια τον δρόμο που έχει επιλέξει, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα καταλήξει επαίτης στα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
 
«Αυτό που με τρέλαινε (…) ήταν η αφέλεια των επαναπατρισθέντων εξορίστων. Τους συγκινούσε τόσο όλο αυτό το κύμα μεταμέλειας και οι μεγαλόστομες δηλώσεις αφοσίωσης στη δημοκρατία, ώστε οι συμφιλιώσεις κι οι εναγκαλισμοί δεν είχαν τέλος. Δεν εννοούσαν να καταλάβουν ότι το μυστικό του τρόμου κρύβεται στις λεπτομέρειες. Είναι πανεύκολο να μετανοήσεις για μεγάλα πράγματα: για πολιτικά σφάλματα, για μοιχεία, φόνο, αντισημιτισμό – ποιος όμως μπορεί να συγχωρήσει κάποιον όταν μπορεί να διακρίνει τις λεπτομέρειες;»
 
Το μυθιστόρημα του Boll είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος. Γραμμένο απλά και με έξοχο αφηγηματικό ρυθμό, καθηλώνει τον αναγνώστη του με τον σπαραγμό και την απελπισία που με ρεαλισμό αποτυπώνει ο ιδιοφυής συγγραφέας στη φωνή του ήρωά του. Μέσα από την θλίψη και την αγανάκτηση του Χανς και τα ξεσπάσματά του, περνάει ουσιαστικά η εικόνα της Γερμανικής κοινωνίας. Ενδυόμενος την φορεσιά του Κλόουν, ο ήρωας – επιλογή καθόλου τυχαία -, μπορεί να λέει ότι θέλει σε όποιον βρίσκεται μπροστά του, συνεχίζοντας την παράδοση του Ελισαβετιανού θεάτρου, όπου ο γελωτοποιός («ο Τρελός»), είχε την ελευθερία της κριτικής και της ανεξάρτητης φωνής.



Επαναλαμβάνοντας διαρκώς, ότι είναι «συλλέκτης στιγμών», ο Χανς παρατηρεί προσεκτικά (έχοντας εξασκήσει ως Κλόουν αυτή την ικανότητα) τις κινήσεις των συνομιλητών του, διαισθάνεται από τη φωνή τους στο τηλέφωνο την διάθεσή τους, το πώς θα του φερθούν, τι θα του πουν. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι αναμφίβολα, ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος (που επαναλαμβάνει ότι είναι «μονογαμικός»), που βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, είναι ένας αρχετυπικός «
loser», που αποκήρυξε την κατεστημένη εκπαίδευση, που στάθηκε απέναντι από τον δρόμο που χάρασσε το οικογενειακό του περιβάλλον, έχοντας «επιτύχει» να αποδιώξει όλους τους συγγενείς και γνωστούς από κοντά του, τραβώντας τον μοναχικό του δρόμο, υφιστάμενος διαρκώς τις συνέπειες.
 
Μέσα από τις μνήμες του αναξιόπιστου αφηγητή του βιβλίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τι τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση. Ο Boll, με σκηνές καθηλωτικές, περιγράφει την  πάμπλουτη οικογένεια βιομηχάνων όπου η υποκρισία και ο καθωσπρεπισμός περίσσευε, με την μητέρα να διοργανώνει τις γιορτές της με τους υψηλούς καλεσμένους, προσέχοντας πάντα να είναι «μέσα στα πράγματα» - ενδεικτικά όταν ο ήρωας φτάνει στη Βόννη, η μητέρα του ηγείται μιας Ένωσης για την «Εξάλειψη των Φυλετικών Αντιθέσεων», εκείνη που ένιωσε την υπερηφάνεια να ξεχειλίζει από μέσα της όταν κατευόδωνε την κόρη της προς τον θάνατο -, με έναν πατέρα που σε μια από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, επισκέπτεται το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, τον Χανς και αρνείται να του παρέχει οικονομική βοήθεια με τον άβουλο και υποταγμένο αδελφό του να φοιτά σε ιερατική σχολή.
 
Η σχέση του ήρωα με την Μαρί, περιγράφεται ως σχέση πλήρους εξάρτησης, τουλάχιστον από την πλευρά του Χανς. Χωρίς εκείνη, είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος καθώς ποτέ του δεν επιθύμησε να βρίσκεται κοντά σε καμία άλλη. Η Μαρί όμως, μια προοδευτική Καθολική, βασανίζεται από τις ενοχές της που ζει «τη ζωή μιας αμαρτωλής», ενώ η άρνηση του ήρωα να την παντρευτεί με το θρησκευτικό τυπικό θα αποτελέσει καίριο χτύπημα στη σχέση τους. Η διαφωνία του με τους Καθολικούς συνομιλητές του στο τηλέφωνο, είναι ότι εκείνος υποστηρίζει ότι η Μαρί διαπράττει «μοιχεία» εγκαταλείποντάς τον, ενώ εκείνοι θεωρούν ότι με τον επικείμενο γάμο της με ένα εκλεκτό μέλος της εκκλησίας τους, πλησιάζει προς την «αγνότητα». Η ερωτική και ανθρώπινη σχέση του νεαρού ζευγαριού που θα έρθει αντιμέτωπη προς τις «κοινωνικές νόρμες» του κατεστημένου, αποτελεί ένα από τα καίρια θέματα που θίγει το βιβλίο του Boll.
 
Στον σταθμό του τρένου ανοίγει το μυθιστόρημα του Boll, στον σταθμό του τρένου κλείνει, και ο ήρωας ηττημένος αλλά αξιοπρεπής, τσακισμένος αλλά ακόμα ζωντανός, είναι έτοιμος για μια νέα αρχή. Ο Χανς είναι και θα παραμείνει ένας αποξενωμένος άνθρωπος, ένας «Ξένος», διαφορετικός, και πάντα απέναντι σε ότι θεωρεί η κοινωνία της εποχής, «πρέπον». Με το βλέμμα του να επιμένει στις λεπτομέρειες, τις μικρές κινήσεις, θα σχολιάζει ότι μπορεί αλλά πρώτιστα την προσαρμογή των συμπατριωτών του στα νέα δεδομένα, στο πως κατάφεραν να επιπλεύσουν και να ξαναβγούν (χωρίς συνέπειες ή έστω με «μικρές αμυχές») στην επιφάνεια οι παλιοί (ένθερμοι ή απλώς συμπαραστάτες) συνεργάτες των Ναζί.
 
Η αστική και μεγαλοαστική τάξη, ο κοινωνικός συντηρητισμός, ο εφησυχασμός, η υποκρισία, ο Καθολικισμός σχολιάζονται από την επιθετική γραφίδα του Boll, που όπως σε όλα του τα βιβλία, ασχολείται με την έλλειψη μνήμης, την αποσιώπηση και τα καλά κρυμμένα μυστικά μιας κοινωνίας ευπροσάρμοστης και ευέλικτης που μπορεί να θυσιάσει τα πάντα για να μείνει αλώβητη.
Ο Boll που έχει γενικότερα υποτιμηθεί σε σχέση με συναδέλφους του της ίδιας λογοτεχνικής γενιάς (G.Grass, U.Johnson), θεωρούμενος ως περισσότερο «παραδοσιακός» υφολογικά, με τις «ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΛΟΟΥΝ» (όπως και με τα άλλα δύο σπουδαία μυθιστορήματά του, το «ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ» και το «ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ ΣΤΙΣ ΕΝΝΙΑΜΙΣΙ» - και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις) έγραψε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που θα είναι πάντα επίκαιρο με την υπαρξιακή του διάσταση και την αναζήτηση του ήρωά του για ένα νόημα στη ζωή.
 
Βαθμολογία: 87 /100  

 
Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022 | Permalink
"Ο κόσμος όλος, είναι μια πληγή απέραντη" ("Για τον έρωτα και μόνο" του Νίκου Μπακόλα)

 

Λίγο πριν το τέλος του 2021, εκδόθηκε η νουβέλα «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ» (σελ. 187), του σπουδαίου συγγραφέα Νίκου Μπακόλα (1927-1999, Θεσσαλονίκη), από τις εκδόσεις Σοκόλη, με εξαιρετική εισαγωγή της Βενετίας Αποστολίδου, το ανέκδοτο και τελευταίο έργο ενός εκ των μέγιστων Ελλήνων πεζογράφων – και κατά την άποψη του γράφοντος, μέσα στους πέντε (5) εμβληματικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς, με την «Μεγάλη Πλατεία» του, να είναι ένα από τρία – τέσσερα καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στη γλώσσα μας. 
Δυστυχώς, η κυκλοφορία αυτή, πέρασε εν πολλοίς απαρατήρητη, όχι μόνο από το αναγνωστικό (και αγοραστικό) κοινό, αλλά και από τους θεωρούμενους ως ειδήμονες στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας, κάτι που καταδεικνύει αρχικά, την δύναμη του διαδικτύου, όπου, αν δεν είσαι δραστήριος σε αυτό ως εκδοτικός οίκος, ουσιαστικά δεν υπάρχεις, μέσα στη πληθώρα των νέων εκδόσεων και την προβολή αδιάφορων στην πλειονότητά τους βιβλίων, αλλά και την εξαφάνιση από την επικαιρότητα μιας σειράς μεγάλων συγγραφέων, που οι νέοι αναγνώστες δυστυχώς αγνοούν.


Το «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ», βρέθηκε ολοκληρωμένο και δακτυλογραφημένο μετά τον γρήγορο θάνατο από καλπάζοντα καρκίνο του συγγραφέα το 1999. Στις σημειώσεις που άφησε, γράφει ότι το άρχισε στο Λονδίνο το 1998, άρα είναι κυριολεκτικά η τελευταία του λογοτεχνική κατάθεση, κάτι που γνώριζε κι ο ίδιος, ολοκληρώνοντάς το με την φράση: «…αυτή η ιστορία θα τελειώσει τελεσίδικα, όπως κι όλες οι ατέλειωτές μας ιστορίες». Το πρώτο που προσέχει (από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου), ο επίμονος αναγνώστης του έργου του Μπακόλα, είναι ότι κι αυτό, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, διαφέρει θεματικά, τονίζοντας την ποικιλία που υπάρχει στη θεματολογία του, όπως όμως στο κέντρο της είναι πάντα ο άνθρωπος και οι περιπέτειές του, σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο, αυτό της Βόρειας Ελλάδας, όπου γεννήθηκε και έζησε για όλη του τη ζωή ο συγγραφέας.
 
Το μυθιστόρημα του Μπακόλα, εκτυλίσσεται την δεκαετία του ’90 και ο ήρωας είναι ένας έμπορος πάνω από εξήντα χρονών, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Με πατέρα έμπορο (έναν «αρχοντάνθρωπο», όπως αναφέρει σε κάποιο σημείο η σύζυγός του), κληρονόμησε την οικογενειακή επιχείρηση, την οποία λόγω συνθηκών την μετέφερε εκτός πόλης σε ένα χωριό, όπου ζει πλέον με την οικογένειά του – την σύζυγο και τον φοιτητή γιό του. Ο ήρωας, βρίσκεται σε μια βαθιά προσωπική κρίση. Όλα του φαίνονται μάταια, με την σύζυγό του (μια γυναίκα που παντρεύτηκε βιαστικά και μάλλον επειδή αισθάνθηκε υποχρέωση) έχει απομακρυνθεί ψυχικά, ενώ, δεν βρίσκει κώδικα επικοινωνίας με τον γιο του. Η μόνη του διέξοδος είναι οι αναμνήσεις του από γυναίκες που του άρεσαν στην εφηβεία και στα νεανικά του χρόνια πριν παντρευτεί. Αναζήτησε λοιπόν, και βρήκε τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις τριών ώριμων, συνομηλίκων του γυναικών, οι οποίες είναι πλέον μόνες τους στη ζωή, όπως πληροφορήθηκε.
 
«Επομένως, τι αναζητούσε, τι αποζητούσε ο ταλαίπωρος, ως ανάστασιν νεκρών ερώτων, παιδικών, εφηβικών, ανομολόγητων, στοιχειωμένα τους λημέρια σε μια κτίση εντελώς παρεφθαρμένη; Ίσως να’τανε ο μάταιος αγώνας, ίσως όχι (έλπιζε), πάντως έκλαιγαν κι οδύρονταν τα πάντα, έξω νόμιζε, παντού μα οπωσδήποτε εντός του, δηλαδή σε έναν κόσμο μισοπεθαμένον και επιρρεπή σε αρχαία δράματα. Πήρε μια βαθιάν ανάσα λες και θα πνιγότανε, ήξερε ή διαισθανόταν ότι το μοναδικό του γιατρικό ήταν ο εξαψήφιος αριθμός της, πήγε πάλι στο περίπτερο και τον σχημάτισε, άκουσε το σήμα που κουδούνιζε εν αποστάσει, τέλος μια φωνή εκείνης, που έλεγε και πάλι, «λέγετε;», οπότε ένιωσε σαν να τον πιάσανε επ’ αυτοφώρω (μα σε τι;), πάτησε πάλι το κουμπί και το’κλεισε εν ταραχή.
Ασφαλώς όλα ετούτα δεν του συμβαίνανε πρώτη φορά, ήταν από καιρό βρεμένο ή πλημμυρισμένος από άφατες ψυχρολουσίες, πιο πολύ εντός του, στα κατάβαθα του αίματος, στις πιο ανεξερεύνητες σπηλιές της σκέψης του ή του θυμού του, ίσως της απέλπιδας προσπάθειας να καλύψει ό,τι άδειο κι ό,τι πονεμένο ή και ανικανοποίητο, έξω κι να το λεν γυναίκα, σπίτι, τέκνο, εργασία.»
 
Στις τρεις αυτές γυναίκες, δίνει συνθηματικά ονόματα, όταν τις σκέφτεται. Η μία είναι η «βεζυροπούλα», η οποία ζει στη Βέροια και ήταν συμμαθήτριά του στο Δημοτικό, αποτελώντας τον πρώτο του «έρωτα». Είναι μια γυναίκα που δραστηριοποιήθηκε στην Αριστερά και ταλαιπωρήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο. Είναι διαζευγμένη και ζει μόνη σε μια συνοικία της πόλης και ελάχιστα έως καθόλου θυμόταν τον παλιό της συμμαθητή. Η δεύτερη είναι η αριστοκρατικής καταγωγής «πυργοδέσποινα», ένας άπιαστος εφηβικός έρωτας, χήρα πλέον, που ζει τελείως απομακρυσμένη από τον κόσμο σε ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ η τρίτη που την αποκαλεί «ουρί του παραδείσου», είναι μια ελαφρώς μεγαλύτερή του γυναίκα, που είχε γνωρίσει όταν υπηρετούσε τη θητεία του στην Αθήνα και είχε υπάρξει ένα έντονο φλερτ μαζί της, το οποίο συνεχίστηκε δια αλληλογραφίας όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα με μετάθεση για την πόλη του. Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε ένας αμοιβαίος έρωτας που δεν εξελίχθηκε ποτέ λόγω κάποιων αυστηρών πλαισίων της εποχής.
 
Με καμία από τις γυναίκες αυτές, ο άνδρας, δεν διατηρούσε επαφή στις τέσσερις-πέντε δεκαετίες που πέρασαν. Ούτε ήξερε κάτι γι’ αυτές. Ο ήρωας βρίσκει «νόημα» στην αδιάφορη ζωή του, σκεπτόμενος τις τρεις γυναίκες, μη ξέροντας πώς να τις προσεγγίσει, αρκούμενος σε τηλεφωνικές κλήσεις, οι οποίες τις αναστατώνουν, σε επισκέψεις (στην περίπτωση της «βεζυροπούλας» στη Βέροια) αδιέξοδες και επικίνδυνες για τη σωματική του υγεία – σε μια από αυτές «γκρεμοτσακίζεται» όπως προσπαθεί να φύγει ταπεινωμένος, σε παρακλήσεις τηλεφωνικές. Οι απόπειρές του να δημιουργήσει μια πιο στενή επαφή με κάποια από αυτές, αποτυγχάνουν με τραγικό τρόπο και οι εμμονές του, τον κυριεύουν όλο και περισσότερο, οδηγώντας τον σε ενέργειες που τον γεμίζουν άγχος και απελπισία. Η σύζυγός του, μια καλή κατά βάση γυναίκα, αντιλαμβάνεται ότι «κάτι τρέχει», αναρωτιέται για τα συνεχή ταξίδια, αλλά και πάλι δεν δύναται να κατανοήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά του συζύγου της, έως τις τραγικές συνέπειες, που θα οδηγήσουν σε μια νέα πραγματικότητα.
 
«Δηλαδή, διερωτότανε ανακεφαλαιώνων, ήτανε ένας χαμένος βίος ο δικός του ή μπορούσαν να τον διασώζανε τα μυστικά, το ότι τα κρατούσε μέσα του, ωσάν βαρύτιμες φωτιές, και τον ζεσταίναν;»
 
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα αγωνιώδες ψυχολογικό θρίλερ. Ο ήρωας, μέσα σε μια πλήρη ψυχολογική μοναξιά, παρουσιάζει όλα τα στοιχεία ενός αρρωστημένου stalker, που θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνος ανά πάσα στιγμή. Όμως ο Μπακόλας, δεν ενδιαφέρεται για μια τέτοια εξέλιξη στην ιστορία του. Έγραψε ένα ελεγειακό υπαρξιακό δράμα μεγάλης έντασης, έχοντας στο κέντρο της ιστορίας του, έναν στιβαρό λογοτεχνικό ήρωα που δονεί το βιβλίο με την παραληρηματική του αφήγηση και την απελπισία του. Ο ανώνυμος πρωταγωνιστής, δεν μιλάει πολύ για το τι τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, ζώντας μια ζωή που εξωτερικά δείχνει επίπεδη και άχρωμη. Κληρονόμος μιας επιχείρησης, δεν μόχθησε ιδιαίτερα στη ζωή του, δειλός και άτολμος από παιδί, οδηγήθηκε εκών άκων στο γάμο του, χωρίς ποτέ να αντιδράει σε τίποτα. Είναι ένας «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» που περνάει απαρατήρητος και δεν ασχολείται ποτέ κανείς σοβαρά μαζί του. Εσωτερικά όμως διανύοντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του, βράζει. Οι απόκρυφές του σκέψεις, οι επιθυμίες του για μια ουσιαστική σχέση με μια από τις τρεις γυναίκες που προσπαθεί να πλησιάσει, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, τον οδηγούν σε μια δίνη παραλογισμού που είναι βέβαιο ότι δεν θα τον βγάλει πουθενά.
 
Ο άνδρας από την αρχή έως το τέλος της νουβέλας, παραμένει ένα μυστήριο. Παρακολουθούμε μια διαδρομή προς μια προσωπική κόλαση που βιώνει, μια διαδρομή προς τον θάνατο καθώς οι ενέργειές του γίνονται όλο και πιο παράτολμες, πιο αδιέξοδες. Δεν γνωρίζουμε τι τον οδήγησε στην επιλογή των γυναικών αυτών και αν τις είχε στο μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να αρχίσει τα τηλεφωνήματα (που μάλλον τις είχε), δεν διευκρινίζεται αν συνέβη κάτι που τον οδήγησε στην ανάληψη πρωτοβουλιών, έστω και υπό τη μορφή τηλεφωνημάτων ή παρακολούθησης κατοικιών.
 
Το μυθιστόρημα αφηγηματικά, παρουσιάζει όλα τα γνώριμα στοιχεία του Μπακολικού ύφους. Συνειδησιακή ροή (εσωτερικός μονόλογος), τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον μοναδικό (σχεδόν μουσικό) ρυθμό που έχουν όλα τα έργα του, λυρισμός (τα όνειρα διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ροή της νουβέλας) που εναλλάσσεται με ρεαλισμό, μέσα από συνομιλίες ή εγκιβωτισμένες αφηγήσεις των ανθρώπων – παρατηρητών που συνδέονται με τον ήρωα. Ο Μπακόλας ως έξοχος και συνεπής μεταφραστής του W.Faulkner, ήταν βαθιά επηρεασμένος από το έργο του (όπως άλλωστε και άλλων Αμερικανών συγγραφέων του Μεσοπολέμου) και τα βιβλία του ακολουθούν τον ρυθμό του μεγάλου Αμερικανού, όπου όλα εξηγούνται από τους λιγότερο εμφανείς πρωταγωνιστές του δράματος.
 
«… μην είσαι τόσο απόλυτος, πρέπει να διδαχτείς, να μάθεις να μην αδικείς οικείους, φίλους, φίλες, μπορεί κι αυτοί να έχουν τις βαθιές λαβωματιές τους, τις πολύ βαθύτερες απ’ τις δικές σου, γιατί ο κόσμος όλος είναι μια πληγή απέραντη, τουλάχιστον μια αρμαθιά από απογοητεύσεις, που πλέκουν ένα δίχτυ, πάλι απέραντο, και τα τυλίγουν όλα, ίσως να τα πνίγουνε απόνετα.»


Ουσιαστικά παρακολουθούμε μια πορεία προς την πλήρη παρακμή, προς τον θάνατο και μέσα από τον «έρωτα» (με πολλά εισαγωγικά) που αποζητάει ο ήρωας, αφήνεται να εξευτελίζεται, να γελοιοποιείται, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο των «προσπαθειών» του, ανίκανος να ξεφύγει από τον ιστό, που μόνος του έχει πλέξει. Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο «έρωτας» του τίτλου, δεν υπάρχει – παρά μόνο μια φαντασίωσή του, ένα ιδανικό που δεν θα πιαστεί ποτέ.
Το «ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ», είναι μια συγκλονιστική ελεγειακή νουβέλα για την ύπαρξη, τη μοναξιά, το ανέφικτο του έρωτα, τα γηρατειά, τον θάνατο, που μας υπενθυμίζει εμφαντικά το πόσο σπουδαίος ήταν ο Νίκος Μπακόλας.
 
Βαθμολογία 87 / 100

Υ.Γ. Πριν από ένα χρόνο και κάτι, εκδόθηκε και η πρώτη νουβέλα του Νίκου Μπακόλα, από τις εκδόσεις Σοκόλη και πάλι, με τίτλο «ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ» (σελ. 101), με εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα, η οποία γράφτηκε το 1958 – σαράντα δηλαδή χρόνια πριν το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα. Είναι μια βραβευμένη νουβέλα, που παρά τον αφόρητα μελοδραματικό της τίτλο, δεν έχει κανένα έντονα συγκινησιακό στοιχείο στην ιστορία της. Είναι μια αξιόλογη ιστορία «λιμανιού», με πολλά στοιχεία από την Αμερικανική νουάρ πεζογραφία, όπου ένας μαύρος ναυτικός, μαζί με κάποιους συνεργάτες του, ληστεύουν το ταμείο του πλοίου που εργάζονται, και το οποίο βρίσκεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εκεί ο μαύρος, έχοντας μαζί του όλο το ποσόν της ληστείας, γνωρίζεται με μια κοπέλα ενός καμπαρέ, και προσπαθεί να διαφύγει από τους διώκτες του. Ωραία ιστορία, που παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία του συγγραφέα.

 


Υ.Γ.2 Σημαντικά στοιχεία για το έργο του Νίκου Μπακόλα, μπορεί να βρει κανείς στο site www.bakolas.gr.